ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
14 Ιουνίου 2018


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση των οδηγιών 2000/53/ΕΚ για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, 2006/66/ΕΚ σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, και 2012/19/ΕΕ σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ( 1)

93

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/850 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων ( 1)

100

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα ( 1)

109

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για τροποποίηση της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας ( 1)

141

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2018/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 και των οδηγιών 94/63/ΕΚ και 2009/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 86/278/ΕΟΚ και 87/217/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες στον τομέα των περιβαλλοντικών εκθέσεων, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου

155

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

14.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/848 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018

για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βιολογική παραγωγή είναι ένα συνολικό σύστημα διαχείρισης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της παραγωγής τροφίμων, το οποίο συνδυάζει βέλτιστες πρακτικές για το περιβάλλον και την αλλαγή του κλίματος, υψηλό βαθμό βιοποικιλότητας, τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την εφαρμογή υψηλού επιπέδου προτύπων στη μεταχείριση των ζώων και υψηλού επιπέδου προτύπων παραγωγής που ανταποκρίνονται στη ζήτηση, από αυξανόμενο αριθμό καταναλωτών, προϊόντων που παράγονται με φυσικές ουσίες και διεργασίες. Ως εκ τούτου, η βιολογική παραγωγή επιτελεί διττό κοινωνικό ρόλο, αφενός τροφοδοτώντας μια συγκεκριμένη αγορά που καλύπτει την καταναλωτική ζήτηση βιολογικών προϊόντων και, αφετέρου, προσφέροντας δημόσια διαθέσιμα αγαθά που συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην καλή μεταχείριση των ζώων, καθώς και στην αγροτική ανάπτυξη.

(2)

Η τήρηση υψηλού επιπέδου προτύπων στους τομείς της υγείας, του περιβάλλοντος και της καλής μεταχείρισης των ζώων στο πλαίσιο της παραγωγής βιολογικών προϊόντων είναι συνυφασμένη με την υψηλή ποιότητα των εν λόγω προϊόντων. Όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2009 σχετικά με την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, η βιολογική παραγωγή αποτελεί μέρος των συστημάτων ποιότητας των γεωργικών προϊόντων της Ένωσης, σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές ενδείξεις και τα εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και τα προϊόντα των εξόχως απόκεντρων περιοχών της Ένωσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 228/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Υπό την έννοια αυτή, η βιολογική παραγωγή επιδιώκει τους ίδιους στόχους στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής («ΚΓΠ») οι οποίοι ενέχονται στο σύνολο των συστημάτων ποιότητας των γεωργικών προϊόντων της Ένωσης.

(3)

Συγκεκριμένα, οι στόχοι της πολιτικής για τη βιολογική παραγωγή είναι ενσωματωμένοι στους στόχους της ΚΓΠ, εξασφαλίζοντας στους γεωργούς ικανοποιητική απόδοση για τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής. Επιπλέον, η αυξανόμενη ζήτηση βιολογικών προϊόντων από τους καταναλωτές δημιουργεί τις συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη και διεύρυνση της αγοράς των εν λόγω προϊόντων και, επομένως, για την αύξηση των εσόδων των γεωργών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της βιολογικής παραγωγής.

(4)

Επιπροσθέτως, η βιολογική παραγωγή είναι ένα σύστημα το οποίο συμβάλλει στην ενσωμάτωση απαιτήσεων προστασίας του περιβάλλοντος στην ΚΓΠ και προωθεί την αειφόρο γεωργική παραγωγή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκαν μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης της βιολογικής παραγωγής στο πλαίσιο της ΚΓΠ, κυρίως με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), και ενισχύθηκαν ιδίως στη μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου για την πολιτική αγροτικής ανάπτυξης, όπως καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(5)

Η βιολογική παραγωγή συμβάλλει επίσης στην επίτευξη των στόχων περιβαλλοντικής πολιτικής της Ένωσης, ιδίως των στόχων που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 22ας Σεπτεμβρίου 2006 με τίτλο «Θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους», της 3ης Μαΐου 2011, με τίτλο «Η ασφάλεια ζωής μας, το φυσικό κεφάλαιο: στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020» και της 6ης Μαΐου 2013 με τίτλο «Πράσινη υποδομή (ΠΥ) – Ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου της Ευρώπης», και στην περιβαλλοντική νομοθεσία, όπως οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/60/ΕΚ (8), 2001/81/ΕΚ (9), 2009/128/ΕΚ (10) και 2009/147/ΕΚ (11) και οι οδηγίες του Συμβουλίου 91/676/ΕΟΚ (12) και 92/43/ΕΟΚ (13).

(6)

Για την επίτευξη των στόχων της πολιτικής της Ένωσης όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή, το νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε για την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής θα πρέπει να αποσκοπεί στη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς βιολογικών προϊόντων, στη διατήρηση και τη δικαίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα προϊόντα με ετικέτα που δηλώνει ότι είναι βιολογικά, και τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέψουν στη συγκεκριμένη πολιτική να προοδεύσει ανάλογα με την εξέλιξη της παραγωγής και της αγοράς.

(7)

Στις προτεραιότητες πολιτικής της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010 με τίτλο «Ευρώπη 2020: στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», συγκαταλέγεται η επίτευξη της ανάπτυξης μιας ανταγωνιστικής οικονομίας που βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, της ενίσχυσης μιας οικονομίας με υψηλό ποσοστό απασχόλησης που εξασφαλίζει κοινωνική και εδαφική συνοχή και της στήριξης της μετάβασης προς μια οικονομία αποδοτικής χρησιμοποίησης των πόρων και χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Κατά συνέπεια, η πολιτική για τη βιολογική παραγωγή θα πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις τα κατάλληλα εργαλεία για την καλύτερη ταυτοποίηση και προώθηση των προϊόντων τους, προστατεύοντας ταυτοχρόνως τις εν λόγω επιχειρήσεις από αθέμιτες πρακτικές.

(8)

Ο τομέας της βιολογικής γεωργίας στην Ένωση έχει σημειώσει ραγδαία ανάπτυξη κατά τα παρελθόντα έτη, όχι μόνο όσον αφορά τις επιφάνειες που χρησιμοποιούνται για βιολογικές καλλιέργειες αλλά και όσον αφορά τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων και τον συνολικό αριθμό των καταχωρισμένων στην Ένωση επιχειρήσεων βιολογικής παραγωγής.

(9)

Δεδομένης της δυναμικής εξέλιξης του τομέα των βιολογικών προϊόντων, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου (14) αναγνωρίστηκε η ανάγκη μελλοντικής επανεξέτασης των ενωσιακών κανόνων για τη βιολογική παραγωγή, με συνεκτίμηση της πείρας που θα έχει αποκτηθεί από την εφαρμογή αυτών των κανόνων. Τα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης που διενήργησε η Επιτροπή καταδεικνύουν ότι το νομικό πλαίσιο της Ένωσης που διέπει τη βιολογική παραγωγή θα πρέπει να βελτιωθεί ώστε να προβλεφθούν κανόνες οι οποίοι να ανταποκρίνονται στις μεγάλες προσδοκίες των καταναλωτών και να εγγυώνται επαρκή σαφήνεια για τους αποδέκτες τους. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007 θα πρέπει ως εκ τούτου να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό.

(10)

Η πείρα που έχει αποκτηθεί μέχρι στιγμής από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 αναδεικνύει την ανάγκη να καθοριστούν με σαφήνεια τα προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται ο συγκεκριμένος κανονισμός. Πρωτίστως, θα πρέπει να καλύπτει προϊόντα προερχόμενα από τη γεωργία, συμπεριλαμβανομένης της υδατοκαλλιέργειας και της μελισσοκομίας, τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα I της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Επιπλέον, θα πρέπει να καλύπτει μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα ή ζωοτροφές, δεδομένου ότι η διάθεση των εν λόγω προϊόντων στο εμπόριο ως βιολογικών προϊόντων παρέχει μείζονες δυνατότητες εμπορικής διάθεσης των γεωργικών προϊόντων και διασφαλίζει ότι προβάλλεται στους καταναλωτές η βιολογική προέλευση των γεωργικών προϊόντων των οποίων έγινε η μεταποίηση. Ομοίως, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει και ορισμένα άλλα προϊόντα που συνδέονται με τα γεωργικά προϊόντα κατά τρόπο παρεμφερή με τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα ή ζωοτροφές, διότι τα άλλα αυτά προϊόντα είτε προσφέρουν μείζονα δυνατότητα εμπορικής διάθεσης των γεωργικών προϊόντων είτε συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Τέλος, στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιληφθεί και το θαλάσσιο άλας και άλλα άλατα χρησιμοποιούμενα ως τρόφιμα και ζωοτροφές, διότι ενδέχεται να παράγονται με την εφαρμογή τεχνικών φυσικής παραγωγής και διότι η παραγωγή τους συμβάλλει στην ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών· συνεπώς, εμπίπτει στους στόχους του παρόντος κανονισμού. Για λόγους σαφήνειας, τα προαναφερόμενα άλλα προϊόντα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I ΣΛΕΕ, ενδείκνυται να παρατίθενται σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(11)

Για τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατά το άρθρο 290 ΣΛΕΕ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να διενεργούνται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (15). Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλισθεί ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματική πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(12)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη νέες μέθοδοι παραγωγής, νέα υλικά ή διεθνείς δεσμεύσεις, είναι σκόπιμο να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις για την επαύξηση του καταλόγου άλλων προϊόντων στενά συνδεόμενων με τη γεωργία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(13)

Τα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό αλλά προέρχονται από μη εκτρεφόμενους ιχθύς ή θηράματα δεν θα πρέπει να θεωρούνται βιολογικά δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί πλήρως η παραγωγική τους διαδικασία.

(14)

Λόγω του τοπικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων ομαδικής εστίασης, τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη και τα ιδιωτικά συστήματα στον εν λόγω κλάδο θεωρούνται επαρκή για τη διασφάλιση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς. Συνεπώς, τα τρόφιμα που παρασκευάζονται σε εγκαταστάσεις ομαδικής εστίασης δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και συνεπώς δεν θα πρέπει να επισημαίνονται ή να διαφημίζονται με το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(15)

Ερευνητικά έργα έχουν καταδείξει ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών είναι καίριας σημασίας για την αγορά των βιολογικών τροφίμων. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κανόνες που δεν είναι αξιόπιστοι ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη του κοινού και να οδηγήσουν σε αδυναμία της αγοράς. Για τον λόγο αυτό, η βιώσιμη ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής στην Ένωση θα πρέπει να βασίζεται σε ορθούς κανόνες παραγωγής, εναρμονισμένους σε επίπεδο Ένωσης και οι οποίοι ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών όσον αφορά την ποιότητα των βιολογικών προϊόντων και τη συμμόρφωση με τις αρχές και τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(16)

Ο παρών κανονισμός είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της συναφούς νομοθεσίας, ιδίως στους τομείς της ασφάλειας της τροφικής αλυσίδας, της υγείας και της καλής μεταχείρισης των ζώων, της υγείας των φυτών, του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, της επισήμανσης και του περιβάλλοντος.

(17)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προσφέρει τη βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής και τα θετικά της αποτελέσματα στο περιβάλλον, διασφαλίζοντας παράλληλα την ουσιαστική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς βιολογικών προϊόντων και τον θεμιτό ανταγωνισμό, βοηθώντας έτσι τους γεωργούς να επιτύχουν δίκαιο εισόδημα, διασφαλίζοντας την εμπιστοσύνη του καταναλωτή, προστατεύοντας τα συμφέροντα του καταναλωτή και ενθαρρύνοντας τους βραχείς διαύλους διανομής και την τοπική παραγωγή. Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να επιτευχθούν μέσω της συμμόρφωσης των γενικών και των ειδικών αρχών και των γενικών και των λεπτομερών κανόνων παραγωγής που ισχύουν για τη βιολογική παραγωγή.

(18)

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των συστημάτων βιολογικής παραγωγής, η επιλογή των φυτικών ποικιλιών θα πρέπει να επικεντρώνεται στη γεωπονική απόδοση, τη γενετική ποικιλομορφία, την αντοχή στις ασθένειες, τη μακροβιότητα και την προσαρμογή σε ποικίλες τοπικές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες και τον σεβασμό στους φυσικούς αναστολείς διασταύρωσης.

(19)

Ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής θεωρείται μεγαλύτερος σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις που περιλαμβάνουν μονάδες των οποίων η διαχείριση δεν διέπεται από τους εν λόγω κανόνες. Ως εκ τούτου, μετά την παρέλευση κατάλληλης περιόδου μετατροπής, η διαχείριση όλων των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ένωση που στρέφονται στη βιολογική παραγωγή θα πρέπει να συνάδει ως προς όλα με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή. Ωστόσο, οι εκμεταλλεύσεις που περιλαμβάνουν μονάδες οι οποίες τελούν υπό διαχείριση βάσει κανόνων βιολογικής παραγωγής και μονάδες οι οποίες τελούν υπό διαχείριση βάσει κανόνων μη βιολογικής παραγωγής, θα πρέπει να επιτρέπονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις στις οποίες συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σαφής και ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ των μονάδων βιολογικής, υπό μετατροπή και μη βιολογικής παραγωγής, καθώς και των προϊόντων που παράγουν οι εν λόγω μονάδες.

(20)

Δεδομένου ότι η χρήση εξωτερικών εισροών θα πρέπει να είναι περιορισμένη στο πλαίσιο της βιολογικής παραγωγής, ορισμένοι σκοποί θα πρέπει να προσδιορίζονται για τους οποίους ορισμένα προϊόντα και ουσίες χρησιμοποιούνται συχνά στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων ή μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων. Όταν χρησιμοποιούνται κανονικά για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, η χρήση των προϊόντων ή των ουσιών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, η εν λόγω έγκριση που χορηγείται θα πρέπει, να ισχύει μόνον εφόσον η χρήση των εν λόγω εξωτερικών προϊόντων δεν απαγορεύεται για τη μη βιολογική παραγωγή από το δίκαιο της Ένωσης ή από το εθνικό δίκαιο που βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης. Η χρήση προϊόντων ή ουσιών που περιέχουν ή εκ των οποίων αποτελούνται τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, πλην των δραστικών ουσιών, θα πρέπει να επιτρέπονται στη βιολογική παραγωγή, εφόσον επιτρέπεται η χρήση τους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και εφόσον η διάθεση στην αγορά των εν λόγω φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή η χρήση των εν λόγω φυτοπροστατευτικών προϊόντων δεν απαγορεύονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

(21)

Όταν το σύνολο της εκμετάλλευσης ή τμήματα της εκμετάλλευσης προορίζονται για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, θα πρέπει να υπόκεινται σε περίοδο μετατροπής κατά την οποία η διαχείρισή τους διέπεται από κανόνες βιολογικής παραγωγής, αλλά δεν μπορούν να παραγάγουν βιολογικά προϊόντα. Τα προϊόντα θα πρέπει να επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά ως βιολογικά προϊόντα μόνον μετά την παρέλευση της περιόδου μετατροπής. Η περίοδος αυτή δεν θα πρέπει να αρχίζει προτού ο γεωργός ή επιχείρηση που παράγει φύκη ή ζώα υδατοκαλλιέργειας κοινοποιήσουν την εν λόγω μετατροπή σε βιολογική παραγωγή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η εκμετάλλευση και ως εκ τούτου υπόκειται στο σύστημα ελέγχου το οποίο πρόκειται να συσταθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) και του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να αναγνωρίσουν αναδρομικά περιόδους πριν από την ημερομηνία κοινοποίησης ως περιόδους μετατροπής μόνον εφόσον η εκμετάλλευση ή τα σχετικά τμήματά της έχουν υπαχθεί σε γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα με τη στήριξη ενωσιακών πόρων ή εφόσον είναι φυσικές ή γεωργικές εκτάσεις στις οποίες επί διάστημα τουλάχιστον τριών ετών δεν είχαν γίνει επεμβάσεις με προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή.

(22)

Προκειμένου να διασφαλισθούν η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή, και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά περαιτέρω κανόνες σχετικά με τον διαχωρισμό εκμεταλλεύσεων σε βιολογικές, υπό μετατροπή και μη βιολογικές μονάδες παραγωγής.

(23)

Η χρήση ιοντίζουσας ακτινοβολίας, η κλωνοποίηση ζώων και τα ζώα με τεχνητή πολυπλοειδία ή οι γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί («ΓΤΟ») καθώς και προϊόντα που παράγονται από ή με ΓΤΟ, δεν συμβιβάζεται με την έννοια της βιολογικής παραγωγής και με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές τα βιολογικά προϊόντα. Η εν λόγω χρήση θα πρέπει ως εκ τούτου να απαγορεύεται στη βιολογική παραγωγή.

(24)

Προς υποστήριξη και διευκόλυνση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα σε κάθε στάδιο της παραγωγής, παρασκευής και διανομής, κατά περίπτωση, ούτως ώστε να διασφαλίζονται η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η ποιότητα του εδάφους, να προλαμβάνονται και να ελέγχονται επιβλαβείς οργανισμοί και ασθένειες και να αποφεύγονται επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην υγεία των ζώων και των φυτών. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν, κατά περίπτωση, αναλογικά μέτρα προφύλαξης τα οποία έχουν υπό έλεγχο προκειμένου να αποφεύγεται η επιμόλυνση από προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή δυνάμει του παρόντος κανονισμού και προκειμένου να αποφεύγεται η ανάμειξη βιολογικών, υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων.

(25)

Τα προϊόντα που παράγονται κατά την περίοδο μετατροπής δεν θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά ως βιολογικά προϊόντα. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος σύγχυσης και παραπλάνησης των καταναλωτών, τα εν λόγω προϊόντα δεν θα πρέπει, επίσης, να διατίθενται στο εμπόριο ως προϊόντα υπό μετατροπή, εκτός από την περίπτωση του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, των προϊόντων τροφίμων φυτικής προέλευσης και ζωοτροφών φυτικής προέλευσης που έχουν μόνον ένα συστατικό γεωργικής καλλιέργειας, και σε κάθε περίπτωση υπό τον όρο ότι έχει τηρηθεί περίοδος μετατροπής τουλάχιστον 12 μηνών πριν από τη συγκομιδή.

(26)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τους κανόνες μετατροπής για επιπλέον ζωικά είδη.

(27)

Θα πρέπει να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες παραγωγής τόσο για τη φυτική και ζωική παραγωγή όσο και για την παραγωγή από υδατοκαλλιέργειες, στους οποίους θα συμπεριλαμβάνονται κανόνες για τη συλλογή άγριων φυτών και φυκών, καθώς και κανόνες για την παραγωγή μεταποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένων του οίνου και της μαγιάς που χρησιμοποιούνται ως τρόφιμα ή ζωοτροφές, ώστε να εξασφαλιστούν η εναρμόνιση και η συμμόρφωση των στόχων και των αρχών της βιολογικής παραγωγής.

(28)

Λαμβανομένου υπόψη ότι η βιολογική φυτική παραγωγή βασίζεται στη θρέψη των φυτών κατ’ εξοχήν μέσω του εδαφικού οικοσυστήματος, τα φυτά θα πρέπει να παράγονται επί ή εντός ζωντανού εδάφους σε συνδυασμό με το υπέδαφος και το μητρικό πέτρωμα. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η υδροπονική παραγωγή, ούτε η καλλιέργεια φυτών σε δοχεία, σάκους ή παρτέρια όπου οι ρίζες δεν έρχονται σε επαφή με το ζωντανό έδαφος.

(29)

Ωστόσο θα πρέπει να επιτρέπονται ορισμένες καλλιεργητικές πρακτικές οι οποίες δεν είναι εδαφικές, όπως η παραγωγή σπόρων με φύτρο ή κεφαλών κιχωρίου και η παραγωγή καλλωπιστικών φυτών και βοτάνων σε γλάστρες που πωλούνται μέσα σε γλάστρες στους καταναλωτές, στις οποίες δεν βρίσκει προσαρμογή η αρχή της εδαφικής φυτοκαλλιέργειας ή σχετικά με τις οποίες δεν υπάρχει κίνδυνος να παραπλανηθεί ο καταναλωτής όσον αφορά τη μέθοδο παραγωγής τους. Προκειμένου να διευκολυνθεί η βιολογική παραγωγή σε πρωιμότερο στάδιο ανάπτυξης των φυτών, θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται η καλλιέργεια σποροφύτων ή μοσχευμάτων σε εμπορευματοκιβώτια για περαιτέρω μεταφύτευση.

(30)

Η αρχή της εδαφικής φυτοκαλλιέργειας και η καλλιέργεια των φυτών πρωτίστως μέσω του εδαφικού οικοσυστήματος καθιερώθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Ορισμένες επιχειρήσεις, ωστόσο, έχουν αναπτύξει οικονομική δραστηριότητα με καλλιέργεια φυτών σε «οριοθετημένα πλαίσια» και έχουν πιστοποιηθεί ως βιολογικές βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 από τις εθνικές αρχές τους. Στις 28 Ιουνίου 2017 συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας ότι η βιολογική παραγωγή θα πρέπει να βασίζεται στην καλλιέργεια των φυτών πρωτίστως μέσω του εδαφικού οικοσυστήματος και να είναι εδαφική και ότι η καλλιέργεια φυτών σε οριοθετημένα πλαίσια δεν θα πρέπει πλέον να επιτρέπεται μετά από αυτήν την ημερομηνία. Προκειμένου να δοθεί στις εν λόγω επιχειρήσεις που έχουν αναπτύξει την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα έως αυτήν την ημερομηνία η δυνατότητα να προσαρμοσθούν, θα πρέπει να τους επιτραπεί να διατηρήσουν τις επιφάνειες παραγωγής τους, εάν έχουν πιστοποιηθεί από τις εθνικές τους αρχές ως βιολογικές δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία για περίοδο 10 επιπλέον ετών, από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Βάσει των πληροφοριών που έχουν παράσχει τα κράτη μέλη στην Επιτροπή, η δραστηριότητα αυτή είχε εγκριθεί στην Ένωση πριν από τις 28 Ιουνίου 2017 μόνο στη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με τη χρήση των οριοθετημένων πλαισίων στη βιολογική γεωργία η οποία πρόκειται να δημοσιευτεί πέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(31)

Η βιολογική φυτική παραγωγή θα πρέπει να συνεπάγεται την εφαρμογή τεχνικών παραγωγής που αποτρέπουν ή ελαχιστοποιούν τη συμβολή στη μόλυνση του περιβάλλοντος.

(32)

Ενώ η μη βιολογική γεωργία έχει περισσότερα εξωτερικά μέσα προσαρμογής στο περιβάλλον ώστε να επιτυγχάνει τη βέλτιστη ανάπτυξη των καλλιεργειών, τα συστήματα βιολογικής φυτικής παραγωγής έχουν ανάγκη φυτικού αναπαραγωγικού υλικού που είναι προσαρμόσιμο όσον αφορά την αντοχή στις ασθένειες, τις ποικίλες τοπικές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες και τις ιδιαίτερες καλλιεργητικές πρακτικές της βιολογικής γεωργίας που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τομέα βιολογικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αναπτυχθεί βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό κατάλληλο για τη βιολογική γεωργία.

(33)

Όσον αφορά τη διαχείριση και τη λίπανση του εδάφους, θα πρέπει να καθοριστούν οι επιτρεπόμενες καλλιεργητικές πρακτικές στο πλαίσιο της βιολογικής φυτικής παραγωγής και θα πρέπει να θεσπισθούν προϋποθέσεις για τη χρήση λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους.

(34)

Η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα πρέπει να περιοριστεί σημαντικά. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στα μέτρα που εμποδίζουν τη ζημιά που προκαλείται από επιβλαβείς οργανισμούς και ζιζάνια μέσω τεχνικών που δεν συνεπάγονται τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, όπως η αμειψισπορά. Η παρουσία επιβλαβών οργανισμών και ζιζανίων θα πρέπει να παρακολουθείται ώστε να διαπιστώνεται εάν η πιθανή παρέμβαση είναι οικονομικά και οικολογικά δικαιολογημένη. Ωστόσο, η χρήση ορισμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον εάν οι εν λόγω τεχνικές δεν παρέχουν επαρκή προστασία και εφόσον τα συγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009, αφού ελεγχθεί και βρεθεί ότι συνάδουν με τους στόχους και τις αρχές της βιολογικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που τα εν λόγω προϊόντα έχουν εγκριθεί υπό την προϋπόθεση περιοριστικών όρων χρήσης και συνακολούθως έχουν εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(35)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά ορισμένες παρεκκλίσεις, τη χρήση υπό μετατροπή ή μη βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων με άλλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, περαιτέρω μέτρα διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών και ζιζανίων και περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες και καλλιεργητικές πρακτικές για συγκεκριμένα φυτά και φυτική παραγωγή.

(36)

Η έρευνα στην Ένωση όσον αφορά το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό που δεν πληροί τον ορισμό της ποικιλίας από την άποψη της ομοιομορφίας δείχνει ότι είναι δυνατόν να προκύψουν οφέλη από τη χρήση του εν λόγω ποικίλου υλικού, ιδίως όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή, παραδείγματος χάριν για να περιορισθεί η εξάπλωση ασθενειών, να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα και η αυξανόμενη βιοποικιλότητα.

(37)

Κατά συνέπεια, φυτικό αναπαραγωγικό υλικό που δεν ανήκει σε ποικιλία, αλλά ανήκει μάλλον σε ομάδα φυτών εντός μιας βοτανικής ταξινομικής μονάδας με υψηλό επίπεδο γενετικής και φαινοτυπικής ποικιλομορφίας μεταξύ μεμονωμένων αναπαραγωγικών μονάδων, θα πρέπει να είναι διαθέσιμο για χρήση στη βιολογική παραγωγή.

Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να διαθέτουν στο εμπόριο φυτικό αναπαραγωγικό υλικό από βιολογικό ετερογενές υλικό χωρίς να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις καταχώρισης και χωρίς να συμμορφώνονται προς τις κατηγορίες πιστοποίησης προβασικού, βασικού και πιστοποιημένου υλικού, ή προς τις απαιτήσεις για άλλες κατηγορίες, όπως ορίζουν οι οδηγίες του Συμβουλίου 66/401/ΕΟΚ (18), 66/402/ΕΟΚ (19), 68/193/ΕΟΚ (20), 98/56/ΕΚ (21), 2002/53/ΕΚ (22), 2002/54/ΕΚ (23), 2002/55/ΕΚ (24), 2002/56/ΕΚ (25), 2002/57/ΕΚ (26), 2008/72/ΕΚ (27) και 2008/90/ΕΚ (28) ή πράξεις που έχουν εγκριθεί δυνάμει των εν λόγω οδηγιών.Η εν λόγω διάθεση στο εμπόριο θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατόπιν κοινοποίησης στους υπεύθυνους φορείς που αναφέρονται στις οδηγίες αυτές και, αφού η Επιτροπή θεσπίσει εναρμονισμένες απαιτήσεις για το εν λόγω υλικό, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω υλικό συμμορφώνεται προς αυτές τις απαιτήσεις.

(38)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, καθώς και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τη θέσπιση κανόνων για την παραγωγή και την εμπορία φυτικού αναπαραγωγικού υλικού από βιολογικό ετερογενές υλικό συγκεκριμένων γενών ή ειδών.

(39)

Με στόχο την ανταπόκριση στις ανάγκες των παραγωγών βιολογικών προϊόντων, την προαγωγή της έρευνας και την ανάπτυξη βιολογικών ποικιλιών κατάλληλων για τη βιολογική παραγωγή, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες ανάγκες και στόχους της βιολογικής γεωργίας όπως η ενίσχυση της γενετικής ποικιλομορφίας, η αντοχή στις ασθένειες ή η ανοχή και η προσαρμογή έναντι των διαφορετικών τοπικών εδαφικών και κλιματικών συνθηκών, θα πρέπει να διοργανωθεί προσωρινό πείραμα σύμφωνα με τις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 68/193/ΕΟΚ, 2002/53/ΕΚ, 2002/54/ΕΚ, 2002/55/ΕΚ, 2002/56/ΕΚ, 2002/57/ΕΚ, 2008/72/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ. Το εν λόγω προσωρινό πείραμα θα πρέπει να διενεργείται επί χρονικό διάστημα επταετίας, θα πρέπει να περιλαμβάνει επαρκείς ποσότητες του φυτοπαραγωγικού υλικού και θα πρέπει να υπόκειται σε υποβολή ετήσιων εκθέσεων. Θα πρέπει να βοηθήσει ώστε να καθορισθούν τα κριτήρια για την περιγραφή των χαρακτηριστικών του εν λόγω υλικού και ο ορισμός των όρων παραγωγής και εμπορίας του συγκεκριμένου υλικού.

(40)

Δεδομένου ότι η ζωική παραγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαχείριση της γεωργικής γης, όπου η κόπρος χρησιμοποιείται ως λίπασμα για την καλλιέργεια των φυτών, θα πρέπει να απαγορεύεται η άνευ εκτάσεων ζωική παραγωγή εκτός από την περίπτωση της μελισσοκομίας. Κατά την επιλογή φυλών, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η επιλογή των χαρακτηριστικών που είναι σημαντικά για τη βιολογική γεωργία, όπως ο μεγάλος βαθμός γενετικής ποικιλομορφίας, η ικανότητα προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες και η αντοχή στις ασθένειες.

(41)

Τα ζώα βιολογικής εκτροφής δεν είναι πάντοτε διαθέσιμα σε επαρκή ποσότητα και ποιότητα ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των γεωργών οι οποίοι επιθυμούν να συγκροτήσουν αγέλη ή κοπάδι για πρώτη φορά ή να αυξήσουν ή να ανανεώσουν το ζωικό τους κεφάλαιο. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα πρέπει επομένως να είναι δυνατή η εισαγωγή ζώων που δεν έχουν εκτραφεί με βιολογική μέθοδο σε μονάδα βιολογικής παραγωγής.

(42)

Τα ζώα θα πρέπει να τρέφονται με υλικά ζωοτροφών που παράγονται σύμφωνα με τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής και προέρχονται κατά προτίμηση από την ιδία εκμετάλλευση του γεωργού, με βάση τις φυσιολογικές ανάγκες των ζώων. Ωστόσο, οι γεωργοί θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν επίσης υπό μετατροπή ζωοτροφές προερχόμενες από τη δική τους εκμετάλλευση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επιπλέον, για να ικανοποιηθούν οι βασικές διατροφικές ανάγκες των ζώων, οι γεωργοί θα πρέπει να επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ορισμένα υλικά ζωοτροφών μικροβιακής ή ανόργανης προέλευσης ή ορισμένες πρόσθετες ύλες ζωοτροφών και τεχνολογικά βοηθήματα με σαφώς προσδιορισμένους όρους.

(43)

Η μέριμνα για την υγεία των ζώων θα πρέπει να βασίζεται κυρίως στην πρόληψη των ασθενειών. Θα πρέπει ακόμη να λαμβάνονται ειδικά μέτρα καθαρισμού και απολύμανσης. Η προληπτική χρήση συνθετικών αλλοπαθητικών φαρμακευτικών σκευασμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στη βιολογική παραγωγή. Σε περιπτώσεις ασθενείας ή τραύματος ζώου που απαιτούν άμεση θεραπευτική αγωγή, η χρήση αυτών των προϊόντων θα πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για την αποκατάσταση της καλής διαβίωσης του ζώου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, για να διασφαλισθεί η πληρότητα της βιολογικής παραγωγής προς όφελος των καταναλωτών, η επίσημη περίοδος απόσυρσης μετά τη χρήση των εν λόγω φαρμάκων, κατά τα προβλεπόμενα στη συναφή νομοθεσία της Ένωσης, θα πρέπει να είναι διπλάσια της κανονικής περιόδου απόσυρσης και να έχει ελάχιστη διάρκεια 48 ωρών.

(44)

Οι συνθήκες σταβλισμού και οι κτηνοτροφικές πρακτικές για τα ζώα βιολογικής εκτροφής θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις συμπεριφορικές ανάγκες των ζώων και θα πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο καλής διαβίωσης των ζώων, ορισμένες περιπτώσεις του οποίου θα πρέπει να υπερβαίνουν τα ενωσιακά πρότυπα καλής διαβίωσης των ζώων που εφαρμόζονται στη ζωική παραγωγή γενικότερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ζώα θα πρέπει να έχουν μόνιμη πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους για άσκηση. Η ταλαιπωρία, ο πόνος ή η αγωνία των ζώων θα πρέπει να αποφεύγονται, ή θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστον σε κάθε στάδιο της ζωής των ζώων. Η πρόσδεση και οι ακρωτηριασμοί, όπως η κοπή της ουράς των προβάτων, η αποτομή του ράμφους κατά τις τρεις πρώτες ημέρες ζωής και η αποκεράτωση, θα πρέπει να είναι δυνατοί μόνο σε περίπτωση που τους επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

(45)

Δεδομένου ότι η βιολογική παραγωγή είναι περισσότερο ανεπτυγμένη για τα βοοειδή, τα προβατοειδή, τα αιγοειδή, τα ιπποειδή, τα ελαφοειδή και τα χοιροειδή, καθώς και για τα πουλερικά, τα κουνέλια και τις μέλισσες, θα πρέπει να εφαρμόζονται επιπρόσθετοι λεπτομερείς κανόνες παραγωγής στα εν λόγω είδη. Για τα εν λόγω είδη είναι απαραίτητο να καθορίσει η Επιτροπή ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες είναι σημαντικές για την παραγωγή των εν λόγω ζώων, όπως απαιτήσεις για την πυκνότητα, το ελάχιστο εμβαδόν επιφανείας και τα χαρακτηριστικά, καθώς και τις τεχνικές απαιτήσεις του σταβλισμού. Για τα υπόλοιπα είδη, τέτοιες απαιτήσεις θα πρέπει να καθορισθούν όταν ισχύσουν και για τα εν λόγω είδη επιπρόσθετοι λεπτομερείς κανόνες παραγωγής.

(46)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τη μείωση των παρεκκλίσεων σχετικά με την προέλευση των ζώων, το όριο του οργανικού αζώτου που συνδέεται με τη συνολική πυκνότητα των ζώων, τη διατροφή των πληθυσμών μελισσών, την αποδεκτή επεξεργασία για την απολύμανση των μελισσιών, τις μεθόδους και επεξεργασίες κατά της βαρροϊκής ακαρίασης και λεπτομερείς κανόνες ζωικής παραγωγής για περαιτέρω είδη.

(47)

Στον παρόντα κανονισμό αποτυπώνονται οι στόχοι της νέας κοινής αλιευτικής πολιτικής όσον αφορά την υδατοκαλλιέργεια, η οποία διαδραματίζει καίριο ρόλο στην εξασφάλιση διατηρήσιμης επισιτιστικής ασφάλειας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς και στην ανάπτυξη και την απασχόληση, μειώνοντας παράλληλα τις ασκούμενες πιέσεις στα αποθέματα μη εκτρεφόμενων ιχθύων, στο πλαίσιο της αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης σε θαλάσσια προϊόντα διατροφής. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2013 σχετικά με τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας στην ΕΕ, επισημαίνονται οι κυριότερες προκλήσεις που εγείρονται για την υδατοκαλλιέργεια στην Ένωση, καθώς και οι δυνατότητες ανάπτυξής της. Η εν λόγω ανακοίνωση χαρακτηρίζει τη βιολογική υδατοκαλλιέργεια ως πολλά υποσχόμενο τομέα και υπογραμμίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη βιολογική πιστοποίηση.

(48)

Η βιολογική υδατοκαλλιέργεια είναι σχετικά νέος τομέας της βιολογικής παραγωγής σε σύγκριση με τη βιολογική γεωργία, όπου υπάρχει μακρά πείρα σε επίπεδο εκμετάλλευσης. Δεδομένου του αυξανόμενου ενδιαφέροντος των καταναλωτών για τα προϊόντα βιολογικής υδατοκαλλιέργειας, ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω το ποσοστό μονάδων υδατοκαλλιέργειας που στρέφονται προς τη βιολογική παραγωγή. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της πείρας, των τεχνικών γνώσεων και της ανάπτυξης, με βελτιώσεις στη βιολογική παραγωγή οι οποίες θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στους κανόνες παραγωγής.

(49)

Η βιολογική υδατοκαλλιέργεια θα πρέπει να βασίζεται στην εκτροφή νέων ζώων που προέρχονται από μονάδες βιολογικής παραγωγής. Τα ζώα βιολογικής υδατοκαλλιέργειας προς αναπαραγωγή ή εκτροφή δεν είναι πάντοτε διαθέσιμα σε επαρκή ποσότητα και ποιότητα ώστε να καλύψουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων παραγωγής ζώων υδατοκαλλιέργειας. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα πρέπει να είναι δυνατή η εισαγωγή αλιευμένων αγρίων ζώων ή ζώων μη βιολογικής υδατοκαλλιέργειας σε μονάδα βιολογικής παραγωγής.

(50)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τις ζωοτροφές για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και την κτηνιατρική περίθαλψη των εν λόγω ζώων και όσον αφορά λεπτομερείς όρους για τη διαχείριση των γεννητόρων, την αναπαραγωγή και την παραγωγή νεαρών ζώων.

(51)

Οι επιχειρήσεις παραγωγής βιολογικών τροφίμων ή ζωοτροφών θα πρέπει να ακολουθούν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες με βάση τον συστηματικό προσδιορισμό των κρίσιμων σταδίων μεταποίησης, για να εξασφαλιστεί ότι τα παραγόμενα μεταποιημένα προϊόντα είναι σύμφωνα με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής. Τα μεταποιημένα βιολογικά προϊόντα θα πρέπει να παράγονται χρησιμοποιώντας μεθόδους μεταποίησης που εγγυώνται τη διατήρηση των βιολογικών χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων των προϊόντων σε όλα τα στάδια της βιολογικής παραγωγής.

(52)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά με τη σύνθεση των μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων και ζωοτροφών. Ειδικότερα, τα εν λόγω τρόφιμα θα πρέπει να παράγονται κατά κύριο λόγο από γεωργικά συστατικά ή από άλλα συστατικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και είναι βιολογικά, με περιορισμένη δυνατότητα χρήσης ορισμένων μη βιολογικών γεωργικών συστατικών που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων και ζωοτροφών θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση μόνον ορισμένων προϊόντων και ουσιών που εγκρίνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(53)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά μέτρα προφύλαξης και προληπτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από επιχειρήσεις παραγωγής μεταποιημένων τροφίμων ή ζωοτροφών, αναφορικά με τον τύπο και τη σύνθεση των προϊόντων και ουσιών που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε μεταποιημένα τρόφιμα καθώς και τους όρους βάσει των οποίων δύνανται να χρησιμοποιούνται, και αναφορικά με τον υπολογισμό του ποσοστού γεωργικών συστατικών, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσθέτων που επιτρέπονται για χρήση στη βιολογική παραγωγή και θεωρούνται γεωργικά συστατικά για τον υπολογισμό του ποσοστού που πρέπει να επιτευχθεί προκειμένου να περιγραφεί το προϊόν ως βιολογικό στην περιγραφή πώλησης.

(54)

Ο βιολογικός οίνος θα πρέπει να υπόκειται στους σχετικούς κανόνες περί μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων. Ωστόσο, επειδή ο οίνος αποτελεί ειδική και σημαντική κατηγορία των βιολογικών προϊόντων, θα πρέπει να θεσπισθούν επιπρόσθετοι λεπτομερείς κανόνες παραγωγής ειδικά για τον βιολογικό οίνο. Ο βιολογικός οίνος θα πρέπει να παράγεται εξολοκλήρου από βιολογικές πρώτες ύλες και θα πρέπει να επιτρέπεται η προσθήκη μόνον ορισμένων προϊόντων και ουσιών που εγκρίνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η χρήση ορισμένων οινολογικών πρακτικών, επεξεργασιών και μεθόδων στην παραγωγή βιολογικού οίνου θα πρέπει να απαγορεύεται. Άλλες πρακτικές, επεξεργασίες και μέθοδοι θα πρέπει να επιτρέπονται υπό σαφώς προσδιορισμένες συνθήκες.

(55)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τον προσδιορισμό περαιτέρω απαγορευμένων οινολογικών πρακτικών, μεθόδων και διεργασιών και όσον αφορά την τροποποίηση του καταλόγου επιτρεπόμενων οινολογικών πρακτικών, μεθόδων και διεργασιών.

(56)

Αρχικά, η μαγιά δεν χαρακτηριζόταν ως συστατικό γεωργικής προέλευσης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και, ως εκ τούτου, δεν συνυπολογιζόταν στη γεωργική σύνθεση των βιολογικών προϊόντων. Ωστόσο, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 889/2008 της Επιτροπής (29) εισήγαγε την υποχρέωση αντιμετώπισης της μαγιάς και των προϊόντων μαγιάς ως συστατικών γεωργικής προέλευσης για τους σκοπούς της βιολογικής παραγωγής από τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Κατά συνέπεια, από 1ης Ιανουαρίου 2021, μόνον υποστρώματα βιολογικής παραγωγής θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στην παραγωγή βιολογικής μαγιάς προς χρήση ως τρόφιμο ή ζωοτροφή. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι συγκεκριμένα τα προϊόντα και οι ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, παρασκευή και μορφοποίησή της.

(57)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα, η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά επιπρόσθετους λεπτομερείς κανόνες για την παραγωγή μαγιάς.

(58)

Ενώ ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εναρμονίσει τους κανόνες βιολογικής παραγωγής στην Ένωση για όλα τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του και θα πρέπει να καθορίσει λεπτομερείς κανόνες παραγωγής για τις διάφορες κατηγορίες προϊόντων, η θέσπιση ορισμένων κανόνων παραγωγής, όπως οι επιπρόσθετοι λεπτομερείς κανόνες παραγωγής για περαιτέρω ζωικά είδη ή προϊόντα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες για τις οποίες καθορίζονται λεπτομερείς κανόνες παραγωγής στον παρόντα κανονισμό, δεν θα είναι δυνατή παρά σε μεταγενέστερο στάδιο. Ελλείψει τέτοιων κανόνων παραγωγής που ορίζονται σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες για την εθνική τους παραγωγή, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί δεν αντιβαίνουν στους κανόνες του παρόντος κανονισμού. Εντούτοις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εφαρμόζουν τους εν λόγω εθνικούς κανόνες σε προϊόντα που παράγονται ή διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών, όταν τα εν λόγω προϊόντα συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό. Ελλείψει τέτοιων εθνικών λεπτομερών κανόνων παραγωγής οι επιχειρήσεις θα πρέπει τουλάχιστον να συμμορφώνονται με τους γενικούς κανόνες παραγωγής και με τις αρχές της βιολογικής παραγωγής στον βαθμό που οι εν λόγω κανόνες και αρχές θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στα εν λόγω προϊόντα, κατά τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων στην αγορά με όρους που αναφέρονται στη βιολογική παραγωγή.

(59)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη τυχόν μελλοντικές ανάγκες πρόβλεψης ειδικών κανόνων παραγωγής για προϊόντα των οποίων η παραγωγή δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες ειδικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, αλλά και προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και, συνακολούθως, η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την παραγωγή καθώς και κανόνων για την υποχρέωση μετατροπής των εν λόγω προϊόντων.

(60)

Εξαιρέσεις από τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής θα πρέπει να προβλέπονται μόνον σε περίπτωση καταστροφικών συνθηκών. Προκειμένου να μπορεί να συνεχιστεί ή να ξαναρχίσει η βιολογική παραγωγή σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων να προσδιορίσει εάν μία περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί περίπτωση καταστροφικών συνθηκών καθώς και ειδικών κανόνων, μεταξύ άλλων, ενδεχόμενων παρεκκλίσεων από τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν αυτές τις καταστροφικές συνθήκες και όσον αφορά τις αναγκαίες απαιτήσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων εν προκειμένω.

(61)

Υπό ορισμένους όρους, επιτρέπεται η ταυτόχρονη συλλογή και μεταφορά βιολογικών, υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων. Θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για τον σωστό διαχωρισμό των βιολογικών, των υπό μετατροπή και των μη βιολογικών προϊόντων κατά τον χειρισμό τους και για να αποτραπεί κάθε ανάμειξή τους.

(62)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ακεραιότητα της βιολογικής παραγωγής και η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με τη συσκευασία και τη μεταφορά των βιολογικών προϊόντων.

(63)

Η χρήση στο πλαίσιο της βιολογικής παραγωγής ορισμένων προϊόντων ή ουσιών ως δραστικές ουσίες, προς χρήση σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα, που εμπίπτουν στο πεδίο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009, λιπάσματα, βελτιωτικά εδάφους, θρεπτικές ουσίες, μη βιολογικά συστατικά που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων ποικίλης προέλευσης, πρόσθετες ύλες ζωοτροφών, βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης, θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο και να υπόκειται στους συγκεκριμένους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Η ίδια προσέγγιση θα πρέπει να ακολουθείται όσον αφορά τη χρήση προϊόντων και ουσιών ως πρόσθετων υλών τροφίμων και βοηθητικών μέσων επεξεργασίας και όσον αφορά τη χρήση των μη βιολογικά γεωργικών συστατικών στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων. Ως εκ τούτου, οποιασδήποτε χρήση ανάλογων προϊόντων και ουσιών στη βιολογική παραγωγή γενικότερα και στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ειδικότερα, θα πρέπει να προσδιοριστεί με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό αρχών και ορισμένων κριτηρίων.

(64)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα και η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή γενικότερα και την παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ειδικότερα, καθώς και να εξασφαλιστεί η προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά επιπρόσθετα κριτήρια για την έγκριση προϊόντων και ουσιών για χρήση στη βιολογική παραγωγή γενικότερα και στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ειδικότερα, καθώς και κριτήρια για την ανάκληση της εν λόγω έγκρισης.

(65)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η πρόσβαση σε γεωργικά συστατικά όπου τα εν λόγω συστατικά δεν διατίθενται υπό βιολογική μορφή σε επαρκή ποσότητα για την παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να επιτρέπουν τη χρήση μη βιολογικών γεωργικών συστατικών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

(66)

Για την προώθηση της βιολογικής παραγωγής και την κάλυψη της ανάγκης για αξιόπιστα δεδομένα, θα πρέπει να συλλέγονται και να διαδίδονται στους γεωργούς ή τις επιχειρήσεις πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά βιολογικού και υπό μετατροπή φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, ζώων βιολογικής εκτροφής και ιχθυδίων βιολογικής υδατοκαλλιέργειας. Για τον εν λόγω σκοπό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν στο έδαφός τους και ενημερώνονται τακτικά βάσεις δεδομένων και συστήματα με τις πληροφορίες αυτές, τις οποίες η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιοποιεί.

(67)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της βιολογικής παραγωγής και να διασφαλισθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε αυτήν τη μέθοδο παραγωγής, είναι αναγκαίο οι επιχειρήσεις να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ή κατά περίπτωση τις αρχές ελέγχου ή τους φορείς ελέγχου, σχετικά με τις περιπτώσεις υπονοιών μη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, οι οποίες είναι βάσιμες ή δεν μπορούν να αποκλεισθούν, και σχετίζονται με προϊόντα που παράγουν, παρασκευάζουν, εισάγουν ή λαμβάνουν από άλλες επιχειρήσεις. Η υπόνοια μη συμμόρφωσης μπορεί, μεταξύ άλλων, να ανακύπτει εξαιτίας της παρουσίας προϊόντων ή ουσιών που δεν επιτρέπονται για χρήση στην παραγωγή προϊόντος που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ή να διατεθεί στο εμπόριο ως βιολογικό ή υπό μετατροπή προϊόν. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές στις περιπτώσεις όπου είναι σε θέση να τεκμηριώσουν την υπόνοια της μη συμμόρφωσης ή όταν δεν δύνανται να αποκλείσουν την υπόνοια μη συμμόρφωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, τα εν λόγω προϊόντα θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά ως βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα, εφόσον η υπόνοια μη συμμόρφωσης δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, με τις αρχές ελέγχου ή τους φορείς ελέγχου κατά τον προσδιορισμό και την επαλήθευση των λόγων για αυτές τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

(68)

Για να αποφεύγεται η επιμόλυνση της βιολογικής παραγωγής από προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή για ορισμένους σκοπούς για χρήση στη βιολογική παραγωγή, οι επιχειρήσεις οφείλουν να λαμβάνουν αναλογικά και κατάλληλα μέτρα, τα οποία είναι υπό τον έλεγχό τους, για τον εντοπισμό και την αποφυγή των κινδύνων αυτής της επιμόλυνσης. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά και να αναπροσαρμόζονται, εφόσον απαιτείται.

(69)

Για να διασφαλισθεί εναρμονισμένη προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ιδίως στην περίπτωση που υπάρχει υπόνοια μη συμμόρφωσης λόγω της παρουσίας μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών σε βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα, και για να αποφευχθεί η αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις, οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου θα πρέπει να προβαίνουν σε επίσημη έρευνα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 με στόχο την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις για τη βιολογική παραγωγή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπόνοιας μη συμμόρφωσης λόγω της παρουσίας μη εγκεκριμένων προϊόντων ή ουσιών, η έρευνα θα πρέπει να προσδιορίζει την πηγή και την αιτία για την παρουσία αυτών των προϊόντων ή ουσιών με σκοπό να εξασφαλίζεται ότι οι επιχειρήσεις συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις για τη βιολογική παραγωγή και κυρίως ότι δεν έχουν χρησιμοποιήσει προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή και να διασφαλίσει ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν λάβει αναλογικά και κατάλληλα προληπτικά μέτρα για την αποφυγή της επιμόλυνσης της βιολογικής παραγωγής από τέτοια προϊόντα και ουσίες. Οι έρευνες αυτές θα πρέπει να είναι αναλογικές με την υπόνοια μη συμμόρφωσης και ως εκ τούτου θα πρέπει να ολοκληρώνονται το συντομότερο δυνατόν εντός εύλογης χρονικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη τη διατηρησιμότητα του προϊόντος και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Μπορούν να περιλαμβάνουν οποιανδήποτε μέθοδο και τεχνική επισήμων ελέγχων που θεωρείται κατάλληλη, προκειμένου να αποκλείσουν ή να επιβεβαιώσουν, αποτελεσματικά χωρίς άσκοπη καθυστέρηση, κάθε υπόνοια μη συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ενδεχόμενων σχετικών πληροφοριών που θα επιτρέψουν τον αποκλεισμό ή την επιβεβαίωση οποιασδήποτε υπόνοιας μη συμμόρφωσης χωρίς να γίνει επιτόπια επιθεώρηση.

(70)

Το γεγονός της παρουσίας προϊόντων ή ουσιών που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή σε προϊόντα τα οποία διατίθενται στο εμπόριο ως βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα καθώς και τα σχετικά ειλημμένα μέτρα, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω παρακολούθησης από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει επομένως να υποβάλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με βάση τις πληροφορίες που συλλέγουν τα κράτη μέλη σχετικά με περιπτώσεις όπου έχει διενεργηθεί έρευνα μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών στη βιολογική παραγωγή. Η εν λόγω έκθεση ενδέχεται να συνοδεύεται, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση με σκοπό την περαιτέρω εναρμόνιση.

(71)

Εφόσον δεν υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση, τα κράτη μέλη που έχουν αναπτύξει προσεγγίσεις με στόχο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο προϊόντα, τα οποία περιέχουν ορισμένο επίπεδο προϊόντων ή ουσιών, που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή για ορισμένους σκοπούς, να διατίθενται στο εμπόριο ως βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις εν λόγω προσεγγίσεις. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των βιολογικών και των υπό μετατροπή προϊόντων στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, οι εν λόγω προσεγγίσεις δεν θα πρέπει να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντων άλλων κρατών μελών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Οι προσεγγίσεις αυτές θα πρέπει, επομένως, να εφαρμόζονται μόνο για τα προϊόντα που παράγονται στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο επέλεξε να εξακολουθήσει να εφαρμόζει μια τέτοια προσέγγιση. Τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να αξιοποιήσουν αυτήν τη δυνατότητα οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

(72)

Πέρα από τις υποχρεώσεις όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις που παράγουν, παρασκευάζουν, εισάγουν ή χρησιμοποιούν βιολογικά και υπό μετατροπή προϊόντα και οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να αποφευχθεί η επιμόλυνση βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων από προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν και άλλα κατάλληλα μέτρα στην επικράτειά τους για την αποφυγή της ακούσιας παρουσίας μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών στη βιολογική γεωργία. Τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να αξιοποιήσουν αυτήν τη δυνατότητα οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση.

(73)

Τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα θα πρέπει να υπόκεινται, όσον αφορά την επισήμανσή τους, στους γενικούς κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30), και ιδίως στις διατάξεις που αποσκοπούν στην πρόληψη της επισήμανσης η οποία ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση στους καταναλωτές ή να τους παραπλανήσει. Επιπλέον, είναι σκόπιμο να καθοριστούν στον παρόντα κανονισμό ειδικές διατάξεις σχετικά με την επισήμανση των βιολογικών και των υπό μετατροπή προϊόντων. Θα πρέπει δε να προστατεύουν τόσο τα συμφέροντα των επιχειρήσεων όσον αφορά την ορθή ταυτοποίηση των προϊόντων τους στην αγορά και την εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού όσο και τα συμφέροντα των καταναλωτών ώστε να μπορούν να επιλέγουν ενήμεροι τα προϊόντα που καταναλώνουν.

(74)

Συνεπώς, οι όροι που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τα βιολογικά προϊόντα θα πρέπει να προστατεύονται σε όλη την έκταση της Ένωσης από τη χρήση τους στην επισήμανση μη βιολογικών προϊόντων ανεξαρτήτως γλώσσας. Η εν λόγω προστασία θα πρέπει επίσης να καλύπτει τα συνήθη παράγωγα ή υποκοριστικά των όρων αυτών, ανεξαρτήτως του εάν χρησιμοποιούνται μόνα ή σε συνδυασμό.

(75)

Τα μεταποιημένα τρόφιμα θα πρέπει να επισημαίνονται ως βιολογικά μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες όλα ή σχεδόν όλα τα συστατικά γεωργικής προέλευσης είναι βιολογικά. Για να ενθαρρυνθεί η χρήση βιολογικών συστατικών, θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η μνεία βιολογικής παραγωγής μόνον στον κατάλογο συστατικών των μεταποιημένων τροφίμων όπου τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, και ειδικότερα ότι το συγκεκριμένο τρόφιμο συμμορφώνεται με ορισμένους κανόνες βιολογικής παραγωγής. Θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για την επισήμανση ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να εντοπίζουν τα βιολογικά συστατικά που χρησιμοποιούνται σε προϊόντα τα οποία αποτελούνται κυρίως από συστατικό προερχόμενο από τη θήρα ή την αλιεία.

(76)

Οι μεταποιημένες ζωοτροφές θα πρέπει να επισημαίνονται ως βιολογικές μόνον όταν όλα ή σχεδόν όλα τα γεωργικής προέλευσης συστατικά είναι βιολογικά.

(77)

Για να υπάρξει σαφήνεια για τους καταναλωτές στο σύνολο της ενωσιακής αγοράς θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτικός ο λογότυπος βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όλα τα προσυσκευασμένα βιολογικά τρόφιμα που παράγονται στην Ένωση. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι δυνατή η προαιρετική χρήση του λογοτύπου στην περίπτωση μη προσυσκευασμένων βιολογικών προϊόντων που παράγονται εντός της Ένωσης και στην περίπτωση τυχόν βιολογικών προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες καθώς και για ενημερωτικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Το υπόδειγμα του λογότυπου βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να προσδιοριστεί.

(78)

Ωστόσο, θεωρείται σκόπιμο να περιοριστεί η χρήση του συγκεκριμένου λογότυπου σε προϊόντα που περιέχουν μόνον ή σχεδόν μόνον βιολογικά συστατικά, ώστε να μην παραπλανώνται οι καταναλωτές ως προς τη βιολογική προέλευση του όλου προϊόντος. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση του στην επισήμανση για υπό μετατροπή προϊόντα ή μεταποιημένα προϊόντα στα οποία το βιολογικό κατά βάρος ποσοστό είναι μικρότερο του 95 % των συστατικών γεωργικής προέλευσης.

(79)

Για να αποφεύγεται οιαδήποτε πιθανή σύγχυση μεταξύ των καταναλωτών όσον αφορά την ενωσιακή ή τη μη ενωσιακή προέλευση του προϊόντος, οποτεδήποτε χρησιμοποιείται ο λογότυπος βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τον τόπο προέλευσης των γεωργικών πρώτων υλών από τις οποίες αποτελείται το προϊόν. Στο εν λόγω πλαίσιο, θα πρέπει να επιτρέπεται στην ετικέτα των προϊόντων βιολογικής υδατοκαλλιέργειας η χρήση της ένδειξης «υδατοκαλλιέργεια» αντί της ένδειξης «γεωργία».

(80)

Για να εξασφαλιστεί σαφήνεια για τους καταναλωτές και να διασφαλιστεί ότι λαμβάνουν τις δέουσες πληροφορίες, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τη θέσπιση επιπρόσθετων κανόνων σχετικά με την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και, την τροποποίηση του καταλόγου με τους όρους που αφορούν τη βιολογική παραγωγή κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και την τροποποίηση του λογότυπου βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συναφών κανόνων.

(81)

Ορισμένα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα ή ως λιπάσματα δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει καταρχήν να υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με την επισήμανση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα και ουσίες έχουν σημαντικό ρόλο στη βιολογική γεωργία και η χρήση τους στη βιολογική παραγωγή υπόκειται σε άδεια βάσει του παρόντος κανονισμού, και εφόσον παρουσιάσθηκαν στην πράξη ορισμένες αβεβαιότητες όσον αφορά την επισήμανσή τους ιδίως όσον αφορά τη χρήση όρων που αναφέρονται στη βιολογική παραγωγή. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όταν τα εν λόγω προϊόντα ή ουσίες που έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα μπορούν να επισημαίνονται αναλόγως.

(82)

Η βιολογική παραγωγή είναι αξιόπιστη μόνο αν πλαισιώνεται από αποτελεσματική εξακρίβωση και ελέγχους σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής.

(83)

Θα πρέπει να ορισθούν ειδικές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις που θα διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό. Συγκεκριμένα, ενδείκνυται να προβλεφθούν διατάξεις για την κοινοποίηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων στις αρμόδιες αρχές και για την καθιέρωση συστήματος πιστοποίησης με σκοπό την ταυτοποίηση των επιχειρήσεων που συμμορφώνονται με τους κανόνες οι οποίοι διέπουν τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει καταρχήν να εφαρμόζονται επίσης στους υπεργολάβους των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, εκτός εάν η δραστηριότητα υπεργολαβίας έχει ενσωματωθεί πλήρως στην κύρια δραστηριότητα του υπεργολάβου και ελέγχεται στο εν λόγω πλαίσιο. Η διαφάνεια του συστήματος πιστοποίησης θα πρέπει να εξασφαλίζεται με την επιβολή της υποχρέωσης στα κράτη μέλη να δημοσιοποιούν τους καταλόγους των επιχειρήσεων που έχουν κοινοποιήσει τις δραστηριότητές τους και τυχόν τέλη που ενδέχεται να εισπράττονται σε σχέση με τους ελέγχους που πραγματοποιούνται για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες που διέπουν τη βιολογική παραγωγή.

(84)

Τα μικρά καταστήματα λιανικής πώλησης, τα οποία δεν πωλούν άλλα βιολογικά προϊόντα εκτός από προσυσκευασμένα βιολογικά προϊόντα παρουσιάζουν σχετικά χαμηλό κίνδυνο μη συμμόρφωσης με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής, και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τυχόν δυσανάλογες επιβαρύνσεις για την πώληση βιολογικών προϊόντων. Τα εν λόγω καταστήματα δεν θα πρέπει, επομένως, να υπόκεινται στις υποχρεώσεις κοινοποίησης και πιστοποίησης, αλλά θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε επίσημους ελέγχους που διενεργούνται για την επαλήθευση τήρησης των κανόνων που διέπουν τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων. Τα μικρά καταστήματα λιανικής πώλησης που πωλούν βιολογικά προϊόντα εκτός συσκευασίας θα πρέπει ομοίως να υπόκειται σε επίσημους ελέγχους, αλλά, προκειμένου να διευκολυνθεί η εμπορία των βιολογικών προϊόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν τα καταστήματα αυτά από την υποχρέωση πιστοποίησης των δραστηριοτήτων τους.

(85)

Οι γεωργοί μικρών εκμεταλλεύσεων και οι μικρές επιχειρήσεις παραγωγής φυκών ή ζώων υδατοκαλλιέργειας της Ένωσης βρίσκονται, ο καθένας χωριστά, αντιμέτωποι με σχετικά υψηλές δαπάνες επιθεώρησης και με διοικητικό φόρτο που συνδέεται με την πιστοποίηση των βιολογικών προϊόντων. Ενδείκνυται η καθιέρωση συστήματος ομαδικής πιστοποίησης με στόχο τη μείωση των δαπανών επιθεώρησης και πιστοποίησης και του συναφούς διοικητικού φόρτου, την ενίσχυση των τοπικών δικτύων, τη συμβολή στην εξασφάλιση βελτιωμένων δυνατοτήτων εμπορικής διάθεσης και τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού με επιχειρήσεις τρίτων χωρών. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να εισαχθεί και να προσδιορισθεί η έννοια της «ομάδας επιχειρήσεων» και θα πρέπει να θεσπισθούν κανόνες που να απηχούν τις ανάγκες και το δυναμικό από πλευράς πόρων των γεωργών μικρών εκμεταλλεύσεων και των μικρών επιχειρήσεων.

(86)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα και η διαφάνεια της βιολογικής παραγωγής και της επισήμανσης των βιολογικών προϊόντων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων από επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων και το υπόδειγμα του πιστοποιητικού συμμόρφωσης.

(87)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική πιστοποίηση ομάδας επιχειρήσεων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τις ευθύνες των επιμέρους μελών των ομάδων επιχειρήσεων, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της γεωγραφικής εγγύτητας των μελών της ομάδας τους, και την εγκατάσταση και λειτουργία των συστημάτων τους για τους εσωτερικούς ελέγχους.

(88)

Η βιολογική παραγωγή υπόκειται σε επίσημους ελέγχους ή άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 με σκοπό την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής και της επισήμανσης των βιολογικών προϊόντων. Ωστόσο, εκτός των περιπτώσεων όπου ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή επιπρόσθετοι κανόνες επιπλέον όσων ορίζονται σε αυτόν τον κανονισμό όσον αφορά τους επίσημους ελέγχους και τις ενέργειες των αρμόδιων αρχών και, κατά περίπτωση, των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου, όσον αφορά τις ενέργειες που οφείλουν να αναλάβουν οι επιχειρήσεις και οι ομάδες επιχειρήσεων, όσον αφορά την ανάθεση ορισμένων καθηκόντων σχετικών με τους επίσημους ελέγχους και ορισμένων καθηκόντων σχετικών με άλλες επίσημες δραστηριότητες και την εποπτεία τους, και όσον αφορά ενέργειες σε περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες μη συμμόρφωσης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης διάθεσης στην αγορά προϊόντων ως βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων όταν η διαπιστωμένη μη συμμόρφωση θίγει την ακεραιότητα των εν λόγω προϊόντων.

(89)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί ενιαία προσέγγιση στις επικράτειές τους, θα πρέπει μόνον οι αρμόδιες αρχές να παρέχουν κατάλογο μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν υπόνοιες μη συμμόρφωσης ή διαπιστωμένη μη συμμόρφωση.

(90)

Διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή ορισμένων συναφών πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές ελέγχου ή τους φορείς ελέγχου και ορισμένους άλλους φορείς και σχετικά με την ανάληψη δράσης από τέτοιες αρχές και φορείς, επιπρόσθετες στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, θα πρέπει να θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(91)

Προκειμένου να υποστηρίξει τη διενέργεια των επίσημων ελέγχων και άλλων επίσημων δραστηριοτήτων προς εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τα ειδικά κριτήρια και προϋποθέσεις για τη διενέργεια επίσημων ελέγχων που διενεργούνται με στόχο να διασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα σε όλα τα στάδια της παραγωγής, της παρασκευής και της διανομής, και η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό και όσον αφορά επιπλέον στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της πιθανότητας μη συμμόρφωσης με βάση την πρακτική εμπειρία.

(92)

Προκειμένου να υποστηρίξει τη διενέργεια των επίσημων ελέγχων και άλλων επίσημων δραστηριοτήτων προς εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τους όρους για την ανάθεση καθηκόντων επίσημων ελέγχων και άλλων καθηκόντων επίσημων δραστηριοτήτων σε φορείς ελέγχου, επιπλέον των όρων του παρόντος κανονισμού.

(93)

Η πείρα που αποκτήθηκε από τις ρυθμίσεις σχετικά με τις εισαγωγές βιολογικών προϊόντων στην Ένωση δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 έχει καταδείξει την ανάγκη επανεξέτασης των εν λόγω ρυθμίσεων, με στόχο την ανταπόκριση στις προσδοκίες των καταναλωτών ότι τα εισαγόμενα βιολογικά προϊόντα συμμορφώνονται προς προδιαγραφές που είναι εξίσου υψηλού επιπέδου σε σύγκριση με τις προδιαγραφές της Ένωσης, καθώς και με στόχο την καλύτερη πρόσβαση των βιολογικών προϊόντων της Ένωσης στη διεθνή αγορά. Επιπλέον, απαιτείται να εξασφαλιστεί σαφήνεια ως προς τους κανόνες που εφαρμόζονται στις εξαγωγές βιολογικών προϊόντων, συγκεκριμένα με την καθιέρωση της έκδοσης πιστοποιητικού εξαγωγής βιολογικών προϊόντων.

(94)

Είναι σκόπιμο να ενισχυθούν περαιτέρω οι διατάξεις οι οποίες διέπουν τις εισαγωγές προϊόντων που συμμορφώνονται με τους ενωσιακούς κανόνες παραγωγής και επισήμανσης στις οποίες βασίζεται ο έλεγχος των επιχειρήσεων από τις αρχές και τους φορείς ελέγχου που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή όργανα για τη διενέργεια ελέγχων και πιστοποίησης στον τομέα της βιολογικής παραγωγής σε τρίτες χώρες. Ειδικότερα, θα πρέπει να καθοριστούν απαιτήσεις σχετικά με τους φορείς διαπίστευσης οι οποίοι προβαίνουν σε διαπίστευση φορέων ελέγχου για τους σκοπούς των εισαγωγών συμμορφούμενων βιολογικών προϊόντων στην Ένωση, με σκοπό την εξασφάλιση ισότιμων όρων εποπτείας των φορέων ελέγχου από την Επιτροπή. Περαιτέρω, κρίνεται αναγκαίο να προβλεφθεί για την Επιτροπή η δυνατότητα απευθείας επικοινωνίας με τους φορείς διαπίστευσης και τις αρμόδιες αρχές σε τρίτες χώρες, για την αποδοτικότερη εποπτεία των αρχών και των φορέων ελέγχου αντιστοίχως. Στην περίπτωση των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες ή τις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, όπου υπάρχουν ιδιαίτερες κλιματικές και τοπικές συνθήκες, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα της Επιτροπής να χορηγεί ειδικές άδειες για τη χρήση προϊόντων και ουσιών στη βιολογική παραγωγή.

(95)

Θα πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα πρόσβασης βιολογικών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης σε περιπτώσεις που τα εν λόγω προϊόντα δεν είναι σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες βιολογικής παραγωγής, αλλά προέρχονται από τρίτες χώρες των οποίων τα συστήματα βιολογικής παραγωγής και ελέγχου αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα των αντίστοιχων συστημάτων της Ένωσης. Ωστόσο, η αναγνώριση της ισοδυναμίας τρίτων χωρών, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007, θα πρέπει να χορηγείται μόνον μέσω διεθνούς συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και των αντίστοιχων τρίτων χωρών, ενώ η Ένωση πρέπει επίσης να επιδιώκει την αμοιβαία αναγνώριση ισοδυναμίας.

(96)

Οι τρίτες χώρες που αναγνωρίζονται ως ισοδύναμες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 θα πρέπει να συνεχίσουν να αναγνωρίζονται ως τέτοιες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο κρίνεται αναγκαίο για την εξασφάλιση της ομαλής μετάβασης προς το σύστημα αναγνώρισης μέσω διεθνούς συμφωνίας, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να διασφαλίζουν ότι η βιολογική τους παραγωγή και η εφαρμογή κανόνων ελέγχου που αντιστοιχούν στους ισχύοντες κανόνες της Ένωσης είναι ισοδύναμοι και ότι πληρούν όλες τις απαιτήσεις σχετικά με την εποπτεία της αναγνώρισής τους από την Επιτροπή. Η εποπτεία αυτή θα πρέπει να βασίζεται ειδικότερα στις ετήσιες εκθέσεις που υποβάλλουν οι εν λόγω αναγνωρισμένες τρίτες χώρες στην Επιτροπή.

(97)

Η πείρα που αποκτήθηκε υπό το καθεστώς των αρχών και των φορέων ελέγχου που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή για να διενεργούν ελέγχους και να εκδίδουν πιστοποιητικά σε τρίτες χώρες για τους σκοπούς της εισαγωγής προϊόντων ισοδύναμων εγγυήσεων καταδεικνύει ότι οι κανόνες που εφαρμόζουν οι εν λόγω αρχές και φορείς ελέγχου είναι διαφορετικοί, και θα μπορούσαν δύσκολα να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμοι των αντίστοιχων κανόνων της Ένωσης. Επιπλέον, ο πολλαπλασιασμός των προτύπων που διέπουν τις αρχές και τους φορείς ελέγχου παρακωλύει τη δέουσα εποπτεία τους εκ μέρους της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καταργηθεί το συγκεκριμένο καθεστώς αναγνώρισης ισοδυναμίας. Πλην όμως, θα πρέπει να εκχωρηθεί στις εν λόγω αρχές και τους φορείς ελέγχου επαρκής χρόνος ώστε να είναι σε θέση να προετοιμαστούν για τη χορήγηση αναγνώρισης για τους σκοπούς της εισαγωγής προϊόντων που συνάδουν με τους κανόνες της Ένωσης. Επιπλέον, οι νέοι κανόνες για την αναγνώριση των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου για τους σκοπούς της εισαγωγής συμμορφούμενων προϊόντων θα πρέπει να έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού προκειμένου να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να προετοιμάσει την αναγνώριση των εν λόγω αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου ήδη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(98)

Η διάθεση οποιουδήποτε προϊόντος στην αγορά ως βιολογικό όταν το εν λόγω προϊόν έχει εισαχθεί στην Ένωση βάσει ρυθμίσεων εισαγωγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να πραγματοποιείται με την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξασφάλιση της ιχνηλασιμότητας του προϊόντος στην τροφική αλυσίδα.

(99)

Για να διασφαλιστεί ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τα έγγραφα που προορίζονται για τις τελωνειακές αρχές σε τρίτες χώρες, ιδίως τα πιστοποιητικά εξαγωγής βιολογικών προϊόντων.

(100)

Για να εξασφαλιστεί η διαφάνεια της διαδικασίας αναγνώρισης και εποπτείας για τις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου στο πλαίσιο των εισαγωγών συμμορφούμενων βιολογικών προϊόντων και η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα και η διαφάνεια των ελέγχων των εισαγόμενων προϊόντων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τα πρόσθετα κριτήρια αναγνώρισης των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου στο πλαίσιο των εισαγωγών βιολογικών προϊόντων που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και επιπλέον κριτήρια για την ανάκληση της αναγνώρισης αυτής, όσον αφορά την άσκηση της εποπτείας των αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου που έχουν αναγνωρισθεί από την Επιτροπή και όσον αφορά τους ελέγχους και άλλες ενέργειες που πρέπει να εκτελούν οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου για τον σκοπό αυτόν.

(101)

Όταν έχουν εντοπισθεί σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις όσον αφορά την πιστοποίηση ή τους ελέγχους και τις ενέργειες δυνάμει του παρόντος κανονισμού και όταν η αρχή ελέγχου ή ο σχετικός φορέας ελέγχου δεν λάβει εγκαίρως τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε απάντηση αιτήματος της Επιτροπής, η αναγνώριση της εν λόγω αρχής ή του φορέα ελέγχου θα πρέπει να αποσύρεται χωρίς καθυστέρηση.

(102)

Για την εξασφάλιση της διαχείρισης του καταλόγου αναγνωρισμένων τρίτων χωρών ως ισοδυνάμων βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τις πληροφορίες που διαβιβάζουν οι εν λόγω αναγνωρισμένες τρίτες χώρες και είναι απαραίτητες για την εποπτεία της αναγνώρισής τους και την άσκηση της εποπτείας αυτής από την Επιτροπή.

(103)

Θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί ότι η κυκλοφορία βιολογικών προϊόντων που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και που έχουν υποβληθεί σε έλεγχο σε ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να περιοριστεί σε άλλο κράτος μέλος.

(104)

Για τους σκοπούς της λήψης των αξιόπιστων πληροφοριών για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες κατά τακτά διαστήματα. Για λόγους σαφήνειας και διαφάνειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν ενημερωμένους καταλόγους των αρμόδιων αρχών, καθώς και των αρχών και των φορέων ελέγχου. Οι κατάλογοι των αρχών και των φορέων ελέγχου θα πρέπει να καθίστανται διαθέσιμοι στο κοινό από τα κράτη μέλη και να δημοσιεύονται από την Επιτροπή.

(105)

Εν όψει της σταδιακής κατάργησης των παρεκκλίσεων σχετικά με τη χρήση μη βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, πουλερικών μη βιολογικής εκτροφής και ζώων μη βιολογικής εκτροφής για αναπαραγωγικούς σκοπούς, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει τη διαθεσιμότητα του εν λόγω υλικού σε βιολογική μορφή στην αγορά της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν και με βάση τα δεδομένα σχετικά με τη διαθεσιμότητα του βιολογικού υλικού που συλλέχθηκαν μέσω της βάσης δεδομένων και των συστημάτων που συγκρότησαν τα κράτη μέλη πέντε έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη διαθεσιμότητα και τα αίτια πιθανής περιορισμένης πρόσβασης των επιχειρήσεων βιολογικής παραγωγής στο εν λόγω υλικό.

(106)

Εν όψει της σταδιακής κατάργησης των παρεκκλίσεων σχετικά με τη χρήση μη βιολογικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών για πουλερικά και χοιροειδή και με βάση τα στοιχεία που παρέχονται κατ’ έτος από τα κράτη μέλη για τη διαθεσιμότητα των εν λόγω πρωτεϊνών ζωοτροφών σε βιολογική μορφή στην αγορά της Ένωσης πέντε έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη διαθεσιμότητα και τα αίτια πιθανής περιορισμένης πρόσβασης των επιχειρήσεων βιολογικής παραγωγής στις εν λόγω βιολογικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές.

(107)

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη της διαθεσιμότητας στην αγορά βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, ζώων βιολογικής εκτροφής και βιολογικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών για πουλερικά και χοιροειδή, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τη λήξη ή την παράταση παρεκκλίσεων και αδειών για τη χρήση μη βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, ζώων μη βιολογικής εκτροφής και μη βιολογικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών για πουλερικά και χοιροειδή.

(108)

Κρίνεται αναγκαία η θέσπιση μέτρων για τη διασφάλιση της ομαλής μετάβασης του νομικού πλαισίου που διέπει τις εισαγωγές και των μετατρεπόμενων βιολογικών προϊόντων στην Ένωση, όπως τροποποιείται στον παρόντα κανονισμό.

(109)

Επιπλέον, θα πρέπει να οριστεί προθεσμία για τη λήξη ισχύος της αναγνώρισης των αρχών και των φορέων ελέγχου ως ισοδυνάμων που παρέχεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, ενώ θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν διατάξεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης έως τη λήξη ισχύος της αναγνώρισής τους. Ακόμα, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με τις αιτήσεις τρίτων χωρών για την αναγνώριση ισοδυναμίας οι οποίες έχουν υποβληθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και οι οποίες βρίσκονται σε εκκρεμότητα κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(110)

Για την εξασφάλιση της διαχείρισης του καταλόγου των αναγνωρισμένων αρχών και φορέων ελέγχου ως ισοδυνάμων βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τις πληροφορίες που οι εν λόγω αρχές και φορείς ελέγχου και θα πρέπει να διαβιβάζουν για την εποπτεία της αναγνώρισής τους, όσον αφορά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων εποπτείας από την Επιτροπή.

(111)

Για την ευχερέστερη περάτωση της εξέτασης των αιτήσεων αναγνώρισης που υποβάλλουν τρίτες χώρες και βρίσκονται σε εκκρεμότητα κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει ορισμένες πράξεις όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες που κρίνονται αναγκαίοι για την εξέταση των εκκρεμών αιτήσεων από τρίτες χώρες.

(112)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τα έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται με σκοπό την αναγνώριση προηγούμενης περιόδου ως μέρους της περιόδου μετατροπής, όσον αφορά την ελάχιστη περίοδο για τη σίτιση των θηλαζόντων ζώων με μητρικό γάλα και ορισμένους τεχνικούς κανόνες για τις συνθήκες σταβλισμού και τις κτηνοτροφικές πρακτικές, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες ανά είδος ή ομάδα ειδών φυκών και ζώων υδατοκαλλιέργειας σχετικά με την πυκνότητα των ζώων και τα ειδικά χαρακτηριστικά των συστημάτων παραγωγής και των συστημάτων συγκράτησης, όσον αφορά τις τεχνικές που επιτρέπονται κατά τη μεταποίηση τροφίμων και ζωοτροφών, των προϊόντων και των ουσιών που μπορούν να χρησιμοποιούνται στη βιολογική παραγωγή γενικότερα και στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ειδικότερα, καθώς και την έγκριση ή την ανάκληση των εγκρίσεων, και όσον αφορά τις διαδικασίες για την έγκριση και την κατάρτιση των καταλόγων των εν λόγω προϊόντων και ουσιών και, κατά περίπτωση, την περιγραφή τους, τις απαιτήσεις σύνθεσης και τους όρους χρήσης των εν λόγω προϊόντων.

(113)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τις τεχνικές λεπτομέρειες για τη δημιουργία και τη διατήρηση των βάσεων δεδομένων του εν λόγω καταλόγου για την καταγραφή του διαθέσιμου βιολογικού ή υπό μετατροπή φυτικού αναπαραγωγικού υλικού που λαμβάνεται με τη μέθοδο της βιολογικής παραγωγής, όσον αφορά τις τεχνικές λεπτομέρειες για την εκτέλεση και διατήρηση των συστημάτων για τη διάθεση δεδομένων σχετικά με το βιολογικό ή το υπό μετατροπή φυτικό αναπαραγωγικό υλικό ή τα ζώα βιολογικής εκτροφής ή ιχθύδια βιολογικής υδατοκαλλιέργειας, και τις προδιαγραφές για τη συλλογή δεδομένων για τον σκοπό αυτόν, όσον αφορά τις ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των επιχειρήσεων στα εν λόγω συστήματα και όσον αφορά τις λεπτομέρειες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη σχετικά με τις παρεκκλίσεις από τη χρήση βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, ζώων βιολογικής εκτροφής και βιολογικών ζωοτροφών και σχετικά για τη διαθεσιμότητα στην αγορά ορισμένων βιολογικών προϊόντων.

(114)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τα μέτρα που πρόκειται να θεσπισθούν και να επανεξετάζονται από τις επιχειρήσεις για τον εντοπισμό και την αποφυγή των κινδύνων επιμόλυνσης της βιολογικής παραγωγής και των βιολογικών προϊόντων από μη εγκεκριμένα προϊόντα και ουσίες, όσον αφορά τα διαδικαστικά βήματα που πρέπει να γίνουν στην περίπτωση υπόνοιας μη συμμόρφωσης και τα σχετικά έγγραφα, όσον αφορά τη μέθοδο για την ανίχνευση και την αξιολόγηση της παρουσίας μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών, και όσον αφορά τις λεπτομέρειες και τον μορφότυπο των πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών για την παρουσία μη εγκεκριμένων προϊόντων ή ουσιών.

(115)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τις λεπτομερείς απαιτήσεις για την επισήμανση και τη διαφήμιση ορισμένων προϊόντων υπό μετατροπή, και όσον αφορά τις πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με τη χρήση, την παρουσίαση, τη σύνθεση και τις διαστάσεις των ενδείξεων που αναφέρονται στους κωδικούς αριθμούς των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου, και τη χρήση, την παρουσίαση, τη σύνθεση και τις διαστάσεις σχετικά με την ένδειξη του τόπου παραγωγής των γεωργικών πρώτων υλών, σχετικά με την απόδοση κωδικών αριθμών στις αρχές και τους φορείς ελέγχου και σχετικά με την ένδειξη του τόπου παραγωγής των γεωργικών πρώτων υλών.

(116)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τις λεπτομέρειες και τις προδιαγραφές σχετικά με τη μορφή και το τεχνικό μέσον με το οποίο οι επιχειρήσεις και οι ομάδες επιχειρήσεων κοινοποιούν σχετικά με τις δραστηριότητες τους προς τις αρμόδιες αρχές, όσον αφορά τους διακανονισμούς της δημοσίευσης των καταλόγων αυτών των επιχειρήσεων και των ομάδων επιχειρήσεων, όσον αφορά τις διαδικασίες και τους διακανονισμούς της δημοσίευσης των τελών που ενδεχομένως εισπράττονται σε σχέση με τους ελέγχους, όσον αφορά τις λεπτομέρειες και τις προδιαγραφές σχετικά με τη μορφή του πιστοποιητικού για τις επιχειρήσεις και τις ομάδες επιχειρήσεων και το τεχνικό μέσον έκδοσής του, όσον αφορά τη σύνθεση και το μέγεθος ομάδας επιχειρήσεων, όσον αφορά τα σχετικά έγγραφα και συστήματα τήρησης αρχείων, όσον αφορά το σύστημα εσωτερικής ιχνηλασιμότητας και τον κατάλογο των επιχειρήσεων, καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ομάδων επιχειρήσεων και των αρμόδιων αρχών, των αρχών ελέγχου ή των φορέων ελέγχου και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής.

(117)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά το ελάχιστο ποσοστό όλων των επίσημων ελέγχων που πρόκειται να διενεργηθούν απροειδοποίητα και το ελάχιστο ποσοστό των πρόσθετων ελέγχων καθώς και τον ελάχιστο αριθμό δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν και των επιχειρήσεων που πρέπει να ελεγχθούν εντός μιας ομάδας επιχειρήσεων, όσον αφορά τα αρχεία που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση, όσον αφορά τις δηλώσεις και άλλες ανακοινώσεις που είναι απαραίτητες για τους επίσημους ελέγχους, όσον αφορά τα κατάλληλα πρακτικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης, όσον αφορά τις ενιαίες ρυθμίσεις για τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με εικαζόμενη ή διαπιστωμένη μη συμμόρφωση, όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε περίπτωση υπόνοιας μη συμμόρφωσης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, τους αποδέκτες αυτών των πληροφοριών και όσον αφορά τις διαδικασίες για την παροχή αυτών των πληροφοριών., συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών δυνατοτήτων του συστήματος πληροφορικής που χρησιμοποιείται.

(118)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά το περιεχόμενο των πιστοποιητικών ελέγχου που εκδίδουν τρίτες χώρες, όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την έκδοσή τους και την επαλήθευσή των εν λόγω πιστοποιητικών, όσον αφορά τα τεχνικά μέσα έκδοσης των εν λόγω πιστοποιητικών, όσον αφορά την αναγνώριση αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου αρμόδιων να διενεργούν ελέγχους και να εκδίδουν πιστοποιητικό βιολογικής παραγωγής σε τρίτες χώρες, καθώς και την ανάκληση της εν λόγω αναγνώρισης, όσον αφορά την κατάρτιση του καταλόγου των εν λόγω αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου, όσον αφορά κανόνες για τη διασφάλιση της εφαρμογής των μέτρων σε σχέση με περιπτώσεις εικαζόμενης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, ιδίως όσες περιπτώσεις θίγουν την ακεραιότητα των εισαγόμενων βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων, όσον αφορά την κατάρτιση καταλόγου τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και την τροποποίηση του καταλόγου αυτού, καθώς και όσον αφορά κανόνες για την εξασφάλιση της εφαρμογής των μέτρων για περιπτώσεις εικαζόμενης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, ιδίως όσες περιπτώσεις θίγουν την ακεραιότητα των βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων που εισάγονται από τις χώρες αυτές.

(119)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά το σύστημα που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών για την εφαρμογή και την παρακολούθηση του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τις λεπτομέρειες των πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται και την ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες, και όσον αφορά την κατάρτιση του καταλόγου των αναγνωρισμένων αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και την τροποποίηση του καταλόγου.

(120)

Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31).

(121)

Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή εφόσον, σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις που αφορούν αθέμιτες πρακτικές ή πρακτικές οι οποίες δεν συνάδουν με τις αρχές και τους κανόνες βιολογικής παραγωγής, την προστασία της εμπιστοσύνης των καταναλωτών ή την προστασία του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης για την εξασφάλιση της εφαρμογής μέτρων σε περιπτώσεις εικαζόμενης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, υπό τον έλεγχο αναγνωρισμένων αρχών ή φορέων ελέγχου.

(122)

Θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να καταστεί δυνατή η εξάντληση μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού των αποθεμάτων προϊόντων που παράχθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

(123)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τον υγιή ανταγωνισμό και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς βιολογικών προϊόντων, καθώς και την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα εν λόγω προϊόντα και στο λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της απαιτούμενης εναρμόνισης των κανόνων βιολογικής παραγωγής, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας που προβλέπεται στη άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(124)

Συνιστάται η πρόβλεψη κατάλληλης ημερομηνίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ώστε να παρασχεθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες απαιτήσεις,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις αρχές της βιολογικής παραγωγής και θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τη βιολογική παραγωγή, τη σχετιζόμενη πιστοποίηση και τη χρήση σχετικών με τη βιολογική παραγωγή ενδείξεων στην επισήμανση και στη διαφήμιση, καθώς και κανόνες σχετικά με ελέγχους επιπρόσθετους όσων ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ακόλουθα προϊόντα που προέρχονται από τον τομέα της γεωργίας, συμπεριλαμβανομένων της υδατοκαλλιέργειας και της μελισσοκομίας, ως έχουν στο παράρτημα I ΣΛΕΕ και σε προϊόντα που προέρχονται από τα εν λόγω προϊόντα εφόσον αυτά είτε παράγονται, παρασκευάζονται, επισημαίνονται, διανέμονται, διατίθενται στην αγορά, εισάγονται στην Ένωση ή εξάγονται από αυτήν είτε προορίζονται για αυτούς τους σκοπούς:

α)

ζώντα ή αμεταποίητα γεωργικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των σπόρων και άλλου φυτικού αναπαραγωγικού υλικού·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα·

γ)

ζωοτροφές.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης σε άλλα προϊόντα, που συνδέονται στενά με τη γεωργία και παρατίθενται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού και τα οποία είτε παράγονται, παρασκευάζονται, επισημαίνονται, διανέμονται, διατίθενται στην αγορά, εισάγονται ή εξάγονται από την Ένωση, είτε προορίζονται για αυτούς τους σκοπούς.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται για κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στις δραστηριότητες οποιουδήποτε σταδίου παραγωγής, παρασκευής και διανομής των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Οι δραστηριότητες ομαδικής εστίασης που ασκούνται από μονάδα ομαδικής εστίασης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 δεν υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό πλην βάσει των οριζομένων στην παρούσα παράγραφο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν εθνικούς κανόνες ή, ελλείψει αυτών, ιδιωτικά πρότυπα, όσον αφορά την παραγωγή, την επισήμανση και τον έλεγχο των προϊόντων που προέρχονται από δραστηριότητες ομαδικής εστίασης. Ο λογότυπος βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν χρησιμοποιείται στην επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των εν λόγω προϊόντων και δεν χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση της μονάδας ομαδικής εστίασης.

4.   Πλην των περιπτώσεων όπου προβλέπεται διαφορετικά, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της συναφούς ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως της νομοθεσίας στους τομείς της ασφάλειας της τροφικής αλυσίδας, της υγείας και της καλής μεταχείρισης των ζώων, της υγείας των φυτών και του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού.

5.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλου ενωσιακού δικαίου σχετικά με τη διάθεση προϊόντων στην αγορά και, ειδικότερα, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, για την τροποποίηση του καταλόγου προϊόντων του παραρτήματος I με την προσθήκη περαιτέρω προϊόντων στον κατάλογο, ή με την τροποποίηση αυτών των προσθηκών. Μόνο τα προϊόντα που είναι στενά συνδεδεμένα με γεωργικά προϊόντα είναι επιλέξιμα να συμπεριληφθούν στον συγκεκριμένο κατάλογο.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «βιολογική παραγωγή»: η χρήση μεθόδων παραγωγής σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε όλα τα στάδια παραγωγής, παρασκευής και διανομής, ακόμη και κατά τη διάρκεια της περιόδου μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 10·

2)   «βιολογικό προϊόν»: προϊόν που προέρχεται από βιολογική παραγωγή, εξαιρουμένων των προϊόντων που παράγονται κατά τη διάρκεια της περιόδου μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 10. Οι μη εκτρεφόμενοι ιχθύες ή τα θηράματα δεν θεωρούνται βιολογικά προϊόντα·

3)   «γεωργική πρώτη ύλη»: γεωργικό προϊόν το οποίο δεν έχει υποβληθεί σε καμία εργασία διατήρησης ή μεταποίησης·

4)   «προληπτικά μέτρα»: μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τις επιχειήσεις σε όλα τα στάδια της παραγωγής, παρασκευής και διανομής, προκειμένου να διασφαλίζονται η διατήρηση της βιοποικιλότητας, και η ποιότητα του εδάφους, μέτρα για την πρόληψη και τον έλεγχο επιβλαβών οργανισμών και ασθενειών καθώς και μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των ζώων και/ή των φυτών·

5)   «μέτρα προφύλαξης»: μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τις επιχειρήσεις σε όλα τα στάδια της παραγωγής, παρασκευής και διανομής προκειμένου να αποφεύγεται η επιμόλυνση από προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή δυνάμει του παρόντος κανονισμού και προκειμένου να αποφεύγεται η ανάμειξη των βιολογικών με μη βιολογικά προϊόντα·

6)   «μετατροπή»: η μετάβαση από μη βιολογική σε βιολογική παραγωγή εντός ορισμένης χρονικής περιόδου κατά την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη βιολογική παραγωγή·

7)   «προϊόν υπό μετατροπή»: προϊόν που παράγεται κατά την περίοδο μετατροπής όπως αναφέρεται στο άρθρο 10·

8)   «εκμετάλλευση»: όλες οι μονάδες παραγωγής που λειτουργούν υπό ενιαία διαχείριση με στόχο την παραγωγή ζώντων ή αμεταποίητων γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων προερχόμενων από την υδατοκαλλιέργεια και τη μελισσοκομία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I, με εξαίρεση τα αιθέρια έλαια και τη μαγιά·

9)   «μονάδα παραγωγής»: όλα τα στοιχεία ενεργητικού μιας εκμετάλλευσης, όπως εγκαταστάσεις πρωτογενούς παραγωγής, αγροτεμάχια, βοσκότοποι, υπαίθριοι χώροι, κτίρια σταβλισμού ζώων ή τμήματα αυτών, κυψέλες, τεχνητές λίμνες υδατοκαλλιέργειας, συστήματα συγκράτησης και χώροι για φύκη ή ζώα υδατοκαλλιέργειας, μονάδες εκτροφής, παραχωρούμενες εκτάσεις ακτής ή θαλάσσιου πυθμένα, και εγκαταστάσεις αποθήκευσης καλλιεργούμενων φυτών, φυτικών προϊόντων, προϊόντων φυκών, ζωικών προϊόντων, πρώτων υλών και κάθε άλλη σχετική εισροή η διαχείριση των οποίων γίνεται όπως περιγράφεται στο σημείο 10, στο σημείο 11 ή στο σημείο 12·

10)   «μονάδα βιολογικής παραγωγής»: μονάδα παραγωγής εκτός της περιόδου μετατροπής που προβλέπεται στο άρθρο 10 της οποίας η διαχείριση γίνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη βιολογική παραγωγή·

11)   «μονάδα παραγωγής υπό μετατροπή»: μονάδα παραγωγής, κατά την περίοδο μετατροπής που προβλέπεται στο άρθρο 10, της οποίας η διαχείριση γίνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη βιολογική παραγωγή, μπορεί να αποτελείται από αγροτεμάχια ή άλλα στοιχεία ενεργητικού για τα οποία η περίοδος μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 10 αρχίζει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές·

12)   «μονάδα μη βιολογικής παραγωγής»: μονάδα παραγωγής της οποίας η διαχείριση δεν γίνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη βιολογική παραγωγή·

13)   «επιχείρηση»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ευθύνη να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό σε όλα τα στάδια παραγωγής, παρασκευής και διανομής που ελέγχει το εν λόγω πρόσωπο·

14)   «γεωργός»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος της εν λόγω ομάδας και των μελών της, υπό το εθνικό δίκαιο που ασκεί γεωργική δραστηριότητα·

15)   «γεωργική έκταση»: η γεωργική έκταση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013·

16)   «φυτά»: τα φυτά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009·

17)   «φυτικό αναπαραγωγικό υλικό»: φυτά, και όλα τα μέρη των φυτών, συμπεριλαμβανομένων των σπόρων, σε οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξης, που είναι ικανά για την παραγωγή ολόκληρων φυτών και προορίζονται για αυτόν τον σκοπό·

18)   «βιολογικό ετερογενές υλικό»: ομάδα φυτών εντός μίας βοτανικής ταξινομικής μονάδας της κατώτερης γνωστής βαθμίδας η οποία:

α)

παρουσιάζει κοινά φαινοτυπικά χαρακτηριστικά·

β)

χαρακτηρίζεται, από υψηλό επίπεδο γενετικής και φαινοτυπικής ποικιλομορφίας μεταξύ των μεμονωμένων αναπαραγωγικών μονάδων, έτσι ώστε η εν λόγω ομάδα φυτών να εκπροσωπείται από το υλικό ως σύνολο, και όχι από μικρό αριθμό μονάδων·

γ)

δεν είναι ποικιλία κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου (33)·

δ)

δεν αποτελεί μείγμα ποικιλιών και

ε)

έχει παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

19)   «βιολογική ποικιλία κατάλληλη για βιολογική παραγωγή»: ποικιλία όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 η οποία:

α)

χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο γενετικής και φαινοτυπικής ποικιλομορφίας μεταξύ μεμονωμένων αναπαραγωγικών μονάδων· και

β)

προκύπτει από δραστηριότητες βιολογικής αναπαραγωγής που αναφέρονται στο παράρτημα II μέρος I σημείο 1.8.4 του παρόντος κανονισμού·

20)   «μητρικό φυτό»: αναγνωρισμένο φυτό, από το οποίο λαμβάνεται φυτικό αναπαραγωγικό υλικό με σκοπό την αναπαραγωγή νέων φυτών·

21)   «γενεά»: ομάδα φυτών που συνιστά ένα μόνο επίπεδο απογόνων των φυτών·

22)   «φυτική παραγωγή»: η παραγωγή προϊόντων γεωργικών καλλιεργειών, συμπεριλαμβανομένης της συγκομιδής προϊόντων άγριων φυτών για εμπορικούς σκοπούς·

23)   «φυτικά προϊόντα»: τα φυτικά προϊόντα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009·

24)   «επιβλαβείς οργανισμοί»: οι επιβλαβείς οργανισμοί όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34)·

25)   «βιοδυναμικά παρασκευάσματα»: μείγματα που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται στη βιοδυναμική γεωργία·

26)   «φυτοπροστατευτικά προϊόντα»: τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009·

27)   «ζωική παραγωγή»: η παραγωγή οικόσιτων ή εξημερωμένων χερσαίων ζώων, συμπεριλαμβανομένων των εντόμων·

28)   «πιλοτή»: πρόσθετος, στεγασμένος, μη μονωμένος, εξωτερικός χώρος κτιρίου προοριζόμενου για πουλερικά, με τη μεγαλύτερη σε μήκος πλευρά συνήθως εξοπλισμένη με συρμάτινο περίφραγμα ή δικτύωμα, ο οποίος είναι ανοικτός στις εξωτερικές κλιματικές συνθήκες, διαθέτει φυσικό και, αν είναι αναγκαίο, τεχνητό φωτισμό, και δάπεδο με στρωμνή·

29)   «πουλάδες»: νεαρά ζώα του είδους Gallus gallus που έχουν ηλικία μικρότερη των 18 εβδομάδων·

30)   «όρνιθες ωοπαραγωγής»: ζώα του είδους Gallus gallus που προορίζονται για την παραγωγή αυγών κατανάλωσης και έχουν ηλικία τουλάχιστον 18 εβδομάδων·

31)   «ωφέλιμη επιφάνεια»: η ωφέλιμη επιφάνεια όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 1999/74/ΕΚ του Συμβουλίου (35)·

32)   «υδατοκαλλιέργεια»: η υδατοκαλλιέργεια όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36)·

33)   «προϊόντα υδατοκαλλιέργειας»: τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

34)   «μονάδα υδατοκαλλιέργειας με κλειστό σύστημα ανακυκλοφορίας»: μονάδα, στην ξηρά ή σε σκάφος, στην οποία πραγματοποιείται υδατοκαλλιέργεια εντός κλειστού περιβάλλοντος με ανακυκλοφορία των υδάτων, και η οποία εξαρτάται από μόνιμη εξωτερική εισροή ενέργειας για τη σταθεροποίηση του περιβάλλοντος των ζώων υδατοκαλλιέργειας·

35)   «ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές»: ενέργεια από ανανεώσιμες, μη ορυκτές πηγές, όπως αιολική, ηλιακή, γεωθερμική, κυματική, παλιρροϊκή, υδροηλεκτρική, αέρια υγειονομικής ταφής, αέρια από εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων και βιοαέρια·

36)   «εκκολαπτήριο»: τόπος αναπαραγωγής, εκκόλαψης και εκτροφής στα πρώτα στάδια της ζωής των ζώων υδατοκαλλιέργειας, ειδικότερα των ιχθύων και των οστρακοειδών·

37)   «ιχθυογεννητικός σταθμός»: τόπος όπου εφαρμόζεται ενδιάμεσο σύστημα ιχθυοκαλλιεργητικής παραγωγής, μεταξύ της εκκόλαψης και της τέλειας ανάπτυξης. Το στάδιο του ιχθυογεννητικού σταθμού ολοκληρώνεται στο ένα τρίτο του κύκλου παραγωγής, με εξαίρεση τα είδη ιχθύων που υφίστανται προσαρμογές πριν από ανάδρομες μεταναστεύσεις (smoltification)·

38)   «ρύπανση υδάτων»: ρύπανση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 33 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και στο άρθρο 3 σημείο 8 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37), στα ύδατα στα οποία εφαρμόζεται η καθεμία από τις εν λόγω οδηγίες·

39)   «πολυκαλλιέργεια»: η εκτροφή σε υδατοκαλλιέργεια δύο ή περισσότερων ειδών, συνήθως από διαφορετικά τροφικά επίπεδα, στην ίδια μονάδα καλλιέργειας·

40)   «κύκλος παραγωγής»: η διάρκεια ζωής ενός ζώου υδατοκαλλιέργειας ή φύκους από το πρώτο στάδιο της ζωής (γονιμοποιημένα αυγά στην περίπτωση ζώων υδατοκαλλιέργειας) έως τη συγκομιδή·

41)   «τοπικά εκτρεφόμενα είδη»: τα είδη υδατοκαλλιέργειας τα οποία δεν είναι ξένα ούτε απόντα σε τοπικό επίπεδο είδη κατά την έννοια του άρθρου 3 σημεία 6 και 7 αντιστοίχως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 708/2007 του Συμβουλίου (38), καθώς και τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα IV του εν λόγω κανονισμού·

42)   «κτηνιατρική αγωγή»: όλα τα στάδια μιας θεραπευτικής ή προληπτικής αγωγής για την καταπολέμηση κρούσματος συγκεκριμένης νόσου·

43)   «κτηνιατρικό φάρμακο»: το κτηνιατρικό φάρμακο όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39)·

44)   «παρασκευή»: οι εργασίες διατήρησης ή μεταποίησης βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων, ή κάθε άλλη εργασία που πραγματοποιείται σε αμεταποίητο προϊόν χωρίς την τροποποίηση του αρχικού προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων της σφαγής, του τεμαχισμού, του καθαρισμού ή της άλεσης, καθώς και της συσκευασίας, της επισήμανσης ή των μεταβολών στη σχετική με τη βιολογική παραγωγή επισήμανση·

45)   «τρόφιμα»: τα τρόφιμα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40)·

46)   «ζωοτροφές»: οι ζωοτροφές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002·

47)   «πρώτες ύλες ζωοτροφών»: οι πρώτες ύλες ζωοτροφών όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (41)·

48)   «διάθεση στην αγορά»: η διάθεση στην αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002·

49)   «ιχνηλασιμότητα»: η δυνατότητα εντοπισμού και παρακολούθησης τροφίμων, ζωοτροφών ή προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και ουσιών που πρόκειται ή αναμένεται να ενσωματωθούν σε τρόφιμα ή σε ζωοτροφές ή σε κάθε προϊόν που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σε όλα τα στάδια παραγωγής, παρασκευής και διανομής·

50)   «στάδιο παραγωγής, παρασκευής και διανομής»: κάθε στάδιο με αφετηρία την πρωτογενή παραγωγή βιολογικού προϊόντος έως και την αποθήκευση, τη μεταποίηση, τη μεταφορά, και την πώληση ή τον εφοδιασμό του τελικού καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των δραστηριοτήτων επισήμανσης, διαφήμισης, εισαγωγής, εξαγωγής και υπεργολαβίας·

51)   «συστατικό»: το συστατικό όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 ή για προϊόντα εκτός τροφίμων, κάθε ουσία ή προϊόν που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ή επεξεργασία προϊόντων και εξακολουθεί να υπάρχει στο τελικό προϊόν, ακόμη και σε διαφοροποιημένη μορφή·

52)   «επισήμανση»: κάθε λέξη, διακριτικό στοιχείο, εμπορικό σήμα, εμπορική επωνυμία, εικόνα ή σύμβολο που αφορά προϊόν το οποίο τοποθετείται στη συσκευασία, τα έγγραφα, τις επιγραφές, τις ετικέτες, τους δακτυλίους ή τις στεφάνες που συνοδεύουν το εν λόγω προϊόν ή αναφέρονται στο εν λόγω προϊόν·

53)   «διαφήμιση»: κάθε παρουσίαση προϊόντων στο κοινό, με μέσα άλλα πλην της ετικέτας, η οποία έχει ως σκοπό ή είναι πιθανόν να επηρεάσει και να διαμορφώσει τη στάση, τις πεποιθήσεις και τη συμπεριφορά με στόχο την άμεση ή έμμεση προώθηση της πώλησης προϊόντων·

54)   «αρμόδιες αρχές»: οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625·

55)   «αρχή ελέγχου»: αρχή ελέγχου βιολογικών προϊόντων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, ή αρχή αναγνωρισμένη από την Επιτροπή ή από τρίτη χώρα αναγνωρισμένη από την Επιτροπή προς διενέργεια ελέγχων σε τρίτες χώρες για την εισαγωγή βιολογικών και υπό μετατροπή προϊόντων στην Ένωση·

56)   «φορέας ελέγχου»: εξουσιοδοτημένο όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, ή φορέας αναγνωρισμένος από την Επιτροπή ή από τρίτη χώρα αναγνωρισμένη από την Επιτροπή, προς διενέργεια ελέγχων σε τρίτες χώρες για την εισαγωγή βιολογικών και υπό μετατροπή προϊόντων στην Ένωση·

57)   «μη συμμόρφωση»: η μη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, ή μη συμμόρφωση με τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

58)   «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός» ή «ΓΤΟ»: ο γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42) ο οποίος δεν έχει προκύψει με τις τεχνικές γενετικής τροποποίησης που απαριθμούνται στο παράρτημα I.Β. της εν λόγω οδηγίας·

59)   «παραγόμενα/που παράγονται από ΓΤΟ»: που προέρχονται από ΓΤΟ, εξολοκλήρου ή εν μέρει, αλλά δεν περιέχουν ούτε αποτελούνται από ΓΤΟ·

60)   «παραγόμενα/που παράγονται με ΓΤΟ»: που προέρχονται από τη χρήση ΓΤΟ ως τελευταίου ζώντος οργανισμού στην παραγωγική διαδικασία, αλλά δεν περιέχουν ούτε αποτελούνται από ΓΤΟ·

61)   «πρόσθετο τροφίμων»: το πρόσθετο τροφίμων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43)·

62)   «πρόσθετες ύλες ζωοτροφών»: οι πρόσθετες ύλες ζωοτροφών όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44)·

63)   «τεχνολογικά επεξεργασμένα νανοϋλικά»: τεχνολογικά επεξεργασμένα νανοϋλικά κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45)·

64)   «ισοδυναμία»: η ανταπόκριση στους ίδιους στόχους και αρχές με την εφαρμογή κανόνων που εξασφαλίζουν το ίδιο επίπεδο εξασφάλισης της συμμόρφωσης·

65)   «τεχνολογικό βοήθημα»: το τεχνολογικό βοήθημα όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 για τα τρόφιμα και στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 για τις ζωοτροφές·

66)   «ένζυμο τροφίμων»: το ένζυμο τροφίμων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1332/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46)·

67)   «ιοντίζουσα ακτινοβολία»: η ιοντίζουσα ακτινοβολία όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 46 της οδηγίας 2013/59/Ευρατόμ του Συμβουλίου (47)·

68)   «προσυσκευασμένα τρόφιμα»: τα προσυσκευασμένα τρόφιμα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011·

69)   «ορνιθώνας»: σταθερό ή κινητό κτίριο για τη στέγαση κοπαδιών πουλερικών, που περιλαμβάνει όλες τις επιφάνειες που καλύπτονται από στέγες, περιλαμβανομένης της πιλοτής· ο ορνιθώνας μπορεί να διαχωρίζεται σε χωριστά τμήματα, με κάθε ένα να στεγάζει ένα μόνο κοπάδι·

70)   «εδαφικές φυτοκαλλιέργειες»: παραγωγή σε ζωντανό έδαφος ή σε έδαφος που είναι αναμεμειγμένο ή εμπλουτισμένο με λιπάσματα προερχόμενα από υλικά και προϊόντα που επιτρέπονται στη βιολογική παραγωγή, σε συνδυασμό με το υπέδαφος και το μητρικό πέτρωμα·

71)   «αμεταποίητα προϊόντα»: μη μεταποιημένα προϊόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εργασίες συσκευασίας ή επισήμανσης·

72)   «μεταποιημένα προϊόντα»: μεταποιημένα προϊόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εργασίες συσκευασίας ή επισήμανσης·

73)   «μεταποίηση»: η μεταποίηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004· αυτό περιλαμβάνει τη χρήση των ουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 24 και 25 του παρόντος κανονισμού, αλλά δεν περιλαμβάνει τις εργασίες συσκευασίας ή επισήμανσης·

74)   «ακεραιότητα των βιολογικών ή των υπό μετατροπή προϊόντων»: το γεγονός ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει περιπτώσεις μη συμμόρφωσης οι οποίες:

α)

σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, παρασκευής και διανομής επηρεάζουν τα βιολογικά ή τα υπό μετατροπή χαρακτηριστικά του προϊόντος ή

β)

είναι επαναλαμβανόμενες ή εσκεμμένες·

75)   «περίφραγμα»:: περιφραγμένος χώρος που περιλαμβάνει ένα τμήμα όπου τα ζώα προστατεύονται από δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Άρθρο 4

Στόχοι

Η βιολογική παραγωγή επιδιώκει τουσ ακόλουθουσ γενικούσ στόχουσ:

α)

να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος,

β)

να διατηρήσει τη μακροχρόνια γονιμότητα των εδαφών,

γ)

να συμβάλει σε υψηλό επίπεδο βιοποικιλότητας,

δ)

να συμβάλει σημαντικά σε ένα μη τοξικό περιβάλλον,

ε)

να συμβάλει σε υψηλού επιπέδου πρότυπα σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων και, ειδικότερα, να ικανοποιεί τις ιδιαίτερες ανάγκες συμπεριφοράς των διαφόρων ειδών ζώων,

στ)

να προωθήσει τους βραχείς διαύλους διανομής και την τοπική παραγωγή στις διάφορες περιοχές της Ένωσης,

ζ)

να ενθαρρύνει τη διατήρηση των σπάνιων και αυτόχθονων φυλών που απειλούνται με εξαφάνιση,

η)

να συμβάλει στην ανάπτυξη της προμήθειας φυτικού γενετικού υλικού προσαρμοσμένου στις ειδικές ανάγκες και επιδιώξεις της βιολογικής γεωργίας,

θ)

να συμβάλει σε υψηλό επίπεδο βιοποικιλότητας, ιδίως με τη χρήση ποικίλου φυτικού γενετικού υλικού, όπως βιολογικού ετερογενούς υλικού και βιολογικών ποικιλιών τα οποία είναι κατάλληλα για τη βιολογική παραγωγή,

ι)

να προωθήσει την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων βιολογικής αναπαραγωγής φυτών με στόχο τη συμβολή στην ανάπτυξη ευνοϊκών οικονομικών προοπτικών για τον βιολογικό τομέα.

Άρθρο 5

Γενικές αρχές

Η βιολογική παραγωγή αποτελεί σύστημα αειφόρου διαχείρισης το οποίο βασίζεται στις ακόλουθες γενικές αρχές:

α)

το σεβασμό προς τα συστήματα και τους κύκλους της φύσης και διατήρηση και βελτίωση της κατάστασης του εδάφους, του νερού και του αέρα, της υγείας των φυτών και των ζώων, και της ισορροπίας μεταξύ αυτών·

β)

τη διατήρηση στοιχείων του φυσικού τοπίου όπως χώρων φυσικής κληρονομιάς·

γ)

την υπεύθυνη χρήση των ενεργειακών και των φυσικών πόρων, όπως το νερό, το έδαφος, οι οργανικές ύλες και ο ατμοσφαιρικός αέρας·

δ)

την παραγωγή ευρείας ποικιλίας τροφίμων υψηλής ποιότητας και άλλων γεωργικών προϊόντων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας που να ανταποκρίνεται στην καταναλωτική ζήτηση για προϊόντα παραγόμενα με διεργασίες που δεν βλάπτουν το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των φυτών και των ζώων και τις συνθήκες διαβίωσής τους·

ε)

την εξασφάλιση της ακεραιότητας της βιολογικής παραγωγής σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής των τροφίμων και των ζωοτροφών·

στ)

τον κατάλληλο σχεδιασμό και διαχείριση των βιολογικών διεργασιών βάσει οικολογικών συστημάτων και χρησιμοποιώντας φυσικούς πόρους στο εσωτερικό του συστήματος διαχείρισης, χρησιμοποιώντας με μεθόδους που:

i)

χρησιμοποιούν ζώντες οργανισμούς και μηχανικές μεθόδους παραγωγής·

ii)

εφαρμόζουν εδαφικές φυτοκαλλιέργειες και ζωική παραγωγή σχετική με τη γη ή υδατοκαλλιέργειες οι οποίες είναι σύμφωνες με την αρχή της αειφόρου εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων·

iii)

αποκλείουν τη χρήση ΓΤΟ και προϊόντων που παράγονται από ΓΤΟ και προϊόντα που παράγονται με ΓΤΟ, εξαιρουμένων των κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων·

iv)

βασίζονται σε εκτίμηση του κινδύνου και στη χρήση μέτρων προφύλαξης και προληπτικών μέτρων, εφόσον απαιτείται·

ζ)

τον περιορισμό της χρήσης εξωτερικών εισροών· όταν οι εξωτερικές εισροές είναι απαραίτητες, ή ελλείψει των κατάλληλων πρακτικών και μεθόδων διαχείρισης που αναφέρονται στο στοιχείο στ), οι εξωτερικές εισροές περιορίζονται σε:

i)

εισροές από τη βιολογική παραγωγή: όσον αφορά το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό προτεραιότητα δίδεται σε επιλεγμένες ποικιλίες λόγω της ικανότητάς τους να ικανοποιούν τις ειδικές ανάγκες και στοχεύσεις της βιολογικής γεωργίας·

ii)

φυσικές ουσίες ή ουσίες που παράγονται με φυσικό τρόπο·

iii)

ανόργανα λιπάσματα χαμηλής διαλυτότητας·

η)

την προσαρμογή της διαδικασίας παραγωγής, όπου συντρέχει περίπτωση, προσαρμογή, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού με βάση την υγειονομική κατάσταση, τις περιφερειακές διαφορές οικολογικής ισορροπίας, κλιματικές διαφορές και τις τοπικές συνθήκες, τα στάδια ανάπτυξης και τις ειδικές κτηνοτροφικές πρακτικές·

θ)

τον αποκλεισμό σε ολόκληρη την αλυσίδα βιολογικών τροφίμων της κλωνοποίησης ζώων, της εκτροφής ζώων με τεχνητή πολυπλοειδία και της χρήσης ιοντίζουσας ακτινοβολίας·

ι)

τη διατήρηση υψηλού επιπέδου συνθηκών διαβίωσης των ζώων, ανταποκρινόμενου στις ιδιαίτερες ανάγκες των συγκεκριμένων ειδών.

Άρθρο 6

Ειδικές αρχές που εφαρμόζονται στις γεωργικές δραστηριότητες και την υδατοκαλλιέργεια

Όσον αφορά στις γεωργικές δραστηριότητες και την υδατοκαλλιέργεια, η βιολογική παραγωγή βασίζεται ειδικότερα στις ακόλουθες ειδικές αρχές:

α)

τη διατήρηση και βελτίωση της ζωής που φιλοξενεί το έδαφος και της φυσικής γονιμότητας, της σταθερότητας της συγκράτησης νερού και της βιοποικιλότητας του εδάφους, αποτροπή και καταπολέμηση της απώλειας οργανικών υλών, της συμπίεσης και της διάβρωσης του εδάφους και καλλιέργεια των φυτών πρωτίστως μέσω του εδαφικού οικοσυστήματος·

β)

τον περιορισμό της χρήσης μη ανανεώσιμων πόρων και εξωτερικών εισροών στο ελάχιστο·

γ)

την ανακύκλωση των αποβλήτων και των παραπροϊόντων ζωικής και φυτικής προέλευσης με τη χρήση τους ως εισροής στη φυτική και τη ζωική παραγωγή·

δ)

τη διατήρηση της υγείας των φυτών με προληπτικά μέτρα, ιδίως με την επιλογή κατάλληλων ειδών, ποικιλιών ή ετερογενών υλικών ανθεκτικών στους επιβλαβείς οργανισμούς και τις ασθένειες, κατάλληλης αμειψισποράς, μηχανικών και φυσικών μεθόδων και με την προστασία των φυσικών εχθρών των επιβλαβών οργανισμών·

ε)

τη χρήση σπόρων και ζώων με μεγάλο βαθμό γενετικής ποικιλομορφίας, αντοχή στις ασθένειες και μακροβιότητα·

στ)

την επιλογή φυτικών ποικιλιών, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των ειδικών συστημάτων βιολογικής παραγωγής, με εστίαση στη γεωπονική απόδοση, την αντοχή στις ασθένειες, την προσαρμογή σε ποικίλες τοπικές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες και τον σεβασμό στους φυσικούς αναστολείς διασταύρωσης·

ζ)

τη χρήση βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, όπως φυτικού αναπαραγωγικού υλικού βιολογικού ετερογενούς υλικού και βιολογικών ποικιλιών κατάλληλων για τη βιολογική παραγωγή·

η)

την παραγωγή βιολογικών ποικιλιών μέσω φυσικής αναπαραγωγικής ικανότητας και επικέντρωσης στη συγκράτηση εντός των φυσικών αναστολέων διασταύρωσης·

θ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 και των εθνικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών που παραχωρούνται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών, τη δυνατότητα των γεωργών να χρησιμοποιούν φυτικό αναπαραγωγικό υλικό που προέρχεται από την εκμετάλλευσή τους προκειμένου να προωθηθούν γενετικοί πόροι προσαρμοσμένοι στις ειδικές συνθήκες της βιολογικής παραγωγής·

ι)

την επιλογή φυλών των ζώων, με γνώμονα τον υψηλό βαθμό γενετικής ποικιλομορφίας, την ικανότητα προσαρμογής των ζώων στις τοπικές συνθήκες, την αναπαραγωγική τους αξία, τη μακροβιότητά τους, τη ζωτικότητά τους και την αντοχή τους σε ασθένειες ή προβλήματα υγείας·

ια)

τη ζωική παραγωγή προσαρμοσμένη στην εκμετάλλευση και τη γη·

ιβ)

την εφαρμογή κτηνοτροφικών πρακτικών που ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα και τους φυσικούς μηχανισμούς άμυνας κατά των ασθενειών, περιλαμβανομένης τακτικής άσκησης και πρόσβασης σε υπαίθριους χώρους και σε βοσκοτόπους·

ιγ)

τη σίτιση των ζώων με βιολογικές ζωοτροφές αποτελούμενες από συστατικά που είναι προϊόντα βιολογικής παραγωγής και από φυσικές ουσίες μη γεωργικής προέλευσης·

ιδ)

την παραγωγή βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων από ζώα τα οποία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, από τη γέννηση ή την εκκόλαψή τους, έχουν εκτραφεί σε βιολογικές εκμεταλλεύσεις·

ιε)

τη διαφύλαξη της υγείας του υδάτινου περιβάλλοντος και της ποιότητας του περιβάλλοντος υδατικού και χερσαίου οικοσυστήματος·

ιστ)

σίτιση των υδρόβιων οργανισμών με ζωοτροφές που είναι προϊόντα αειφόρου εκμετάλλευσης της αλιείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 ή με βιολογικές ζωοτροφές αποτελούμενες από γεωργικά συστατικά που είναι προϊόντα βιολογικής παραγωγής, περιλαμβανομένης της βιολογικής υδατοκαλλιέργειας, και από φυσικές ουσίες μη γεωργικής προέλευσης·

ιζ)

την αποφυγή οποιασδήποτε διακινδύνευσης ειδών που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από πλευράς διατήρησης που ενδέχεται να προκύψει από τη βιολογική παραγωγή.

Άρθρο 7

Ειδικές αρχές της μεταποίησης των βιολογικών τροφίμων

Η παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων βασίζεται ειδικότερα στις ακόλουθες ειδικές αρχές:

α)

την παραγωγή βιολογικών τροφίμων από βιολογικά γεωργικά συστατικά·

β)

τον περιορισμό της χρήσης προσθέτων τροφίμων και μη βιολογικών συστατικών που έχουν κυρίως τεχνολογικές λειτουργίες και λειτουργίες επί των αισθήσεων καθώς και μικροθρεπτικών στοιχείων και τεχνολογικών βοηθημάτων, ώστε να χρησιμοποιούνται στον ελάχιστο δυνατό βαθμό και μόνον όταν υφίσταται ουσιώδης τεχνολογική ανάγκη ή για συγκεκριμένους διατροφικούς σκοπούς·

γ)

τον αποκλεισμό ουσιών και μεθόδων μεταποίησης που μπορούν να παραπλανήσουν ως προς την πραγματική φύση του προϊόντος·

δ)

την προσοχή κατά τη μεταποίηση των βιολογικών τροφίμων, κατά προτίμηση χρησιμοποιώντας βιολογικές, μηχανικές και φυσικές μεθόδους·

ε)

τον αποκλεισμό τροφίμων που περιέχουν ή αποτελούνται από τεχνολογικά επεξεργασμένα νανοϋλικά.

Άρθρο 8

Ειδικές αρχές της μεταποίησης των βιολογικών ζωοτροφών

Η παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών ζωοτροφών βασίζεται ειδικότερα στις ακόλουθες ειδικές αρχές:

α)

την παραγωγή βιολογικών ζωοτροφών από βιολογικές πρώτες ύλες ζωοτροφών·

β)

τον περιορισμό της χρήσης προσθέτων ζωοτροφών και τεχνολογικών βοηθημάτων ώστε να χρησιμοποιούνται στον ελάχιστο βαθμό και μόνον όταν υφίσταται ουσιώδης τεχνολογική ή ζωοτεχνική ανάγκη ή για συγκεκριμένους διατροφικούς σκοπούς·

γ)

τον αποκλεισμό ουσιών και μεθόδων μεταποίησης που μπορούν να παραπλανήσουν ως προς την πραγματική φύση του προϊόντος·

δ)

την προσοχή στη μεταποίηση των βιολογικών τροφίμων, κατά προτίμηση χρησιμοποιώντας βιολογικές, μηχανικές και φυσικές μεθόδους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Άρθρο 9

Γενικοί κανόνες παραγωγής

1.   Οι επιχειρήσεις τηρούν τους γενικούς κανόνες παραγωγής που προβλέπει το παρόν άρθρο.

2.   Η διαχείριση ολόκληρης της εκμετάλλευσης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού που ισχύουν για τη βιολογική παραγωγή.

3.   Για τους σκοπούς και τις χρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 24 και 25 και στο παράρτημα II, μόνο προϊόντα και ουσίες που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις παρούσες διατάξεις μπορούν να χρησιμοποιούνται στη βιολογική παραγωγή, υπό τον όρο η χρήση τους στη μη βιολογική παραγωγή να έχει επίσης εγκριθεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας και, όποτε συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που βασίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία.

Τα ακόλουθα προϊόντα και ουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 επιτρέπονται για χρήση στη βιολογική παραγωγή υπό τον όρο να έχουν εγκριθεί δυνάμει του εν λόγω κανονισμού:

α)

αντιφυτοτοξικά, συνεργιστικά, βοηθητικά ως συστατικά φυτοπροστατευτικών προϊόντων·

β)

πρόσθετα που προορίζονται να αναμειχθούν με φυτοπροστατευτικά προϊόντα·

Η χρήση στη βιολογική παραγωγή προϊόντων και ουσιών για σκοπούς άλλους από αυτούς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό επιτρέπεται υπό τον όρο να συμμορφώνεται με τις αρχές που ορίζονται στο κεφάλαιο II.

4.   Δεν χρησιμοποιείται ιοντίζουσα ακτινοβολία για την επεξεργασία βιολογικών τροφίμων ή ζωοτροφών και για την επεξεργασία πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται σε βιολογικά τρόφιμα ή ζωοτροφές.

5.   Η χρήση της κλωνοποίησης των ζώων και της εκτροφής ζώων με τεχνητή πολυπλοειδία απαγορεύεται.

6.   Προληπτικά μέτρα και μέτρα προφύλαξης λαμβάνονται, κατά περίπτωση, σε κάθε στάδιο παραγωγής, παρασκευής και διανομής.

7.   Παρά την παράγραφο 2, μια εκμετάλλευση μπορεί να διαχωριστεί σε σαφώς και αποτελεσματικώς διαχωρισμένες παραγωγικές μονάδες για βιολογική, υπό μετατροπή και μη βιολογική παραγωγή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις για τις μη βιολογικές μονάδες παραγωγής:

α)

όσον αφορά τα ζώα, χρησιμοποιούνται διαφορετικά είδη·

β)

όσον αφορά τα φυτά, χρησιμοποιούνται διάφορες ποικιλίες που μπορούν να διαφοροποιηθούν εύκολα.

Όσον αφορά τα φύκη και τα ζώα υδατοκαλλιέργειας, μπορούν να περιλαμβάνονται τα ίδια είδη, υπό τον όρο να υπάρχει σαφής και αποτελεσματικός διαχωρισμός των χώρων ή μονάδων παραγωγής.

8.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 7 στοιχείο β), σε περίπτωση πολυετών καλλιεργειών, για τις οποίες απαιτείται περίοδος καλλιέργειας τουλάχιστον τριών ετών, οι διάφορες ποικιλίες που δεν μπορούν εύκολα να διακριθούν μπορούν να περιληφθούν υπό την προϋπόθεση η εν λόγω παραγωγή να πραγματοποιείται στο πλαίσιο σχεδίου μετατροπής, και υπό την προϋπόθεση ότι η μετατροπή του τελευταίου μέρους των εν λόγω εκτάσεων σε βιολογική παραγωγή αρχίζει το συντομότερο δυνατό και να έχει ολοκληρωθεί σε πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο.

Στις περιπτώσεις αυτές:

α)

ο γεωργός ενημερώνει την αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρχή ελέγχου ή τον φορέας ελέγχου για την έναρξη της συγκομιδής εκάστου των εν λόγω προϊόντων, τουλάχιστον 48 ώρες πριν·

β)

όταν ολοκληρωθεί η συγκομιδή, ο γεωργός ενημερώνει την αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου για τις ακριβείς ποσότητες της συγκομιδής στις εν λόγω μονάδες και τα μέτρα που ελήφθησαν για το διαχωρισμό των προϊόντων·

γ)

το σχέδιο μετατροπής και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να εξασφαλιστεί ο αποτελεσματικός και σαφής διαχωρισμός επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο από την αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου μετά την έναρξη του σχεδίου μετατροπής.

9.   Οι απαιτήσεις σχετικά με τα διάφορα είδη και ποικιλίες, όπως ορίζονται στην παράγραφο 7 στοιχεία α) και β), δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση ερευνητικών και εκπαιδευτικών κέντρων, φυτωρίων, παραγωγών σπόρων και επιχειρήσεων αναπαραγωγής,.

10.   Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7, 8 και 9 δεν χρησιμοποιούνται όλες οι μονάδες μιας εκμετάλλευσης σύμφωνα με τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής, οι επιχειρήσεις:

α)

διαχωρίζουν τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τις μονάδες βιολογικής παραγωγής και τις μονάδες παραγωγής υπό μετατροπή από τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τις μονάδες μη βιολογικής παραγωγής·

β)

διαχωρίζουν τα προϊόντα που παράγονται από τις μονάδες βιολογικής, υπό μετατροπή και μη βιολογικής παραγωγής·

γ)

τηρούν κατάλληλα μητρώα στα οποία εμφαίνεται ο διαχωρισμός των μονάδων παραγωγής και των προϊόντων.

11.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, προσθέτοντας περαιτέρω κανόνες σχετικά με τον διαχωρισμό της εκμετάλλευσης σε βιολογικές, μη βιολογικές και υπό μετατροπή μονάδες παραγωγής, ιδίως όσον αφορά τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I, ή για την τροποποίηση των εν λόγω πρόσθετων κανόνων.

Άρθρο 10

Μετατροπή

1.   Οι γεωργοί και οι επιχειρήσεις που παράγουν φύκη ή ζώα υδατοκαλλιέργειας τηρούν περίοδο μετατροπής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου μετατροπής, εφαρμόζουν όλους τους κανόνες βιολογικής παραγωγής που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως, τους εφαρμοστέους κανόνες για τη μετατροπή που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στο παράρτημα II.

2.   Η περίοδος μετατροπής αρχίζει το νωρίτερο όταν ο γεωργός ή η επιχείρηση που παράγει φύκη ή ζώα υδατοκαλλιέργειας κοινοποιήσουν τη δραστηριότητά τους στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 στο κράτος μέλος εντός του οποίου ασκούν τη δραστηριότητά τους και εντός του οποίου η εκμετάλλευσή του εν λόγου γεωργού ή της εν λόγω επιχείρησης υπόκειται στο σύστημα ελέγχου.

3.   Καμία προηγούμενη περίοδος δεν μπορεί να αναγνωριστεί αναδρομικά ότι αποτελεί μέρος της περιόδου μετατροπής με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

στα αγροτεμάχια της επιχείρησης εφαρμόστηκαν μέτρα που προσδιορίστηκαν σε ένα πρόγραμμα που εκτελέστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013, με σκοπό να εξασφαλίσουν ότι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στα εν λόγω αγροτεμάχια προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή· ή

β)

η επιχείρηση μπορεί να αποδείξει ότι τα αγροτεμάχια ήταν φυσικές ή γεωργικές εκτάσεις στις οποίες, επί περίοδο τουλάχιστον τριών ετών, δεν είχαν γίνει επεμβάσεις με προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή.

4.   Τα προϊόντα που παράγονται κατά την περίοδο μετατροπής δεν διατίθενται στην αγορά ως βιολογικά προϊόντα ούτε ως προϊόντα υπό μετατροπή.

Ωστόσο, τα ακόλουθα προϊόντα που παράγονται κατά τη διάρκεια της περιόδου μετατροπής και σε συμμόρφωση προς την παράγραφο 1 μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο ως προϊόντα υπό μετατροπή:

α)

φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, υπό την προϋπόθεση ότι έχει τηρηθεί περίοδος μετατροπής τουλάχιστον 12 μηνών·

β)

τρόφιμα φυτικής προέλευσης και ζωοτροφές φυτικής προέλευσης υπό τον όρο το προϊόν να περιέχει μόνο ένα συστατικό γεωργικής καλλιέργειας, και υπό τον όρο να έχει τηρηθεί περίοδος μετατροπής τουλάχιστον 12 μηνών πριν από τη συγκομιδή.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση του σημείου 1.2.2 του μέρους II του παραρτήματος II, προσθέτοντας κανόνες όσον αφορά τη μετατροπή για είδη άλλα από εκείνα που ρυθμίζονται στο παράρτημα II μέρος II στις 17 Ιουνίου 2018, ή για την τροποποίηση των εν λόγω πρόσθετων κανόνων.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει, κατά περίπτωση, εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των εγγράφων που πρέπει να υποβάλλονται με σκοπό την αναδρομική αναγνώριση προηγούμενης περιόδου, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 11

Απαγόρευση χρήσης ΓΤΟ

1.   Δεν χρησιμοποιούνται στη βιολογική παραγωγή ΓΤΟ, προϊόντα παραγόμενα από ΓΤΟ και προϊόντα παραγόμενα με ΓΤΟ σε τρόφιμα ή ζωοτροφές ή ως τρόφιμα, ζωοτροφές, τεχνολογικά βοηθήματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα, λιπάσματα, βελτιωτικά εδάφους, φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, μικροοργανισμοί ή ζώα.

2.   Για τους σκοπούς της απαγόρευσης που καθορίζεται στην παράγραφο 1, όσον αφορά τους ΓΤΟ και τα προϊόντα που παράγονται από ΓΤΟ για τρόφιμα και ζωοτροφές, οι επιχειρήσεις μπορούν να βασίζονται στις ετικέτες του εκάστοτε προϊόντος που έχουν επικολληθεί ή παρέχονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/18/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (49) ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1830/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (50) ή σε κάθε άλλο συνοδευτικό έγγραφο που παρέχεται δυνάμει αυτού.

3.   Οι επιχειρήσεις μπορούν να υποθέτουν ότι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ΓΤΟ και προϊόντα παραγόμενα από ΓΤΟ στην παρασκευή των αγοραζόμενων τροφίμων ή ζωοτροφών, όταν τα εν λόγω προϊόντα δεν φέρουν επικολλημένη ή παρεχόμενη επισήμανση ή δεν συνοδεύονται από έγγραφο, σύμφωνα με τις νομικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εκτός εάν διαθέτουν άλλες πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η επισήμανση των εν λόγω προϊόντων δεν συνάδει με τις εν λόγω νομικές πράξεις.

4.   Για τους σκοπούς της απαγόρευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σχετικά με τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από τις παραγράφους 2 και 3, οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μη βιολογικά προϊόντα αγορασμένα από τρίτους απαιτούν από τον πωλητή να επιβεβαιώνει ότι τα εν λόγω παρεχόμενα προϊόντα δεν έχουν παραχθεί από ΓΤΟ ή με ΓΤΟ.

Άρθρο 12

Κανόνες φυτικής παραγωγής

1.   Οι επιχειρήσεις που παράγουν φυτά ή φυτικά προϊόντα ειδικότερα τηρούν τους λεπτομερείς κανόνες που καθορίζονται στο μέρος I του παραρτήματος II.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, ώστε να τροποποιεί:

α)

τα σημεία 1.3 και 1.4 του μέρους I του παραρτήματος II όσον αφορά τις παρεκκλίσεις·

β)

το σημείο 1.8.5 του μέρους I του παραρτήματος II όσον αφορά τη χρήση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού μη βιολογικού και υπό μετατροπή·

γ)

το σημείο 1.9.5 του μέρους I του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω διατάξεων σχετικά με συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, ή για την τροποποίηση των εν λόγω διατάξεων που έχουν προστεθεί·

δ)

το σημείο 1.10.1 του μέρους I του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω μέτρων διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών και ζιζανίων, ή για την τροποποίηση των εν λόγω μέτρων που έχουν προστεθεί·

ε)

το μέρος I του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω λεπτομερών κανόνων και πρακτικών καλλιέργειας για συγκεκριμένα φυτά και φυτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για τους σπόρους με φύτρο, ή για την τροποποίηση των εν λόγω κανόνων που έχουν προστεθεί.

Άρθρο 13

Ειδικές διατάξεις για την εμπορία φυτικού αναπαραγωγικού υλικού από βιολογικό ετερογενές υλικό

1.   Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό από βιολογικό ετερογενές υλικό μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο χωρίς να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις καταχώρισης και χωρίς να συμμορφώνεται με τις κατηγορίες πιστοποίησης προβασικού, βασικού και πιστοποιημένου υλικού, ή προς τις απαιτήσεις για άλλες κατηγορίες, όπως ορίζεται στις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 68/193/ΕΟΚ, 98/56/ΕΚ, 2002/53/ΕΚ, 2002/54/ΕΚ, 2002/55/ΕΚ, 2002/56/ΕΚ, 2002/57/ΕΚ, 2008/72/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ, ή πράξεις που έχουν εγκριθεί δυνάμει των εν λόγω οδηγιών.

2.   Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό από βιολογικό ετερογενές υλικό όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο κατόπιν κοινοποίησης του βιολογικού ετερογενούς υλικού από τον προμηθευτή στους αρμόδιους επίσημους φορείς που αναφέρονται στις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 68/193/ΕΟΚ, 98/56/ΕΚ, 2002/53/ΕΚ, 2002/54/ΕΚ, 2002/55/ΕΚ, 2002/56/ΕΚ, 2002/57/ΕΚ, 2008/72/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ, μέσω φακέλου που να περιέχει:

α)

τα στοιχεία επικοινωνίας του αιτούντα·

β)

το είδος και την ονομασία του βιολογικού ετερογενούς υλικού·

γ)

την περιγραφή των κύριων αγρονομικών και φαινοτυπικών χαρακτηριστικών που είναι κοινά στην εκάστοτε ομάδα φυτών, περιλαμβανομένων των μεθόδων αναπαραγωγής, των αποτελεσμάτων δοκιμών, εφόσον είναι διαθέσιμα, για τα εν λόγω χαρακτηριστικά, της χώρας παραγωγής και του γονικού υλικού που έχει χρησιμοποιηθεί·

δ)

δήλωση του αιτούντος αναφορικά με την ορθότητα των στοιχείων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ)· και

ε)

ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα.

Η εν λόγω κοινοποίηση αποστέλλεται με συστημένη επιστολή ή κάθε άλλο μέσο επικοινωνίας αποδεκτό από τους επίσημους φορείς, με αιτούμενη επιβεβαίωση παραλαβής.

Τρεις μήνες μετά από την ημερομηνία που αναγράφεται στην απόδειξη παραλαβής, και εφόσον δεν έχουν ζητηθεί επιπρόσθετες πληροφορίες ούτε έχει κοινοποιηθεί στον προμηθευτή επίσημη απόρριψη λόγω ελλιπούς φακέλου ή μη συμμόρφωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 57, ο υπεύθυνος επίσημος φορέας θεωρείται ότι έχει λάβει γνώση της κοινοποίησης και του περιεχομένου της.

Κατόπιν ρητής ή σιωπηρής λήψεως γνώσης της κοινοποίησης, ο υπεύθυνος επίσημος φορέας μπορεί να προβεί στην καταγραφή του κοινοποιημένου βιολογικού ετερογενούς υλικού. Η εν λόγω καταγραφή είναι δωρεάν για τον προμηθευτή.

Η καταγραφή βιολογικού ετερογενούς υλικού κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή.

Το εν λόγω βιολογικό ετερογενές υλικό πληροί τις απαιτήσεις όπως ορίζονται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού θεσπίζοντας κανόνες που διέπουν την παραγωγή και την εμπορία φυτικού αναπαραγωγικού υλικού από βιολογικό ετερογενές υλικό συγκεκριμένων γενών ή ειδών, όσον αφορά:

α)

την περιγραφή του βιολογικού ετερογενούς υλικού, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεθόδων αναπαραγωγής και παραγωγής και του χρησιμοποιούμενου γονικού υλικού·

β)

τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας για παρτίδες σπόρων, που συμπεριλαμβάνουν την ταυτότητα, την ειδική καθαρότητα, τα ποσοστά βλαστικότητας και την υγειονομική ποιότητα·

γ)

την επισήμανση και συσκευασία·

δ)

τα στοιχεία και τα δείγματα παραγωγής τα οποία πρέπει να τηρούνται από τους επαγγελματίες·

ε)

κατά περίπτωση, τη διατήρηση του βιολογικού ετερογενούς υλικού.

Άρθρο 14

Κανόνες για τη ζωική παραγωγή

1.   Οι επιχειρήσεις ζωικής παραγωγής τηρούν ιδίως τους λεπτομερείς κανόνες παραγωγής που θεσπίζονται στο παράρτημα II μέρος II και σε τυχόν εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, ώστε να τροποποιεί:

α)

τα σημεία 1.3.4.2, 1.3.4.4.2 και 1.3.4.4.3 του μέρους II του παραρτήματος II, με τη μείωση των ποσοστών όσον αφορά την προέλευση των ζώων μόλις υπάρξει επαρκής διαθεσιμότητα ζώων βιολογικής εκτροφής στην ενωσιακή αγορά·

β)

το σημείο 1.6.6 του μέρους II του παραρτήματος II όσον αφορά το όριο του οργανικού αζώτου που συνδέεται με τον συνολικό δείκτη πυκνότητας των ζώων·

γ)

το σημείο 1.9.6.2 στοιχείο β) του μέρους II του παραρτήματος II όσον αφορά τη διατροφή των πληθυσμών μελισσών·

δ)

τα σημεία 1.9.6.3 στοιχεία β) και ε) του μέρους II του παραρτήματος II όσον αφορά την αποδεκτή επεξεργασία για την απολύμανση των μελισσιών και τις μεθόδους και επεξεργασίες κατά της βαρροϊκής ακαρίασης (Varroa destructor

ε)

Το παράρτημα II μέρος II, με την προσθήκη λεπτομερών κανόνων ζωικής παραγωγής για είδη άλλα από τα είδη που ρυθμίζονται στο εν λόγω μέρος στις 17 Ιουνίου 2018, ή για την τροποποίηση των εν λόγω πρόσθετων κανόνων, ως προς τα εξής σημεία:

i)

παρεκκλίσεις όσον αφορά την προέλευση των ζώων·

ii)

διατροφή·

iii)

πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές·

iv)

προστασία της υγείας·

v)

καλή μεταχείριση των ζώων.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει, κατά περίπτωση, εκτελεστικές πράξεις όσον αφορά το μέρος II του παραρτήματος II οι οποίες περιέχουν κανόνες σχετικά με:

α)

την ελάχιστη περίοδο με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται για τη σίτιση των θηλαζόντων ζώων με μητρικό γάλα, όπως αναφέρεται στο σημείο 1.4.1 στοιχείο ζ)·

β)

τον δείκτη πυκνότητας των ζώων και του ελάχιστου εμβαδού των κλειστών και των υπαίθριων χώρων που πρέπει να τηρούνται για συγκεκριμένα ζωικά είδη, προκειμένου να εξασφαλίζεται, η κάλυψη των αναγκών της ανάπτυξης, της φυσιολογίας και του έθους των ζώων σύμφωνα με τα σημεία 1.6.3, 1.6.4 και 1.7.2,

γ)

τα χαρακτηριστικά και τις τεχνικές απαιτήσεις σχετικά με το ελάχιστο εμβαδόν των κλειστών και των υπαίθριων χώρων·

δ)

τα χαρακτηριστικά και τις τεχνικές απαιτήσεις των κτιρίων και περιφραγμάτων για όλα τα ζωικά είδη, εκτός από τις μέλισσες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η κάλυψη των αναγκών της ανάπτυξης, της φυσιολογίας και του έθους των ζώων σύμφωνα με το σημείο 1.7.2·

ε)

τις απαιτήσεις και τα χαρακτηριστικά βλάστησης των εγκαταστάσεων προστασίας και των υπαίθριων χώρων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 15

Κανόνες παραγωγής για τα φύκη και τα ζώα υδατοκαλλιέργειας

1.   Οι επιχειρήσεις που παράγουν φύκη και ζώα υδατοκαλλιέργειας τηρούν ιδίως τους λεπτομερείς κανόνες παραγωγής που θεσπίζονται στο παράρτημα II μέρος III και σε τυχόν εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, ώστε να τροποποιεί:

α)

το σημείο 3.1.3.3 του μέρους III του παραρτήματος II όσον αφορά ζωοτροφές για σαρκοφάγα ζώα υδατοκαλλιέργειας·

β)

το σημείο 3.1.3.4 του μέρους III του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω κανόνων σχετικά με τις ζωοτροφές για ορισμένα ζώα υδατοκαλλιέργειας, ή για την τροποποίηση των εν λόγω κανόνων που έχουν προστεθεί·

γ)

το σημείο 3.1.4.2 του μέρους III του παραρτήματος II όσον αφορά κτηνιατρικές αγωγές για ζώα υδατοκαλλιέργειας·

δ)

το μέρος III του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω λεπτομερών συνθηκών ανά είδος για τη διαχείριση των γεννητόρων, την αναπαραγωγή και την παραγωγή νεαρών ζώων, ή για την τροποποίηση των εν λόγω λεπτομερών συνθηκών που έχουν προστεθεί.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει, εφόσον απαιτείται, εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων ανά είδος ή ανά ομάδα ειδών σχετικά με τον δείκτη πυκνότητας των ζώων και τα ειδικά χαρακτηριστικά των συστημάτων παραγωγής ή/και των συστημάτων συγκράτησης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η κάλυψη των ειδικών αναγκών του είδους.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του μέρους III του παραρτήματος II, ως «ιχθυοφόρτιση» νοείται το ζων βάρος των ζώων υδατοκαλλιέργειας ανά κυβικό μέτρο νερού σε οποιαδήποτε στιγμή του σταδίου της τέλειας ανάπτυξης και, στην περίπτωση των πλατύψαρων και των γαρίδων, το βάρος ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας.

Άρθρο 16

Κανόνες παραγωγής μεταποιημένων τροφίμων

1.   Οι επιχειρήσεις που παράγουν μεταποιημένα τρόφιμα τηρούν ιδίως τους λεπτομερείς κανόνες παραγωγής που θεσπίζονται στο παράρτημα II μέρος IV και σε τυχόν εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, ώστε να τροποποιεί:

α)

το σημείο 1.4 του μέρους IV του παραρτήματος II όσον αφορά τα μέτρα προφύλαξης και τα προληπτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τις επιχειρήσεις·

β)

το σημείο 2.2.2 του μέρους IV του παραρτήματος II όσον αφορά τον τύπο και τη σύνθεση των προϊόντων και ουσιών που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε μεταποιημένα τρόφιμα, καθώς και τους όρους χρήσης υπό τους οποίους πρέπει να χρησιμοποιούνται·

γ)

το σημείο 2.2.4 του μέρους IV του παραρτήματος II όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσοστού γεωργικών συστατικών που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο ii) και στοιχείο β) σημείο i), περιλαμβανομένων των προσθέτων τροφίμων που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, τα οποία θεωρούνται γεωργικά συστατικά για τον σκοπό των εν λόγω υπολογισμών.

Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δεν περιλαμβάνουν τη δυνατότητα χρήσης αρωματικών ουσιών ή αρωματικών παρασκευασμάτων που δεν είναι ούτε φυσικά, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (51), ούτε βιολογικά.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση των τεχνικών που επιτρέπονται κατά την επεξεργασία τροφίμων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Κανόνες παραγωγής μεταποιημένων ζωοτροφών

1.   Οι επιχειρήσεις που παράγουν μεταποιημένες ζωοτροφές τηρούν ιδίως τους λεπτομερείς κανόνες παραγωγής που θεσπίζονται στο παράρτημα II μέρος V και σε τυχόν εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, για την τροποποίηση του σημείου 1.4 του μέρους V του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω μέτρων προφύλαξης και προληπτικών μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται από τις επιχειρήσεις, ή για την τροποποίηση των εν λόγω μέτρων που έχουν προστεθεί.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση των τεχνικών που επιτρέπονται για χρήση κατά την επεξεργασία ζωοτροφών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Κανόνες παραγωγής οίνου

1.   Οι επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα του αμπελοοινικού τομέα τηρούν ιδίως τους λεπτομερείς κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στο παράρτημα II μέρος VI.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, ώστε να τροποποιεί:

α)

το σημείο 3.2 του μέρους VI του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω οινολογικών πρακτικών, μεθόδων και διεργασιών που απαγορεύονται, ή για την τροποποίηση των εν λόγω στοιχείων που έχουν προστεθεί·

β)

το σημείο 3.3 του μέρους VI του παραρτήματος II.

Άρθρο 19

Κανόνες παραγωγής για τη μαγιά που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή

1.   Οι επιχειρήσεις που παράγουν μαγιά που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή τηρούν ιδίως τους λεπτομερείς κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στο παράρτημα II μέρος VII.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, για την τροποποίηση του σημείου 1.3 του μέρους VII του παραρτήματος II με την προσθήκη περαιτέρω λεπτομερών κανόνων για την παραγωγή μαγιάς, ή για την τροποποίηση των εν λόγω κανόνων που έχουν προστεθεί.

Άρθρο 20

Απουσία ορισμένων κανόνων παραγωγής για συγκεκριμένα ζωικά είδη και είδη ζώων υδατοκαλλιέργειας

Εν αναμονή της έκδοσης:

α)

των συμπληρωματικών γενικών κανόνων για άλλα ζωικά είδη εκτός από εκείνα των οποίων η χρήση ρυθμίζεται στο σημείο 1.9 του μέρους II του παραρτήματος II, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο ε)·

β)

των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 για τα ζωικά είδη· ή

γ)

των εκτελεστικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 για τα είδη ή τις ομάδες ειδών ζώων υδατοκαλλιέργειας,

τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν λεπτομερείς εθνικούς κανόνες παραγωγής για συγκεκριμένα είδη ή ομάδες ειδών ζώων, σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να καλύπτονται από τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εθνικοί κανόνες συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που έχουν παραχθεί εκτός της επικράτειάς τους και που συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 21

Κανόνες παραγωγής για τα προϊόντα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες προϊόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12 έως 19

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση του παραρτήματος II για την προσθήκη λεπτομερών κανόνων παραγωγής, καθώς και κανόνων περί της υποχρέωσης μετατροπής, για προϊόντα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες προϊόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12 έως 19, ή για την τροποποίηση των εν λόγω κανόνων που έχουν προστεθεί.

Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βασίζονται στους στόχους και στις αρχές της βιολογικής παραγωγής που καθορίζονται στο κεφάλαιο II και συμμορφώνονται με τους γενικούς κανόνες παραγωγής που ορίζονται στα άρθρα 9, 10 και 11 και τους υφιστάμενους ειδικούς κανόνες παραγωγής που ορίζονται για παρόμοια προϊόντα στο παράρτημα II. Ορίζουν απαιτήσεις ιδίως για τις διεργασίες, πρακτικές και εισροές ή για τις περιόδους μετατροπής για τα σχετικά προϊόντα:

2.   Εν απουσία των λεπτομερών κανόνων παραγωγής που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

οι επιχειρήσεις, όσον αφορά τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμμορφώνονται με τις αρχές που ορίζονται στα άρθρα 5 και 6, τηρουμένων των αναλογιών με τις αρχές του άρθρου 7, και με τους γενικούς κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στα άρθρα 9 έως 11·

β)

τα κράτη μέλη μπορούν, όσον αφορά τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, να εφαρμόζουν λεπτομερείς εθνικούς κανόνες παραγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που παράγονται εκτός της επικράτειάς τους και που συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 22

Θέσπιση έκτακτων κανόνων παραγωγής

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 που συμπληρώνουν τον παρόντα κανονισμό καθορίζοντας:

α)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό εάν μία περίσταση καθορίζεται ως καταστροφικές συνθήκες που προκύπτουν από «δυσμενή κλιματικά φαινόμενα», «ασθένειες ζώων», «περιβαλλοντικό συμβάν», «φυσική καταστροφή» ή «καταστροφικό συμβάν», όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία η), θ), ι), ια) και ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013, αντίστοιχα, καθώς και από κάθε παρόμοια κατάσταση·

β)

ειδικούς κανόνες, καθώς και ενδεχόμενη παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη επιλαμβάνονται τέτοιων καταστροφών εάν αποφασίσουν να εφαρμόσουν το παρόν άρθρο· και

γ)

συγκεκριμένους κανόνες για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σε τέτοιες περιπτώσεις.

Τα εν λόγω κριτήρια και κανόνες υπόκεινται στις αρχές της βιολογικής παραγωγής που καθορίζονται στο κεφάλαιο II.

2.   Σε περίπτωση που το κράτος μέλος έχει αναγνωρίσει επίσημα ένα συμβάν ως φυσική καταστροφή όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 ή στο άρθρο 24 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 και το γεγονός αυτό καθιστά αδύνατη την των τήρηση κανόνων παραγωγής που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, το κράτος μέλος μπορεί να παραχωρεί παρεκκλίσεις από τους κανόνες παραγωγής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και μέχρι την αποκατάσταση της βιολογικής παραγωγής, με την επιφύλαξη των αρχών που ορίζονται στο κεφάλαιο II και οποιασδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ώστε, σε περίπτωση καταστροφικών συνθηκών, η βιολογική παραγωγή να μπορέσει να συνεχιστεί ή να ξαναρχίσει.

Άρθρο 23

Συλλογή, συσκευασία, μεταφορά και αποθήκευση

1.   Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι τα βιολογικά προϊόντα και τα προϊόντα υπό μετατροπή συλλέγονται, συσκευάζονται, μεταφέρονται και αποθηκεύονται σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται στο παράρτημα III.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση:

α)

του τμήματος 2 του παραρτήματος III·

β)

των τμημάτων 3, 4 και 6 του παραρτήματος III, με την προσθήκη περαιτέρω ειδικών κανόνων για τη μεταφορά και την παραλαβή των εν λόγω προϊόντων, ή για την τροποποίηση των κανόνων που έχουν προστεθεί.

Άρθρο 24

Έγκριση προϊόντων και ουσιών για χρήση στη βιολογική παραγωγή

1.   Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ορισμένα προϊόντα και ουσίες για χρήση στη βιολογική παραγωγή και καταχωρίζει κάθε τέτοιο εγκεκριμένο προϊόν και ουσία σε καταλόγους περιορισμένων προϊόντων, για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

ως δραστικές ουσίες προς χρήση σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα·

β)

ως λιπάσματα, βελτιωτικά εδάφους και θρεπτικά συστατικά·

γ)

ως μη βιολογικά υλικά ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης ή προέλευσης από φύκη ή μαγιά, ή ως υλικά ζωοτροφών μικροβιακής ή ανόργανης προέλευσης·

δ)

ως πρόσθετα ζωοτροφών και τεχνολογικά βοηθήματα·

ε)

ως προϊόντα για τον καθαρισμό και την απολύμανση τεχνητών λιμνών, κλωβών, δεξαμενών, αυλάκων εκτροφής, κτιρίων ή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των ζώων·

στ)

ως προϊόντα για τον καθαρισμό και την απολύμανση κτιρίων και εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φυτών, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης σε γεωργική εκμετάλλευση·

ζ)

ως προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης σε εγκαταστάσεις μεταποίησης και αποθήκευσης.

2.   Επιπλέον, για προϊόντα και ουσίες που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ορισμένα προϊόντα και ουσίες προς χρήση στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων και μαγιάς που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή και καταχωρίζει κάθε τέτοιο εγκεκριμένο προϊόν και ουσία σε περιορισμένους καταλόγους, για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

ως πρόσθετα τροφίμων και τεχνολογικά βοηθήματα·

β)

ως μη βιολογικά γεωργικά συστατικά που μπορούν κατ’ εξαίρεση να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων·

γ)

ως τεχνολογικά βοηθήματα για την παραγωγή μαγιάς και προϊόντων μαγιάς.

3.   Η έγκριση των προϊόντων και των ουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για χρήση στη βιολογική παραγωγή εξαρτάται από τις αρχές που καθορίζονται στο κεφάλαιο II και από τα ακόλουθα κριτήρια που αξιολογούνται στο σύνολό τους:

α)

είναι αναγκαία για διαρκή παραγωγή και για τη σκοπούμενη χρήση·

β)

όλα τα εν λόγω προϊόντα και οι ουσίες είναι φυτικής ή ζωικής προέλευσης ή προέλευσης από φύκη ή μικροβιακής ή ανόργανης προέλευσης, εκτός περιπτώσεων εάν προϊόντα ή ουσίες από τις πηγές αυτές δεν είναι διαθέσιμα σε επαρκή ποσότητα ή ποιότητα ή εάν δεν υπάρχουν εναλλακτικές·

γ)

στην περίπτωση προϊόντων της παραγράφου 1 στοιχείο α), συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η χρήση τους είναι ουσιώδης για τον έλεγχο επιβλαβούς οργανισμού για τον οποίο δεν υπάρχουν άλλες βιολογικές, φυσικές ή καλλιεργητικές πρακτικές, πρακτικές που σχετίζονται με την επιλογή των φυτών, ούτε άλλες αποτελεσματικές διαχειριστικές πρακτικές·

ii)

εάν τα εν λόγω προϊόντα δεν είναι φυτικής προέλευσης, προέλευσης από φύκη, ζωικής, μικροβιακής ή ανόργανης προέλευσης, ούτε είναι ταυτόσημα με τη φυσική τους μορφή, οι όροι χρήσης τους αποκλείουν την άμεση επαφή με τα βρώσιμα μέρη της καλλιέργειας·

δ)

στην περίπτωση προϊόντων της παραγράφου 1 στοιχείο β), η χρήση τους είναι ουσιώδης για την επίτευξη ή τη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους ή για την κάλυψη συγκεκριμένων διατροφικών αναγκών των καλλιεργειών ή για συγκεκριμένους σκοπούς βελτίωσης του εδάφους·

ε)

στην περίπτωση προϊόντων της παραγράφου 1 στοιχεία γ) και δ), συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η χρήση τους είναι απαραίτητη για να διατηρούνται η υγεία, οι καλές συνθήκες διαβίωσης και η ζωτικότητα των ζώων και συμβάλλει ώστε να επιτυγχάνεται κατάλληλη διατροφή η οποία να καλύπτει τις φυσιολογικές και συμπεριφορικές ανάγκες του συγκεκριμένου είδους, ή η χρήση τους είναι απαραίτητη για την παραγωγή ή τη διατήρηση των ζωοτροφών διότι η παραγωγή ή διατήρηση των ζωοτροφών δεν είναι δυνατή χωρίς χρήση των ουσιών αυτών·

ii)

οι ζωοτροφές ανόργανης προέλευσης, τα ιχνοστοιχεία, οι βιταμίνες ή οι προβιταμίνες είναι φυσικής προέλευσης, εκτός περιπτώσεων αν προϊόντα ή ουσίες από τις πηγές αυτές δεν είναι διαθέσιμα σε επαρκή ποσότητα ή ποιότητα ή εάν δεν υπάρχουν εναλλακτικές·

iii)

η χρήση μη βιολογικού υλικού ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης είναι απαραίτητη επειδή δεν είναι διαθέσιμο σε επαρκείς ποσότητες υλικό ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης που να παράγεται σύμφωνα με τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής·

iv)

η χρήση μη βιολογικών μπαχαρικών, βοτάνων και μελασών είναι απαραίτητη επειδή τα εν λόγω δεν είναι διαθέσιμα σε βιολογική μορφή· πρέπει να παράγονται ή παρασκευάζονται χωρίς χρήση χημικών διαλυτών και η χρήση τους περιορίζεται στο 1 % του σιτηρεσίου συγκεκριμένου ζωικού είδους, υπολογιζόμενου ετησίως ως ποσοστού της ξηράς ουσίας των ζωοτροφών γεωργικής προέλευσης.

4.   Η έγκριση των προϊόντων και των ουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 προς χρήση στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ή στην παραγωγή μαγιάς που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή εξαρτάται από τις αρχές που καθορίζονται στο κεφάλαιο II και από τα ακόλουθα κριτήρια που αξιολογούνται στο σύνολό τους:

α)

δεν υπάρχουν εναλλακτικά προϊόντα ή ουσίες εγκεκριμένα σύμφωνα με το παρόν άρθρο ή τεχνικές συμβατές με τον παρόντα κανονισμό·

β)

είναι αδύνατη η παραγωγή ή η διατήρηση του τροφίμου ή η τήρηση συγκεκριμένων διαιτητικών απαιτήσεων βάσει ενωσιακής νομοθεσίας χωρίς τη χρήση των εν λόγω προϊόντων και ουσιών·

γ)

απαντώνται στη φύση και επιτρέπεται να έχουν υποβληθεί μόνο σε μηχανική, φυσική, βιολογική, ενζυματική ή μικροβιακή διεργασία, εκτός περιπτώσεων εάν τα προϊόντα ή οι ουσίες από αυτές τις πηγές δεν υπάρχουν σε ικανοποιητική ποσότητα ή ποιότητα·

δ)

το βιολογικό συστατικό δεν είναι διαθέσιμο σε επαρκή ποσότητα.

5.   Η έγκριση της χρήσης συνθετικών χημικών προϊόντων ή ουσιών, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου περιορίζεται αυστηρά σε περιπτώσεις στις οποίες η χρήση εξωτερικών εισροών που αναφέρεται στο άρθρο 5 στοιχείο ζ) θα συντελούσε στην πρόκληση απαράδεκτων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου μέσω της προσθήκης περαιτέρω κριτηρίων για την έγκριση των προϊόντων και ουσιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου για χρήση στη βιολογική παραγωγή γενικότερα και στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ειδικότερα, καθώς και επιπλέον κριτήρια για την ανάκληση των εν λόγω εγκρίσεων, ή για την τροποποίηση των εν λόγω κριτηρίων που έχουν προστεθεί.

7.   Όταν ένα κράτος μέλος κρίνει ότι ένα προϊόν ή μια ουσία θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών των παραγράφων 1 και 2 ή να διαγραφεί από αυτόν ή ότι θα πρέπει να τροποποιηθούν οι προδιαγραφές χρήσης που αναφέρονται στους κανόνες παραγωγής, διασφαλίζει την επίσημη διαβίβαση, στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, φακέλου που περιλαμβάνει την αιτιολόγηση της προσθήκης, της διαγραφής ή των άλλων τροποποιήσεων, καθώς και τη δημοσιοποίησή του, με την επιφύλαξη της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων.

Η Επιτροπή δημοσιεύει κάθε αίτημα κατά την παρούσα παράγραφο.

8.   Η Επιτροπή αναθεωρεί σε τακτά χρονικά διαστήματα τους καταλόγους που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Ο κατάλογος των μη βιολογικών συστατικών της παραγράφου 2 στοιχείο β) επανεξετάζεται τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

9.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με την έγκριση ή ανάκληση της έγκρισης προϊόντων και ουσιών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 και μπορούν να χρησιμοποιούνται στη βιολογική παραγωγή γενικότερα και στην παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ειδικότερα, καθώς και για τον καθορισμό των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται για την έγκριση και την κατάρτιση των καταλόγων των εν λόγω προϊόντων και ουσιών και, εφόσον απαιτείται, την περιγραφή τους, τις απαιτήσεις σύνθεσης και τους όρους χρήσης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Έγκριση από τα κράτη μέλη μη βιολογικών γεωργικών συστατικών για μεταποιημένα βιολογικά τρόφιμα

1.   Όταν είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε ορισμένα γεωργικά συστατικά και όταν τα εν λόγω συστατικά δεν είναι διαθέσιμα σε βιολογική μορφή σε επαρκή ποσότητα, ένα κράτος μέλος μπορεί, κατόπιν αιτήματος επιχείρησης, να επιτρέπει προσωρινά τη χρησιμοποίηση μη βιολογικών γεωργικών συστατικών για την παραγωγή μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων στην επικράτειά του, για περίοδο κατ’ ανώτατο όριο έξι μηνών. Η εν λόγω άδεια ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις στο εν λόγω κράτος μέλος.

2.   Το κράτος μέλος κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, μέσω ηλεκτρονικού συστήματος που επιτρέπει την ηλεκτρονική ανταλλαγή εγγράφων και πληροφοριών που διατίθενται από την Επιτροπή κάθε άδεια που χορηγείται για την επικράτειά του σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Το κράτος μέλος μπορεί να παρατείνει την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δύο φορές το ανώτερο επί 6 μήνες τη φορά, υπό την προϋπόθεση ότι κανένα άλλο κράτος μέλος δεν έχει διατυπώσει αντιρρήσεις κοινοποιώντας, μέσω του συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ότι τα εν λόγω συστατικά υπάρχουν σε βιολογική μορφή σε επαρκή διαθέσιμη ποσότητα.

4.   Αρχή ελέγχου ή φορέας ελέγχου που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 μπορούν να χορηγούν προσωρινή άδεια όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για μέγιστη περίοδο έξι μηνών, σε επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες που ζητούν την εν λόγω άδεια και που υπόκεινται στους ελέγχους της εν λόγω αρχής ελέγχου ή του εν λόγω φορέα ελέγχου, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι της παραγράφου αυτής πληρούνται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Η άδεια μπορεί να παραταθεί το ανώτερο δύο φορές και για 6 μήνες τη φορά.

5.   Εάν, κατόπιν δύο παρατάσεων της προσωρινής έγκρισης, ένα κράτος μέλος κρίνει, βάσει αντικειμενικών πληροφοριών, ότι η διαθεσιμότητα του εν λόγω συστατικού σε βιολογική μορφή εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής για την κάλυψη των ποσοτικών και ποιοτικών αναγκών των επιχειρήσεων, μπορεί να υποβάλλει αίτημα στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7.

Άρθρο 26

Συλλογή δεδομένων σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά βιολογικού και υπό μετατροπή φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, ζώων και ιχθυδίων υδατοκαλλιέργειας βιολογικής εκτροφής

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει τη δημιουργία μιας τακτικά επικαιροποιούμενης βάσης δεδομένων για την καταγραφή του βιολογικού και του υπό μετατροπή φυτικού αναπαραγωγικού υλικού εκτός των σποροφύτων, συμπεριλαμβανομένων, ωστόσο, των σπόρων γεωμήλων που διατίθενται στην επικράτειά του.

2.   Τα κράτη μέλη διαθέτουν συστήματα τα οποία επιτρέπουν στις επιχειρήσεις, οι οποίες εμπορεύονται βιολογικό ή υπό μετατροπή φυτικό αναπαραγωγικό υλικό και ζώα και ιχθύδια υδατοκαλλιέργειας βιολογικής εκτροφής και που είναι σε θέση να τα παράσχουν σε επαρκείς ποσότητες και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, να δημοσιοποιούν, εθελοντικά, χωρίς επιβάρυνση, μαζί με τις επωνυμίες και τα στοιχεία επικοινωνίας τους, πληροφορίες για τα εξής:

α)

το βιολογικό και υπό μετατροπή φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, όπως το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό βιολογικού ετερογενούς υλικού, ή σπόρων και οι βιολογικές ποικιλίες που είναι κατάλληλες για τη βιολογική παραγωγή, εκτός των σποροφύτων, συμπεριλαμβανομένων, ωστόσο, των σπόρων γεωμήλων, τα οποία είναι διαθέσιμα· την ποσότητα σε βάρος του εν λόγω υλικού και την περίοδο του έτους κατά την οποία είναι διαθέσιμο· το εν λόγω υλικό καταγράφεται με τη χρήση τουλάχιστον της λατινικής επιστημονικής ονομασίας·

β)

τα ζώα βιολογικής εκτροφής για τα οποία μπορεί να προβλεφθεί παρέκκλιση σύμφωνα με το παράρτημα II μέρος II σημείο 1.3.4.4· τον αριθμό των διαθέσιμων ζώων ανά φύλο· πληροφορίες, κατά περίπτωση, σχετικά με τα διάφορα είδη ζώων όσον αφορά τις φυλές και τα στελέχη ζώων· τις φυλές των ζώων, την ηλικία των ζώων και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες·

γ)

τα ιχθύδια υδατοκαλλιέργειας βιολογικής εκτροφής που διαθέτει η εκμετάλλευση και την υγειονομική κατάστασή τους σύμφωνα με την οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου (52) και την ικανότητά της για παραγωγή του κάθε είδους υδατοκαλλιέργειας.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεσπίσουν συστήματα που να παρέχουν τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις που εμπορεύονται φυλές και στελέχη προσαρμοσμένα στη βιολογική παραγωγή σύμφωνα με το παράρτημα II μέρος II σημείο 1.3.3 ή βιολογικές πουλάδες, και οι οποίες είναι σε θέση να προμηθεύουν τα εν λόγω ζώα σε επαρκείς ποσότητες και εντός εύλογης περιόδου, να δημοσιοποιούν οι σχετικές πληροφορίες, σε εθελοντική βάση, χωρίς επιβάρυνση, μαζί με την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας τους.

4.   Οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να περιλαμβάνουν πληροφορίες για το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό ή ζώα ή ιχθύδια υδατοκαλλιέργειας στα συστήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες επικαιροποιούνται τακτικά και εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αποσύρονται από τους καταλόγους μόλις το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό ή τα ζώα ή τα ιχθύδια υδατοκαλλιέργειας δεν είναι πλέον διαθέσιμα.

5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 2 και 3 τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν ήδη υπάρχοντα σχετικά πληροφοριακά συστήματα.

6.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον σύνδεσμο προς τις εθνικές βάσεις δεδομένων ή τα συστήματα σε ειδικό δικτυακό τόπο της Επιτροπής, με σκοπό να επιτρέπει έτσι στους χρήστες να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις βάσεις δεδομένων ή συστημάτων σε όλη την Ένωση.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να παρέχει:

α)

τεχνικές λεπτομέρειες για τη δημιουργία και τη διατήρηση των βάσεων δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και των συστημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

β)

προδιαγραφές όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2·

γ)

προδιαγραφές όσον αφορά τις ρυθμίσεις για τη συμμετοχή στις βάσεις δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και στα συστήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3· και

δ)

λεπτομέρειες όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 6.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Υποχρεώσεις και ενέργειες σε περίπτωση υπόνοιας μη συμμόρφωσης

Όταν επιχείρηση έχει υπόνοιες ότι ένα προϊόν που έχει παραγάγει, παρασκευάσει, εισαγάγει ή παραλάβει από άλλη επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό, τότε η εν λόγω επιχείρηση, με την επιφύλαξη του άρθρου 28 παράγραφος 2:

α)

ταυτοποιεί και διαχωρίζει το οικείο προϊόν·

β)

εξετάζει εάν η υπόνοια μπορεί να τεκμηριωθεί·

γ)

δεν διαθέτει το εν λόγω προϊόν στην αγορά ως βιολογικά ή υπό μετατροπή και δεν το χρησιμοποιεί στη βιολογική παραγωγή, εκτός και εάν η υπόνοια μπορεί να εξαλειφθεί·

δ)

εφόσον η υπόνοια τεκμηριώνεται ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ενημερώνει αμέσως την εκάστοτε αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, την οικεία αρχή ελέγχου ή τον οικείο φορέα ελέγχου παρέχοντας τα κατά περίπτωση διαθέσιμα στοιχεία·

ε)

συνεργάζεται πλήρως με τη σχετική αρχή ή τον σχετικό φορέα ελέγχου κατά την επαλήθευση και τον προσδιορισμό των λόγων για την εικαζόμενη μη συμμόρφωση με την οικεία αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση.

Άρθρο 28

Μέτρα προφύλαξης για να αποφευχθεί η παρουσία μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών

1.   Για να αποτρέπεται η μόλυνση από προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα προφύλαξης σε όλα τα στάδια της παραγωγής, της παρασκευής και της διανομής:

α)

εφαρμόζουν και διατηρούν μέτρα τα οποία είναι αναλογικά και κατάλληλα για τον εντοπισμό των κινδύνων μόλυνσης της βιολογικής παραγωγής και των βιολογικών προϊόντων από μη εγκεκριμένα προϊόντα ή ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της συστηματικής ταυτοποίησης κρίσιμων διαδικαστικών σταδίων·

β)

εφαρμόζουν και διατηρούν μέτρα που είναι αναλογικά και κατάλληλα για την αποφυγή των κινδύνων μόλυνσης της βιολογικής παραγωγής και των βιολογικών προϊόντων από μη εγκεκριμένα προϊόντα ή ουσίες·

γ)

επανεξετάζουν τακτικά και προσαρμόζουν τα μέτρα αυτά· και

δ)

συμμορφώνονται προς άλλες σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού που διασφαλίζουν τον διαχωρισμό βιολογικών, υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων.

2.   Όταν επιχείρηση έχει υπόνοιες ότι, λόγω της παρουσίας προϊόντος ή ουσίας που δεν είναι εγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή σε προϊόν που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ή να διατεθεί στο εμπόριο ως βιολογικό ή υπό μετατροπή προϊόν, το τελευταίο προϊόν δεν συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό, η επιχείρηση:

α)

ταυτοποιεί και διαχωρίζει το οικείο προϊόν·

β)

εξετάζει εάν η υπόνοια μπορεί να τεκμηριωθεί·

γ)

δεν διαθέτει το εν λόγω προϊόν στην αγορά ως βιολογικά ή υπό μετατροπή και δεν το χρησιμοποιεί στη βιολογική παραγωγή, εκτός και εάν η υπόνοια μπορεί να εξαλειφθεί·

δ)

εφόσον η υπόνοια τεκμηριώνεται ή δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ενημερώνει αμέσως την εκάστοτε αρμόδια αρχή, ή, κατά περίπτωση, την οικεία αρχή ελέγχου ή τον οικείο φορέα ελέγχου και της παρέχει τα κατά περίπτωση διαθέσιμα στοιχεία·

ε)

συνεργάζεται πλήρως με την οικεία αρμόδια αρχή ελέγχου ή, κατά περίπτωση, με την οικεία αρχή ελέγχου ή φορέα ελέγχου κατά τον προσδιορισμό και την επαλήθευση των λόγων για την παρουσία μη εγκεκριμένων προϊόντων ή ουσιών.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό ενιαίων κανόνων για τον προσδιορισμό:

α)

των διαδικαστικών σταδίων που πρέπει να ακολουθούν οι επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία α) έως ε) και των σχετικών εγγράφων που πρέπει να παρέχουν·

β)

των αναλογικών και κατάλληλων μέτρων που πρόκειται να θεσπιστούν και να εξεταστούν από τις επιχειρήσεις για τον προσδιορισμό και την αποφυγή των κινδύνων μόλυνσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ).

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 29

Μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση παρουσίας μη εγκεκριμένων προϊόντων ή ουσιών

1.   Όταν μια αρμόδια αρχή, ή, κατά περίπτωση, η αρχή ή ο φορέας ελέγχου λαμβάνει τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με την παρουσία μη εγκεκριμένων προϊόντων ή ουσιών σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή, ή ενημερώνεται από επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο δ) ή εντοπίζει τα προϊόντα ή τις ουσίες αυτές σε βιολογικό ή υπό μετατροπή προϊόν:

α)

προβαίνει αμέσως σε επίσημη έρευνα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625, προκειμένου να καθοριστούν οι πηγές και η αιτία με σκοπό την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και προς το άρθρο 28 παράγραφος 1· η εν λόγω έρευνα ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν, εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένης υπόψη της διατηρησιμότητας του προϊόντος και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης·

β)

απαγορεύει προσωρινά τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω προϊόντων ως βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων, καθώς και τη χρήση τους στη βιολογική παραγωγή, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της έρευνας που μνημονεύεται στο στοιχείο α).

2.   Το εμπλεκόμενο προϊόν δεν διατίθεται στο εμπόριο ως βιολογικό ή υπό μετατροπή προϊόν ούτε χρησιμοποιείται στη βιολογική παραγωγή εφόσον η αρμόδια αρχή, ή κατά περίπτωση, η αρχή ελέγχου ή ο φορέας ελέγχου, διαπιστώσει ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση:

α)

έχει χρησιμοποιήσει προϊόντα ή ουσίες που δεν επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

δεν έχει λάβει τα μέτρα προφύλαξης που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 ή

γ)

δεν έχει λάβει μέτρα κατόπιν προηγούμενων σχετικών αιτημάτων από τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές ελέγχου ή τους φορείς ελέγχου.

3.   Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση δίνεται η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α). Η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η αρχή ή ο φορέας ελέγχου τηρεί αρχεία της έρευνας που διενεργείται.

Εφόσον απαιτείται, η εμπλεκόμενη επιχείρηση λαμβάνει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα για την αποφυγή μελλοντικής μόλυνσης.

4.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, σχετικά με την παρουσία προϊόντων και ουσιών που δεν επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή και με βάση την αξιολόγηση των εθνικών κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Η έκθεση αυτή μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση με σκοπό την περαιτέρω εναρμόνιση.

5.   Τα κράτη μέλη τα οποία διαθέτουν κανόνες που προβλέπουν ότι τα προϊόντα που περιέχουν πάνω από ορισμένο επίπεδο προϊόντα ή ουσίες που δεν είναι εγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή δεν μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο ως βιολογικά προϊόντα, μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τους εν λόγω κανόνες υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν τη διάθεση προϊόντων άλλων κρατών μελών στην αγορά με τον χαρακτηρισμό του βιολογικού προϊόντος, εφόσον τα εν λόγω προϊόντα έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο ενημερώνουν σχετικώς την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

6.   Οι αρμόδιες αρχές τεκμηριώνουν τα αποτελέσματα των ερευνών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και με οποιαδήποτε μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί με στόχο τη διαμόρφωση βέλτιστων πρακτικών και περαιτέρω μέτρα για την πρόληψη της παρουσίας μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών για χρήση στη βιολογική παραγωγή σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη θέτουν τα στοιχεία αυτά στη διάθεση των λοιπών κρατών μελών και της Επιτροπής, μέσω ηλεκτρονικού συστήματος που επιτρέπει την ηλεκτρονική ανταλλαγή εγγράφων και πληροφοριών που διαθέτει η Επιτροπή.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα στην επικράτειά τους για να αποφευχθεί η ακούσια παρουσία στη βιολογική γεωργία προϊόντων και ουσιών που δεν είναι εγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντα που παράγονται σε άλλα κράτη μέλη ως βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο ενημερώνουν σχετικώς την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

8.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό ενιαίων κανόνων που θα προσδιορίζουν:

α)

τη μέθοδο, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται από τις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου για την ανίχνευση και την αξιολόγηση της παρουσίας προϊόντων και ουσιών που δεν είναι εγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

τις λεπτομέρειες και τον μορφότυπο των πληροφοριών που πρέπει να καθίστανται διαθέσιμα από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

9.   Έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ηλεκτρονικώς στην Επιτροπή τις σχετικές πληροφορίες για περιπτώσεις που αφορούν μολύνσεις με μη-εγκεκριμένα προϊόντα ή ουσίες στο προηγούμενο έτος, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται στα σημεία διέλευσης των συνόρων, αναφέροντας τη φύση των μολύνσεων που ανιχνεύθηκαν και ιδίως την αιτία, την πηγή και το επίπεδο της μόλυνσης καθώς και την ποσότητα και τη φύση των μολυσμένων προϊόντων. Οι εν λόγω πληροφορίες συλλέγονται από την Επιτροπή μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που καθιστά διαθέσιμο η Επιτροπή και χρησιμοποιούνται για να διευκολυνθεί η διαμόρφωση βέλτιστων πρακτικών για την αποφυγή μόλυνσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ

Άρθρο 30

Χρήση όρων που αναφέρονται στη βιολογική παραγωγή

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα προϊόν θεωρείται ότι φέρει ενδείξεις σχετικές με τη βιολογική παραγωγή όταν, στην επισήμανση, στο διαφημιστικό υλικό ή στα εμπορικά έγγραφα, το προϊόν, τα συστατικά του ή οι πρώτες ύλες ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του περιγράφονται με όρους που υπονοούν για τον αγοραστή ότι το προϊόν, τα συστατικά του ή οι πρώτες ύλες ζωοτροφών έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, οι όροι που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, και τα παράγωγα ή τα υποκοριστικά τους, όπως «βιο» («bio») και «οικο» («eco»), μπορούν να χρησιμοποιούνται, μόνα ή σε συνδυασμό, στο σύνολο της Ένωσης και σε οποιαδήποτε γλώσσα περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα για την επισήμανση και τη διαφήμιση προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν χρησιμοποιούνται πουθενά στην Ένωση και σε καμία γλώσσα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV για την επισήμανση, το διαφημιστικό υλικό ή τα εμπορικά έγγραφα προϊόντων που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Επιπλέον, στην επισήμανση ή τη διαφήμιση προϊόντος δεν χρησιμοποιούνται όροι, συμπεριλαμβανομένων όρων που χρησιμοποιούνται σε εμπορικά σήματα ή εταιρικές επωνυμίες, ή πρακτικές που υπάρχει πιθανότητα να παραπλανήσουν τον καταναλωτή ή τον χρήστη υπονοώντας ότι ένα προϊόν ή τα συστατικά του πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Τα προϊόντα που παράγονται κατά την περίοδο μετατροπής δεν επισημαίνονται ούτε διαφημίζονται ως βιολογικά προϊόντα ούτε ως προϊόντα υπό μετατροπή.

Ωστόσο, το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, τα προϊόντα τροφίμων φυτικής προέλευσης και ζωοτροφών φυτικής προέλευσης που παράγονται κατά τη διάρκεια της περιόδου μετατροπής, που συμμορφώνονται προς το άρθρο 10 παράγραφος 4 μπορούν να επισημαίνονται και να διαφημίζονται ως προϊόντα υπό μετατροπή, με τη χρήση του όρου «υπό μετατροπή», ή αντίστοιχου όρου, μαζί με τους όρους που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Οι όροι που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 δεν χρησιμοποιούνται για προϊόν για το οποίο η νομοθεσία της Ένωσης απαιτεί να δηλώνεται στην επισήμανση ή στη διαφήμιση ότι το προϊόν περιέχει ΓΤΟ, αποτελείται από ΓΤΟ ή παράγεται από ΓΤΟ.

5.   Όσον αφορά τα μεταποιημένα τρόφιμα, οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται:

α)

στην περιγραφή πώλησης και στον κατάλογο των συστατικών, εφόσον ο εν λόγω κατάλογος είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

το μεταποιημένο τρόφιμο τηρεί τους κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στο μέρος IV του παραρτήματος II και τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3·

ii)

τουλάχιστον το 95 % τα γεωργικά συστατικά του προϊόντος κατά βάρος είναι βιολογικά· και

iii)

στην περίπτωση αρωματικών υλών, χρησιμοποιούνται μόνο για φυσικές αρωματικές ουσίες ή φυσικά αρωματικά παρασκευάσματα των οποίων η επισήμανση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 και εφόσον όλα τα αρωματικά συστατικά και οι φορείς αρωματικών συστατικών στο εν λόγω αρωματικό συστατικό είναι βιολογικά·

β)

μόνον στον κατάλογο συστατικών, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

λιγότερο από το 95 % των γεωργικών συστατικών του προϊόντος κατά βάρος είναι βιολογικά και υπό τον όρο ότι τα εν λόγω συστατικά είναι σύμφωνα με τους κανόνες παραγωγής που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό· και

ii)

το μεταποιημένο τρόφιμο πληροί τους κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στο σημείο 1.5, στο σημείο 2.1 στοιχείο α), στο σημείο 2.1 στοιχείο β) και στο σημείο 2.2.1 του μέρους IV του παραρτήματος II και τους ειδικούς κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3·

γ)

στην περιγραφή πώλησης και στον κατάλογο των συστατικών υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

το βασικό συστατικό είναι μη εκτρεφόμενα θηράματα ή ψάρια·

ii)

ο όρος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αφορά σαφώς στην περιγραφή πώλησης άλλο συστατικό που είναι βιολογικό και διαφορετικό από το κύριο συστατικό·

iii)

όλα τα άλλα γεωργικά συστατικά είναι βιολογικά· και

iv)

το τρόφιμο πληροί τους κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στο σημείο 1.5, στο σημείο 2.1 στοιχείο α), στο σημείο 2.1 στοιχείο β) και στο σημείο 2.2.1 του μέρους IV του παραρτήματος II και τους ειδικούς κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3.

Στον κατάλογο των συστατικών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) επισημαίνονται τα συστατικά που είναι βιολογικά. Η αναφορά στη βιολογική παραγωγή μπορεί να εμφαίνεται μόνο σε σχέση με τα βιολογικά συστατικά.

Στον κατάλογο συστατικών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και γ) περιλαμβάνεται ένδειξη του συνολικού ποσοστού βιολογικών συστατικών σε σχέση με τη συνολική ποσότητα γεωργικών συστατικών.

Οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όταν χρησιμοποιούνται στον κατάλογο συστατικών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου και η ένδειξη του ποσοστού που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εμφαίνονται στον κατάλογο συστατικών με το ίδιο χρώμα, το ίδιο μέγεθος και γραμματοσειρά με τις άλλες ενδείξεις.

6.   Για τις μεταποιημένες ζωοτροφές, οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται στην περιγραφή πώλησης και στον κατάλογο συστατικών υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η μεταποιημένη ζωοτροφή πληροί τους κανόνες παραγωγής που καθορίζονται στα μέρη II, ΙΙΙ και V του παραρτήματος II και τους ειδικούς κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3·

β)

όλα τα συστατικά γεωργικής προέλευσης που περιέχει η μεταποιημένη ζωοτροφή είναι βιολογικά· και

γ)

τουλάχιστον το 95 % της ξηράς ουσίας του προϊόντος είναι βιολογικό.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση:

α)

του παρόντος άρθρου προσθέτοντας περαιτέρω κανόνες σχετικά με την επισήμανση των προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I, ή τροποποιώντας τους εν λόγω πρόσθετους κανόνες· και

β)

του καταλόγου όρων που παρατίθεται στο παράρτημα IV, λαμβάνοντας υπόψη τις γλωσσικές εξελίξεις εντός των κρατών μελών.

8.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν λεπτομερείς απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 31

Επισήμανση προϊόντων και ουσιών που χρησιμοποιούνται στη φυτική παραγωγή

Κατά παρέκκλιση από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, ένα προϊόν και ουσίες που χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα ή λιπάσματα, βελτιωτικά του εδάφους ή θρεπτικές ουσίες που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 24 μπορεί να φέρει ένδειξη σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω προϊόντα ή οι ουσίες έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 32

Υποχρεωτικές ενδείξεις

1.   Εφόσον τα προϊόντα φέρουν ενδείξεις που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που επισημαίνονται ως προϊόντα υπό μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3:

α)

εμφαίνεται επίσης στην επισήμανση ο κωδικός αριθμός της αρχής ή του φορέα ελέγχου στον οποίο υπάγεται η επιχείρηση που πραγματοποίησε την πλέον πρόσφατη εργασία παραγωγής ή παρασκευής· και

β)

στην περίπτωση των προσυσκευασμένων τροφίμων εμφαίνεται επίσης στη συσκευασία το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρεται στο άρθρο 33, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 και στο άρθρο 30 παράγραφος 5 στοιχεία β) και γ).

2.   Όταν χρησιμοποιείται το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμφαίνεται στο ίδιο οπτικό πεδίο με το λογότυπο, ένδειξη του τόπου όπου καλλιεργήθηκαν οι γεωργικές πρώτες ύλες από τις οποίες αποτελείται το προϊόν, η οποία λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές, κατά περίπτωση:

α)

«Γεωργία ΕΕ», εφόσον η γεωργική πρώτη ύλη έχει παραχθεί στην Ένωση·

β)

«Γεωργία εκτός ΕΕ», εφόσον η γεωργική πρώτη ύλη έχει παραχθεί σε τρίτες χώρες·

γ)

«Γεωργία ΕΕ/εκτός ΕΕ», όταν μέρος των γεωργικών πρώτων υλών έχει παραχθεί στην Ένωση και μέρος τους έχει παραχθεί σε τρίτη χώρα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ο όρος «Γεωργία» μπορεί να αντικαθίσταται από τον όρο «Υδατοκαλλιέργεια» κατά περίπτωση και οι λέξεις «ΕΕ» και «εκτός ΕΕ» μπορούν να αντικαθίστανται ή να συμπληρώνονται από την ονομασία μιας χώρας ή από την ονομασία μιας χώρας και μιας περιφέρειας, εάν όλες οι γεωργικές πρώτες ύλες από τις οποίες αποτελείται το προϊόν έχουν παραχθεί στη συγκεκριμένη χώρα ή, αντίστοιχα, στη συγκεκριμένη περιφέρεια.

Όσον αφορά την ένδειξη του τόπου παραγωγής των γεωργικών πρώτων υλών από τις οποίες αποτελείται το προϊόν, όπως αναφέρεται στο πρώτο και στο τρίτο εδάφιο, είναι δυνατόν να μη λαμβάνονται υπόψη μικρές ποσότητες κατά βάρος συστατικών εφόσον η συνολική ποσότητα των συστατικών που δεν λαμβάνονται υπόψη δεν υπερβαίνει το 5 % της συνολικής ποσότητας γεωργικών πρώτων υλών.

Οι λέξεις «ΕΕ» ή «εκτός ΕΕ» δεν εμφαίνονται με εμφανέστερο χρώμα, μέγεθος και γραμματοσειρά από την ονομασία του προϊόντος.

3.   Οι ενδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου καθώς και στο άρθρο 33 παράγραφος 3 αναγράφονται σε εμφανές σημείο ώστε να είναι εύκολα ορατές, και είναι ευανάγνωστες και ανεξίτηλες.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, για την τροποποίηση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 3 του άρθρου 33 με την προσθήκη περαιτέρω κανόνων σχετικά με την επισήμανση, ή για την τροποποίηση των εν λόγω κανόνων που έχουν προστεθεί.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με:

α)

πρακτικές ρυθμίσεις για τη χρήση, την εμφάνιση, τη σύνθεση και το μέγεθος των ενδείξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και στο άρθρο 33 παράγραφος 3·

β)

την απόδοση κωδικών αριθμών στις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου·

γ)

την ένδειξη του τόπου παραγωγής των γεωργικών πρώτων υλών, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 33 παράγραφος 3.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να χρησιμοποιείται στην επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση προϊόντων που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς πληροφόρησης και εκπαίδευσης που αφορούν την ύπαρξη και τη διαφήμιση του ίδιου του λογοτύπου, υπό την προϋπόθεση η χρήση να μη μπορεί να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή ειδικών προϊόντων και υπό τον όρο το λογότυπο να αναπαράγεται σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα V. Στην περίπτωση αυτή, οι απαιτήσεις του άρθρου 32 παράγραφος 2 και του σημείου 1.7 του παραρτήματος V δεν εφαρμόζονται.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν χρησιμοποιείται για τα μεταποιημένα τρόφιμα που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 5 στοιχεία β) και γ) ούτε για τα προϊόντα υπό μετατροπή που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3.

2.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί επίσημη βεβαίωση σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 91 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625.

3.   Η χρήση του λογοτύπου βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προαιρετική για προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες. Όταν το συγκεκριμένο λογότυπο εμφαίνεται στην επισήμανση τέτοιων προϊόντων, εμφαίνεται στην επισήμανση και η ένδειξη που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

4.   Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθεί το πρότυπο που παρατίθεται στο παράρτημα V και είναι σύμφωνο με τους κανόνες που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

5.   Εθνικά λογότυπα και ιδιωτικά λογότυπα μπορούν να χρησιμοποιούνται στην επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση προϊόντων που είναι σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση του παραρτήματος V όσον αφορά το λογότυπο της βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους σχετικούς κανόνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 34

Σύστημα πιστοποίησης

1.   Πριν από τη διάθεση ενδεχομένων προϊόντων στην αγορά ως «βιολογικών» ή ως «υπό μετατροπή» ή προ της περιόδου μετατροπής οι επιχειρήσεις και οι ομάδες επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 και που παράγουν, παρασκευάζουν, διανέμουν ή αποθηκεύουν βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα, εισάγουν τα εν λόγω προϊόντα από τρίτη χώρα, τα εξάγουν σε τρίτη χώρα ή τα διαθέτουν στην αγορά, κοινοποιούν τη δραστηριότητά τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η δραστηριότητά τους και στο οποίο η επιχείρησή τους υπόκειται στο σύστημα ελέγχου.

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές έχουν μεταβιβάσει τις αρμοδιότητές τους ή έχουν αναθέσει ορισμένα επίσημα καθήκοντα ελέγχου ή ορισμένα καθήκοντα που σχετίζονται με επίσημες δραστηριότητες σε περισσότερες της μίας αρχές ή φορείς ελέγχου, οι επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων δηλώνουν στην αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο, κοινοποίηση την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου που εξακριβώνει εάν η δραστηριότητά τους συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό και χορηγεί το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 1.

2.   Οι επιχειρήσεις που πωλούν προσυσκευασμένα βιολογικά προϊόντα απευθείας στον τελικό καταναλωτή ή χρήστη, απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από την υποχρέωση κατοχής πιστοποιητικού κατά το άρθρο 35 παράγραφος 2, υπό τον όρο ότι δεν παράγουν, δεν παρασκευάζουν, δεν αποθηκεύουν παρά μόνον σε σχέση με το σημείο πώλησης, ή δεν εισάγουν τα εν λόγω προϊόντα από τρίτη χώρα, ή δεν έχουν αναθέσει υπεργολαβικά τις εν λόγω δραστηριότητες σε άλλη επιχείρηση.

3.   Όταν επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων αναθέτουν οποιανδήποτε από τις δραστηριότητές τους σε τρίτους, τόσο οι επιχειρήσεις και ομάδες επιχειρήσεων όσο και οι τρίτοι στους οποίους ανετέθησαν οι εν λόγω δραστηριότητες συμμορφώνονται με την παράγραφο 1, εκτός εάν η επιχείρηση ή οι ομάδες επιχειρήσεων δηλώσουν στην αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κοινοποίηση ότι παραμένουν υπεύθυνοι όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή και δεν μεταβιβάζουν την εν λόγω ευθύνη στον υπεργολάβο. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή, ή κατά περίπτωση η αρχή ελέγχου ή ο φορέας ελέγχου εξακριβώνουν ότι οι υπεργολαβικές δραστηριότητες συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό, στο πλαίσιο του ελέγχου που διεξάγει των επιχειρήσεων ή ομάδων επιχειρήσεων που έχουν αναθέσει τις δραστηριότητές τους σε υπεργολάβους.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν αρχή ή να εγκρίνουν φορέα για τη λήψη των κοινοποιήσεων της παραγράφου 1.

5.   Οι επιχειρήσεις, οι ομάδες επιχειρήσεων και οι υπεργολάβοι τηρούν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αρχείο των διαφόρων δραστηριοτήτων τους.

6.   Τα κράτη μέλη τηρούν ενημερωμένους καταλόγους με τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων και των ομάδων επιχειρήσεων που έχουν κοινοποιήσει τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 και δημοσιοποιούν καταλλήλως, μεταξύ άλλων και με συνδέσμους προς ενιαίο διαδικτυακό τόπο, συγκεντρωτικό κατάλογο των εν λόγω δεδομένων, καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με τα πιστοποιητικά που παρέχονται στις εν λόγω επιχειρήσεις και ομάδες επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (53).

7.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων που συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό, και που, σε περιπτώσεις όπου εισπράττεται τέλος σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 80 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, καταβάλλει εύλογο τέλος το οποίο καλύπτει το κόστος των ελέγχων, να δικαιούται κάλυψη από το σύστημα ελέγχου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ώστε τα ενδεχομένως εισπραττόμενα τέλη να δημοσιοποιούνται.

8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση του παραρτήματος II όσον αφορά τις απαιτήσεις για την τήρηση μητρώων.

9.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την παροχή λεπτομερειών και διευκρινίσεων σχετικά με:

α)

τη μορφή και τα τεχνικά μέσα της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

τις λεπτομέρειες δημοσιοποίησης των καταλόγων κατά την παράγραφο 6, και

γ)

τις διαδικασίες και λεπτομέρειες δημοσιοποίησης των τελών κατά την παράγραφο 7.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 35

Πιστοποιητικό

1.   Οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου χορηγούν πιστοποιητικό σε κάθε επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων που έχει κοινοποιήσει τη δραστηριότητά της σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 και συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό. Το πιστοποιητικό:

α)

εκδίδεται σε ηλεκτρονική μορφή ει δυνατόν·

β)

επιτρέπει τουλάχιστον την αναγνώριση της επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου των μελών, της κατηγορίας των προϊόντων που καλύπτονται από το πιστοποιητικό και της διάρκειας ισχύος του·

γ)

βεβαιώνει ότι η κοινοποιηθείσα δραστηριότητα συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, και

δ)

εκδίδεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιέχεται στο παράρτημα VI.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 2 του άρθρου 34, οι επιχειρήσεις και οι ομάδες επιχειρήσεων δεν διαθέτουν προϊόντα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στην αγορά ως βιολογικά προϊόντα ή υπό μετατροπή προϊόντα εάν δεν έχουν ήδη στην κατοχή τους πιστοποιητικό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο παρόν άρθρο αποτελεί επίσημο πιστοποιητικό κατά την έννοια του άρθρου 86 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625.

4.   Η επιχείρηση ή η ομάδα επιχειρήσεων δεν δικαιούνται να λάβουν πιστοποιητικό από περισσότερους από έναν φορέα ελέγχου σχετικά με δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο ίδιο κράτος μέλος, όσον αφορά την ίδια κατηγορία προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά στάδια της παραγωγής, της παρασκευής και της διανομής.

5.   Τα μέλη ομάδας επιχειρήσεων δεν δικαιούνται να λάβουν επιμέρους πιστοποιητικό για οποιανδήποτε από τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την πιστοποίηση της ομάδας επιχειρήσεων στην οποία ανήκουν.

6.   Οι επιχειρήσεις επαληθεύουν τα πιστοποιητικά των εν λόγω επιχειρήσεων που είναι προμηθευτές τους.

7.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου, τα προϊόντα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

αμεταποίητα φυτά και φυτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των σπόρων και άλλου φυτικού αναπαραγωγικού υλικού·

β)

ζώα και αμεταποίητα ζωικά προϊόντα·

γ)

φύκη και αμεταποίητα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας·

δ)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, για χρήση ως τρόφιμα·

ε)

ζωοτροφές·

στ)

οίνος·

ζ)

άλλα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, ή που δεν καλύπτονται από τις προηγούμενες κατηγορίες.

8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από την υποχρέωση κατοχής πιστοποιητικού, κατά την παράγραφο 2, τις επιχειρήσεις που πωλούν μη συσκευασμένα βιολογικά προϊόντα πλην των ζωοτροφών απευθείας στον τελικό καταναλωτή υπό τον όρο ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν παράγουν, δεν παρασκευάζουν, δεν αποθηκεύουν παρά μόνον σε σχέση με το σημείο πώλησης, ή δεν εισάγουν τα εν λόγω προϊόντα από τρίτη χώρα, ή δεν έχουν αναθέσει υπεργολαβικά τις εν λόγω δραστηριότητες σε τρίτο, και υπό τον όρο ότι:

α)

οι εν λόγω πωλήσεις δεν υπερβαίνουν έως 5 000 kg ανά έτος·

β)

οι εν λόγω πωλήσεις δεν αντιπροσωπεύουν ετήσιο κύκλο εργασιών όσον αφορά τα μη συσκευασμένα βιολογικά προϊόντα υπερβαίνουν τα 20 000 EUR, ή

γ)

οι δυνητικές δαπάνες πιστοποίησης της επιχείρησης υπερβαίνουν το 2 % του συνολικού κύκλου εργασιών επί των μη συσκευασμένων βιολογικών προϊόντων που πωλήθηκαν από την εν λόγω επιχείρηση.

Σε περίπτωση που το κράτος μέλος αποφασίσει να απαλλάξει τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι επιχειρήσεις δύνανται να θεσπίσουν αυστηρότερα όρια από τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με κάθε απόφασή να απαλλάσσονται οι επιχειρήσεις δυνάμει του πρώτου εδαφίου και σχετικά με τα όρια μέχρι των οποίων απαλλάσσονται οι εν λόγω επιχειρήσεις.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση του υποδείγματος του πιστοποιητικού που περιέχεται στο παράρτημα VI.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την παροχή λεπτομερειών και προδιαγραφών σχετικά με τη μορφή του πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τα τεχνικά μέσα με τα οποία εκδίδεται.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Ομάδα επιχειρήσεων

1.   Κάθε ομάδα επιχειρήσεων:

α)

αποτελείται μόνον μέλη που είναι γεωργοί ή από επιχειρήσεις που παράγουν φύκη ή ζώα υδατοκαλλιέργειας και που, επιπλέον, μπορούν να δραστηριοποιούνται και στη μεταποίηση, την παρασκευή ή την εμπορία τροφίμων ή ζωοτροφών·

β)

απαρτίζεται μόνον από μέλη:

i)

των οποίων οι επιμέρους δαπάνες πιστοποίησης αντιπροσωπεύουν άνω του 2 % του κύκλου εργασιών κάθε μέλους ή της τυπικής απόδοσης της βιολογικής παραγωγής και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών βιολογικής παραγωγής δεν υπερβαίνει τις 25 000 EUR ή των οποίων η τυπική απόδοση βιολογικής παραγωγής δεν υπερβαίνει τις 15 000 EUR ετησίως, ή

ii)

έκαστο εκ των οποίων έχει εκμεταλλεύσεις έως:

πέντε εκταρίων,

0,5 εκταρίου, στην περίπτωση θερμοκηπίων, ή

15 εκταρίων αποκλειστικά και μόνον στην περίπτωση χορτολιβαδικής έκτασης·

γ)

είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

δ)

διαθέτει νομική προσωπικότητα·

ε)

απαρτίζεται μόνο από μέλη των οποίων οι παραγωγικές δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα υπό συνθήκες γεωγραφικής εγγύτητας·

στ)

έχει δημιουργήσει κοινό σύστημα εμπορίας για τα προϊόντα που παράγει η ομάδα και

ζ)

θεσπίζουν σύστημα εσωτερικών ελέγχων που περιλαμβάνει ένα σαφώς καθορισμένο σύνολο ελεγκτικών δραστηριοτήτων και διαδικασιών, σύμφωνα με το οποίο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή φορέας είναι υπεύθυνος για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης κάθε μέλους της ομάδας με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, ή κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου επιφέρουν ανάκληση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο άρθρο 35 για ολόκληρη την ομάδα όταν οι ανεπάρκειες σε σχέση με τη θέσπιση ή τη λειτουργία του συστήματος εσωτερικών ελέγχων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ιδίως λόγω αποτυχίας εντοπισμού ή αντιμετώπισης περιπτώσεων μη συμμόρφωσης μεμονωμένων μελών της ομάδας επιχειρήσεων θίγουν την ακεραιότητα των βιολογικών και των υπό μετατροπή προϊόντων.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου με την προσθήκη διατάξεων, ή την τροποποίηση των διατάξεων που έχουν προστεθεί, ιδίως όσον αφορά:

α)

τις ευθύνες εκάστου μέλους ομάδας επιχειρήσεων·

β)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της γεωγραφικής εγγύτητας των μελών της ομάδας όπως η από κοινού χρήση εγκαταστάσεων ή χώρων·

γ)

την εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος εσωτερικών ελέγχων, μεταξύ άλλων την έκταση, το περιεχόμενο και τη συχνότητα των ελέγχων που θα πραγματοποιούνται, και τα κριτήρια για τον εντοπισμό των ανεπαρκειών σε σχέση με τη θέσπιση ή τη λειτουργία του συστήματος εσωτερικών ελέγχων.

4.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό ειδικών κανόνων όσον αφορά:

α)

τη σύνθεση και το μέγεθος ομάδας επιχειρήσεων·

β)

τα συστήματα τήρησης εγγράφων και αρχείων, το σύστημα εσωτερικής ιχνηλασιμότητας και τον κατάλογο των επιχειρήσεων·

γ)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μιας ομάδας επιχειρήσεων και της αρμόδιας αρχής ή αρχών, των αρχών ή φορέων ελέγχου και μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 37

Σχέση με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 και επιπρόσθετοι κανόνες για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που αφορούν τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων

Οι ειδικοί κανόνες του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται επιπλέον των κανόνων που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 40 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και επιπλέον του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 41 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται προκειμένου να εξακριβώνεται, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας σε κάθε στάδιο της παραγωγής, της παρασκευής και της διανομής ότι τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 38

Επιπλέον κανόνες σχετικά με τους επίσημους ελέγχους και τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι αρμόδιες αρχές

1.   Οι επίσημοι έλεγχοι που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 για την επαλήθευση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

την επαλήθευση της εφαρμογής προληπτικών μέτρων και μέτρων προφύλαξης από τις επιχειρήσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 και στο άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού, σε κάθε στάδιο παραγωγής, παρασκευής και διανομής·

β)

όπου η εκμετάλλευση περιλαμβάνει μονάδες μη βιολογικής παραγωγής ή παραγωγής υπό μετατροπή, την επαλήθευση των αρχείων και των μέτρων ή διαδικασιών ή ρυθμίσεων που υφίστανται για να εξασφαλίζεται ο σαφής και ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ των μονάδων βιολογικής, υπό μετατροπή και μη βιολογικής παραγωγής, καθώς και, μεταξύ των αντίστοιχων προϊόντων που παράγονται από τις εν λόγω μονάδες παραγωγής, και των ουσιών και προϊόντων που χρησιμοποιούνται για τις μονάδες βιολογικής, υπό μετατροπή και μη βιολογικής παραγωγής· η εν λόγω επαλήθευση περιλαμβάνει ελέγχους των αγροτεμαχίων των οποίων προηγούμενη περίοδος έχει αναγνωρισθεί αναδρομικά ως τμήμα της περιόδου μετατροπής, καθώς και ελέγχους των μονάδων μη βιολογικής παραγωγής·

γ)

όπου βιολογικά προϊόντα, προϊόντα υπό μετατροπή και μη βιολογικά προϊόντα συλλέγονται ταυτόχρονα από επιχειρήσεις, παρασκευάζονται ή αποθηκεύονται στην ίδια μονάδα ή χώρο ή εγκαταστάσεις παρασκευής, ή μεταφέρονται σε άλλες επιχειρήσεις ή μονάδες, την επαλήθευση των αρχείων και των μέτρων, διαδικασιών ή ρυθμίσεων που υφίστανται για να εξασφαλίζεται ότι οι εργασίες εκτελούνται σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, ότι εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα καθαρισμού και, κατά περίπτωση, μέτρα για την πρόληψη της αντικατάστασης προϊόντων, ότι τα βιολογικά προϊόντα και τα προϊόντα υπό μετατροπή ταυτοποιούνται ανά πάσα στιγμή και ότι τα βιολογικά, τα υπό μετατροπή και τα μη βιολογικά προϊόντα αποθηκεύονται, πριν και μετά από τις εργασίες, και χωρίζονται κατά τον τόπο ή τον χρόνο μεταξύ τους·

δ)

την επαλήθευση για την εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος εσωτερικού ελέγχου των ομάδων επιχειρήσεων·

ε)

όπου επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, ή από την υποχρέωση κατοχής πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 8 του παρόντος κανονισμού, την επαλήθευση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις για την εν λόγω απαλλαγή και εξακρίβωση των προϊόντων που πωλούν οι εν λόγω επιχειρήσεις.

2.   Επίσημοι έλεγχοι που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό διενεργούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας σε κάθε στάδιο της παραγωγής, παρασκευής και διανομής με βάση την πιθανότητα μη συμμόρφωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 57 του παρόντος κανονισμού, η οποία καθορίζεται συνεκτιμώντας, επιπλέον των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, τα ακόλουθα ιδίως στοιχεία:

α)

το είδος, το μέγεθος και τη δομή των επιχειρήσεων και των ομάδων επιχειρήσεων·

β)

το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι επιχειρήσεις και ομάδες επιχειρήσεων συμμετέχουν στην παραγωγή, παρασκευή και διανομή βιολογικών προϊόντων·

γ)

τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν σύμφωνα με το παρόν άρθρο·

δ)

την ενδεδειγμένη χρονική στιγμή για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται·

ε)

τις κατηγορίες προϊόντων·

στ)

τον τύπο, την ποσότητα και την αξία των προϊόντων, καθώς και τη διαχρονική εξέλιξή τους·

ζ)

την πιθανότητα ανάμειξης προϊόντων ή μόλυνσης από μη εγκεκριμένα προϊόντα ή ουσίες·

η)

την εφαρμογή παρεκκλίσεων ή εξαιρέσεων από τους κανόνες εκ μέρους των επιχειρήσεων και των ομάδων επιχειρήσεων·

θ)

τα κρίσιμα σημεία μη συμμόρφωσης και την πιθανότητα μη συμμόρφωσης σε κάθε στάδιο της παραγωγής, της παρασκευής και της διανομής·

ι)

τις δραστηριότητες υπεργολαβίας.

3.   Σε κάθε περίπτωση, όλες οι επιχειρήσεις και ομάδες επιχειρήσεων εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 παράγραφος 2 και στο άρθρο 35 παράγραφος 8 υπόκεινται σε εξακρίβωση της συμμόρφωσης τουλάχιστον άπαξ ετησίως.

Η εξακρίβωση της συμμόρφωσης περιλαμβάνει φυσική επιτόπια επιθεώρηση, εκτός αν οι ακόλουθοι όροι πληρούνται:

α)

από τους προηγούμενους ελέγχους της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων δεν εντοπίστηκαν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης που να θίγουν την ακεραιότητα βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών συναπτών ετών· και

β)

η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων έχει αξιολογηθεί, βάσει των στοιχείων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 ότι παρουσιάζει μικρό κίνδυνο μη συμμόρφωσης.

Σε αυτήν την περίπτωση, το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο φυσικών επιτόπιων επιθεωρήσεων δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες.

4.   Οι επίσημοι έλεγχοι που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό:

α)

διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 ενώ συγχρόνως λαμβάνεται μέριμνα ώστε ένα ελάχιστο ποσοστό από όλους τους επίσημους ελέγχους των επιχειρήσεων ή των ομάδων επιχειρήσεων να διενεργείται απροειδοποίητα·

β)

μεριμνούν για τη διενέργεια ενός ελάχιστου ποσοστού από τους επιπλέον ελέγχους, πέραν των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου·

γ)

διενεργούνται με τη λήψη ελάχιστου αριθμού δειγμάτων που έχουν ληφθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625·

δ)

μεριμνούν ώστε ένας ελάχιστος αριθμός επιχειρήσεων που είναι μέλη ομάδας επιχειρήσεων να ελέγχεται σε σχέση με την εξακρίβωση της συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Η παράδοση ή η ανανέωση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 1 βασίζεται στα αποτελέσματα της εξακρίβωσης της συμμόρφωσης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Το γραπτό αρχείο που πρέπει να συντάσσεται όσον αφορά κάθε επίσημο έλεγχο που διενεργείται για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, προσυπογράφεται από την επιχείρηση ή την ομάδα επιχειρήσεων προς επιβεβαίωση της λήψεως του εν λόγω γραπτού αρχείου.

7.   Το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 δεν εφαρμόζεται για τις συστηματικές εξετάσεις και τις επιθεωρήσεις που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων εποπτείας τους επί των φορέων ελέγχου στους οποίους έχουν ανατεθεί ορισμένα καθήκοντα επίσημων ελέγχων ή ορισμένα καθήκοντα που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες.

8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54:

α)

προς συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων και προϋποθέσεων για τη διενέργεια επίσημων ελέγχων που διενεργούνται με στόχο να διασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα σε όλα τα στάδια της παραγωγής, της παρασκευής και της διανομής, και η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά:

i)

ελέγχους αποδεικτικών στοιχείων·

ii)

ελέγχους που διενεργούνται επί ειδικών κατηγοριών επιχειρήσεων·

iii)

κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου, οι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων η φυσική επιτόπια επιθεώρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, πρόκειται να διενεργηθούν και τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις ή τον χώρο όπου πρόκειται να διενεργηθούν·

β)

την τροποποίηση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου με την προσθήκη περαιτέρω στοιχείων βάσει της πρακτικής εμπειρίας, ή με την τροποποίηση αυτών των στοιχείων που έχουν προστεθεί.

9.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καθορίζει:

α)

το ελάχιστο ποσοστό όλων των επίσημων ελέγχων των επιχειρήσεων ή ομάδων επιχειρήσεων που πρέπει να διενεργηθούν απροειδοποίητα όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο α)·

β)

το ελάχιστο ποσοστό των επιπρόσθετων ελέγχων όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο β)·

γ)

τον ελάχιστο αριθμό δειγμάτων όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ)·

δ)

τον ελάχιστο αριθμό επιχειρήσεων που είναι μέλη ομάδας επιχειρήσεων όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ).

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 39

Επιπλέον κανόνες σχετικά με τις ενέργειες που πρέπει να αναλάβουν οι επιχειρήσεις και οι ομάδες επιχειρήσεων

1.   Επιπλέον των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, οι επιχειρήσεις και ομάδες επιχειρήσεων:

α)

τηρούν αρχεία που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση τους προς τον παρόντα κανονισμό·

β)

προβαίνουν σε όλες τις δηλώσεις και λοιπές γνωστοποιήσεις που είναι αναγκαίες για τους επίσημους ελέγχους·

γ)

λαμβάνουν κατάλληλα πρακτικά μέτρα ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

δ)

παρέχουν, υπό μορφή δήλωσης προς υπογραφή και με τη δέουσα επικαιροποίηση:

i)

πλήρη περιγραφή της μονάδας βιολογικής ή υπό μετατροπή παραγωγής καθώς και των δραστηριοτήτων που πρέπει να διενεργηθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

ii)

τα κατάλληλα πρακτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό·

iii)

δέσμευση:

να ενημερώσουν εγγράφως και χωρίς άσκοπη καθυστέρηση τους αγοραστές των προϊόντων και να ανταλλάξει τις συναφείς πληροφορίες με την αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, με την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου σε περίπτωση που υπάρχει τεκμηριωμένη υπόνοια μη συμμόρφωσης, υπόνοια μη συμμόρφωσης που δεν μπορεί να αποκλεισθεί ή διαπιστωμένη μη συμμόρφωση που θίγει την ακεραιότητα των εν λόγω βιολογικών προϊόντων,

να αποδεχθούν τη διαβίβαση του φακέλου ελέγχου σε περίπτωση αλλαγής του φορέα ελέγχου ή της αρχής ελέγχου ή, σε περίπτωση αποχώρησης από τη βιολογική παραγωγή, την τήρηση του φακέλου ελέγχου για τουλάχιστον μία πενταετία από την τελευταία αρχή ελέγχου ή φορέα ελέγχου,

να ενημερώσουν αμέσως την αρμόδια αρχή ή την αρχή ή τον φορέα που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 4 σε περίπτωση αποχώρησης από τη βιολογική παραγωγή, και

να αποδεχθούν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εν λόγω αρχών ή φορέων σε περίπτωση που οι υπεργολάβοι ελέγχονται από διαφορετικές αρχές ή φορείς ελέγχου.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την παροχή λεπτομερειών και διευκρινίσεων σχετικά με:

α)

τα αρχεία που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό·

β)

τις δηλώσεις και λοιπές γνωστοποιήσεις που είναι αναγκαίες για τους επίσημους ελέγχους·

γ)

τα κατάλληλα πρακτικά μέτρα ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 40

Επιπλέον κανόνες για την ανάθεση καθηκόντων σχετικών με τους επίσημους κανόνες και καθηκόντων σχετικών με άλλες επίσημες δραστηριότητες

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναθέτουν σε φορείς ελέγχου ορισμένα καθήκοντα επίσημων ελέγχων και καθήκοντα που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις, επιπλέον εκείνων που πληρούνται στο κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625:

α)

η ανάθεση περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των κατ’ εξουσιοδότηση καθηκόντων επισήμου ελέγχου και καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης υποβολής εκθέσεων και άλλων ειδικών υποχρεώσεων, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να προβαίνει στην εκτέλεσή τους ο φορέας ελέγχου. Ειδικότερα, ο φορέας ελέγχου διαβιβάζει τα ακόλουθα στην αρμόδια αρχή για εκ των προτέρων έγκριση:

i)

τη διαδικασία που εφαρμόζει για την αξιολόγηση του κινδύνου, προσδιορίζοντας, ιδίως, με ποια βάση καθορίζουν την ένταση και συχνότητα της εξακρίβωσης της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων και των ομάδων επιχειρήσεων, η οποία ερείδεται στα στοιχεία του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 και του άρθρου 38 του παρόντος κανονισμού, και η οποία πρέπει να τηρείται για τους επίσημους ελέγχους στις επιχειρήσεις και στις ομάδες επιχειρήσεων·

ii)

την τυποποιημένη διαδικασία ελέγχου, η οποία περιέχει λεπτομερή περιγραφή των μέτρων ελέγχου που ο φορέας ελέγχου αναλαμβάνει να εφαρμόσει στις επιχειρήσεις και στις ομάδες επιχειρήσεων που ελέγχονται από αυτόν·

iii)

κατάλογο μέτρων, ο οποίος είναι σύμφωνος με τον κοινό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 4, και ο οποίος πρόκειται να εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις και στις ομάδες επιχειρήσεων σε περίπτωση εικαζόμενης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης·

iv)

οι ρυθμίσεις για την αποτελεσματική παρακολούθηση των καθηκόντων επίσημων ελέγχων και των καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες που ασκούνται επί των επιχειρήσεων και των ομάδων επιχειρήσεων και οι ρυθμίσεις για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα εν λόγω καθήκοντα.

Ο φορέας ελέγχου κοινοποιεί κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των στοιχείων που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) στην αρμόδια αρχή·

β)

οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θεσπίζουν διαδικασίες και ρυθμίσεις για να διασφαλίζουν την εποπτεία των φορέων ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της εξακρίβωσης της αποτελεσματικότητας, της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του τρόπου με τον οποίο εκτελούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, ιδίως όσον αφορά την ένταση και τη συχνότητα της εξακρίβωσης της συμμόρφωσης.

Τουλάχιστον άπαξ ετησίως, οι αρμόδιες αρχές διοργανώνουν σύμφωνα με το άρθρο 33 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 συστηματικές επιθεωρήσεις των φορέων ελέγχου στους οποίους έχουν αναθέσει καθήκοντα επίσημου ελέγχου ή καθήκοντα που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 31 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναθέτουν σε φορέα ελέγχου την απόφαση σχετικά με τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 138 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 138 παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω κανονισμού.

3.   Για τον σκοπό του άρθρου 29 στοιχείο β) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, το κριτήριο για την ανάθεση ορισμένων καθηκόντων επίσημων ελέγχων και καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό το οποίο αρμόζει με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού είναι η πλέον πρόσφατα κοινοποιημένη έκδοση του διεθνούς εναρμονισμένου προτύπου «Αξιολόγηση συμμόρφωσης- απαιτήσεις για φορείς πιστοποίησης προϊόντων, διαδικασιών και υπηρεσιών», και της οποίας τα στοιχεία αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές δεν αναθέτουν σε φορείς ελέγχου τα ακόλουθα καθήκοντα επίσημων ελέγχων και τα ακόλουθα καθήκοντα που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες:

α)

την εποπτεία και τη συστηματική εξέταση αρχών ελέγχου ή άλλων φορέων ελέγχου·

β)

την εξουσία να χορηγούν παρεκκλίσεις, εκτός όσον αφορά παρεκκλίσεις για τη χρήση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού που δεν προέρχεται από βιολογική παραγωγή·

γ)

την εξουσία της κοινοποίησης των δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις ή τις ομάδες επιχειρήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

δ)

την εκτίμηση της πιθανότητας μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που καθορίζουν τη συχνότητα με την οποία πρέπει να διενεργούνται οι φυσικοί έλεγχοι στις παρτίδες βιολογικών προϊόντων προτού τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625·

ε)

την καθιέρωση του κοινού καταλόγου μέτρων που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

5.   Οι αρμόδιες αρχές δεν αναθέτουν καθήκοντα σχετικά με τους επίσημους ελέγχους και καθήκοντα που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες σε φυσικά πρόσωπα.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που λαμβάνονται από φορείς ελέγχου δυνάμει του άρθρου 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 και οι πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόζονται από τους φορείς ελέγχου σε περίπτωση διαπιστωμένης ή πιθανής μη συμμόρφωσης να συλλέγονται και να χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να εποπτεύουν τις δραστηριότητες των εν λόγω φορέων ελέγχου.

7.   Όταν η αρμόδια αρχή ανακαλεί πλήρως ή μερικώς την ανάθεση ορισμένων καθηκόντων επίσημων ελέγχων ή άλλων καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 αποφασίζει αν τα πιστοποιητικά που εκδόθηκαν από τους σχετικούς φορείς ελέγχου πριν την ημερομηνία της μερικής ή πλήρους απόσυρσης εξακολουθούν να ισχύουν και ενημερώνουν τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για την εν λόγω απόφαση.

8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 33 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, πριν από την πλήρη ή μερική ανάκληση της ανάθεσης ορισμένων καθηκόντων επίσημων ελέγχων και καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες στις περιπτώσεις που αναφέρει στο εν λόγω στοιχείο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναστείλουν πλήρως ή εν μέρει την εν λόγω ανάθεση:

α)

επί διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες κατά τη διάρκεια του οποίου ο φορέας ελέγχου λαμβάνει μέτρα θεραπείας των ανεπαρκειών που εντοπίζονται κατά τις συστηματικές εξετάσεις και τις επιθεωρήσεις ή αντιμετώπισης των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης για τις οποίες διενεργείται ανταλλαγή πληροφοριών με τις άλλες αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου, με τις αρμόδιες αρχές καθώς και με την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος κανονισμού· ή

β)

επί το διάστημα κατά το οποίο αναστέλλεται η διαπίστευση που αναφέρεται στο άρθρο 29 στοιχείο β) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 σε συνδυασμό με το άρθρο 40 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

Όταν η ανάθεση καθηκόντων επίσημων ελέγχων ή άλλων καθηκόντων που σχετίζονται με επίσημες δραστηριότητες αναστέλλεται, οι ενδιαφερόμενοι φορείς ελέγχου δεν εκδίδουν πιστοποιητικά όπως αναφέρεται στο άρθρο 35 για τα μέρη εκείνα για τα οποία έχει ανασταλεί η ανάθεση. Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν τα πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί από τους οικείους φορείς ελέγχου πριν από την ημερομηνία της εν λόγω μερικής ή πλήρους αναστολής παραμένουν σε ισχύ και ενημερώνουν τις επιχειρήσεις σχετικά με την εν λόγω απόφαση.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, οι αρμόδιες αρχές αίρουν την αναστολή της ανάθεσης καθηκόντων επίσημων ελέγχων ή καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες το συντομότερο δυνατόν αφού ο φορέας ελέγχου λάβει μέτρα για τη θεραπεία των ελλείψεων ή των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο α) ή αφού ο οργανισμός διαπίστευσης άρει την αναστολή της διαπίστευσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β).

9.   Όταν φορέας ελέγχου, στον οποίο οι αρμόδιες αρχές έχουν αναθέσει ορισμένα καθήκοντα επίσημων ελέγχων ή ορισμένα καθήκοντα που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες, έχει επίσης αναγνωρισθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού για τη διενέργεια δραστηριοτήτων ελέγχου σε τρίτες χώρες, και η Επιτροπή σκοπεύει να ανακαλέσει ή έχει ανακαλέσει την αναγνώριση του συγκεκριμένου φορέα ελέγχου, οι αρμόδιες αρχές διοργανώνουν συστηματικές εξετάσεις ή επιθεωρήσεις του φορέα ελέγχου όσον αφορά τις δραστηριότητές του στο ή στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 33 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625.

10.   Οι φορείς ελέγχου διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές:

α)

κατάλογο των επιχειρήσεων οι οποίες ήταν υπό τον έλεγχό τους στις 31 Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους έως τις 31 Ιανουαρίου εκάστου έτους και

β)

πληροφορίες σχετικά με τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος για την προετοιμασία του μέρους περί βιολογικής παραγωγής και επισήμανσης των βιολογικών προϊόντων στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης που προβλέπει το άρθρο 113 κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 έως τις 31 Μαρτίου εκάστου έτους.

11.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τους όρους για την ανάθεση καθηκόντων επίσημων ελέγχων και καθηκόντων που σχετίζονται με άλλες επίσημες δραστηριότητες στους φορείς ελέγχου, επιπλέον των όρων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 41

Επιπλέον κανόνες σχετικά με ενέργειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 29, όταν αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, αρχή ελέγχου ή φορέας ελέγχου υποπτεύεται ή λαμβάνει τεκμηριωμένα στοιχεία, μεταξύ άλλων και πληροφορίες από άλλες αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, από άλλες αρχές ελέγχου ή φορείς ελέγχου, ότι μία επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει στην αγορά προϊόν το οποίο ενδέχεται να μην είναι σύμφωνο με τον παρόντα κανονισμό αλλά το οποίο φέρει όρους που κάνουν μνεία στη βιολογική παραγωγή, ή όταν η εν λόγω αρμόδια αρχή, αρχή ελέγχου ή φορέας ελέγχου ενημερώνεται από επιχείρηση για υπόνοια μη συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 27:

α)

προβαίνει αμέσως σε επίσημη έρευνα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού· η εν λόγω έρευνα ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν, εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένης υπόψη της διατηρησιμότητας του προϊόντος και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης·

β)

απαγορεύει προσωρινά τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω προϊόντων ως βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων, καθώς και τη χρήση τους στη βιολογική παραγωγή, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της έρευνας που μνημονεύεται στο στοιχείο α)· πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης, η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η αρχή ελέγχου ή ο φορέας ελέγχου δίνουν στην επιχείρηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της.

2.   Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα της έρευνας που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν παρουσιάζουν περίπτωση μη συμμόρφωσης που θίγει την ακεραιότητα των βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων, επιτρέπεται στην επιχείρηση να χρησιμοποιήσει τα σχετικά προϊόντα ή να τα διαθέσει στην αγορά ως βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τυχόν απαραίτητα μέτρα και προβλέπουν τις αναγκαίες κυρώσεις με στόχο να αποτραπεί η δόλια χρήση των ενδείξεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν κοινό κατάλογο μέτρων για τις περιπτώσεις υπόνοιας μη συμμόρφωσης και διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης που πρέπει να εφαρμόζονται στην επικράτειά τους μεταξύ άλλων από τις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου.

5.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό ενιαίων ρυθμίσεων όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με υπόνοια μη συμμόρφωσης ή διαπιστωμένη μη συμμόρφωση.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 42

Επιπλέον κανόνες σχετικά με μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης

1.   Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης που θίγει την ακεραιότητα βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων σε οποιοδήποτε από τα στάδια παραγωγής, παρασκευής και διανομής, όπως για παράδειγμα λόγω της χρήσης μη εγκεκριμένων προϊόντων και ουσιών ή τεχνικών, ή ανάμειξης με μη βιολογικά προϊόντα, οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου μεριμνούν ώστε, επιπλέον των μέτρων που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, να μη γίνεται μνεία βιολογικής παραγωγής στην επισήμανση και στη διαφήμιση για το σύνολο της συγκεκριμένης παρτίδας ή του συγκεκριμένου κύκλου παραγωγής.

2.   Σε περίπτωση σοβαρής ή επαναλαμβανόμενης ή συνεχιζόμενης μη συμμόρφωσης, οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων, εκτός από τα μέτρα που ορίζονται στην παράγραφο 1 και τα τυχόν μέτρα που λαμβάνονται ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, να μη μπορούν να διαθέτουν στο εμπόριο προϊόντα με μνεία βιολογικής παραγωγής για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 35 να αναστέλλεται ή να ανακαλείται δεόντως.

Άρθρο 43

Επιπλέον κανόνες σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Πέραν των υποχρεώσεων του άρθρου 105 παράγραφος 1 και του άρθρου 106 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, οι αρμόδιες αρχές, ανταλλάσσουν αμέσως πληροφορίες με τις άλλες αρμόδιες αρχές, καθώς και με την Επιτροπή για οποιανδήποτε υπόνοια μη συμμόρφωσης που θίγει την ακεραιότητα των βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων.

Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν αυτές τις πληροφορίες με τις άλλες αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή μέσω μηχανογραφικού συστήματος που επιτρέπει ηλεκτρονικές ανταλλαγές των εγγράφων και των πληροφοριών που διαθέτει η Επιτροπή.

2.   Σε περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες μη συμμόρφωσης ή διαπιστωμένη μη συμμόρφωση όσον αφορά προϊόντα που υπόκεινται στον έλεγχο άλλων αρχών ελέγχου ή φορέων ελέγχου, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου ενημερώνουν αμέσως τις εν λόγω άλλες αρχές ελέγχου ή φορείς ελέγχου.

3.   Οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου ανταλλάσσουν άλλες συναφείς πληροφορίες με άλλες αρχές ελέγχου και φορείς ελέγχου.

4.   Κατόπιν λήψης αιτήματος, το οποίο δικαιολογείται δεόντως από την ανάγκη να διασφαλίζεται ότι ένα προϊόν έχει παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου ανταλλάσσουν με άλλες αρμόδιες αρχές, καθώς και με την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων τους.

5.   Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την εποπτεία των φορέων ελέγχου με τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης που ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (54).

6.   Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα και θεσπίζουν τεκμηριωμένες διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες για τα αποτελέσματα των ελέγχων γνωστοποιούνται στον οργανισμό πληρωμών σύμφωνα με τις ανάγκες του εν λόγω οργανισμού πληρωμών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (55) και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει του εν λόγω άρθρου.

7.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν οι αρμόδιες αρχές, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου που είναι επιφορτισμένοι με τους επίσημους ελέγχους και άλλες επίσημες δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, των εκάστοτε παραληπτών των πληροφοριών αυτών, και των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες παρέχονται οι πληροφορίες αυτές, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών του μηχανογραφικού συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 44

Εξαγωγή βιολογικών προϊόντων

1.   Ένα προϊόν μπορεί να εξάγεται από την Ένωση ως βιολογικό και να φέρει το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον πληροί τους κανόνες για τα βιολογική παραγωγή του παρόντος κανονισμού.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά έγγραφα που προορίζονται για τις τελωνειακές αρχές τρίτων χωρών, ιδίως όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικού εξαγωγής βιολογικών προϊόντων σε ηλεκτρονική μορφή όποτε είναι δυνατό και την παροχή διαβεβαίωσης ότι τα εξαγόμενα βιολογικά προϊόντα πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 45

Εισαγωγή βιολογικών και υπό μετατροπή προϊόντων

1.   Ένα προϊόν μπορεί να εισαχθεί από τρίτη χώρα προκειμένου να διατεθεί στην αγορά της Ένωσης ως βιολογικό ή ως προϊόν υπό μετατροπή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

α)

πρόκειται για προϊόν κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1·

β)

συμβαίνει ένα από τα ακόλουθα:

i)

το προϊόν συμμορφώνεται με τα κεφάλαια II, III και IV του παρόντος κανονισμού και όλες οι επιχειρήσεις, και ομάδες επιχειρήσεων κατά το άρθρο 36 συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγέων στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, έχουν υποβληθεί σε ελέγχους από αρχές ελέγχου ή φορείς ελέγχου που έχουν αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 46 και οι εν λόγω αρχές ή φορείς έχουν χορηγήσει πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό·

ii)

σε περιπτώσεις που το προϊόν προέρχεται από τρίτη χώρα η οποία είναι αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 47, το εν λόγω προϊόν τηρεί τους όρους που καθορίζονται στην οικεία εμπορική συμφωνία ή

iii)

σε περιπτώσεις που το προϊόν προέρχεται από τρίτη χώρα η οποία είναι αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 48, το εν λόγω προϊόν τηρεί τους ισοδύναμους κανόνες παραγωγής και ελέγχου της εν λόγω τρίτης χώρας και εισάγεται με πιστοποιητικό ελέγχου που βεβαιώνει τη συμμόρφωση και εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές ελέγχου ή τους φορείς ελέγχου της εν λόγω τρίτης χώρας και

γ)

οι επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες είναι σε θέση να παρέχουν ανά πάσα στιγμή, στους εισαγωγείς και στις εθνικές αρχές στην Ένωση και στις εν λόγω τρίτες χώρες, πληροφορίες που καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση των επιχειρήσεων που είναι προμηθευτές τους και των αρχών ελέγχου ή φορέων ελέγχου αυτών των προμηθευτών, με στόχο τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας του εν λόγω βιολογικού ή υπό μετατροπή προϊόντος. Οι εν λόγω πληροφορίες διατίθενται επίσης στις αρχές ελέγχου ή στους φορείς ελέγχου των εισαγωγέων.

2.   Η Επιτροπή δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 9, να χορηγεί ειδικές άδειες για τη χρήση προϊόντων και ουσιών σε τρίτες χώρες και στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στην οικολογική ισορροπία στη φυτική ή ζωική παραγωγή, τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες, τις παραδόσεις και τις τοπικές συνθήκες στις περιοχές αυτές. Οι εν λόγω ειδικές άδειες μπορούν να χορηγούνται για ανανεώσιμη περίοδο δύο ετών και διέπονται από τις αρχές που καθορίζονται στο κεφάλαιο II και από τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφοι 3 και 6.

3.   Κατά τον καθορισμό των κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό καταστάσεων ως συνθηκών καταστροφών, και κατά τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισής των εν λόγω συνθηκών σύμφωνα με το άρθρο 22, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη τις διαφορές στην οικολογική ισορροπία, το κλίμα και τις τοπικές συνθήκες στις τρίτες χώρες και στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την έκδοσή τους, την εξακρίβωση και τα τεχνικά μέσα με τα οποία εκδίδεται το πιστοποιητικό, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο των αρμόδιων αρχών, των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου, εξασφαλίζοντας την ιχνηλασιμότητα και τη συμμόρφωση των εισαγόμενων προϊόντων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης ως βιολογικά προϊόντα ή ως προϊόντα υπό μετατροπή, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

5.   Η συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις και τα μέτρα για την εισαγωγή βιολογικών και υπό μετατροπή προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην Ένωση εξακριβώνεται σε συνοριακούς σταθμούς ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625. Η συχνότητα των φυσικών ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού εξαρτάται από την πιθανότητα μη συμμόρφωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 57 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 46

Αναγνώριση αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου

1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την αναγνώριση, αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου οι οποίοι είναι αρμόδιοι να διενεργούν ελέγχους και να εκδίδουν πιστοποιητικό βιολογικής παραγωγής σε τρίτες χώρες, για την ανάκληση της αναγνώρισης των εν λόγω αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου, και για την κατάρτιση καταλόγου των αναγνωρισμένων αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

2.   Οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου για τον έλεγχο της εισαγωγής των κατηγοριών προϊόντων που παρατίθενται στο άρθρο 35 παράγραφος 7, εφόσον πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

είναι νόμιμα εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

β)

έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν ελέγχους για να εξασφαλίζουν την τήρηση των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο α), στοιχείο β) σημείο i) και στοιχείο γ) και στο παρόν άρθρο σχετικά με τα βιολογικά και τα υπό μετατροπή προϊόντα που προορίζονται για εισαγωγή στην Ένωση·

γ)

παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και είναι απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων τους ελέγχου·

δ)

στην περίπτωση των φορέων ελέγχου διαπιστεύονται σύμφωνα με το αντίστοιχο εναρμονισμένο πρότυπο για την «Αξιολόγηση της συμμόρφωσης – Απαιτήσεις για φορείς πιστοποίησης προϊόντων, διεργασιών και υπηρεσιών», του οποίου τα στοιχεία έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

ε)

διαθέτουν την εμπειρογνωμοσύνη, τον εξοπλισμό και την υποδομή που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων ελέγχου και διαθέτουν επαρκή αριθμό κατάλληλα ειδικευμένου και έμπειρου προσωπικού· και

στ)

πληρούν οποιαδήποτε πρόσθετα κριτήρια μπορεί να καθορίζονται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 7.

3.   Η διαπίστευση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) μπορεί να χορηγηθεί μόνον από:

α)

εθνικό οργανισμό διαπίστευσης στην Ένωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 · ή

β)

οργανισμό διαπίστευσης εκτός της Ένωσης ο οποίος είναι συμβαλλόμενο μέρος πολυμερούς συμφωνίας αναγνώρισης υπό την αιγίδα του Διεθνούς φόρουμ Διαπίστευσης.

4.   Οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης στην Επιτροπή. Η εν λόγω αίτηση αποτελείται από τεχνικό φάκελο ο οποίος περιέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να διασφαλιστεί ότι πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 2.

Οι αρχές ελέγχου χορηγούν την τελευταία έκθεση αξιολόγησης που εκδίδει η αρμόδια αρχή και οι φορείς ελέγχου χορηγούν το πιστοποιητικό διαπίστευσης που εκδίδει ο οργανισμός διαπίστευσης. Κατά περίπτωση, οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου χορηγούν επίσης τις πλέον πρόσφατες εκθέσεις σχετικά με την τακτική επιτόπια αξιολόγηση, εποπτεία και πολυετή επανεκτίμηση των δραστηριοτήτων τους.

5.   Με βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 και τυχόν άλλες συναφείς πληροφορίες που σχετίζονται με την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου, η Επιτροπή εξασφαλίζει τη δέουσα εποπτεία των αναγνωρισμένων αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου με τακτικό έλεγχο των επιδόσεων και της αναγνώρισής τους. Για τους σκοπούς της εν λόγω εποπτείας, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τους οργανισμούς διαπίστευσης ή, κατά περίπτωση, από τις αρμόδιες αρχές, κατά περίπτωση.

6.   Η φύση της εποπτείας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 καθορίζεται βάσει εκτίμησης της πιθανότητας μη συμμόρφωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη δραστηριότητα της αρχής ελέγχου ή του φορέα ελέγχου, το είδος των προϊόντων και των επιχειρήσεων που υπόκεινται στον έλεγχο και τις μεταβολές των κανόνων παραγωγής και των μέτρων ελέγχου.

Η αναγνώριση των αρχών ελέγχου ή των φορέων ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσύρεται, ιδίως, χωρίς καθυστέρηση, σύμφωνα με τη διαδικασία της εν λόγω παραγράφου, σε περίπτωση που έχουν εντοπισθεί σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις όσον αφορά την πιστοποίηση ή τους ελέγχους και τις ενέργειες που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 8 και όταν η εν λόγω αρχή ελέγχου ή ο φορέας ελέγχου δεν λάβει εγκαίρως κατάλληλα διορθωτικά μέτρα κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής και εντός χρονικού διαστήματος το οποίο καθορίζει η Επιτροπή. Το εν λόγω χρονικό διάστημα καθορίζεται ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος και το οποίο δεν μπορεί, κατά κανόνα, να είναι μικρότερο των 30 ημερών.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54:

α)

για την τροποποίηση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου με την προσθήκη περαιτέρω κριτηρίων σε εκείνα που ορίζονται σε αυτήν για την αναγνώριση των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και για την ανάκληση της αναγνώρισης, ή με την τροποποίηση των εν λόγω πρόσθετων κριτηρίων·

β)

για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά:

i)

την άσκηση της εποπτείας των αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου που έχουν αναγνωρισθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1, μεταξύ άλλων μέσω επιτόπιας εξέτασης, και

ii)

τους ελέγχους και τις άλλες ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τις εν λόγω αρχές ελέγχου και φορείς ελέγχου.

8.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη διασφάλιση της εφαρμογής μέτρων που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με περιπτώσεις εικαζόμενης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, ιδίως όποτε θίγεται η ακεραιότητα των βιολογικών ή των υπό μετατροπή προϊόντων που εισάγονται δυνάμει της αναγνώρισης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να συνίστανται συγκεκριμένα στην εξακρίβωση της ακεραιότητας των βιολογικών ή των υπό μετατροπή προϊόντων πριν από τη διάθεσή των προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και, όπου απαιτείται, στην αναστολή της έγκρισης για τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων ως βιολογικών στην αγορά της Ένωσης ή υπό μετατροπή προϊόντων στην αγορά της Ένωσης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

9.   Για δεόντως δικαιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης που αφορούν αθέμιτες πρακτικές ή πρακτικές που δεν συνάδουν με τις αρχές και τους κανόνες βιολογικής παραγωγής, την προστασία της εμπιστοσύνης των καταναλωτών ή την προστασία του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, η Επιτροπή εκδίδει άμεσα εφαρμοστέες εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 3 για τη λήψη των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου ή την απόφαση ανάκλησης της αναγνώρισης των αρχών ελέγχου και φορέων ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 47

Ισοδυναμία βάσει εμπορικής συμφωνίας

Αναγνωρισμένη τρίτη χώρα όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) είναι μια τρίτη χώρα για την οποία η Ένωση έχει αναγνωρίσει στο πλαίσιο εμπορικής συμφωνίας ότι διαθέτει σύστημα παραγωγής που ανταποκρίνεται στους ίδιους στόχους και στις ίδιες αρχές με την εφαρμογή κανόνων που διασφαλίζουν το ίδιο επίπεδο εξασφάλισης της συμμόρφωσης με τους κανόνες της Ένωσης.

Άρθρο 48

Ισοδυναμία βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007

1.   Αναγνωρισμένη τρίτη χώρα όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iii) είναι μια τρίτη χώρα η οποία έχει αναγνωριστεί για τους σκοπούς της ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν αναγνωριστεί βάσει των μεταβατικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 58 του παρόντος κανονισμού.

Η εν λόγω αναγνώριση λήγει 31 Δεκεμβρίου 2025.

2.   Με βάση τις ετήσιες εκθέσεις που αποστέλλονται στην Επιτροπή, έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, από τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σχετικά με την εφαρμογή και την επιβολή των μέτρων ελέγχου που έχουν θεσπίσει και υπό το φως κάθε άλλης πληροφορίας, η Επιτροπή εξασφαλίζει τη δέουσα εποπτεία των αναγνωρισμένων τρίτων χωρών με τακτική επανεξέταση της αναγνώρισής τους. Προς τούτο η Επιτροπή δύναται να ζητεί τη συνδρομή των κρατών μελών. Η φύση της εποπτείας καθορίζεται βάσει εκτίμησης της πιθανότητας μη συμμόρφωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τον όγκο των εξαγωγών στην Ένωση από την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα, τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων παρακολούθησης και εποπτείας που διενεργούνται από την αρμόδια αρχή και τα αποτελέσματα προηγούμενων ελέγχων. Η Επιτροπή υποβάλλει τακτικά έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασής της.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει, με εκτελεστική πράξη, κατάλογο των τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και μπορεί να τροποποιεί τον εν λόγω κατάλογο με εκτελεστικές πράξεις.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να αποστέλλονται από τις τρίτες χώρες που βρίσκονται στον κατάλογο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εποπτεία της αναγνώρισής τους από την Επιτροπή καθώς και την άσκηση της εν λόγω εποπτείας από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων μέσω επιτόπιας εξέτασης.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη διασφάλιση της εφαρμογής των μέτρων σε σχέση με περιπτώσεις εικαζόμενης ή διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης, ιδίως όποτε θίγεται η ακεραιότητα των βιολογικών ή των υπό μετατροπή προϊόντων τα οποία εισάγονται από τρίτες χώρες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να συνίστανται συγκεκριμένα στην εξακρίβωση της ακεραιότητας των βιολογικών ή των υπό μετατροπή προϊόντων πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά της Ένωσης και, όπου απαιτείται, την αναστολή της έγκρισης για τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων στην αγορά της Ένωσης ως βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 49

Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 47 και 48

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πορεία εφαρμογής των άρθρων 47 και 48, ιδίως όσον αφορά την αναγνώριση τρίτων χωρών για τους σκοπούς της ισοδυναμίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Ελεύθερη κυκλοφορία των βιολογικών και υπό μετατροπή προϊόντων

Άρθρο 50

Μη απαγόρευση και μη περιορισμός της εμπορίας βιολογικών και υπό μετατροπή προϊόντων

Οι αρμόδιες αρχές, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου δεν δύνανται να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την εμπορία βιολογικών ή υπό μετατροπή προϊόντων που υπόκεινται σε έλεγχο από άλλη αρμόδια αρχή, αρχή ελέγχου ή φορέα ελέγχου εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, επικαλούμενα λόγους που έχουν σχέση με την παραγωγή, την επισήμανση ή την παρουσίαση των προϊόντων, όταν τα προϊόντα αυτά πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται να διενεργούνται άλλοι επίσημοι έλεγχοι και άλλες επίσημες δραστηριότητες πλην των προβλεπόμενων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 ούτε να εισπράττονται άλλα τέλη για επίσημους ελέγχους και άλλες επίσημες δραστηριότητες πλην των προβλεπόμενων στο κεφάλαιο VI του εν λόγω κανονισμού.

ΤΜΗΜΑ 2

Πληροφορίες, υποβολή εκθέσεων και σχετικές παρεκκλίσεις

Άρθρο 51

Πληροφορίες σχετικά με τον τομέα βιολογικής παραγωγής και το εμπόριο

1.   Ανά έτος, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις απαιτούμενες πληροφορίες για την εφαρμογή και την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Κατά το δυνατόν οι πληροφορίες αυτές βασίζονται σε καθιερωμένες πηγές δεδομένων. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες σε δεδομένα και τις συνέργειες μεταξύ δυνητικών πηγών δεδομένων και ιδίως τη χρήση τους για στατιστικούς σκοπούς όταν ενδείκνυται.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με το σύστημα που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα λεπτομερή στοιχεία των πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται και την ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 52

Πληροφορίες σχετικά με τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου

1.   Τα κράτη μέλη τηρούν κατάλογο που ενημερώνεται τακτικά για:

α)

τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των αρμόδιων αρχών, και

β)

τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τους κωδικούς αριθμούς των αρχών και των φορέων ελέγχου.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τους εν λόγω καταλόγους και οποιαδήποτε μεταβολή αυτών στην Επιτροπή και τους δημοσιοποιούν, εκτός αν η εν λόγω διαβίβαση και η εν λόγω δημοσιοποίηση έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625.

2.   Με βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή δημοσιεύει τακτικά στο διαδίκτυο ενημερωμένο κατάλογο των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

Άρθρο 53

Παρεκκλίσεις, άδειες και υποβολή εκθέσεων

1.   Οι παρεκκλίσεις στη χρήση βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού και στη χρήση ζώων βιολογικής εκτροφής, που προβλέπονται στο σημείο 1.8.5 του μέρους I του παραρτήματος II και στα σημεία 1.3.4.3 και 1.3.4.4 του μέρους II του παραρτήματος II, με την εξαίρεση του σημείου 1.3.4.4.2 του μέρους II του παραρτήματος II, λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου 2035.

2.   Από την 1η Ιανουαρίου 2028, βάσει των συμπερασμάτων όσον αφορά τη διαθεσιμότητα βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού και ζώων τα οποία παρουσιάζονται στην έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού με:

α)

λήξη των παρεκκλίσεων που αναφέρονται στο σημείο 1.8.5 του μέρους I του παραρτήματος II και στα σημεία 1.3.4.3 και 1.3.4.4 του μέρους II του παραρτήματος II, με την εξαίρεση του σημείου 1.3.4.4.2 του μέρους II του παραρτήματος II, πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2035 ή παράτασής των πέραν της εν λόγω ημερομηνίας, ή

β)

λήξη της παρέκκλισης που αναφέρεται στο σημείο 1.3.4.4.2 του μέρους II του παραρτήματος II.

3.   Από την 1η Ιανουαρίου 2026, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 τροποποιώντας το άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) για να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του συστήματος πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στις πουλάδες και το σημείο 1.3.4.3 του μέρους II του παραρτήματος II ώστε να βασίζονται οι παρεκκλίσεις που αφορούν τις πουλάδες στα δεδομένα που συλλέγονται σύμφωνα με το σύστημα αυτό.

4.   Από την 1η Ιανουαρίου 2025, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54, με βάση τις πληροφορίες για τη διαθεσιμότητα των βιολογικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών για πουλερικά και χοιροειδή οι οποίες καθίστανται διαθέσιμες από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου ή παρουσιάζονται στην έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, με λήξη των αδειών για τη χρήση μη βιολογικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών για τη διατροφή των πουλερικών και χοιροειδών που αναφέρονται στα σημεία 1.9.3.1 στοιχείο γ) και 1.9.4.2 στοιχείο γ) του μέρους II του παραρτήματος II νωρίτερα από τις 31 Δεκεμβρίου 2025 ή με παράτασή τους πέραν της εν λόγω ημερομηνίας.

5.   Κατά την παράταση των παρεκκλίσεων ή αδειών που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, η Επιτροπή προβαίνει στην πράξη αυτήν μόνο για όσο διάστημα κατέχει πληροφορίες, πληροφορίες παρεχόμενες κυρίως από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 6, οι οποίες επιβεβαιώνουν την απουσία διαθεσιμότητας στην αγορά της Ένωσης του σχετικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, ζώου ή ζωοτροφής.

6.   Έως τις 30 Ιουνίου εκάστου έτους, τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής και των λοιπών κρατών μελών:

α)

τις πληροφορίες που παρέχονται στη βάση δεδομένων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 και στα συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 και, εφόσον είναι σκόπιμο, στα συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3·

β)

τις πληροφορίες σχετικά με τις παρεκκλίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με το σημείο 1.8.5 του μέρους I του παραρτήματος II και τα σημεία 1.3.4.3 και 1.3.4.4 του μέρους II του παραρτήματος II, και

γ)

τις πληροφορίες σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά της Ένωσης βιολογικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών για πουλερικά και χοιροειδή και σχετικά με τις άδειες που χορηγούνται σύμφωνα με τα σημεία 1.9.3.1 στοιχείο γ) και 1.9.4.2 στοιχείο γ) του μέρους II του παραρτήματος II.

7.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τη διαθεσιμότητα των κατωτέρω στην αγορά της Ένωσης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σχετικά με τα αίτια της περιορισμένης πρόσβασης σε αυτά:

α)

βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό·

β)

ζώα βιολογικής εκτροφής που καλύπτονται από τις παρεκκλίσεις των σημείων 1.3.4.3 και 1.3.4.4 του μέρους II του παραρτήματος II·

γ)

βιολογικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές που προορίζονται για τη διατροφή πουλερικών και χοιροειδών βάσει των αδειών που αναφέρονται στα στοιχεία 1.9.3.1 στοιχείο γ) και 1.9.4.2 στοιχείο γ) του μέρους II του παραρτήματος II.

Για την εκπόνηση της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ιδίως τα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 26 και τις πληροφορίες που σχετίζονται με τις παρεκκλίσεις και τις άδειες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Διαδικαστικές διατάξεις

Άρθρο 54

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 6, άρθρο 9 παράγραφος 11, άρθρο 10 παράγραφος 5, άρθρο 12 παράγραφος 2, άρθρο 13 παράγραφος 3, άρθρο 14 παράγραφος 2, άρθρο 15 παράγραφος 2, άρθρο 16 παράγραφος 2, άρθρο 17 παράγραφος 2, άρθρο 18 παράγραφος 2, άρθρο 19 παράγραφος 2, άρθρο 21 παράγραφος 1, άρθρο 22 παράγραφος 1, άρθρο 23 παράγραφος 2, άρθρο 24 παράγραφος 6, άρθρο 26 παράγραφος 5, άρθρο 30 παράγραφος 7, άρθρο 32 παράγραφος 4, άρθρο 33 παράγραφος 6, άρθρο 34 παράγραφος 8, άρθρο 35 παράγραφος 9, άρθρο 36 παράγραφος 3, άρθρο 38 παράγραφος 8, άρθρο 40 παράγραφος 11, άρθρο 44 παράγραφος 2, άρθρο 46 παράγραφοι 7 και 8, άρθρο 48 παράγραφος 4, άρθρο 53 παράγραφοι 2, 3 και 4, άρθρο 57 παράγραφος 3 και άρθρο 58 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιανουαρίου 2021. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 6, άρθρο 9 παράγραφος 11, άρθρο 10 παράγραφος 5, άρθρο 12 παράγραφος 2, άρθρο 13 παράγραφος 3, άρθρο 14 παράγραφος 2, άρθρο 15 παράγραφος 2, άρθρο 16 παράγραφος 2, άρθρο 17 παράγραφος 2, άρθρο 18 παράγραφος 2, άρθρο 19 παράγραφος 2, άρθρο 21 παράγραφος 1, άρθρο 22 παράγραφος 1, άρθρο 23 παράγραφος 2, άρθρο 24 παράγραφος 6, άρθρο 26 παράγραφος 5, άρθρο 30 παράγραφος 7, άρθρο 32 παράγραφος 4, άρθρο 33 παράγραφος 6, άρθρο 34 παράγραφος 8, άρθρο 35 παράγραφος 9, άρθρο 36 παράγραφος 3, άρθρο 38 παράγραφος 8, άρθρο 40 παράγραφος 11, άρθρο 44 παράγραφος 2, άρθρο 46 παράγραφος 7, άρθρο 48 παράγραφος 4, άρθρο 53 παράγραφοι 2, 3 και 4, άρθρο 57 παράγραφος 3 και άρθρο 58 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρο 2 παράγραφος 6, του άρθρου 9 παράγραφος 11, του άρθρου 10 παράγραφος 5, του άρθρου 12 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 3, του άρθρου 14 παράγραφος 2, του άρθρου 15 παράγραφος 2, του άρθρου 16 παράγραφος 2, του άρθρου 17 παράγραφος 2, του άρθρου 18 παράγραφος 2, του άρθρου 19 παράγραφος 2, του άρθρου 21 παράγραφος 1, του άρθρου 22 παράγραφος 1, του άρθρου 23 παράγραφος 2, του άρθρου 24 παράγραφος 6, του άρθρου 26 παράγραφος 5, του άρθρου 30 παράγραφος 7, του άρθρου 32 παράγραφος 4, του άρθρου 33 παράγραφος 6, του άρθρου 34 παράγραφος 8, του άρθρου 35 παράγραφος 9, του άρθρου 36 παράγραφος 3, του άρθρου 38 παράγραφος 8, του άρθρου 40 παράγραφος 11, του άρθρου 44 παράγραφος 2, του άρθρου 46 παράγραφος 7, του άρθρου 48 παράγραφος 4, του άρθρου 53 παράγραφοι 2, 3 και 4, του άρθρου 57 παράγραφος 3 και του άρθρου 58 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 55

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή αποκαλούμενη «επιτροπή βιολογικής παραγωγής». Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

4.   Εάν η επιτροπή βιολογικής παραγωγής δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΤΜΗΜΑ 2

Καταργητικές και μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 56

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007 καταργείται.

Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως ότου ολοκληρωθεί η εξέταση των εκκρεμών αιτήσεων από τρίτες χώρες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 58 του παρόντος κανονισμού.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 57

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με τις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου που έχουν αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007

1.   Η αναγνώριση των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου η οποία έχει γίνει σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 λήγει το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2023.

2.   Η Επιτροπή καταρτίζει, με εκτελεστική πράξη, κατάλογο των αρχών και φορέων ελέγχου που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, και μπορεί να τροποποιεί τον εν λόγω κατάλογο με εκτελεστικές πράξεις.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 55 παράγραφος 2.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να αποστέλλονται από τις αρχές ελέγχου και τους φορείς ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου που είναι απαραίτητες με σκοπό την εποπτεία της αναγνώρισής τους από την Επιτροπή καθώς και την άσκηση της εν λόγω εποπτείας από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων μέσω επιτόπιας εξέτασης.

Άρθρο 58

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με αιτήσεις τρίτων χωρών οι οποίες έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007

1.   Η Επιτροπή ολοκληρώνει την εξέταση των αιτήσεων τρίτων χωρών που έχουν υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και οι οποίες εκκρεμούν στις 17 Ιουνίου 2018. Για την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό των διαδικαστικών κανόνων που είναι απαραίτητοι για την εξέταση των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να προσκομισθούν από τρίτες χώρες.

Άρθρο 59

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την πρώτη αναγνώριση των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου

Κατά παρέκκλιση από την ημερομηνία εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 61 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 46 εφαρμόζεται ήδη από τις 17 Ιουνίου 2018 στον βαθμό που είναι αναγκαίο προκειμένου να επιτραπεί η έγκαιρη αναγνώριση των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου.

Άρθρο 60

Μεταβατικά μέτρα για αποθέματα βιολογικών προϊόντων που έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007

Τα προϊόντα που έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007 πριν την 1η Ιανουαρίου 2021 μπορούν να διατίθενται στην αγορά μετά την εν λόγω ημερομηνία μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων.

Άρθρο 61

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 12 της 15.1.2015, σ. 75.

(2)  ΕΕ C 19 της 21.1.2015, σ. 84.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Απριλίου 2018 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2018.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 228/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2013, για τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 247/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 78 της 20.3.2013, σ. 23).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 608).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 487).

(8)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2001/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, σχετικά με εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών για ορισμένους ατμοσφαιρικούς ρύπους (ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 22).

(10)  Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 71).

(11)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

(12)  Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1).

(13)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 (ΕΕ L 189 της 20.7.2007, σ. 1).

(15)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και των κανόνων για την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων, την υγεία των φυτών και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 999/2001, (ΕΚ) αριθ. 396/2005, (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, (ΕΚ) αριθ. 1107/2009, (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, (EE) αριθ. 652/2014, (ΕΕ) 2016/429 και (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1/2005 και (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 του Συμβουλίου και των οδηγιών 98/58/ΕΚ, 1999/74/ΕΚ, 2007/43/ΕΚ, 2008/119/ΕΚ και 2008/120/ΕΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 854/2004 και (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ, 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ, 91/496/ΕΟΚ, 96/23/ΕΚ, 96/93/ΕΚ και 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 92/438/ΕΟΚ του Συμβουλίου (κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους) (ΕΕ L 95 της 7.4.2017, σ. 1).

(18)  Οδηγία 66/401/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών (ΕΕ 125 της 11.7.1966, σ. 2298).

(19)  Οδηγία 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου της, 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά (ΕΕ 125 της 11.7.1966, σ. 2309, Ελληνική ειδική έκδοση: κεφάλαιο 03 τόμος 002 σ. 3).

(20)  Οδηγία 68/193/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Απριλίου 1968 περί εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου (ΕΕ L 93 της 17.4.1968, σ. 15, Ελληνική ειδική έκδοση: κεφάλαιο 03 τόμος 003 σ. 39).

(21)  Οδηγία 98/56/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού καλλωπιστικών φυτών (ΕΕ L 226 της 13.8.1998, σ. 16).

(22)  Οδηγία 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2002/54/ΕΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 περί εμπορίας σπόρων τεύτλων προς σπορά (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 12).

(24)  Οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 33).

(25)  Οδηγία 2002/56/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων γεωμήλων προς φύτευση (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 60).

(26)  Οδηγία 2002/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας των σπόρων προς σπορά των ελαιούχων και κλωστικών φυτών (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 74).

(27)  Οδηγία 2008/72/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εμπορία φυταρίων και πολλαπλασιαστικού υλικού κηπευτικών, εκτός των σπόρων προς σπορά (ΕΕ L 205 της 1.8.2008, σ. 28).

(28)  Οδηγία 2008/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, για την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και των οπωροφόρων δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων (ΕΕ L 267 της 8.10.2008, σ. 8).

(29)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 889/2008 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων όσον αφορά τον βιολογικό τρόπο παραγωγής, την επισήμανση και τον έλεγχο των προϊόντων (ΕΕ L 250 της 18.9.2008, σ. 1).

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ της Επιτροπής και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).

(31)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(33)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227 της 1.9.1994, σ. 1).

(34)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με προστατευτικά μέτρα κατά των επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 228/2013, (ΕΕ) αριθ. 652/2014 και (ΕΕ) αριθ. 1143/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 69/464/ΕΕΚ, 74/647/ΕΕΚ, 93/85/ΕΕΚ, 98/57/ΕΚ, 2000/29/ΕΚ, 2006/91/ΕΚ και 2007/33/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 317 της 23.11.2016, σ. 4).

(35)  Οδηγία 1999/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1999, περί των στοιχειωδών απαιτήσεων για την προστασία των ωοπαραγωγών ορνίθων (ΕΕ L 203 της 3.8.1999, σ. 53).

(36)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(37)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(38)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 708/2007 του Συμβουλίου της 11ης Ιουνίου 2007 για τη χρήση στην υδατοκαλλιέργεια ξένων και απόντων σε τοπικό επίπεδο ειδών (ΕΕ L 168 της 28.6.2007, σ. 1).

(39)  Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).

(40)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

(41)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση ζωοτροφών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση των οδηγιών 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 80/511/ΕΟΚ της Επιτροπής, 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 83/228/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 93/113/ΕΚ του Συμβουλίου, 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, και της απόφασης 2004/217/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 229 της 1.9.2009, σ. 1).

(42)  Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 106 της 17.4.2001, σ. 1).

(43)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 16).

(44)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29).

(45)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2283 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα νέα τρόφιμα, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 327 της 11.12.2015, σ. 1).

(46)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1332/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για τα ένζυμα τροφίμων και την τροποποίηση της οδηγίας 83/417/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ, της οδηγίας 2001/112/ΕΚ του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 7).

(47)  Οδηγία 2013/59/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό βασικών προτύπων ασφαλείας για την προστασία από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες και την κατάργηση των οδηγιών 89/618/Ευρατόμ, 90/641/Ευρατόμ, 96/29/Ευρατόμ, 97/43/Ευρατόμ και 2003/122/Ευρατόμ (ΕΕ L 13 της 17.1.2014, σ. 1).

(48)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1).

(49)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 1).

(50)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1830/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την ιχνηλασιμότητα και την επισήμανση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών και την ιχνηλασιμότητα τροφίμων και ζωοτροφών που παράγονται από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/18/ΕΚ (ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 24).

(51)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 34).

(52)  Οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14).

(53)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(54)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(55)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 549).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΛΛΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μαγιά που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή,

ματέ, γλυκό καλαμπόκι, αμπελόφυλλα, καρδιές φοινίκων, βλαστοί λυκίσκου και άλλα παρόμοια βρώσιμα μέρη φυτών και προϊόντων που παράγονται από αυτά,

θαλάσσιο άλας και άλλα άλατα για τρόφιμα και ζωοτροφές,

κουκούλι μεταξοσκώληκα κατάλληλο για ξετύλιγμα των ινών του,

φυσικές γόμες και ρητίνες,

κερί μέλισσας,

αιθέρια έλαια,

πώματα από φυσικό φελλό, μη συσσωματωμένα, και χωρίς καμία συνδετική ουσία,

βαμβάκι, μη λαναρισμένο ούτε χτενισμένο,

μαλλί, μη λαναρισμένο ούτε χτενισμένο,

ακατέργαστα δέρματα και προβιές που δεν έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία,

παραδοσιακές φυτικές παρασκευές φυτικής προέλευσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Μέρος I: Κανόνες φυτικής παραγωγής

Πέραν των κανόνων παραγωγής που ορίζονται στα άρθρα 9 έως 12, οι κανόνες που ορίζονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται στη βιολογική φυτική παραγωγή.

1.   Γενικές απαιτήσεις

1.1.   Βιολογικές καλλιέργειες, εξαιρουμένων όσων αναπτύσσονται με φυσικό τρόπο σε νερό, παράγονται σε ζωντανό έδαφος ή σε ζωντανό έδαφος αναμεμειγμένο ή εμπλουτισμένο με λιπάσματα προερχόμενα από υλικά και προϊόντα που επιτρέπονται στη βιολογική παραγωγή, σε συνδυασμό με το υπέδαφος και το μητρικό πέτρωμα.

1.2.   Απαγορεύεται η υδροπονική παραγωγή, ήτοι η μέθοδος καλλιέργειας φυτών, τα οποία δεν αναπτύσσονται με φυσικό τρόπο σε νερό με τις ρίζες τους σε θρεπτικό διάλυμα και μόνο ή σε αδρανές μέσο στο οποίο προστίθεται θρεπτικό διάλυμα.

1.3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1.1, η παραγωγή φύτρων με ύγρανση των σπόρων προς σπορά και η λήψη κεφαλών κιχωρίου μεταξύ άλλων με εμβάπτιση σε καθαρά ύδατα επιτρέπεται.

1.4.   Κατά παρέκκλιση του σημείου 1.1, επιτρέπονται οι ακόλουθες πρακτικές:

α)

καλλιέργεια φυτών για την παραγωγή καλλωπιστικών φυτών και βοτάνων σε γλάστρες προς πώληση μαζί με τη γλάστρα στον τελικό καταναλωτή

β)

καλλιέργεια σποροφύτων ή μεταφυτευμάτων σε δοχεία για περαιτέρω μεταφύτευση.

1.5.   Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.1, η καλλιέργεια σε οριοθετημένα πλαίσια επιτρέπεται μόνον για τις εκτάσεις που έχουν πιστοποιηθεί ως βιολογικές για αυτήν την πρακτική πριν από την 28η Ιουνίου 2017 στη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία. Ουδεμία επέκταση των εν λόγω εκτάσεων επιτρέπεται.

Η εν λόγω παρέκκλιση λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2030.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη χρήση των οριοθετημένων πλαισίων στη βιολογική γεωργία. Η εν λόγω έκθεση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον είναι σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση για τη χρήση των οριοθετημένων πλαισίων στη βιολογική γεωργία.

1.6.   Όλες οι εφαρμοζόμενες τεχνικές φυτικής παραγωγής αποτρέπουν ή ελαχιστοποιούν τη συμβολή στη μόλυνση του περιβάλλοντος.

1.7.   Μετατροπή

1.7.1.

Για να μπορούν τα φυτά και τα φυτικά προϊόντα να θεωρηθούν ως βιολογικά, οι κανόνες παραγωγής του παρόντος κανονισμού πρέπει να έχουν εφαρμοστεί στα αγροτεμάχια κατά τη διάρκεια περιόδου μετατροπής τουλάχιστον δύο ετών πριν από τη σπορά ή, στην περίπτωση λιβαδιών ή πολυετών καλλιεργειών χορτονομής, για περίοδο τουλάχιστον δύο ετών πριν από τη χρήση τους ως βιολογικών ζωοτροφών ή, στην περίπτωση πολυετών καλλιεργειών εκτός της χορτονομής, για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών πριν από την πρώτη συγκομιδή βιολογικών προϊόντων.

1.7.2.

Στις περιπτώσεις στις οποίες η γη ή ένα ή περισσότερα αγροτεμάχια έχουν μολυνθεί από προϊόντα ή ουσίες μη εγκεκριμένες για χρήση στη βιολογική παραγωγή, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να παραταθεί η περίοδος μετατροπής για την εν λόγω γη ή τα αγροτεμάχια πέραν της περιόδου που αναφέρεται στο σημείο 1.7.1.

1.7.3.

Σε περίπτωση επεξεργασίας με προϊόν ή ουσία μη εγκεκριμένη για χρήση στη βιολογική παραγωγή, η αρμόδια αρχή ζητεί να εφαρμοστεί νέα περίοδος μετατροπής σύμφωνα με το σημείο 1.7.1.

Η περίοδος αυτή μπορεί να συντομευθεί στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α)

επεξεργασία με προϊόν ή ουσία μη εγκεκριμένη για χρήση στη βιολογική παραγωγή στο πλαίσιο ενός υποχρεωτικού μέτρου για τον έλεγχο επιβλαβών οργανισμών ή ζιζανίων, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών καραντίνας ή χωροκατακτητικών ειδών, που επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους

β)

επεξεργασία με προϊόν ή ουσία μη εγκεκριμένη για χρήση στη βιολογική παραγωγή στο πλαίσιο επιστημονικών δοκιμών εγκεκριμένων από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους.

1.7.4.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 1.7.2 και 1.7.3, το μήκος της περιόδου μετατροπής καθορίζεται με γνώμονα τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

η διεργασία αποδόμησης του εν λόγω προϊόντος ή ουσίας πρέπει να διασφαλίζει, στο τέλος της περιόδου μετατροπής, ασήμαντο επίπεδο υπολειμμάτων στο έδαφος, και, εάν πρόκειται για πολυετή καλλιέργεια, στο φυτό·

β)

η συγκομιδή μετά τη χρησιμοποίηση φυτοφαρμάκου δεν είναι δυνατόν να διατεθεί στην αγορά ως βιολογικά προϊόντα ή ως προϊόντα υπό μετατροπή.

1.7.4.1.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με οποιανδήποτε απόφαση λαμβάνουν για τη θέσπιση υποχρεωτικών μέτρων που σχετίζονται με την επεξεργασία με προϊόν ή ουσία μη εγκεκριμένη για χρήση στη βιολογική παραγωγή.

1.7.4.2.

Σε περίπτωση επεξεργασίας με προϊόν ή ουσία μη επιτρεπόμενη για χρήση στη βιολογική παραγωγή, δεν εφαρμόζεται το σημείο 1.7.5 στοιχείο β).

1.7.5.

Σε περίπτωση γαιών που σχετίζονται με τη βιολογική ζωική παραγωγή:

α)

οι κανόνες μετατροπής εφαρμόζονται σε ολόκληρη την έκταση της μονάδας παραγωγής στην οποία παράγονται ζωοτροφές·

β)

κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α), η περίοδος μετατροπής μπορεί να μειωθεί σε ένα έτος για τους βοσκότοπους και τους υπαίθριους χώρους που χρησιμοποιούνται από μη φυτοφάγα είδη ζώων.

1.8.   Προέλευση φυτών καθώς και φυτικού αναπαραγωγικού υλικού

1.8.1.

Για την παραγωγή φυτών και φυτικών προϊόντων εκτός από φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, χρησιμοποιείται μόνο βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό.

1.8.2.

Για τη λήψη βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού που προορίζεται για την παραγωγή προϊόντων άλλων εκτός του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού, το μητρικό φυτό και, όπου αρμόζει, άλλα φυτά που προορίζονται για παραγωγή φυτικού αναπαραγωγικού υλικού έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό επί τουλάχιστον μία γενεά ή, προκειμένου για πολυετείς καλλιέργειες, επί δύο καλλιεργητικές περιόδους.

1.8.3.

Κατά την επιλογή του βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού οι επιχειρήσεις προτιμούν βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό κατάλληλο για τη βιολογική γεωργία.

1.8.4.

Για την παραγωγή βιολογικών ποικιλιών κατάλληλων για βιολογική παραγωγή, οι δραστηριότητες βιολογικής αναπαραγωγής πραγματοποιούνται υπό όρους βιολογικής παραγωγής και επικεντρώνονται στην ενίσχυση της γενετικής ποικιλομορφίας, στη στήριξη πάνω στη φυσική αναπαραγωγική ικανότητα, καθώς και τη γεωπονική απόδοση, την αντοχή στις ασθένειες και την προσαρμογή στις ποικίλες τοπικές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες.

Όλες οι πρακτικές πολλαπλασιασμού εκτός από τη μεριστωματική καλλιέργεια αναπτύσσονται στο πλαίσιο πιστοποιημένης βιολογικής διαχείρισης.

1.8.5.

Χρήση υπό μετατροπή και μη βιολογικού φυτικού αναπαραγωγικού υλικού

1.8.5.1.

Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.8.1, όταν τα δεδομένα που συγκεντρώνονται στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 ή το σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο α) δείχνουν ότι δεν καλύπτονται οι ποιοτικές ή ποσοτικές ανάγκες της επιχείρησης όσον αφορά το σχετικό βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, με εξαίρεση τα σπορόφυτα, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν τη χρήση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού που είναι υπό μετατροπή ή μη βιολογικό, υπό τους όρους που καθορίζονται στα σημεία 1.8.5.3, 1.8.5.4 και 1.8.5.5.

Πριν ζητήσει κάθε σχετική παρέκκλιση, η επιχείρηση συμβουλεύεται τη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 ή το σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο α) προκειμένου να εξακριβώσει αν το αίτημά του είναι δικαιολογημένο.

1.8.5.2.

Οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου που έχουν αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 δύνανται να επιτρέψουν σε επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες, τη χρήση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού υπό μετατροπή ή μη βιολογικού σε μονάδα βιολογικής παραγωγής, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό σε επαρκή ποσότητα ή ποιότητα στην επικράτεια της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και υπό τους όρους των σημείων 1.8.5.3, 1.8.5.4 και 1.8.5.5.

1.8.5.3.

Το μη βιολογικό φυτικό αναπαραγωγικό υλικό δεν αντιμετωπίζεται με φυτοπροστατευτικά προϊόντα πλην από τα επιτρεπόμενα για την επεξεργασία σπόρων προς σπορά σύμφωνα με το σημείο 24 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν προβλέπεται χημική επεξεργασία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/2031 για φυτοϋγειονομικούς σκοπούς από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους για όλες τις ποικιλίες ενός συγκεκριμένου είδους στην περιοχή στην οποία θα χρησιμοποιηθεί το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό.

1.8.5.4.

Η άδεια για χρήση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού υπό μετατροπή ή μη βιολογικού λαμβάνεται πριν από τη σπορά.

1.8.5.5.

Η άδεια για χρήση φυτικού αναπαραγωγικού υλικού υπό μετατροπή ή μη βιολογικού χορηγείται μόνο σε μεμονωμένους χρήστες για μία καλλιεργητική περίοδο, ενώ η αρμόδια για τις άδειες αρχή καταρτίζει κατάλογο των ποσοτήτων επιτρεπόμενου φυτικού αναπαραγωγικού υλικού.

1.9.   Διαχείριση και λίπανση του εδάφους

1.9.1.

Η βιολογική φυτική παραγωγή χρησιμοποιεί τεχνικές άροσης και καλλιέργειας που διατηρούν ή αυξάνουν τις οργανικές ύλες του εδάφους, βελτιώνουν τη σταθερότητα και τη βιοποικιλότητά του και αποτρέπουν τη συμπίεση και τη διάβρωσή του.

1.9.2.

Η γονιμότητα και η βιολογική δραστικότητα του εδάφους διατηρούνται και βελτιώνονται:

α)

εκτός της περίπτωσης χορτολιβαδικών εκτάσεων ή πολυετών καλλιεργειών χορτονομής, με χρήση πολυετούς αμειψισποράς που περιλαμβάνει υποχρεωτική καλλιέργεια ψυχανθών ως βασική καλλιέργεια ή καλλιέργεια κάλυψης για καλλιέργειες κατ’ αμειψισπορά και άλλες καλλιέργειες χλωρής λίπανσης, και

β)

στην περίπτωση θερμοκηπίων ή πολυετών καλλιεργειών πλην της χορτονομής, με χρήση βραχυπρόθεσμων καλλιεργειών χλωρής λίπανσης και ψυχανθών, καθώς και με τη χρήση ποικιλίας καλλιεργούμενων ειδών και

γ)

εν πάση περιπτώσει με τη διασπορά κόπρου ζώων ή οργανικών υλών, αμφοτέρων κατά προτίμηση λιπασματοποιημένων, από βιολογική παραγωγή.

1.9.3.

Όταν οι διατροφικές ανάγκες των φυτών δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν με τα μέτρα τα οποία προβλέπονται στα σημεία 1.9.1 και 1.9.2, μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο λιπάσματα και βελτιωτικά του εδάφους που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή και μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητα. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τηρούν μητρώα με τη χρήση των εν λόγω προϊόντων.

1.9.4.

Η συνολική ποσότητα ζωικής κόπρου, όπως ορίζεται στην οδηγία 91/676/ΕΟΚ, η οποία χρησιμοποιείται στις μονάδες βιολογικής και υπό μετατροπή παραγωγής, δεν υπερβαίνει τα 170 χιλιόγραμμα αζώτου ετησίως ανά εκτάριο χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Το όριο αυτό ισχύει μόνο για τη χρήση κόπρου αγροκτήματος, αποξηραμένης κόπρου αγροκτήματος και αφυδατωμένης κόπρου πουλερικών, κομποστοποιημένων ζωικών περιττωμάτων, περιλαμβανομένων της κόπρου πουλερικών, της κομποστοποιημένης ζωικής κόπρου και των υγρών ζωικών περιττωμάτων.

1.9.5.

Οι επιχειρήσεις γεωργικών εκμεταλλεύσεων μπορούν να συνάπτουν γραπτές συμφωνίες συνεργασίας αποκλειστικά με άλλες επιχειρήσεις γεωργικών εκμεταλλεύσεων και επιχειρήσεις οι οποίες συμμορφώνονται με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής, με σκοπό τη διασπορά πλεονάζουσας κόπρου από μονάδες βιολογικής παραγωγής. Το ανώτατο όριο που αναφέρεται στο σημείο 1.9.4 υπολογίζεται βάσει του συνόλου των μονάδων βιολογικής παραγωγής που συμμετέχουν σε αυτή τη συνεργασία.

1.9.6.

Επιτρέπεται η χρήση παρασκευών μικροοργανισμών για τη βελτίωση της συνολικής κατάστασης του εδάφους ή να βελτιώσουν τη διαθεσιμότητα θρεπτικών ουσιών στο έδαφος ή στις καλλιέργειες.

1.9.7.

Για την ενεργοποίηση των οργανικών λιπασμάτων επιτρέπεται η χρήση κατάλληλων παρασκευών με βάση φυτά και παρασκευών μικροοργανισμών.

1.9.8.

Δεν χρησιμοποιούνται ανόργανα αζωτούχα λιπάσματα.

1.9.9.

Βιοδυναμικές παρασκευές μπορούν να χρησιμοποιούνται.

1.10.   Διαχείριση επιβλαβών οργανισμών και ζιζανίων

1.10.1.

Η πρόληψη των ζημιών που προκαλούνται από επιβλαβείς οργανισμούς και ζιζάνια βασίζεται πρωτίστως:

στην προστασία από τους φυσικούς εχθρούς,

στην επιλογή ειδών, ποικιλιών και ετερογενούς υλικού,

στην αμειψισπορά,

στις τεχνικές καλλιέργειας όπως ο βιολογικός υποκαπνισμός, μηχανικές και φυσικές μέθοδοι, και

σε θερμικές διεργασίες, όπως η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και, στην περίπτωση προστατευόμενων καλλιεργειών, η αβαθής επεξεργασία του εδάφους με ατμό (έως μέγιστο βάθος 10 εκατοστών).

1.10.2.

Όταν δεν είναι δυνατή η επαρκής προστασία των φυτών από επιβλαβείς οργανισμούς με τη λήψη των μέτρων τα οποία προβλέπονται στο σημείο 1.10.1 ή σε περίπτωση που έχει εντοπιστεί απειλή για τις καλλιέργειες, μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο προϊόντα και ουσίες που έχουν εγκριθεί δυνάμει των άρθρων 9 και 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή και μόνο στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο. Οι επιχειρήσεις τηρούν αρχεία τεκμηρίωσης που αποδεικνύουν την ανάγκη χρήσης των εν λόγω προϊόντων.

1.10.3.

Όσον αφορά προϊόντα και ουσίες που χρησιμοποιούνται σε παγίδες ή διανομείς προϊόντων και ουσιών, με εξαίρεση τις συσκευές φερομόνης, οι παγίδες ή διανομείς αποτρέπουν την έκλυση των προϊόντων και ουσιών στο περιβάλλον και την επαφή των προϊόντων και ουσιών με τις καλλιέργειες. Όλες οι παγίδες, συμπεριλαμβανομένων των παγίδων φερομόνης, συλλέγονται μετά τη χρήση και διατίθενται με ασφάλεια.

1.11.   Προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης

Μόνο τα προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης για τη φυτική παραγωγή που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω σκοπό.

1.12.   Υποχρέωση τήρησης στοιχείων τεκμηρίωσης

Οι επιχειρήσεις τηρούν αρχεία τεκμηρίωσης σχετικά με τα εν λόγω αγροτεμάχια και την ποσότητα συγκομιδής.

1.13.   Παρασκευή αμεταποίητων προϊόντων

Αν πραγματοποιούνται σε φυτά εργασίες παρασκευής, εκτός της μεταποίησης, για τις εν λόγω εργασίες ισχύουν κατ’ αναλογία οι γενικές απαιτήσεις που ορίζονται στα σημεία 1.2, 1.3, 1.4, 1.5 και 2.2.3 του μέρους IV.

2.   Λεπτομερείς κανόνες για συγκεκριμένα φυτά και φυτικά προϊόντα

2.1.   Κανόνες για την παραγωγή μανιταριών

Για την παραγωγή μανιταριών επιτρέπεται η χρησιμοποίηση υποστρωμάτων εδάφους, εφόσον αυτά αποτελούνται μόνο από τα ακόλουθα συστατικά:

α)

κόπρο αγροκτήματος και ζωικά περιττώματα:

i)

από μονάδες βιολογικής παραγωγής είτε από μονάδες υπό μετατροπή κατά το δεύτερο έτος της μετατροπής τους ή

ii)

που αναφέρονται στο σημείο 1.9.3, μόνο όταν το αναφερόμενο στο σημείο i) προϊόν δεν είναι διαθέσιμο και υπό τον όρο ότι η εν λόγω κόπρος αγροκτήματος ή τα ζωικά περιττώματα δεν υπερβαίνουν το 25 % του βάρους των συνολικών συστατικών του υποστρώματος, εκτός από το υλικό επικάλυψης και τυχόν πρόσθετο νερό, πριν από τη λιπασματοποίηση

β)

προϊόντα γεωργικής προέλευσης, εκτός από τα αναφερόμενα στο στοιχείο α), από μονάδες βιολογικής παραγωγής

γ)

τύρφη που δεν έχει υποστεί επεξεργασία με χημικά προϊόντα

δ)

ξύλο που δεν έχει υποστεί επεξεργασία με χημικά προϊόντα μετά την υλοτόμηση

ε)

ανόργανα προϊόντα που αναφέρονται στο σημείο 1.9.3, νερό και χώμα.

2.2.   Κανόνες σχετικά με τη συλλογή άγριων φυτών

Η συλλογή άγριων φυτών που φύονται φυσιολογικά σε φυσικούς χώρους, δάση και γεωργικές εκτάσεις και μερών των φυτών αυτών, θεωρείται βιολογική παραγωγή, υπό τον όρο ότι:

α)

για τουλάχιστον μία τριετία πριν από τη συλλογή, δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στις εν λόγω εκτάσεις άλλα προϊόντα ή ουσίες πλην εκείνων που έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή δυνάμει των άρθρων 9 και 24

β)

η συλλογή δεν θίγει τη σταθερότητα του φυσικού ενδιαιτήματος ή τη διατήρηση των ειδών στην περιοχή συλλογής.

Μέρος II: Κανόνες ζωικής παραγωγής

Πέραν των κανόνων παραγωγής που ορίζονται στα άρθρα 9, 10, 11 και 14, οι κανόνες που ορίζονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται στη βιολογική ζωική παραγωγή.

1.   Γενικές απαιτήσεις

1.1.   Εκτός από την περίπτωση της μελισσοκομίας, απαγορεύεται η άνευ εκτάσεων ζωική παραγωγή, εφόσον ο γεωργός που προτίθεται να προβεί στην παραγωγή βιολογικής κτηνοτροφίας δεν διαχειρίζεται γεωργική γη ούτε έχει συνάψει γραπτή συμφωνία συνεργασίας με γεωργό όσον αφορά τη χρήση μονάδων βιολογικής παραγωγής ή μονάδων παραγωγής υπό μετατροπή για τα συγκεκριμένα ζώα.

1.2.   Μετατροπή

1.2.1.   Στην περίπτωση ταυτόχρονης έναρξης της μετατροπής της μονάδας παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των βοσκοτόπων ή κάθε γαίας που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή και των ζώων που ζουν στην εν λόγω μονάδα παραγωγής κατά την έναρξη της περιόδου μετατροπής της εν λόγω μονάδας παραγωγής όπως αναφέρεται στα σημεία 1.7.1 και 1.7.5 στοιχείο β) του μέρους I, τα ζώα και τα ζωικά προϊόντα είναι δυνατόν να θεωρηθούν βιολογικά κατά τη λήξη της περιόδου μετατροπής της μονάδας παραγωγής, μεταξύ άλλων ακόμη και αν η περίοδος μετατροπής που καθορίζεται στο σημείο 1.2.2 του παρόντος μέρους για το συγκεκριμένο είδος ζώου είναι μεγαλύτερη από την περίοδο μετατροπής για τη μονάδα παραγωγής.

Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.4.3.1, σε περίπτωση της εν λόγω ταυτόχρονης μετατροπής και κατά τη διάρκεια της περιόδου μετατροπής της μονάδας παραγωγής, τα ζώα που ζουν στην εν λόγω μονάδα παραγωγής από την έναρξη της περιόδου μετατροπής μπορούν να τρέφονται με ζωοτροφές υπό μετατροπή που παράγονται στη μονάδα παραγωγής υπό μετατροπή κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετατροπής και/ή με ζωοτροφές σύμφωνα με το σημείο 1.4.3.1 και/ή με βιολογικές ζωοτροφές.

Τα ζώα μη βιολογικής εκτροφής επιτρέπεται να εισάγονται σε μονάδα παραγωγής υπό μετατροπή μετά την έναρξη της περιόδου μετατροπής σύμφωνα με το σημείο 1.3.4.

1.2.2.   Οι περίοδοι μετατροπής για κάθε επιμέρους είδος ζωικής παραγωγής έχουν ως ακολούθως:

α)

12 μήνες στην περίπτωση των βοοειδών και ιπποειδών κρεατοπαραγωγής, και σε κάθε περίπτωση, όχι λιγότερο από τα τρία τέταρτα της ζωής τους·

β)

έξι μήνες στην περίπτωση των προβατοειδών, αιγοειδών και χοιροειδών και των ζώων γαλακτοπαραγωγής·

γ)

10 εβδομάδες για τα πουλερικά κρεατοπαραγωγής, εκτός από τις πάπιες Πεκίνου, τα οποία έχουν εισαχθεί πριν από την τρίτη ημέρα της ζωής τους·

δ)

επτά εβδομάδες για τις πάπιες Πεκίνου που έχουν εισαχθεί πριν από την τρίτη ημέρα της ζωής τους·

ε)

έξι εβδομάδες για τα πουλερικά ωοπαραγωγής, που έχουν εισαχθεί πριν από την τρίτη ημέρα της ζωής τους·

στ)

12 μήνες για τις μέλισσες.

Κατά την περίοδο μετατροπής, το κερί αντικαθίσταται με κερί που προέρχεται από βιολογική μελισσοκομία.

Ωστόσο, επιτρέπεται η χρησιμοποίηση μη βιολογικού κεριού μελισσών:

i)

όταν το κερί μελισσών βιολογικής εκτροφής δεν είναι διαθέσιμο στην αγορά,

ii)

όταν αποδεικνύεται ότι το κερί δεν έχει μολυνθεί από προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή και

iii)

υπό την προϋπόθεση ότι το κερί προέρχεται από το κάλυμμα,

ζ)

τρεις μήνες για τα κουνέλια,

η)

12 μήνες για τα ελαφοειδή.

1.3.   Προέλευση των ζώων

1.3.1.   Με την επιφύλαξη των κανόνων μετατροπής, τα ζώα της βιολογικής κτηνοτροφίας γεννώνται ή εκκολάπτονται και εκτρέφονται σε μονάδες βιολογικής παραγωγής.

1.3.2.   Αναφορικά με την αναπαραγωγή των ζώων βιολογικής εκτροφής:

α)

η αναπαραγωγή γίνεται με φυσικές μεθόδους· ωστόσο επιτρέπεται η τεχνητή σπερματέγχυση·

β)

η αναπαραγωγή δεν υποβοηθείται ούτε παρεμποδίζεται με αγωγή με ορμόνες ή άλλες ουσίες με παρόμοια αποτελέσματα, εκτός εάν χρησιμοποιούνται ως μορφή κτηνιατρικής θεραπευτικής αγωγής σε μεμονωμένα ζώα·

γ)

δεν χρησιμοποιούνται άλλες μορφές τεχνητής αναπαραγωγής, όπως η κλωνοποίηση και η εμβρυομεταφορά·

δ)

η επιλογή των φυλών συνάδει με τις αρχές της βιολογικής παραγωγής, διασφαλίζει υψηλό επίπεδο καλής διαβίωσης των ζώων και συμβάλλει στην αποφυγή των ταλαιπωριών και της ανάγκης ακρωτηριασμού των ζώων.

1.3.3.   Κατά την επιλογή των φυλών ή τύπων ζώων, οι επιχειρήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο να προτιμούν φυλές ή τύπους ζώων, με υψηλό βαθμό γενετικής ποικιλομορφίας, την ικανότητα προσαρμογής των ζώων στις τοπικές συνθήκες, την αναπαραγωγική αξία τους, τη μακροβιότητά τους, τη ζωτικότητα και την αντοχή τους σε ασθένειες ή προβλήματα υγείας, χωρίς εντούτοις να δυσχεραίνεται η καλή τους διαβίωση. Ακόμη, επιλέγονται φυλές ή τύποι ζώων κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται ειδικές ασθένειες ή προβλήματα υγείας τα οποία συνδέονται με ορισμένες φυλές ή τύπους που χρησιμοποιούνται στην εντατική παραγωγή, όπως το σύνδρομο του στρες των χοίρων, το οποίο πιθανώς έχει ως αποτέλεσμα ωχρό, μαλακό, εξιδρωμένο κρέας (κρέας PSE), αιφνίδιο θάνατο, αυτόματες αποβολές και δυστοκία που απαιτεί καισαρική τομή. Προτιμώνται οι αυτόχθονες φυλές και τύποι ζώων.

Προκειμένου να επιλεγούν οι φυλές και οι τύποι ζώων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, οι επιχειρήσεις αξιοποιούν τις πληροφορίες που διατίθενται στα συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3.

1.3.4.   Χρησιμοποίηση ζώων μη βιολογικής εκτροφής

1.3.4.1.   Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.3.1, για αναπαραγωγικούς σκοπούς, μπορούν να εισάγονται σε μονάδα βιολογικής παραγωγής ζώα που δεν έχουν εκτραφεί με βιολογική μέθοδο, όταν υφίσταται απειλή εξαφάνισης φυλών από την κτηνοτροφία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 10 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει αυτού. Σε αυτή την περίπτωση τα ζώα των εν λόγω φυλών δεν είναι υποχρεωτικό να είναι άτοκα.

1.3.4.2.   Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.3.1, για την ανασύσταση των μελισσιών, επιτρέπεται να αντικαθίσταται το 20 % ετησίως των βασιλισσών και των σμηνών από βασίλισσες και σμήνη μη βιολογικής εκτροφής στη μονάδα βιολογικής παραγωγής, υπό τον όρο ότι οι βασίλισσες και τα σμήνη τοποθετούνται σε κυψέλες με κηρήθρες ή φύλλα κηρηθρών που προέρχονται από μονάδες βιολογικής παραγωγής. Εν πάση περιπτώσει, είναι δυνατή η ανά έτος αντικατάσταση ενός σμήνους ή μιας βασίλισσας μελισσών από μη βιολογικό σμήνος ή βασίλισσα.

1.3.4.3.   Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.3.1, όταν ένα σμήνος συγκροτείται για πρώτη φορά, ή ανανεώνεται ή ανασυνιστάται, και όταν δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν ποσοτικά και ποιοτικά οι ανάγκες των γεωργών, η αρμόδια αρχή δύνανται να αποφασίσει ότι επιτρέπεται να εισάγονται πουλερικά μη βιολογικής εκτροφής σε μονάδα βιολογικής παραγωγής πουλερικών, υπό τον όρο ότι οι πουλάδες που προορίζονται για την παραγωγή αυγών και τα πουλερικά για την παραγωγή κρέατος είναι ηλικίας κάτω των τριών ημερών. Τα προϊόντα τους μπορούν να θεωρούνται βιολογικά εάν τηρείται η περίοδος μετατροπής που αναφέρεται στο σημείο 1.2.

1.3.4.4.   Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1.3.1, όταν τα δεδομένα που συλλέγονται σύμφωνα με το σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) δείχνουν ότι οι δεν καλύπτονται οι ποιοτικές ή ποσοτικές ανάγκες του γεωργού όσον αφορά τα ζώα βιολογικής εκτροφής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εισαγωγή ζώων μη βιολογικής εκτροφής σε μονάδα βιολογικής παραγωγής, υπό τους ακόλουθους όρους που προβλέπονται στα σημεία 1.3.4.4.1 έως 1.3.4.4.4.

Πριν ζητήσει οποιανδήποτε σχετική παρέκκλιση, ο γεωργός συμβουλεύεται τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί στο σύστημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο β), προκειμένου να εξακριβώσει αν το αίτημά του είναι δικαιολογημένο.

Για επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες, οι αρχές ελέγχου και οι φορείς ελέγχου που έχουν αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 δύνανται να επιτρέψουν την εισαγωγή ζώων μη βιολογικής εκτροφής σε μονάδα βιολογικής παραγωγής, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα ζώα βιολογικής εκτροφής σε επαρκή ποσότητα ή ποιότητα στην επικράτεια της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

1.3.4.4.1.

Για σκοπούς αναπαραγωγής, νεαρά ζώα μη βιολογικής εκτροφής μπορούν να εισάγονται σε αγέλη ή κοπάδι που συγκροτείται για πρώτη φορά. Εκτρέφονται σύμφωνα με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής αμέσως μετά τον απογαλακτισμό τους. Επιπλέον, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι περιορισμοί από την ημερομηνία εισαγωγής των ζώων αυτών στην αγέλη ή το κοπάδι:

α)

τα βοοειδή, ιπποειδή και ελαφοειδή να είναι ηλικίας κάτω των έξι μηνών·

β)

τα προβατοειδή και αιγοειδή να είναι ηλικίας κάτω των εξήντα ημερών·

γ)

τα χοιροειδή να είναι βάρους κάτω των 35 κιλών·

δ)

τα κουνέλια να είναι ηλικίας κάτω των τριών μηνών.

1.3.4.4.2.

Για σκοπούς αναπαραγωγής, επιτρέπεται η εισαγωγή ενηλίκων αρσενικών και ατόκων θηλυκών μη βιολογικής εκτροφής για την ανανέωση αγέλης ή κοπαδιού. Εκτρέφονται στη συνέχεια σύμφωνα με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής. Επιπλέον, ο αριθμός θηλυκών ζώων υπόκειται στους ακόλουθους περιορισμούς ετησίως:

α)

μπορεί να εισαχθεί ανώτατο όριο 10 % των ενηλίκων ιπποειδών ή βοοειδών και 20 % των ενηλίκων χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών, κουνελιών ή ελαφοειδών·

β)

για τις μονάδες με λιγότερα από 10 ιπποειδή, ελαφοειδή ή βοοειδή ή κουνέλια, ή με λιγότερα από πέντε χοιροειδή, προβατοειδή ή αιγοειδή, η προαναφερόμενη ανανέωση του πληθυσμού περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο σε ένα ζώο ετησίως.

1.3.4.4.3.

Τα ποσοστά που ορίζονται στο σημείο 1.3.4.4.2 μπορούν να αυξηθούν έως το 40 %, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι πληρούται κάθε μία εκ των ακολούθων προϋποθέσεων:

α)

σημαντική επέκταση της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης·

β)

μία αλλαγή φυλής έχει αντικατασταθεί με άλλη·

γ)

έναρξη νέας κτηνοτροφικής δραστηριότητας.

1.3.4.4.4.

Για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 1.3.4.4.1, 1.3.4.4.2 και 1.3.4.4.3, τα ζώα μη βιολογικής εκτροφής μπορούν να θεωρηθούν βιολογικά αν έχει τηρηθεί η περίοδος μετατροπής που αναφέρεται στο σημείο 1.2. Η περίοδος μετατροπής που καθορίζεται στο σημείο 1.2.2 αρχίζει, το συντομότερο δυνατό, όταν τα ζώα εισάγονται στη μονάδα παραγωγής υπό μετατροπή.

1.3.4.4.5.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 1.3.4.4.1 ως 1.3.4.4.4, τα ζώα μη βιολογικής εκτροφής είτε διαχωρίζονται από άλλα ζώα είτε είναι δυνατή η ταυτοποίησή τους μέχρι το πέρας της περιόδου μετατροπής που αναφέρεται στο σημείο 1.3.4.4.4.

1.4.   Διατροφή

1.4.1.   Γενικές απαιτήσεις διατροφής

Αναφορικά με τη διατροφή εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

οι ζωοτροφές λαμβάνονται πρωτίστως από τη γεωργική εκμετάλλευση όπου διατηρούνται τα ζώα ή λαμβάνονται από μονάδες βιολογικής ή υπό μετατροπή παραγωγής ιδιοκτησίας άλλων εκμεταλλεύσεων στην ίδια περιοχή·

β)

τα ζώα τρέφονται με βιολογικές ή υπό μετατροπή ζωοτροφές οι οποίες καλύπτουν τις διατροφικές απαιτήσεις των ζώων στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους. Απαγορεύεται η περιορισμένη σίτιση στη ζωική παραγωγή, εκτός εάν το υπαγορεύουν κτηνιατρικοί λόγοι·

γ)

τα ζώα δεν εκτρέφονται σε συνθήκες διατροφής ή άλλες που να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αναιμίας·

δ)

οι πρακτικές πάχυνσης τηρούν πάντοτε τις συνήθεις διατροφικές πρακτικές για κάθε είδος και την καλή διαβίωση των ζώων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εκτροφής. Απαγορεύεται η καταναγκαστική διατροφή·

ε)

τα ζώα, εκτός των χοιροειδών, των πουλερικών και των μελισσών, έχουν μόνιμη πρόσβαση σε βοσκότοπους όποτε το επιτρέπουν οι συνθήκες ή έχουν μόνιμη πρόσβαση σε ακατέργαστη χορτονομή·

στ)

δεν χρησιμοποιούνται αυξητικοί παράγοντες και συνθετικά αμινοξέα·

ζ)

τα θηλάζοντα ζώα τρέφονται κατά προτίμηση με μητρικό γάλα για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο α) υποκατάστατα γάλακτος που περιέχουν χημικά συνθετικά συστατικά ή φυτικής προέλευσης δεν χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου·

η)

οι πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης ή προέλευσης από φύκη ή μαγιά είναι βιολογικές·

θ)

μη βιολογικές πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης ή προέλευσης από φύκη ή μαγιά, υλικά ζωοτροφών μικροβιακής ή ορυκτής προέλευσης, πρόσθετες ύλες ζωοτροφών και βοηθητικά μέσα μεταποίησης μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον αν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή δυνάμει του άρθρου 24.

1.4.2.   Βόσκηση

1.4.2.1.   Βόσκηση σε εκτάσεις βιολογικής καλλιέργειας

Με την επιφύλαξη του σημείου 1.4.2.2, τα ζώα βιολογικής εκτροφής βόσκουν σε εκτάσεις βιολογικής καλλιέργειας. Ωστόσο, τα ζώα μη βιολογικής εκτροφής μπορούν να χρησιμοποιούν βιολογικούς βοσκότοπους για περιορισμένο διάστημα κάθε έτος, υπό τον όρο ότι έχουν εκτραφεί με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον κατά τα άρθρα 23, 25, 28, 30, 31 και 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 και ότι δεν είναι παρόντα στη βιολογική έκταση την ίδια χρονική στιγμή με τα ζώα βιολογικής εκτροφής.

1.4.2.2.   Βόσκηση σε κοινά εδάφη και διαχείμαση

1.4.2.2.1.

Τα ζώα βιολογικής εκτροφής επιτρέπεται να βόσκουν σε κοινόχρηστες γαίες υπό τον όρο ότι:

α)

η κοινή γη δεν έχει υποστεί επεξεργασία για τουλάχιστον τρία έτη με προϊόντα ή ουσίες μη εγκεκριμένα για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

τα ζώα μη βιολογικής εκτροφής που χρησιμοποιούν τις κοινές γαίες και έχουν εκτραφεί με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον κατά τα άρθρα 23, 25, 28, 30, 31 και 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013·

γ)

τα ζωικά προϊόντα που παράγονται από ζώα βιολογικής εκτροφής, ενόσω χρησιμοποιούν τις εν λόγω κοινές γαίες δεν θεωρούνται ως βιολογικά προϊόντα, εκτός εάν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι υπήρξε επαρκής διαχωρισμός από τα ζώα μη βιολογικής εκτροφής.

1.4.2.2.2.

Κατά την περίοδο της εποχικής μετακίνησης, τα βιολογικά ζώα επιτρέπεται να βόσκουν σε μη βιολογικές εκτάσεις όταν μετακινούνται πεζή από ένα βοσκότοπο σε άλλο. Κατά την περίοδο αυτή, τα ζώα βιολογικής εκτροφής διατηρούνται χωριστά από τα υπόλοιπα ζώα. Επιτρέπεται η πρόσληψη μη βιολογικών ζωοτροφών, υπό τη μορφή βόσκησης χλόης ή άλλων φυτών:

α)

για μέγιστο διάστημα 35 ημερών που καλύπτει αμφότερες τις κατευθύνσεις μετακίνησης, ή

β)

για κατ’ ανώτατο όριο 10 % του συνολικού σιτηρεσίου ανά έτος υπολογιζόμενου ως ποσοστό της ξηράς ουσίας των ζωοτροφών γεωργικής προέλευσης.

1.4.3.   Ζωοτροφές υπό μετατροπή

1.4.3.1.   Για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις που παράγουν βιολογικό ζωικό κεφάλαιο:

α)

έως το 25 % της σύστασης των σιτηρεσίων, κατά μέσον όρο, επιτρέπεται να περιέχει ζωοτροφές υπό μετατροπή από το δεύτερο έτος της μετατροπής. Το παρόν ποσοστό μπορεί να αυξηθεί στο 100 % εάν οι εν λόγω υπό μετατροπή ζωοτροφές προέρχονται από την εκμετάλλευση όπου διατηρούνται τα ζώα, και

β)

έως το 20 % της συνολικής μέσης ποσότητας ζωοτροφών που χορηγείται στα ζώα μπορεί να προέρχεται από βόσκηση ή συγκομιδή μόνιμων βοσκοτόπων, από αγροτεμάχια με πολυετή κτηνοτροφικά φυτά ή από πρωτεϊνούχα φυτά που έχουν σπαρθεί στο πλαίσιο βιολογικής διαχείρισης των εκτάσεων κατά το πρώτο έτος της μετατροπής τους, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω γαίες αποτελούν μέρος της εκμετάλλευσης.

Όταν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και τα δύο είδη υπό μετατροπή ζωοτροφών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), το συνδυασμένο συνολικό ποσοστό των ζωοτροφών αυτών δεν υπερβαίνει το ποσοστό που καθορίζεται στο στοιχείο α).

1.4.3.2.   Τα αναφερόμενα στο σημείο 1.4.3.1 αριθμητικά στοιχεία υπολογίζονται ετησίως σε ποσοστά επί τοις εκατό επί της ξηράς ουσίας ζωοτροφών φυτικής προέλευσης.

1.5.   Προστασία της υγείας

1.5.1.   Πρόληψη ασθενειών

1.5.1.1.   Η πρόληψη των ασθενειών βασίζεται στην επιλογή φυλών και στελεχών, στις κτηνοτροφικές διαχειριστικές πρακτικές, σε υψηλής ποιότητας ζωοτροφές, σωματική άσκηση, στην ενδεδειγμένη πυκνότητα των ζώων και σε επαρκείς και κατάλληλους χώρους σταβλισμού, στους οποίους διατηρούνται υγιεινές συνθήκες.

1.5.1.2.   Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανοσολογικά κτηνιατρικά φάρμακα.

1.5.1.3.   Δεν χρησιμοποιούνται για προληπτική αγωγή αλλοπαθητικά συνθετικά χημικά κτηνιατρικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών και των βώλων από χημικά συνθετικά αλλοπαθητικά μόρια.

1.5.1.4.   Δεν χρησιμοποιούνται ουσίες για την προώθηση της ανάπτυξης ή της παραγωγής (περιλαμβανομένων αντιβιοτικών, κοκκιδιοστατικών και άλλων τεχνητών βοηθημάτων για την προώθηση της ανάπτυξης) καθώς και ορμόνες και παρόμοιες ουσίες για τον έλεγχο της αναπαραγωγής ή για άλλους σκοπούς (π.χ. πρόκληση ή συγχρονισμός οίστρου).

1.5.1.5.   Όταν τα ζώα προέρχονται από μονάδες μη βιολογικής παραγωγής εφαρμόζονται ειδικά μέτρα, όπως διαγνωστικές εξετάσεις ή περίοδοι καραντίνας, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.

1.5.1.6.   Μόνο τα προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης κτιρίων και εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούνται για την εκτροφή ζώων τα οποία έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω σκοπό.

1.5.1.7.   Οι χώροι, οι κλωβοί, ο εξοπλισμός και τα εργαλεία καθαρίζονται και απολυμαίνονται κατάλληλα, ώστε να προλαμβάνονται οι επιμολύνσεις και η ανάπτυξη παθογόνων οργανισμών. Τα κόπρανα, τα ούρα και οι αχρησιμοποίητες ζωοτροφές απομακρύνονται όσο συχνά απαιτείται για να ελαχιστοποιούνται οι οσμές και να αποτρέπεται η προσέλκυση εντόμων ή τρωκτικών. Τα τρωκτικοκτόνα, για χρήση μόνο μέσα σε παγίδες, καθώς και τα προϊόντα και οι ουσίες που έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή δυνάμει των άρθρων 9 και 24, μπορούν να χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη εντόμων και άλλων επιβλαβών οργανισμών στα κτίρια και τις άλλες εγκαταστάσεις στέγασης των ζώων.

1.5.2.   Κτηνιατρική αγωγή

1.5.2.1.   Όταν τα ζώα ασθενούν ή τραυματίζονται, παρά τα προληπτικά μέτρα για τη διασφάλιση της υγείας των ζώων, τους παρέχονται αμέσως φροντίδες.

1.5.2.2.   Οι ασθένειες αντιμετωπίζονται αμέσως, ώστε να αποφεύγεται η ταλαιπωρία των ζώων. Όταν είναι απαραίτητο, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και υπ’ ευθύνη κτηνιάτρου, επιτρέπεται η χρήση αλλοπαθητικών χημικών συνθετικών κτηνιατρικών φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών, εάν αντενδείκνυται η χρήση φυτοθεραπευτικών, ομοιοπαθητικών και λοιπών προϊόντων. Πρέπει ειδικότερα να καθοριστούν περιορισμοί όσον αφορά τις θεραπευτικές αγωγές και τον χρόνο αναμονής.

1.5.2.3.   Προτιμώνται για θεραπευτική αγωγή, πρώτες ύλες ζωοτροφών ανόργανης προέλευσης που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, διατροφικά πρόσθετα που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, και φυτοθεραπευτικά και ομοιοπαθητικά προϊόντα αντί των συνθετικών χημικών αλλοπαθητικών κτηνιατρικών φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών, υπό τον όρο ότι έχουν αποτελεσματική θεραπευτική δράση για το συγκεκριμένο ζωικό είδος και την ασθένεια για την οποία χορηγούνται.

1.5.2.4.   Με εξαίρεση τους εμβολιασμούς, τις αντιπαρασιτικές αγωγές και τα υποχρεωτικά προγράμματα εκρίζωσης ασθενειών, όταν ένα ζώο ή ομάδα ζώων υποβάλλονται σε περισσότερες από τρεις θεραπευτικές αγωγές με χημικά συνθετικά αλλοπαθητικά κτηνιατρικά φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών, σε διάστημα 12 μηνών, ή σε περισσότερες από μία θεραπευτικές αγωγές, εάν ο παραγωγικός κύκλος ζωής τους είναι μικρότερος του ενός έτους, απαγορεύεται αυτά τα ζώα ή τα προϊόντα που παράγονται από αυτά να πωλούνται ως βιολογικά προϊόντα, και τα ζώα υπόκεινται στις προβλεπόμενες στο σημείο 1.2 περιόδους μετατροπής.

1.5.2.5.   Ο χρόνος αναμονής μεταξύ της τελευταίας χορήγησης χημικού συνθετικού αλλοπαθητικού κτηνιατρικού φαρμάκου συμπεριλαμβανομένου του αντιβιοτικού σε ένα ζώο υπό κανονικές συνθήκες χρήσης και της παραγωγής βιολογικώς παραγόμενων τροφίμων από το εν λόγω ζώο είναι διπλάσιος από τον χρόνο αναμονής ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ και είναι τουλάχιστον 48 ώρες.

1.5.2.6.   Επιτρέπονται οι θεραπευτικές αγωγές που επιβάλλονται βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας όσον αφορά την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων.

1.6.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

1.6.1.   Η μόνωση, η θέρμανση και ο εξαερισμός του κτιρίου εξασφαλίζουν ότι η κυκλοφορία του αέρα, το επίπεδο της σκόνης, η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας και η συγκέντρωση αερίων, διατηρούνται εντός ορίων που διασφαλίζουν την καλή μεταχείριση των ζώων. Τα κτίρια επιτρέπουν τον φυσικό εξαερισμό και την είσοδο άφθονου φυσικού φωτός.

1.6.2.   Η εξασφάλιση στέγασης για τα ζώα δεν είναι υποχρεωτική σε περιοχές με κατάλληλες κλιματικές συνθήκες που επιτρέπουν την υπαίθρια διαβίωση των ζώων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα ζώα έχουν πρόσβαση σε υπόστεγα ή σκιερά μέρη για την προστασία τους από δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

1.6.3.   Η πυκνότητα των ζώων εντός των κτιρίων εξασφαλίζει την άνεση, την καλή μεταχείριση και να ικανοποιεί τις ειδικές ανάγκες των ζώων, και εξαρτώνται κυρίως από το είδος, τη φυλή και την ηλικία των ζώων. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της συμπεριφοράς των ζώων που εξαρτώνται ιδίως από το μέγεθος της ομάδας και το φύλο των ζώων. Η πυκνότητα εξασφαλίζει ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης των ζώων, παρέχοντάς τους επαρκή χώρο για να στέκονται στη φυσική τους όρθια στάση, να κινούνται, να ξαπλώνουν με ευκολία, να στρίβουν το σώμα τους, να περιποιούνται τον εαυτό τους, να παίρνουν όλες τις φυσικές τους στάσεις και να κάνουν όλες τις φυσικές τους κινήσεις, όπως να τεντώνονται και να πεταρίζουν.

1.6.4.   Το ελάχιστο εμβαδόν των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και οι τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τη στέγαση, όπως ορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 3, τηρούνται.

1.6.5.   Οι υπαίθριοι χώροι μπορούν να είναι εν μέρει καλυμμένοι. Οι πιλοτές δεν θεωρούνται υπαίθριοι χώροι.

1.6.6.   Ο συνολικός δείκτης πυκνότητας των ζώων δεν υπερβαίνει το όριο των 170 χιλιόγραμμων οργανικού αζώτου ετησίως ανά εκτάριο γεωργικής έκτασης.

1.6.7.   Για τον προσδιορισμό της κατάλληλης πυκνότητας των ζώων που αναφέρεται στο σημείο 1.6.6, η αρμόδια αρχή ορίζει τις μονάδες ζωικού κεφαλαίου που ισοδυναμούν με το όριο που αναφέρεται στο σημείο 1.6.6, με βάση τα αριθμητικά στοιχεία που ορίζονται σε κάθε επιμέρους ειδικές απαιτήσεις για τη ζωική παραγωγή ανά τύπο ζώου.

1.6.8.   Δεν επιτρέπεται η χρήση κλωβών, κουτιών και επίπεδων δαπέδων για την εκτροφή ζώων οποιουδήποτε είδους ζώων.

1.6.9.   Όταν τα ζώα λαμβάνουν αγωγή μεμονωμένα για κτηνιατρικούς λόγους, κρατούνται σε χώρους που έχουν συμπαγές πάτωμα και τους παρέχεται αχυροστρωμνή ή κατάλληλη στρωμνή. Το ζώο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να στρίβει το σώμα του και να ξαπλώνει με άνεση και στο πλήρες μήκος του σώματός του.

1.6.10.   Δεν επιτρέπεται η βιολογική εκτροφή ζώων σε περίφραγμα με πολύ υγρό ή βαλτώδες έδαφος.

1.7.   Καλή μεταχείριση των ζώων

1.7.1.   Όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκτροφή ζώων και τον χειρισμό ζώων κατά τη μεταφορά και τη σφαγή διαθέτουν τις απαραίτητες βασικές γνώσεις και δεξιότητες όσον αφορά την υγεία και τις ανάγκες καλής μεταχείρισης των ζώων· επίσης έχουν λάβει κατάλληλη κατάρτιση, ιδίως σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου (1) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 του Συμβουλίου (2) ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των κανόνων που ορίζει ο παρών κανονισμός.

1.7.2.   Οι κτηνοτροφικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της πυκνότητας και των συνθηκών στέγασης, εξασφαλίζουν την κάλυψη των αναγκών της ανάπτυξης, της φυσιολογίας και του έθους των ζώων.

1.7.3.   Τα ζώα έχουν μόνιμη πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους που επιτρέπουν την άσκηση, κατά προτίμηση σε βοσκότοπους, όποτε το επιτρέπουν οι καιρικές και εποχιακές συνθήκες και η κατάσταση του εδάφους, εκτός εάν επιβάλλονται περιορισμοί και υποχρεώσεις για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας.

1.7.4.   Ο αριθμός των ζώων περιορίζεται με σκοπό την ελαχιστοποίηση της υπερβόσκησης, της κατασκαφής του εδάφους, της διάβρωσής του και της ρύπανσης που προκαλείται από τα ζώα ή τη διασπορά της κόπρου τους.

1.7.5.   Η πρόσδεση ή η απομόνωση των ζώων απαγορεύονται, εκτός εάν το υπαγορεύουν λόγοι ασφάλειας και προστασίας ή κτηνιατρικοί λόγοι για μεμονωμένα ζώα και για περιορισμένο διάστημα. Η απομόνωση των ζώων μπορεί να επιτραπεί μόνο, και μόνο για περιορισμένο διάστημα, όταν διακυβεύεται η ασφάλεια των εργαζομένων ή για λόγους καλής μεταχείρισης των ζώων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την πρόσδεση των βοοειδών σε εκμεταλλεύσεις με μέγιστο όριο τα πενήντα ζώα (εκτός των νέων ζώων), όταν δεν είναι δυνατόν να κρατούνται τα βοοειδή σε ομάδες που να ικανοποιούν τις ανάγκες της συμπεριφοράς τους, υπό τον όρο ότι έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπους κατά την περίοδο βοσκής και τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους όταν η βόσκηση δεν είναι δυνατή.

1.7.6.   Η χρονική διάρκεια της μεταφοράς των ζώων περιορίζεται στο ελάχιστο.

1.7.7.   Η ταλαιπωρία, ο πόνος και η αγωνία των ζώων αποφεύγονται και περιορίζονται στο ελάχιστο, σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους, περιλαμβανομένης της στιγμής της σφαγής.

1.7.8.   Με την επιφύλαξη της εξέλιξης της ενωσιακής νομοθεσίας για την καλή μεταχείριση των ζώων, η κοπή της ουράς των προβάτων, η κοπή του ράμφους όταν πραγματοποιείται τις τρεις πρώτες ημέρες ζωής και η κοπή των κεράτων μπορεί να επιτραπεί κατ’ εξαίρεση και μόνο κατά περίπτωση εφόσον οι εν λόγω πρακτικές συνεπάγονται βελτίωση της υγείας, των συνθηκών διαβίωσης ή της υγιεινής των ζώων ή όταν διαφορετικά θα μπορούσε να διακυβεύεται η ασφάλεια των εργαζομένων. Η αποκεράτωση νεαρών ζώων μπορεί να επιτραπεί μόνο κατά περίπτωση εφόσον συνεπάγεται βελτίωση της υγείας, των συνθηκών διαβίωσης ή της υγιεινής των ζώων ή όταν διακυβεύεται η ασφάλεια των εργαζομένων. Η αρμόδια αρχή εγκρίνει τις εν λόγω εργασίες μόνο όταν η επιχείρηση έχει αιτιολογήσει δεόντως τις επεμβάσεις και γνωστοποιήσει τους λόγους στην εν λόγω αρμόδια αρχή και οι εργασίες πραγματοποιούνται από ειδικευμένο προσωπικό.

1.7.9.   Τα ζώα υποφέρουν όσο το δυνατόν λιγότερο με τη χορήγηση της κατάλληλης αναισθησίας και/ή αναλγησίας και κάθε επέμβαση πραγματοποιείται μόνο στην πλέον κατάλληλη ηλικία από ειδικευμένο προσωπικό.

1.7.10.   Ο χειρουργικός ευνουχισμός επιτρέπεται προκειμένου να διατηρηθεί η ποιότητα των προϊόντων και οι παραδοσιακές πρακτικές παραγωγής, αλλά μόνο υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 1.7.9

1.7.11.   Η φόρτωση και εκφόρτωση ζώων πραγματοποιούνται χωρίς τη χρήση κανενός είδους ηλεκτρικής ή άλλης επώδυνης διέγερσης για τον εξαναγκασμό των ζώων. Απαγορεύεται η χρήση αλλοπαθητικών ηρεμιστικών πριν ή κατά τη μεταφορά.

1.8.   Παρασκευή αμεταποίητων προϊόντων

Αν πραγματοποιούνται σε ζώα εργασίες παρασκευής, εκτός της μεταποίησης, για τις εν λόγω εργασίες ισχύουν κατ’ αναλογία οι γενικές απαιτήσεις που ορίζονται στα σημεία 1.2, 1.3, 1.4, 1.5 και 2.2.3 του μέρους IV.

1.9.   Πρόσθετοι γενικοί κανόνες

1.9.1.   Για βοοειδή, προβατοειδή, αιγοειδή και ιπποειδή

1.9.1.1.   Διατροφή

Αναφορικά με τη διατροφή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τουλάχιστον το 60 % των ζωοτροφών προέρχεται από την ίδια την εκμετάλλευση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ή, αν αυτή η ζωοτροφή δεν είναι διαθέσιμη, παράγεται σε συνεργασία με άλλες βιολογικές μονάδες παραγωγής ή μονάδες παραγωγής υπό μετατροπή, καθώς και επιχειρήσεις ζωοτροφών που χρησιμοποιούν ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών από την ίδια περιοχή· το ποσοστό αυξάνεται στο 70 % δύο χρόνια από την 1η Ιανουαρίου 2023,

β)

τα ζώα έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπους για βοσκή όποτε το επιτρέπουν οι συνθήκες,

γ)

παρά τα προβλεπόμενα στο στοιχείο β), τα αρσενικά βοοειδή ηλικίας άνω του ενός έτους έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπο ή σε υπαίθριο χώρο,

δ)

σε περίπτωση που τα ζώα έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπο κατά την περίοδο βοσκής και το σύστημα χειμερινής στέγασης επιτρέπει στα ζώα την ελεύθερη κίνηση, επιτρέπεται η εξαίρεση από την υποχρέωση εξασφάλισης υπαίθριων χώρων για τα ζώα κατά τους χειμερινούς μήνες·

ε)

τα συστήματα εκτροφής βασίζονται στη μέγιστη δυνατή χρήση βοσκής με αναφορά στους τους διαθέσιμους βοσκότοπους στις διάφορες περιόδους του έτους·

στ)

τουλάχιστον 60 % της ξηράς ουσίας του ημερήσιου σιτηρεσίου αποτελείται από χονδροαλεσμένη, νωπή ή αποξηραμένη ή ενσιρωμένη ζωοτροφή. Αυτό το ποσοστό μπορεί να μειωθεί σε 50 % για τα ζώα γαλακτοπαραγωγής για μέγιστη περίοδο τριών μηνών στην αρχή της γαλακτοπαραγωγής.

1.9.1.2.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το δάπεδο των ενδιαιτημάτων των ζώων είναι ομαλό αλλά όχι ολισθηρό

β)

οι χώροι στέγασης είναι εφοδιασμένοι με άνετο, καθαρό και στεγνό χώρο κατάκλισης/ανάπαυσης, επαρκών διαστάσεων, ο οποίος αποτελείται από στερεή κατασκευή χωρίς δάπεδο υπό μορφή γρίλιας· ο χώρος ανάπαυσης περιέχει άφθονο στεγνό υλικό κατάκλισης με στρωμνή· η στρωμνή περιλαμβάνει άχυρο ή άλλο κατάλληλο φυσικό υλικό· η στρωμνή είναι δυνατόν να βελτιώνεται και να εμπλουτίζεται με οποιοδήποτε ορυκτό προϊόν το οποίο έχει εγκριθεί ως προϊόν λίπανσης ή βελτίωσης του εδάφους για χρήση στη βιολογική παραγωγή δυνάμει του άρθρου 24,

γ)

παρά το άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και το άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2008/119/ΕΚ του Συμβουλίου (3) απαγορεύεται η στέγαση των μόσχων σε ατομικά κουτιά μετά την ηλικία της μίας εβδομάδας εκτός αν πρόκειται για μεμονωμένα ζώα και για περιορισμένο διάστημα και εάν το υπαγορεύουν κτηνιατρικοί λόγοι,

δ)

όταν οι μόσχοι λαμβάνουν αγωγή μεμονωμένα για κτηνιατρικούς λόγους, κρατούνται σε χώρους που έχουν συμπαγές πάτωμα και τους παρέχεται αχυροστρωμνή. Ο μόσχος πρέπει να μπορεί να στρίβει εύκολα το σώμα του και να ξαπλώνει με άνεση και στο πλήρες μήκος του σώματός του.

1.9.2.   Για ελαφοειδή

1.9.2.1.   Διατροφή

Αναφορικά με τη διατροφή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τουλάχιστον το 60 % των ζωοτροφών προέρχεται από την ίδια την εκμετάλλευση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ή, αν αυτή η ζωοτροφή δεν είναι διαθέσιμη, παράγεται σε συνεργασία με άλλες βιολογικές μονάδες παραγωγής ή μονάδες παραγωγής υπό μετατροπή, καθώς και επιχειρήσεις ζωοτροφών που χρησιμοποιούν ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών από την ίδια περιοχή· το ποσοστό αυξάνεται στο 70 % από την 1η Ιανουαρίου 2013·

β)

τα ζώα έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπους για βοσκή όποτε το επιτρέπουν οι συνθήκες·

γ)

σε περίπτωση που τα ζώα έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπο κατά την περίοδο βοσκής και το σύστημα χειμερινής στέγασης παρέχει ελευθερία κινήσεων στα ζώα, επιτρέπεται η εξαίρεση από την υποχρέωση εξασφάλισης υπαίθριων χώρων για τα ζώα κατά τους χειμερινούς μήνες·

δ)

τα συστήματα εκτροφής βασίζονται στη μέγιστη δυνατή χρήση βοσκής με αναφορά στους διαθέσιμους βοσκότοπους στις διάφορες περιόδους του έτους·

ε)

τουλάχιστον 60 % της ξηράς ουσίας του ημερήσιου σιτηρεσίου αποτελείται από χονδροαλεσμένη, νωπή ή αποξηραμένη ή ενσιρωμένη ζωοτροφή. Το ποσοστό αυτό μπορεί να μειωθεί σε 50 % για θηλυκά ελαφοειδή γαλακτοπαραγωγής για μέγιστη περίοδο τριών μηνών στην αρχή της γαλακτοπαραγωγής·

στ)

διασφαλίζεται η φυσική βόσκηση σε περίφραγμα κατά τη διάρκεια της περιόδου βλάστησης· δεν επιτρέπεται η χρήση περιφραγμάτων που δεν μπορούν να παρέχουν τροφή μέσω βόσκησης κατά τη διάρκεια της περιόδου βλάστησης·

ζ)

η σίτιση επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση έλλειψης βοσκής λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών·

η)

στα ζώα που εκτρέφονται σε περίφραγμα παρέχεται καθαρό και φρέσκο νερό· αν δεν υπάρχει διαθέσιμη φυσική πηγή νερού εύκολα προσβάσιμη για τα ζώα, παρέχονται σημεία ποτίσματος.

1.9.2.2.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

στα ελαφοειδή παρέχονται κρυψώνες, υπόστεγα και περιφράξεις που δεν βλάπτουν τα ζώα·

β)

στα περιφράγματα για το ευρωπαϊκό ελάφι, τα ζώα πρέπει να μπορούν να κυλιούνται στην ιλύ ώστε να διασφαλίζονται η περιποίηση του δέρματος και η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος·

γ)

το δάπεδο των χώρων στέγασης των ελαφοειδών είναι λείο αλλά όχι ολισθηρό·

δ)

οι χώροι στέγασης είναι εφοδιασμένοι με άνετο, καθαρό και στεγνό χώρο κατάκλισης/ανάπαυσης, επαρκών διαστάσεων, αποτελούμενο από στερεή κατασκευή χωρίς δάπεδο υπό μορφή γρίλιας· ο χώρος ανάπαυσης περιέχει άφθονο στεγνό υλικό κατάκλισης με στρωμνή· η στρωμνή περιλαμβάνει άχυρο ή άλλο κατάλληλο φυσικό υλικό· η στρωμνή είναι δυνατόν να βελτιώνεται και να εμπλουτίζεται με οποιοδήποτε ορυκτό προϊόν έχει εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 ως προϊόν λίπανσης ή βελτίωσης του εδάφους για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

ε)

οι χώροι σίτισης βρίσκονται σε περιοχές που προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες και να είναι προσβάσιμοι τόσο για τα ζώα όσο και τα άτομα που τα φροντίζουν· το έδαφος στο οποίο βρίσκονται οι χώροι σίτισης είναι συμπαγές και ο εξοπλισμός σίτισης διαθέτει στέγη·

στ)

εάν δεν μπορεί να διασφαλιστεί διαρκής πρόσβαση στη ζωοτροφή, οι χώροι σίτισης είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε όλα τα ζώα να μπορούν να σιτίζονται ταυτόχρονα.

1.9.3.   Για τα χοιροειδή

1.9.3.1.   Διατροφή

Αναφορικά με τη διατροφή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τουλάχιστον 30 % των ζωοτροφών προέρχεται από την ίδια την εκμετάλλευση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ή, αν αυτή η ζωοτροφή δεν είναι διαθέσιμη, παράγεται σε συνεργασία με άλλες βιολογικές μονάδες παραγωγής ή μονάδες παραγωγής υπό μετατροπή, καθώς και επιχειρήσεις ζωοτροφών που χρησιμοποιούν ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών από την ίδια περιοχή·

β)

στο ημερήσιο σιτηρέσιο προστίθεται χονδροαλεσμένη, νωπή, αποξηραμένη ή ενσιρωμένη ζωοτροφή·

γ)

όταν οι γεωργοί δεν μπορούν να προμηθευθούν πρωτεϊνούχες ζωοτροφές αποκλειστικά από βιολογική παραγωγή και η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι οι βιολογικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές δεν είναι διαθέσιμες σε επαρκή ποσότητα, μπορούν να χρησιμοποιούνται μη βιολογικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2025, υπό τον όρο ότι ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

δεν είναι διαθέσιμες σε βιολογική μορφή,

ii)

παράγονται ή παρασκευάζονται χωρίς χρήση χημικών διαλυτών,

iii)

η χρήση τους περιορίζεται για τροφή σε χοιρίδια έως 35 χιλιόγραμμα με συγκεκριμένες πρωτεϊνούχες ενώσεις, και

iv)

το μέγιστο ποσοστό που επιτρέπεται για κάθε περίοδο 12 μηνών για τα ζώα αυτά δεν ξεπερνά το 5 %. Υπολογίζονται τα ποσοστά ξηράς ουσίας των ζωοτροφών γεωργικής προέλευσης.

1.9.3.2.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το δάπεδο των χώρων στέγασης είναι λείο αλλά όχι ολισθηρό,

β)

οι χώροι στέγασης είναι εφοδιασμένοι με άνετο, καθαρό και στεγνό χώρο κατάκλισης/ανάπαυσης, επαρκών διαστάσεων, αποτελούμενο από στερεή κατασκευή χωρίς δάπεδο υπό μορφή γρίλιας· ο χώρος ανάπαυσης περιέχει άφθονο στεγνό υλικό κατάκλισης με στρωμνή· η στρωμνή περιλαμβάνει άχυρο ή άλλο κατάλληλο φυσικό υλικό· η στρωμνή είναι δυνατόν να βελτιώνεται και να εμπλουτίζεται με οποιοδήποτε ορυκτό προϊόν έχει εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 ως προϊόν λίπανσης ή βελτίωσης του εδάφους για χρήση στη βιολογική παραγωγή,

γ)

υπάρχει πάντοτε στρωμνή από άχυρο ή άλλο κατάλληλο υλικό ικανού μεγέθους για να διασφαλίζεται ότι όλοι οι χοίροι σε ένα περίφραγμα μπορούν να ξαπλώσουν ταυτόχρονα με τρόπο που να απαιτεί τον περισσότερο δυνατό χώρο,

δ)

οι θηλυκοί χοίροι κρατούνται σε ομάδες, εκτός από τα τελευταία στάδια της κύησης και κατά την περίοδο του θηλασμού, στη διάρκεια των οποίων πρέπει να είναι ελεύθεροι να κινούνται στο περίφραγμά τους και η κίνησή του περιορίζεται μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα,

ε)

με την επιφύλαξη πρόσθετων απαιτήσεων για το άχυρο, λίγες ημέρες πριν από την αναμενόμενη γέννα, στους θηλυκούς χοίρους παρέχεται επαρκής ποσότητα άχυρου ή άλλου κατάλληλου φυσικού υλικού που θα τους επιτρέψει να φτιάξουν φωλιές,

στ)

οι χώροι άσκησης επιτρέπουν στα χοιροειδή να κοπρίζουν και να σκάβουν με το ρύγχος τους· για να έχουν τη δυνατότητα τα ζώα να σκάβουν με το ρύγχος τους, μπορούν να χρησιμοποιούνται διάφορα υποστρώματα.

1.9.4.   Για τα πουλερικά

1.9.4.1.   Προέλευση των ζώων

Για να αποτραπεί η χρησιμοποίηση μεθόδων εντατικής εκτροφής, τα πουλερικά είτε εκτρέφονται μέχρις ότου φτάσουν σε μια ελάχιστη ηλικία είτε προέρχονται από στελέχη πουλερικών βραδείας ανάπτυξης που είναι προσαρμοσμένες στην εκτροφή σε υπαίθριους χώρους.

Η αρμόδια αρχή ορίζει τα κριτήρια για τα στελέχη βραδείας ανάπτυξης ή συντάσσει σχετικό κατάλογο των εν λόγω στελεχών και να παρέχει τις πληροφορίες αυτές στις επιχειρήσεις, σε άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

Όταν ο γεωργός δεν χρησιμοποιεί στελέχη πουλερικών βραδείας ανάπτυξης, η ελάχιστη ηλικία σφαγής είναι η ακόλουθη:

α)

81 ημέρες για τα κοτόπουλα·

β)

150 ημέρες για τα καπόνια·

γ)

49 ημέρες για τις πάπιες Πεκίνου·

δ)

70 ημέρες για τις θηλυκές πάπιες Βαρβαρίας·

ε)

84 ημέρες για τις αρσενικές πάπιες Βαρβαρίας·

στ)

92 ημέρες για τις κοινές πλατύρρυγχες πάπιες (Mallard) ·

ζ)

94 ημέρες για τις φραγκόκοτες·

η)

140 ημέρες για τις αρσενικές γαλοπούλες και τις χήνες που προορίζονται για ψήσιμο και

θ)

100 ημέρες για τις θηλυκές γαλοπούλες.

1.9.4.2.   Διατροφή

Αναφορικά με τη διατροφή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τουλάχιστον το 30 % των ζωοτροφών προέρχεται από την ίδια την εκμετάλλευση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ή αν αυτή η ζωοτροφή δεν είναι διαθέσιμη, παράγεται σε συνεργασία με άλλες βιολογικές μονάδες παραγωγής ή μονάδες παραγωγής υπό μετατροπή, καθώς και επιχειρήσεις ζωοτροφών που χρησιμοποιούν ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών από την ίδια περιοχή·

β)

στο ημερήσιο σιτηρέσιο προστίθεται χονδροαλεσμένη, νωπή, αποξηραμένη ή ενσιρωμένη ζωοτροφή·

γ)

όταν οι γεωργοί δεν μπορούν να προμηθευθούν πρωτεϊνούχες ζωοτροφές αποκλειστικά από βιολογική παραγωγή για πουλερικά και η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι οι βιολογικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές δεν είναι διαθέσιμες σε επαρκή ποσότητα, μπορούν να χρησιμοποιούνται μη βιολογικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2025, υπό τον όρο ότι ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

δεν είναι διαθέσιμες σε βιολογική μορφή,

ii)

παράγονται ή παρασκευάζονται χωρίς χρήση χημικών διαλυτών,

iii)

η χρήση τους περιορίζεται για τροφή σε νεαρά πουλερικά με συγκεκριμένες πρωτεϊνούχες ενώσεις και

iv)

το μέγιστο ποσοστό που επιτρέπεται για κάθε περίοδο 12 μηνών για τα ζώα αυτά δεν ξεπερνά το 5 %. Υπολογίζονται τα ποσοστά ξηράς ουσίας των ζωοτροφών γεωργικής προέλευσης.

1.9.4.3.   Καλή μεταχείριση των ζώων

Απαγορεύεται η αποπτέρωση ζώντων πουλερικών.

1.9.4.4.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τουλάχιστον το ένα τρίτο του εμβαδού του δαπέδου είναι συμπαγές, δηλαδή όχι σε μορφή γρίλιας ή δικτυωτού, και να καλύπτεται με στρωμνή από άχυρα, ροκανίδια, άμμο ή τύρφη·

β)

στους ορνιθώνες ωοπαραγωγών ορνίθων, ένα επαρκώς μεγάλο τμήμα του δαπέδου στο οποίο έχουν πρόσβαση οι όρνιθες είναι διαθέσιμο για τη συλλογή των περιττωμάτων των πτηνών·

γ)

τα κτίρια εκκενώνονται από τα ζώα μεταξύ της εκτροφής δύο παρτίδων πουλερικών· στο ενδιάμεσο, τα κτίρια και ο εξοπλισμός τους καθαρίζονται και απολυμαίνονται· επιπλέον, μετά την εκτροφή κάθε παρτίδας πουλερικών, τηρείται κενό διάστημα για χρονική περίοδο που θα προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη για να αναπτύσσεται εκ νέου βλάστηση. Οι εν λόγω απαιτήσεις δεν εφαρμόζονται όπου τα πουλερικά δεν εκτρέφονται σε παρτίδες, δεν κρατούνται σε ειδικούς υπαίθριους χώρους και κυκλοφορούν ελεύθερα όλη την ημέρα·

δ)

τα πουλερικά έχουν πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο της διάρκειας ζωής τους. Ωστόσο, οι όρνιθες ωοπαραγωγής και τα πουλερικά πάχυνσης έχουν πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο της διάρκειας ζωής τους, εκτός από τις περιπτώσεις που έχουν επιβληθεί προσωρινοί περιορισμοί βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας·

ε)

παρέχεται διαρκής πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους κατά τη διάρκεια της ημέρας από όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία, και εφόσον είναι πρακτικά εφικτό, όταν το επιτρέπουν η φυσική τους κατάσταση και οι συνθήκες, εκτός από την περίπτωση προσωρινών περιορισμών που επιβάλλονται βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας·

στ)

κατά παρέκκλιση του σημείου 1.6.5, στην περίπτωση πτηνών αναπαραγωγής και πουλάδων ηλικίας κάτω των 18 εβδομάδων, όταν ισχύουν οι προϋποθέσεις του σημείου 1.7.3 σχετικά με τους περιορισμούς και τις υποχρεώσεις για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες δεν επιτρέπουν στα πτηνά αναπαραγωγής και τις πουλάδες ηλικίας κάτω των 18 εβδομάδων να έχουν πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους, οι πιλοτές θεωρούνται υπαίθριοι χώροι και στις περιπτώσεις αυτές διαθέτουν φράγμα από μεταλλικό πλέγμα για να μην εισέρχονται άλλα πτηνά·

ζ)

οι υπαίθριοι χώροι για τα πουλερικά παρέχουν στα πτηνά εύκολη πρόσβαση σε επαρκή αριθμό ποτιστρών·

η)

οι υπαίθριοι χώροι για τα πουλερικά καλύπτονται κυρίως με βλάστηση·

θ)

υπό συνθήκες κατά τις οποίες είναι περιορισμένη η διαθέσιμη τροφή στην περιοχή ελεύθερης βοσκής λόγω π.χ. μακροχρόνιας χιονοκάλυψης ή περιόδων ανομβρίας, στη διατροφή των πουλερικών συμπεριλαμβάνεται πρόσθετη χονδροαλεσμένη ζωοτροφή·

ι)

όταν τα πουλερικά διατηρούνται σε κλειστούς χώρους λόγω περιορισμών ή υποχρεώσεων που επιβάλλονται βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, έχουν διαρκή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες χονδροαλεσμένης ζωοτροφής και σε κατάλληλα υλικά για να ικανοποιούνται οι ανάγκες του έθους τους·

ια)

τα νηκτικά πτηνά έχουν πρόσβαση σε ρυάκι, τεχνητή λίμνη ή γούρνα όποτε το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες και οι συνθήκες υγιεινής, ώστε να ικανοποιούνται οι ειδικές ανάγκες του είδους και οι απαιτήσεις καλής μεταχείρισης των ζώων· όποτε δεν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες την εν λόγω πρόσβαση, έχουν πρόσβαση σε νερό ώστε να μπορούν να βουτούν το κεφάλι και να καθαρίζουν το φτέρωμά τους·,

ιβ)

ο φυσικός φωτισμός μπορεί να συμπληρώνεται με τεχνητά μέσα για να εξασφαλίζεται φωτισμός επί 16 το πολύ ώρες ημερησίως με οκτάωρη τουλάχιστον συνεχή νυκτερινή περίοδο ανάπαυσης χωρίς τεχνητό φωτισμό·

ιγ)

η συνολική έκταση χρησιμοποιήσιμης επιφάνειας ορνιθώνων για πάχυνση πουλερικών οποιασδήποτε μονάδας παραγωγής δεν υπερβαίνει τα 1 600 τ.μ.·

ιδ)

δεν επιτρέπονται περισσότερες από 3 000 όρνιθες ωοπαραγωγής σε ένα τμήμα ορνιθώνα.

1.9.5.   Για τα κουνέλια

1.9.5.1.   Διατροφή

Αναφορικά με τη διατροφή εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τουλάχιστον το 70 % των ζωοτροφών προέρχεται από την ίδια την εκμετάλλευση ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ή, αν αυτή η ζωοτροφή δεν είναι διαθέσιμη, παράγεται σε συνεργασία με άλλες μονάδες βιολογικής παραγωγής ή μονάδες παραγωγής υπό μετατροπή, καθώς και επιχειρήσεις ζωοτροφών που χρησιμοποιούν ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών από την ίδια περιοχή·

β)

τα κουνέλια έχουν πρόσβαση σε βοσκοτόπους για βοσκή όποτε το επιτρέπουν οι συνθήκες·

γ)

τα συστήματα εκτροφής βασίζονται στη μέγιστη δυνατή χρήση βοσκής ανάλογα με τους διαθέσιμους βοσκότοπους στις διάφορες περιόδους του έτους·

δ)

στα κουνέλια παρέχεται ινώδης ζωοτροφή όπως άχυρο ή σανός όταν δεν επαρκεί η βόσκηση χλόης. Η χορτονομή αποτελεί τουλάχιστον το 60 % της διατροφής.

1.9.5.2.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

οι χώροι στέγασης είναι εφοδιασμένοι με άνετο, καθαρό και στεγνό χώρο κατάκλισης/ή ανάπαυσης, επαρκών διαστάσεων, αποτελούμενο από στερεή κατασκευή χωρίς δάπεδο υπό μορφή γρίλιας. Ο χώρος ανάπαυσης περιέχει άφθονο στεγνό υλικό κατάκλισης με στρωμνή. Η στρωμνή περιλαμβάνει άχυρο ή άλλο κατάλληλο φυσικό υλικό. Η στρωμνή είναι δυνατόν να βελτιώνεται και να εμπλουτίζεται με οποιοδήποτε ορυκτό προϊόν έχει εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 ως προϊόν λίπανσης ή βελτίωσης του εδάφους για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

τα κουνέλια κρατούνται σε ομάδες·

γ)

οι μονάδες κουνελιών χρησιμοποιούν ανθεκτικές φυλές ζώων που είναι προσαρμοσμένες σε συνθήκες υπαίθρου·

δ)

τα κουνέλια έχουν πρόσβαση σε:

i)

υπόστεγα που περιλαμβάνουν σκοτεινές κρυψώνες·

ii)

υπαίθριο χώρο εκτροφής με βλάστηση, κατά προτίμηση βοσκότοπο·

iii)

υπερυψωμένη πλατφόρμα όπου μπορούν να αναπαύονται, είτε μέσα είτε έξω·

iv)

υλικά κατασκευής φωλιάς για όλα τα θηλυκά κουνέλια σε περίοδο θηλασμού.

1.9.6.   Για τις μέλισσες

1.9.6.1.   Προέλευση των ζώων

Για τη μελισσοκομία προτιμάται η χρησιμοποίηση του είδους Apis mellifera και των τοπικών οικοτύπων τους.

1.9.6.2.   Διατροφή

Αναφορικά με τη διατροφή εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

στο τέλος της περιόδου παραγωγής, διατηρούνται στις κυψέλες επαρκή αποθέματα μελιού και γύρης προκειμένου οι μέλισσες να επιβιώσουν τον χειμώνα·

β)

η τεχνητή διατροφή των πληθυσμών μελισσών δύναται να πραγματοποιείται μόνο σε περίπτωση που απειλείται η επιβίωσή του πληθυσμού λόγω κλιματικών συνθηκών. Σε παρόμοια περίπτωση, η εκτροφή του πληθυσμού μελισσών πραγματοποιείται με βιολογικό μέλι, βιολογικό σιρόπι ζάχαρης ή βιολογική ζάχαρη.

1.9.6.3.   Προστασία της υγείας

Αναφορικά με την προστασία της υγείας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

για την προστασία των πλαισίων, κυψελών και κηρηθρών, ιδίως έναντι επιβλαβών οργανισμών, επιτρέπεται η χρήση μόνο τρωκτικοκτόνων για χρήση σε παγίδες, και κατάλληλων προϊόντων και ουσιών που έχουν εγκριθεί δυνάμει των άρθρων 9 και 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

επιτρέπεται η φυσική επεξεργασία για την απολύμανση των μελισσιών, όπως με ατμό ή γυμνή φλόγα·

γ)

η πρακτική της εξόντωσης του αρσενικού γόνου επιτρέπεται μόνο με σκοπό την περιστολή της βαρροϊκής ακαρίασης (Varroa destructor) ·

δ)

εάν, παρά τα προληπτικά μέτρα, οι πληθυσμοί των μελισσών ασθενήσουν ή μολυνθούν, υποβάλλονται άμεσα σε θεραπευτική αγωγή και επιτρέπεται να τοποθετούνται, εάν είναι απαραίτητο, σε μελισσοκομικές εγκαταστάσεις απομόνωσης·

ε)

επιτρέπεται η χρήση μυρμηκικού οξέος, γαλακτικού οξέος, οξικού οξέος και οξαλικού οξέος καθώς και μενθόλης, θυμόλης, ευκαλυπτόλης ή καμφοράς σε περιπτώσεις βαρροϊκής ακαρίασης (Varroa destructor

στ)

σε περίπτωση αγωγής με συνθετικά χημικά αλλοπαθητικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών, εκτός των προϊόντων και ουσιών που έχουν εγκριθεί δυνάμει των άρθρων 9 και 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, οι πληθυσμοί μελισσών στους οποίους εφαρμόζεται η αγωγή απομονώνονται κατά τη διάρκεια της εν λόγω αγωγής και όλο το κερί αντικαθίσταται με κερί που προέρχεται από βιολογική μελισσοκομία. Στη συνέχεια, οι πληθυσμοί αυτοί υπόκεινται σε περίοδο μετατροπής διάρκειας 12 μηνών που ορίζεται στο σημείο 1.2.2.

1.9.6.4.   Καλή μεταχείριση των ζώων

Αναφορικά με τη μελισσοκομία εφαρμόζονται οι ακόλουθοι πρόσθετοι γενικοί κανόνες:

α)

η καταστροφή των μελισσών στις κηρήθρες ως πρακτική συνδεόμενη με τη συγκομιδή των μελισσοκομικών προϊόντων απαγορεύεται·

β)

απαγορεύονται οι ακρωτηριασμοί όπως η κορυφοτομή των φτερών των βασιλισσών μελισσών.

1.9.6.5.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τα μελισσοκομεία εγκαθίστανται σε περιοχές που εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των πηγών νέκταρος και γύρης οι οποίες συνίστανται κυρίως σε βιολογικές καλλιέργειες ή, ανάλογα με την περίπτωση, αυτοφυή βλάστηση ή δάση μη βιολογικής διαχείρισης ή καλλιέργειες στις οποίες εφαρμόζονται μόνο μέθοδοι περιορισμένων περιβαλλοντικών επιπτώσεων·

β)

τα μελισσοκομεία βρίσκονται σε ικανή απόσταση από ενδεχόμενες πηγές μόλυνσης των μελισσοκομικών προϊόντων ή επιδείνωσης της υγείας των μελισσών·

γ)

τα μελισσοκομεία είναι εγκατεστημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε, σε ακτίνα 3 χιλιομέτρων από τη θέση του μελισσοκομείου, οι πηγές νέκταρος και γύρης να αποτελούνται κυρίως από βιολογικές καλλιέργειες ή αυτοφυή βλάστηση ή καλλιέργειες στις οποίες εφαρμόζονται μέθοδοι παραγωγής περιορισμένων περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ισοδύναμες με αυτές που περιγράφονται στα άρθρα 28 και 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 οι οποίες δεν μπορούν να επηρεάσουν τον χαρακτηρισμό της μελισσοκομικής παραγωγής ως βιολογικής. Η εν λόγω απαίτηση δεν ισχύει για περιοχές όπου δεν υπάρχει ανθοφορία ή όταν οι πληθυσμοί των μελισσών βρίσκονται σε διαχείμαση·

δ)

οι κυψέλες και τα υλικά που χρησιμοποιούνται στη μελισσοκομία κατασκευάζονται κατά βάση από φυσικά υλικά που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο μόλυνσης του περιβάλλοντος ή των προϊόντων της μελισσοκομίας·

ε)

το κερί για τις νέες κηρήθρες προέρχεται από μονάδες βιολογικής παραγωγής,

στ)

εντός των κυψελών χρησιμοποιούνται μόνο φυσικά προϊόντα όπως πρόπολη, κερί και φυτικά έλαια·

ζ)

δεν χρησιμοποιούνται συνθετικά χημικά απωθητικά κατά τη διάρκεια των ενεργειών συλλογής μελιού·

η)

δεν χρησιμοποιούνται κηρήθρες που περιέχουν γόνο για εξαγωγή μελιού·

θ)

η μελισσοκομία δεν θεωρείται βιολογική όταν ασκείται σε περιφέρειες ή περιοχές οι οποίες έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη ως περιφέρειες ή περιοχές στις οποίες δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί βιολογική μελισσοκομία.

Μέρος III: Κανόνες παραγωγής για τα φύκη και τα ζώα υδατοκαλλιέργειας

1.   Γενικές απαιτήσεις

1.1.   Οι δραστηριότητες ασκούνται σε θέσεις οι οποίες δεν μπορούν να μολυνθούν με προϊόντα ή ουσίες που δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στη βιολογική παραγωγή ή με ρύπους που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τον βιολογικό χαρακτήρα των προϊόντων.

1.2.   Οι μονάδες βιολογικής και μη βιολογικής παραγωγής είναι διαχωρισμένες κατάλληλα και πληρούν τις ελάχιστες αποστάσεις διαχωρισμού που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, όταν αυτές έχουν εφαρμοστεί. Τα σχετικά μέτρα διαχωρισμού βασίζονται στη φυσική κατάσταση, σε χωριστά συστήματα διανομής νερού, στις αποστάσεις, στην παλιρροϊκή ροή και στην ανάντη και κατάντη θέση της μονάδας βιολογικής παραγωγής. Η παραγωγή φυκών και η υδατοκαλλιέργεια δεν θεωρούνται βιολογικές όταν ασκούνται σε τοποθεσίες ή σε περιοχές που έχουν καθοριστεί από τις αρχές των κρατών μελών ως τοποθεσίες ή περιοχές ακατάλληλες για τέτοιες δραστηριότητες.

1.3.   Για όλες τις νέες δραστηριότητες που ζητείται να αναγνωριστούν ως βιολογική παραγωγή και από τις οποίες παράγονται πάνω από είκοσι τόνοι προϊόντων υδατοκαλλιέργειας ανά έτος, απαιτείται περιβαλλοντική εκτίμηση η οποία είναι κατάλληλη για τη μονάδα παραγωγής ώστε να εξακριβωθούν οι συνθήκες λειτουργίας της μονάδας και οι άμεσες περιβαλλοντικές και συναφείς επιπτώσεις της δραστηριότητάς της. Η επιχείρηση υποβάλλει την περιβαλλοντική εκτίμηση στην αρχή ελέγχου ή στον φορέα ελέγχου. Το περιεχόμενο της περιβαλλοντικής εκτίμησης βασίζεται στο παράρτημα IV της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Εάν η μονάδα παραγωγής έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο ισοδύναμης εκτίμησης, η εν λόγω εκτίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς τον σκοπό αυτό.

1.4.   Απαγορεύεται η καταστροφή της μαγκρόβιας βλάστησης.

1.5.   Η επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης ανάλογο με τη μονάδα παραγωγής υδατοκαλλιέργειας και συλλογής φυκών.

1.6.   Το σχέδιο, το οποίο επικαιροποιείται ετησίως, περιγράφει λεπτομερώς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της δραστηριότητας, την περιβαλλοντική παρακολούθηση και περιλαμβάνει κατάλογο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών συνεπειών στο υδάτινο και χερσαίο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της απόρριψης θρεπτικών ουσιών στο περιβάλλον ανά κύκλο παραγωγής ή ανά έτος. Στο σχέδιο καταγράφονται η παρακολούθηση και η επισκευή του τεχνικού εξοπλισμού.

1.7.   Αμυντικά και προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται κατά των θηρευτών δυνάμει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και των εθνικών κανόνων καταγράφονται στο σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης.

1.8.   Κατά περίπτωση, ο συντονισμός με τις γειτονικές επιχειρήσεις πραγματοποιείται κατά την κατάρτιση του σχεδίου διαχείρισης.

1.9.   Οι επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων υδατοκαλλιέργειας και φυκών καταρτίζουν, στο πλαίσιο του σχεδίου βιώσιμης διαχείρισης, χρονοδιάγραμμα μείωσης των αποβλήτων, το οποίο εφαρμόζεται από την αρχή των εργασιών. Εφόσον είναι δυνατόν, η χρήση πλεονάζουσας θερμότητας περιορίζεται στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

1.10.   Παρασκευή αμεταποίητων προϊόντων

Αν πραγματοποιούνται σε φύκη ή ζώα υδατοκαλλιέργειας εργασίες παρασκευής, εκτός της μεταποίησης, για τις εν λόγω εργασίες ισχύουν κατ’ αναλογία οι γενικές απαιτήσεις που ορίζονται στα σημεία 1.2, 1.3, 1.4, 1.5 και 2.2.3 του μέρους IV.

2.   Προϋποθέσεις για τα φύκη

Επιπλέον των γενικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στα άρθρα 9, 10, 11 και 15 και κατά περίπτωση στο τμήμα 1 του παρόντος μέρους, για τη βιολογική συλλογή και παραγωγή φυκών εφαρμόζονται οι κανόνες που θεσπίζονται στο παρόν τμήμα. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην παραγωγή φυτοπλαγκτού.

2.1.   Μετατροπή

2.1.1.   Η περίοδος μετατροπής για μονάδα παραγωγής για συλλογή φυκών είναι έξι μήνες.

2.1.2.   Η περίοδος μετατροπής για μονάδα παραγωγής για καλλιέργεια φυκών είναι είτε έξι μήνες είτε ένας πλήρης κύκλος παραγωγής, όποια από τις δύο περιόδους είναι μεγαλύτερη.

2.2.   Κανόνες παραγωγής για τα φύκη

2.2.1.   Η συλλογή άγριων φυκών και μερών αυτών θεωρείται βιολογική παραγωγή εφόσον:

α)

οι περιοχές ανάπτυξης είναι κατάλληλες από άποψη υγείας και είναι υψηλής οικολογικής κατάστασης, όπως ορίζεται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, ή η ποιότητά τους είναι ισοδύναμη:

με των ζωνών παραγωγής κατηγορίας Α και Β δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2019, ή

με των αντίστοιχων ζωνών ταξινόμησης που ορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, από την 14η Δεκεμβρίου 2019·

β)

η συλλογή δεν θίγει σημαντικά τη σταθερότητα του φυσικού οικοσυστήματος ή τη διατήρηση του είδους στην περιοχή συλλογής.

2.2.2.   Για να χαρακτηριστεί η καλλιέργεια φυκών ως βιολογική, πραγματοποιείται σε περιοχές των οποίων τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά υγείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με εκείνα που περιγράφονται στο σημείο 2.2.1. στοιχείο α). Επιπλέον, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες παραγωγής:

α)

χρησιμοποιούνται βιώσιμες πρακτικές σε όλα τα στάδια παραγωγής, από τη συλλογή των νεαρών φυκών έως τη συγκομιδή·

β)

για να διασφαλιστεί ότι διατηρείται ευρύ απόθεμα γονιδίων, διεξάγεται τακτικά συλλογή νεαρών φυκών στο φυσικό περιβάλλον ώστε να διατηρηθεί και να αυξηθεί η ποικιλότητα του αποθέματος της ελεγχόμενης καλλιέργειας·

γ)

απαγορεύεται η χρήση λιπασμάτων εκτός των εγκαταστάσεων ελεγχόμενης καλλιέργειας και μόνο εφόσον έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή προς το σκοπό αυτό.

2.3.   Καλλιέργεια φυκών

2.3.1.   Στην καλλιέργεια φυκών στη θάλασσα χρησιμοποιούνται μόνο φυσικά θρεπτικά συστατικά που υπάρχουν στο περιβάλλον ή προέρχονται από την παραγωγή ζώων βιολογικής υδατοκαλλιέργειας, και, κατά προτίμηση, βρίσκονται στη γύρω περιοχή ως τμήμα συστήματος πολυκαλλιέργειας.

2.3.2.   Στις χερσαίες μονάδες, στις οποίες χρησιμοποιούνται εξωτερικές πηγές θρεπτικών ουσιών, τα επίπεδα των θρεπτικών ουσιών στα λύματα είναι αποδεδειγμένα τα ίδια ή χαμηλότερα απ’ ό,τι στα εισρέοντα ύδατα. Μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο τα θρεπτικά στοιχεία φυτικής ή ορυκτής προέλευσης που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή.

2.3.3.   Καταγράφεται η πυκνότητα καλλιέργειας ή η επιχειρησιακή ένταση και διατηρεί την ακεραιότητα του υδάτινου περιβάλλοντος, εξασφαλίζοντας ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση της μέγιστης ποσότητας φυκών την οποία μπορεί να αντέξει το περιβάλλον χωρίς αρνητικές επιπτώσεις.

2.3.4.   Τα σχοινιά και ο λοιπός εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια φυκών επαναχρησιμοποιούνται ή ανακυκλώνονται, εφόσον είναι δυνατό.

2.4.   Βιώσιμη συλλογή άγριων φυκών

2.4.1.   Για τη συλλογή φυκών πραγματοποιείται εξαρχής εφάπαξ υπολογισμός βιομάζας.

2.4.2.   Στη μονάδα ή στις εγκαταστάσεις τηρούνται αποδεικτικά στοιχεία ώστε να μπορεί η επιχείρηση να αποδείξει και η αρχή ελέγχου ή ο φορέας ελέγχου να επαληθεύσουν ότι οι μηχανές συλλογής συλλέγουν μόνο άγρια φύκη που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.4.3.   Η συλλογή πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι ποσότητες που συλλέγονται να μην έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση του υδάτινου περιβάλλοντος. Για να εξασφαλιστεί ότι τα φύκη μπορούν να αναγεννηθούν και για να εξασφαλιστεί ότι αποτρέπονται τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα, λαμβάνονται μέτρα όσον αφορά τις τεχνικές συλλογής, τα ελάχιστα μεγέθη, τις ηλικίες, τους κύκλους αναπαραγωγής ή το μέγεθος των εναπομενόντων φυκών.

2.4.4.   Εάν τα φύκη συλλέγονται σε κοινόκτητη ή κοινόχρηστη περιοχή συλλογής, υπάρχουν διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία που να παράγονται από τη σχετική αρχή την οποία ορίζει το αντίστοιχο κράτος μέλος και να καταδεικνύουν ότι η συνολική ποσότητα είναι σύμφωνη με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Απαιτήσεις για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας

Επιπλέον των γενικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στα άρθρα 9, 10, 11 και 15 και κατά περίπτωση στο τμήμα 1 του παρόντος μέρους, οι κανόνες που θεσπίζονται στο παρόν τμήμα εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή ειδών ιχθύων, μαλακοστράκων, εχινοδέρμων και μαλακίων. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην παραγωγή ζωοπλαγκτού, μικρών μαλακοστράκων, τροχόζωων, σκωλήκων και άλλων υδρόβιων ζώων που προορίζονται για ζωοτροφές.

3.1.   Γενικές απαιτήσεις

3.1.1.   Μετατροπή

Για τους ακόλουθους τύπους εγκαταστάσεων υδατοκαλλιέργειας, περιλαμβανομένων των υφιστάμενων ζώων υδατοκαλλιέργειας, εφαρμόζονται οι ακόλουθες περίοδοι μετατροπής για μονάδες παραγωγής υδατοκαλλιέργειας:

α)

για εγκαταστάσεις οι οποίες δεν μπορούν να στραγγιστούν, να καθαριστούν και να απολυμανθούν, περίοδος μετατροπής 24 μηνών·

β)

για εγκαταστάσεις που έχουν στραγγιστεί ή των οποίων η λειτουργία έχει διακοπεί, περίοδος μετατροπής 12 μηνών·

γ)

για εγκαταστάσεις που έχουν στραγγιστεί, καθαριστεί και απολυμανθεί περίοδος μετατροπής έξι μηνών·

δ)

για εγκαταστάσεις σε ανοικτά υδάτινα συστήματα, περιλαμβανομένων εκείνων όπου παράγονται δίθυρα μαλάκια περίοδος μετατροπής τριών μηνών.

3.1.2.   Προέλευση των ζώων υδατοκαλλιέργειας

3.1.2.1.   Αναφορικά με την προέλευση των ζώων υδατοκαλλιέργειας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η βιολογική υδατοκαλλιέργεια βασίζεται στην εκτροφή νέων ζώων που προέρχονται από βιολογικούς γεννήτορες και από μονάδες βιολογικής παραγωγής·

β)

χρησιμοποιούνται τοπικά εκτρεφόμενα είδη και με την αναπαραγωγή επιδιώκεται να παραχθούν στελέχη τα οποία είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στις συνθήκες παραγωγής, διασφαλίζοντας την καλή υγεία και μεταχείριση των ζώων και την ορθή χρησιμοποίηση των ζωοτροφών. Αποδεικτικά στοιχεία για την προέλευση και την αγωγή τους τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής ή, κατά περίπτωση, της αρχής ελέγχου ή του φορέα ελέγχου·

γ)

επιλέγονται είδη τα οποία είναι ανθεκτικά και μπορούν να εκτραφούν χωρίς να προκαλούνται σημαντικές βλάβες στα άγρια αποθέματα·

δ)

για την αναπαραγωγή, άγρια ζώα ή ζώα μη βιολογικής υδατοκαλλιέργειας μπορούν να εισάγονται σε μια εκμετάλλευση μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις εφόσον δεν διατίθεται βιολογική φυλή ή νέο γενετικό απόθεμα για αναπαραγωγικούς σκοπούς εισάγεται στη μονάδα παραγωγής κατόπιν αδειοδότησης από την αρμόδια αρχή για σκοπούς βελτίωσης της καταλληλότητας του γενετικού αποθέματος. Τα ζώα αυτά αποτελούν αντικείμενο βιολογικής διαχείρισης για τρεις μήνες τουλάχιστον πριν από την ενδεχόμενη χρήση τους για αναπαραγωγή. Για ζώα καταχωρισμένα στον κόκκινο κατάλογο απειλούμενων ζωικών ειδών της IUCN, η άδεια χρήσης άγριων δειγμάτων μπορεί να χορηγηθεί μόνο στο πλαίσιο προγραμμάτων διατήρησης τα οποία αναγνωρίζονται από τη σχετική δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για την προσπάθεια διατήρησης·

ε)

για σκοπούς εκτροφής, η συλλογή άγριων ιχθυδίων υδατοκαλλιέργειας περιορίζεται ειδικότερα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

φυσική εισροή προνυμφών και ιχθυδίων μαλακοστράκων ή ιχθύων κατά την πλήρωση δεξαμενών, συστημάτων συγκράτησης και περιφραγμένων χώρων·

ii)

εμπλουτισμός άγριου γόνου ή ιχθυδίων μαλακοστράκων ειδών που δεν περιλαμβάνονται στον κόκκινο κατάλογο απειλούμενων ζωικών ειδών της IUCN σε εκτεταμένες υδατοκαλλιέργειες μέσα σε υγρότοπους, όπως δεξαμενές υφάλμυρου νερού, περιοχές παλίρροιας και παράκτιες λιμνοθάλασσες, εφόσον:

ο εμπλουτισμός είναι σύμφωνος με μέτρα διαχείρισης που εγκρίθηκαν από τις αρμόδιες αρχές για να εξασφαλίζεται η βιώσιμη εκμετάλλευση των αντίστοιχων ειδών και

τα ζώα τρέφονται αποκλειστικά με τροφές φυσικώς διαθέσιμες στο περιβάλλον.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν για σκοπούς εκτροφής την εισαγωγή σε μονάδα βιολογικής παραγωγής, σε ποσοστό 50 % κατ’ ανώτατο όριο, μη βιολογικών ιχθυδίων ειδών που δεν έχουν αναπτυχθεί στην Ένωση ως βιολογικά μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2021, υπό τον όρο ότι τουλάχιστον τα τελευταία δύο τρίτα της διάρκειας του κύκλου παραγωγής υπόκεινται σε βιολογική διαχείριση. Η παρέκκλιση αυτή μπορεί να χορηγείται για μέγιστη περίοδο δύο ετών και δεν είναι ανανεώσιμη.

Για εκμεταλλεύσεις υδατοκαλλιέργειας που βρίσκονται εκτός της Ένωσης, η παρέκκλιση αυτή μπορεί να χορηγείται μόνο από τις αρχές ελέγχου ή τους φορείς ελέγχου που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 για είδη που δεν έχουν αναπτυχθεί ως βιολογικά ούτε στο έδαφος της χώρας στην οποία βρίσκεται η εκμετάλλευση ούτε στην Ένωση. Η παρέκκλιση αυτή μπορεί να χορηγείται για μέγιστη περίοδο δύο ετών και δεν είναι ανανεώσιμη.

3.1.2.2.   Αναφορικά με την αναπαραγωγή εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

δεν χρησιμοποιούνται ορμόνες και παράγωγα·

β)

δεν χρησιμοποιείται παραγωγή στελεχών ενός μόνο φύλου, παρά μόνο μέσω επιλογής με το χέρι, τεχνητή πρόκληση πολυπλοειδίας, τεχνητός υβριδισμός και κλωνοποίηση·

γ)

επιλέγονται τα κατάλληλα στελέχη.

3.1.3.   Διατροφή

3.1.3.1.   Αναφορικά με τις ζωοτροφές για τους ιχθύς, τα μαλακόστρακα και τα εχινόδερμα, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

τα ζώα τρέφονται με ζωοτροφές οι οποίες καλύπτουν τις διατροφικές απαιτήσεις των ζώων στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους·

β)

τα προγράμματα διατροφής καταρτίζονται με γνώμονα τις ακόλουθες προτεραιότητες:

i)

υγεία και καλή μεταχείριση των ζώων,

ii)

υψηλή ποιότητα προϊόντος, περιλαμβανομένης της διατροφικής σύστασης του προϊόντος, που εξασφαλίζει την υψηλή ποιότητα του τελικού εδώδιμου προϊόντος,

iii)

μικρές επιπτώσεις στο περιβάλλον·

γ)

το φυτικό κλάσμα των ζωοτροφών είναι βιολογικό, το δε κλάσμα των ζωοτροφών που προέρχεται από υδρόβια ζώα προέρχεται από βιολογική υδατοκαλλιέργεια ή από αλιεύματα που έχουν πιστοποιηθεί ως βιώσιμα στο πλαίσιο συστήματος που αναγνωρίζεται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

δ)

μη βιολογικές πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης ή προέλευσης από φύκη ή μαγιά, πρώτες ύλες ζωοτροφών ορυκτής ή μικροβιακής προέλευσης, πρόσθετες ύλες ζωοτροφών και τεχνολογικά βοηθήματα χρησιμοποιούνται μόνον εάν έχουν εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

ε)

δεν χρησιμοποιούνται αυξητικοί παράγοντες και συνθετικά αμινοξέα.

3.1.3.2.   Για τα δίθυρα μαλάκια και άλλα είδη που δεν τρέφονται από τον άνθρωπο αλλά αντίθετα με φυσικό πλαγκτόν οι ακόλουθοι κανόνες ισχύουν:

α)

τα εν λόγω διηθούντα ζώα λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες διατροφικές απαιτήσεις τους από τη φύση πλην των περιπτώσεων των νεαρών οργανισμών που αναπτύσσονται σε εκκολαπτήρια και ιχθυογεννητικούς σταθμούς·

β)

οι περιοχές ανάπτυξης είναι κατάλληλες από άποψη υγείας και είναι είτε υψηλής οικολογικής κατάστασης, όπως ορίζεται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, είτε καλής περιβαλλοντικής κατάστασης, όπως ορίζεται στην οδηγία 2008/56/ΕΚ, ή ποιότητας ισοδύναμης με:

των ζωνών παραγωγής κατηγορίας Α δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004, μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2019, ή

των αντίστοιχων ζωνών ταξινόμησης που ορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625, από τις 14 Δεκεμβρίου 2019.

3.1.3.3.   Ειδικοί κανόνες για τις ζωοτροφές των σαρκοφάγων ζώων υδατοκαλλιέργειας

Κατά την προμήθεια ζωοτροφών για τα σαρκοφάγα ζώα υδατοκαλλιέργειας τηρούνται οι ακόλουθες προτεραιότητες:

α)

ζωοτροφές από βιολογική υδατοκαλλιέργεια·

β)

ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια από υπολείμματα βιολογικής υδατοκαλλιέργειας που προέρχονται από ιχθύς, μαλακόστρακα ή μαλάκια·

γ)

ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια και ζωοτροφές με συστατικά ιχθύων που προέρχονται από υπολείμματα ιχθύων, μαλακόστρακων ή μαλακίων που έχουν ήδη αλιευθεί για ανθρώπινη κατανάλωση στο πλαίσιο βιώσιμης αλιείας·

δ)

ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια και ζωοτροφές με συστατικά ιχθύων που προέρχονται από ολόκληρους ιχθύς, μαλακόστρακα ή μαλάκια που έχουν αλιευθεί στο πλαίσιο βιώσιμης αλιείας και δεν χρησιμοποιούνται για ανθρώπινη κατανάλωση·

ε)

βιολογικές πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής ή ζωικής προέλευσης· τα φυτικά υλικά δεν υπερβαίνουν το 60 % του συνόλου των συστατικών.

3.1.3.4.   Ειδικοί κανόνες για τις ζωοτροφές ορισμένων ζώων υδατοκαλλιέργειας

Στο στάδιο της τέλειας ανάπτυξης, οι ιχθύες εσωτερικών υδάτων, οι γαρίδες της οικογένειας Penaeidae και οι ποταμογαρίδες και τα τροπικά ψάρια γλυκών υδάτων τρέφονται ως εξής:

α)

με φυσικές ζωοτροφές που είναι διαθέσιμες στις δεξαμενές και στις λίμνες·

β)

σε περίπτωση που φυσικοί διατροφικοί πόροι δεν είναι διαθέσιμοι σε επαρκείς ποσότητες όπως αναφέρεται στο στοιχείο α), μπορούν να χρησιμοποιούνται βιολογικές ζωοτροφές φυτικής προέλευσης, που καλλιεργούνται κατά προτίμηση στην ίδια την εκμετάλλευση, ή φύκη. Οι επιχειρήσεις τηρούν στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την ανάγκη χρησιμοποίησης συμπληρωματικών ζωοτροφών·

γ)

όταν οι φυσικοί διατροφικοί πόροι συμπληρώνονται σύμφωνα με το στοιχείο β):

i)

η μερίδα τροφής των γαρίδων και των ποταμογαρίδων (Macrobrachium spp.) μπορεί να αποτελείται από κατ’ ανώτατο όριο 25 % ιχθυάλευρα και 10 % ιχθυέλαια που προέρχονται από βιώσιμη αλιεία,

ii)

η μερίδα τροφής του γατόψαρου (Pangasius spp.) μπορεί να αποτελείται από κατ’ ανώτατο όριο 10 % ιχθυάλευρα ή ιχθυέλαια που προέρχονται από βιώσιμη αλιεία.

3.1.4.   Προστασία της υγείας

3.1.4.1.   Πρόληψη ασθενειών

Αναφορικά με την πρόληψη των ασθενειών εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η πρόληψη των ασθενειών βασίζεται στην εκτροφή των ζώων υπό άριστες συνθήκες, με την κατάλληλη εγκατάσταση της εκμετάλλευσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις του είδους ως προς την καλή ποιότητα, τη ροή και τον ρυθμό ανταλλαγής των υδάτων, με τον άριστο σχεδιασμό της εκμετάλλευσης, την εφαρμογή ορθών κτηνοτροφικών και διαχειριστικών πρακτικών, περιλαμβανομένων του τακτικού καθαρισμού και της τακτικής απολύμανσης των χώρων, της χορήγησης ζωοτροφών υψηλής ποιότητας, της κατάλληλης πυκνότητας των ζώων και της επιλογής των φυλών και των στελεχών·

β)

επιτρέπεται η χρήση ανοσολογικών κτηνιατρικών φαρμάκων·

γ)

το σχέδιο διαχείρισης της υγείας των ζώων περιγράφει λεπτομερώς τις πρακτικές βιοασφάλειας και πρόληψης ασθενειών, περιλαμβάνει δε γραπτή συμφωνία για παροχή υγειονομικών συμβουλών ανάλογη με τη μονάδα παραγωγής, με ειδικευμένες υπηρεσίες υγείας των ζώων υδατοκαλλιέργειας, οι οποίες επισκέπτονται την εγκατάσταση τουλάχιστον μία φορά ετησίως ή, στην περίπτωση των δίθυρων οστρακοειδών, τουλάχιστον μία φορά ανά διετία·

δ)

τα συστήματα, ο εξοπλισμός και τα εργαλεία της εκμετάλλευσης καθαρίζονται και απολυμαίνονται κατάλληλα·

ε)

οι οργανισμοί βιολογικών εναποθέσεων αφαιρούνται μόνο με φυσικά μέσα ή με τα χέρια και, κατά περίπτωση, επαναφέρονται στη θάλασσα σε κάποια απόσταση από την εκμετάλλευση·

στ)

μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο ουσίες καθαρισμού και απολύμανσης του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

ζ)

αναφορικά με την υδρανάπαυση εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η αρχή ελέγχου ή ο φορέας ελέγχου, καθορίζει εάν είναι αναγκαία η υδρανάπαυση, και καθορίζει την κατάλληλη διάρκειά της, η οποία εφαρμόζεται και τεκμηριώνεται έπειτα από κάθε κύκλο παραγωγής σε θαλάσσια ανοικτά συστήματα συγκράτησης,

ii)

δεν είναι υποχρεωτική για την καλλιέργεια δίθυρων μαλακίων,

iii)

κατά την υδρανάπαυση, οι κλωβοί ή άλλες κατασκευές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ζώων υδατοκαλλιέργειας εκκενώνονται, απολυμαίνονται και παραμένουν κενές μέχρι να χρησιμοποιηθούν ξανά·

η)

εφόσον είναι αναγκαίο, οι αχρησιμοποίητες ζωοτροφές, τα περιττώματα και τα νεκρά ζώα απομακρύνονται ταχέως για να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος σημαντικής περιβαλλοντικής βλάβης όσον αφορά την κατάσταση της ποιότητας των υδάτων, να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι ασθενειών και να αποτρέπεται η προσέλκυση εντόμων ή τρωκτικών·

θ)

μπορούν να χρησιμοποιούνται υπεριώδης ακτινοβολία και όζον μόνο στα εκκολαπτήρια και στους ιχθυογεννητικούς σταθμούς·

ι)

για τον βιολογικό έλεγχο των εκτοπαρασίτων χρησιμοποιούνται, κατά προτίμηση, ψάρια-καθαριστές και διαλύματα γλυκού νερού, θαλασσινού νερού και χλωριούχου νατρίου.

3.1.4.2.   Κτηνιατρική αγωγή

Αναφορικά με την κτηνιατρική αγωγή εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

οι ασθένειες αντιμετωπίζονται αμέσως, ώστε να αποφεύγεται η ταλαιπωρία των ζώων· όταν είναι απαραίτητο, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και υπ’ ευθύνη κτηνιάτρου, επιτρέπεται η χρήση αλλοπαθητικών χημικών συνθετικών κτηνιατρικών φαρμάκων, μεταξύ άλλων και αντιβιοτικών, όταν αντενδείκνυται η χρήση φυτοθεραπευτικών, ομοιοπαθητικών και λοιπών προϊόντων. Κατά περίπτωση καθορίζονται περιορισμοί όσον αφορά τις θεραπευτικές αγωγές και τους χρόνους αναμονής·

β)

επιτρέπονται οι θεραπευτικές αγωγές που επιβάλλονται βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας όσον αφορά την υγεία του ανθρώπου και των ζώων·

γ)

εάν, παρά τα προληπτικά μέτρα για την εξασφάλιση της υγείας των ζώων όπως αναφέρεται στο σημείο 3.1.4.1, παρουσιαστεί πρόβλημα υγείας, μπορεί να εφαρμοστεί κτηνιατρική αγωγή με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:

i)

ουσίες από φυτά, ζώα ή ορυκτά σε ομοιοπαθητική αραίωση,

ii)

φυτά και τα εκχυλίσματά τους τα οποία δεν έχουν αναισθητική δράση και

iii)

ουσίες όπως ιχνοστοιχεία, μέταλλα, φυσικοί ανοσιοδιεγέρτες ή εγκεκριμένα προβιοτικά·

δ)

η χρήση αλλοπαθητικής αγωγής επιτρέπεται δύο φορές ετησίως με εξαίρεση τους εμβολιασμούς και τα υποχρεωτικά προγράμματα εκρίζωσης ασθενειών. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο κύκλος παραγωγής είναι μικρότερος του ενός έτους, επιβάλλεται όριο μίας αλλοπαθητικής αγωγής. Όταν σημειωθεί υπέρβαση των ενδεδειγμένων ορίων για την αλλοπαθητική αγωγή, τα σχετικά ζώα υδατοκαλλιέργειας δεν διατίθενται στην αγορά ως βιολογικά προϊόντα·

ε)

η χρήση αντιπαρασιτικής αγωγής, εκτός των υποχρεωτικών προγραμμάτων καταπολέμησης ασθενειών που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη, επιτρέπεται δύο φορές ετησίως, ή μία φορά όταν ο κύκλος παραγωγής είναι κάτω των 18 μηνώ·ν

στ)

ο χρόνος αναμονής για τις αλλοπαθητικές κτηνιατρικές αγωγές, καθώς και για τις αντιπαρασιτικές αγωγές σύμφωνα με το στοιχείο δ), περιλαμβανομένων των αγωγών στο πλαίσιο υποχρεωτικών προγραμμάτων καταπολέμησης και εκρίζωσης ασθενειών, είναι διπλάσιος από τον χρόνο αναμονής που αναφέρεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή, σε περίπτωση που δεν έχει καθοριστεί σχετική περίοδος, είναι 48 ώρες·

ζ)

κάθε χρήση κτηνιατρικών φαρμάκων, η χρήση αυτή δηλώνεται στην αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση στην αρχή ελέγχου ή στον φορέα ελέγχου πριν τα ζώα διατεθούν στο εμπόριο ως βιολογικά προϊόντα. Τα αποθέματα που έχουν υποβληθεί σε αγωγή είναι σαφώς αναγνωρίσιμα.

3.1.5.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

3.1.5.1.   Απαγορεύονται οι εγκαταστάσεις παραγωγής ζώων υδατοκαλλιέργειας με κλειστό σύστημα ανακυκλοφορίας, με εξαίρεση τα εκκολαπτήρια και τους ιχθυογεννητικούς σταθμούς ή τις εγκαταστάσεις για την παραγωγή ειδών που προορίζονται για βιολογικές ζωοτροφές.

3.1.5.2.   Η τεχνητή θέρμανση ή ψύξη του νερού επιτρέπεται μόνο στα εκκολαπτήρια και στους ιχθυογεννητικούς σταθμούς. Φυσική γεώτρηση νερού για τη θέρμανση ή την ψύξη του νερού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλα τα στάδια παραγωγής.

3.1.5.3.   Το περιβάλλον εκτροφής των ζώων υδατοκαλλιέργειας σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες των ειδών, τα ζώα υδατοκαλλιέργειας:

α)

να έχουν επαρκή χώρο για την άνετη διαβίωσή τους και να έχουν τη σχετική ιχθυοφόρτιση όπως ορίζεται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3·

β)

να διατηρούνται σε νερό καλής ποιότητας με, μεταξύ άλλων, επαρκή ροή και ρυθμό ανταλλαγής των υδάτων, επαρκή επίπεδα οξυγόνου και διατήρηση χαμηλού επιπέδου μεταβολιτών·

γ)

να διατηρούνται σε συνθήκες θερμοκρασίας και φωτός συμβατές με τις απαιτήσεις των ειδών, λαμβανομένης υπόψη και της γεωγραφικής θέσης.

Κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων της ιχθυοφόρτισης στην καλή μεταχείριση των ιχθύων εκτροφής, παρακολουθούνται και λαμβάνονται υπόψη η κατάσταση των ιχθύων (όπως βλάβες στα πτερύγια, άλλοι τραυματισμοί, ρυθμός ανάπτυξης, συμπεριφορά και γενική κατάσταση υγείας) και η ποιότητα του νερού.

Στην περίπτωση των ιχθύων γλυκών υδάτων, το υλικό της επιφάνειας της εγκατάστασης στην οποία διατηρούνται προσομοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με τις φυσικές συνθήκες.

Στην περίπτωση των κυπρίνων και παρόμοιων ειδών:

ο πυθμένας είναι φυσική άργιλος,

η χρήση βιολογικών και ορυκτών λιπασμάτων στις δεξαμενές και στις λίμνες πραγματοποιείται μόνο με προϊόντα λίπανσης και βελτίωσης του εδάφους που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή με μέγιστη εφαρμογή 20 χιλιόγραμμα αζώτου/εκτάριο,

απαγορεύεται η αγωγή με συνθετικές χημικές ουσίες για την καταπολέμηση των υδρόφυτων και της φυτοκάλυψης στα ύδατα παραγωγής.

3.1.5.4.   Ο σχεδιασμός και η κατασκευή των υδάτινων συστημάτων συγκράτησης προβλέπουν ταχύτητα ροής νερού και φυσιοχημικές παραμέτρους που διασφαλίζουν την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων και καλύπτουν τις ανάγκες συμπεριφοράς τους.

Εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των συστημάτων παραγωγής και των συστημάτων συγκράτησης για είδη ή ομάδες ειδών όπως ορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3.

3.1.5.5.   Οι χερσαίες μονάδες εκτροφής πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

για συστήματα συνεχούς ροής, επιτρέπεται η παρακολούθηση και ο έλεγχος της ταχύτητας ροής και της ποιότητας του νερού, τόσο για τα εισρέοντα όσο και για τα εκρέοντα ύδατα·

β)

τουλάχιστον 10 % της περιμετρικής έκτασης («διεπαφή ξηράς-υδάτων») καλύπτεται από αδιατάρακτη φυσική βλάστηση.

3.1.5.6.   Τα θαλάσσια συστήματα συγκράτησης πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

βρίσκονται σε περιοχή όπου η ροή, το βάθος και ο ρυθμός ανταλλαγής των υδάτων είναι κατάλληλοι για να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις στον βυθό και στη γύρω υδάτινη μάζα·

β)

έχουν κλωβούς των οποίων ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η συντήρηση είναι κατάλληλοι όσον αφορά την έκθεσή τους στο επιχειρησιακό περιβάλλον.

3.1.5.7.   Τα συστήματα συγκράτησης σχεδιάζονται, χωροθετούνται και λειτουργούν έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος διαφυγής.

3.1.5.8.   Σε περίπτωση διαφυγής ιχθύων ή μαλακοστράκων, λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεων στο τοπικό οικοσύστημα, μεταξύ των οποίων και η επαναφορά, εφόσον ενδείκνυται. Τηρούνται σχετικά αρχεία.

3.1.5.9.   Για την παραγωγή ζώων υδατοκαλλιέργειας σε τεχνητές λίμνες, δεξαμενές ή αύλακες εκτροφής, οι εκμεταλλεύσεις είναι εξοπλισμένες με φυσικές διηθητικές κλίνες, δεξαμενές καθίζησης, βιολογικά φίλτρα ή μηχανικά φίλτρα για τη συλλογή θρεπτικών ουσιών από τα λύματα ή χρησιμοποιούν φύκη ή ζώα (δίθυρα μαλάκια) τα οποία συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας των λυμάτων. Διενεργείται παρακολούθηση των λυμάτων σε τακτά χρονικά διαστήματα, εφόσον είναι αναγκαίο.

3.1.6.   Καλή μεταχείριση των ζώων

3.1.6.1.   Όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκτροφή ζώων υδατοκαλλιέργειας διαθέτουν τις απαραίτητες βασικές γνώσεις και δεξιότητες όσον αφορά την υγεία και τις ανάγκες καλής μεταχείρισης των εν λόγω ζώων.

3.1.6.2.   Οι χειρισμοί των ζώων υδατοκαλλιέργειας ελαχιστοποιούνται, και αναλαμβάνονται με τη μέγιστη προσοχή. Χρησιμοποιείται κατάλληλος εξοπλισμός και πρωτόκολλα ώστε να αποφεύγονται πιέσεις και σωματικές βλάβες που σχετίζονται με διαδικασίες χειρισμού. Οι χειρισμοί των γεννητόρων γίνονται κατά τέτοιο τρόπο που να ελαχιστοποιεί τις σωματικές βλάβες και το άγχος και με αναισθησία, εφόσον ενδείκνυται. Οι διαδικασίες ταξινόμησης περιορίζονται μόνο στις ελάχιστες απαιτούμενες για την καλή μεταχείριση των ιχθύων.

3.1.6.3.   Ισχύουν οι ακόλουθοι περιορισμοί για τη χρήση τεχνητού φωτισμού:

α)

για την παράταση της φυσικής φωτοπεριόδου δεν σημειώνεται υπέρβαση ενός ανώτατου ορίου που ικανοποιεί τις ανάγκες του έθους, τις γεωγραφικές συνθήκες και την υγεία των ζώων· το εν λόγω ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τις 14 ώρες ημερησίως, με εξαίρεση τη χρήση για αναπαραγωγικούς σκοπούς·

β)

αποφεύγονται οι απότομες αλλαγές της έντασης του φωτός κατά τον χρόνο μεταμόρφωσης με τη χρήση ρυθμιζόμενων φώτων ή φωτισμού στο φόντο.

3.1.6.4.   Ο αερισμός επιτρέπεται για να διασφαλίζεται η καλή μεταχείριση και η υγεία των ζώων. Οι μηχανικοί ανεμιστήρες λειτουργούν, κατά προτίμηση, με ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

3.1.6.5.   Το οξυγόνο χρησιμοποιείται μόνο για σκοπούς που συνδέονται με τις απαιτήσεις υγείας και καλής μεταχείρισης των ζώων και σε κρίσιμες περιόδους της παραγωγής και μεταφοράς και μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

έκτακτες περιπτώσεις αλλαγής της θερμοκρασίας, πτώσης της ατμοσφαιρικής πίεσης ή τυχαίας ρύπανσης των υδάτων·

β)

περιστασιακές διαδικασίες διαχείρισης αποθεμάτων, όπως δειγματοληψία και διαλογή·

γ)

για την εξασφάλιση της επιβίωσης των αποθεμάτων της εκμετάλλευσης.

3.1.6.6.   Λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο η διάρκεια της μεταφοράς των ζώων υδατοκαλλιέργειας.

3.1.6.7.   Η ταλαιπωρία των ζώων περιορίζεται στο ελάχιστο, σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους περιλαμβανομένης της στιγμής της σφαγής.

3.1.6.8.   H εκτομή του μίσχου του οφθαλμού συμπεριλαμβανομένης κάθε παρόμοιας πρακτικής, όπως η απολίνωση, η τομή και η σύνθλιψη, απαγορεύονται.

3.1.6.9.   Οι τεχνικές σφαγής έχουν ως αποτέλεσμα να χάνουν οι ιχθύες τις αισθήσεις τους αμέσως και να μην αισθάνονται πόνο. Οι χειρισμοί πριν από τη σφαγή πραγματοποιούνται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι τραυματισμοί και να εξασφαλίζεται η ελάχιστη δυνατή ταλαιπωρία και η άσκηση ελάχιστης δυνατής πίεσης στο ζώο. Οι διαφορές στα μεγέθη κατά τη συλλογή, στα είδη και στους χώρους παραγωγής λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση των βέλτιστων μεθόδων σφαγής.

3.2.   Λεπτομερείς κανόνες για τα μαλάκια

3.2.1.   Προέλευση του γόνου

Αναφορικά με την προέλευση του γόνου εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

μπορούν να χρησιμοποιούνται άγριοι γόνοι από πηγές εκτός της μονάδας παραγωγής για τα δίθυρα οστρακοειδή, εφόσον δεν προκαλούν σημαντική βλάβη στο περιβάλλον, επιτρέπονται από την τοπική νομοθεσία και εφόσον προέρχονται από:

i)

κλίνες απόθεσης οι οποίες ενδέχεται να καταστραφούν κατά τη χειμερινή περίοδο ή υπερκαλύπτουν τις απαιτήσεις ή

ii)

φυσική απόθεση γόνου οστρακοειδών σε συλλέκτες·

β)

για τα στρείδια του είδους Crassostrea gigas προτιμούνται τα αποθέματα επιλεκτικής αναπαραγωγής για τη μείωση της φυσικής ωοτοκίας·

γ)

τηρούνται αρχεία για τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο συλλογής του άγριου γόνου ώστε να είναι δυνατή η ιχνηλασιμότητα έως την περιοχή συλλογής·

δ)

άγριος γόνος μπορεί να συλλέγεται μόνο αφού η αρμόδια αρχή έχει εκδώσει άδεια γι’ αυτό.

3.2.2.   Πρακτικές στέγασης και κτηνοτροφικές πρακτικές

Αναφορικά με τις πρακτικές στέγασης και τις κτηνοτροφικές πρακτικές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η παραγωγή μπορεί να πραγματοποιείται στην ίδια υδάτινη περιοχή όπου εκτρέφονται βιολογικοί ιχθύες και καλλιεργούνται φύκη στο πλαίσιο συστήματος πολυκαλλιέργειας που τεκμηριώνεται στο σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης. Τα δίθυρα μαλάκια μπορούν επίσης να εκτρέφονται μαζί με γαστερόποδα μαλάκια, όπως λιτορίνες, στο πλαίσιο πολυκαλλιέργειας·

β)

η βιολογική παραγωγή δίθυρων μαλακίων πραγματοποιείται εντός περιοχών που οριοθετούνται με πασσάλους, πλωτήρες ή άλλους εμφανείς σηματοδότες και, κατά περίπτωση, περιορίζονται με δικτυωτούς σάκους, κλωβούς ή άλλα τεχνητά μέσα·

γ)

οι εκμεταλλεύσεις βιολογικής παραγωγής οστρακοειδών ελαχιστοποιούν τους κινδύνους για τα είδη που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από πλευράς διατήρησης. Εάν χρησιμοποιούνται δίχτυα για τους θηρευτές, σχεδιάζονται έτσι ώστε να μην τραυματίζονται τα καταδυόμενα πτηνά.

3.2.3.   Καλλιέργεια

Αναφορικά με την καλλιέργεια εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η καλλιέργεια σε σχοινιά μυδοκαλλιέργειας και άλλες μέθοδοι που απαριθμούνται στις εκτελεστικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 μπορούν να χρησιμοποιούνται στη βιολογική παραγωγή·

β)

η καλλιέργεια στον βυθό μαλακίων επιτρέπεται μόνο εφόσον δεν έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στις περιοχές συλλογής και καλλιέργειας. Μια έρευνα και έκθεση που στηρίζει τα αποδεικτικά στοιχεία για ελάχιστο περιβαλλοντικό αντίκτυπο προστίθεται ως ξεχωριστό κεφάλαιο στο σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης και παρέχεται από την επιχείρηση στην αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου πριν από την έναρξη των εργασιών.

3.2.4.   Διαχείριση

Αναφορικά με τη διαχείριση εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η ιχθυοφόρτιση στην παραγωγή δεν υπερβαίνει εκείνη που εφαρμόζεται στη μη βιολογική παραγωγή μαλακίων στην περιοχή. η διαλογή, η αραίωση και η ιχθυοφόρτιση προσαρμόζονται σε συνάρτηση με τη βιομάζα και με σκοπό να εξασφαλίζονται η καλή μεταχείριση των ζώων και η υψηλή ποιότητα του προϊόντος·

β)

οι οργανισμοί βιολογικών εναποθέσεων αφαιρούνται με φυσικά μέσα ή με τα χέρια και, κατά περίπτωση, επαναφέρονται στη θάλασσα μακριά από τις εκμεταλλεύσεις μαλακίων. Τα μαλάκια μπορούν να υποβάλλονται σε αγωγή μία φορά κατά τον κύκλο παραγωγής με διάλυμα ανθρακικού ασβεστίου για την καταπολέμηση των ανταγωνιστικών οργανισμών εναπόθεσης.

3.2.5.   Ειδικοί κανόνες καλλιέργειας για τα στρείδια

Επιτρέπεται η καλλιέργεια σε σάκους τοποθετούμενους σε στηρίγματα. Οι εν λόγω ή άλλες κατασκευές στις οποίες περιέχονται τα στρείδια διατάσσονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται ο σχηματισμός φραγμού κατά μήκος της ακτογραμμής. Τα αποθέματα τοποθετούνται προσεκτικά στις κλίνες ανάλογα με την παλιρροϊκή ροή για τη βελτιστοποίηση της παραγωγής. Η παραγωγή πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3.

Μέρος IV: Κανόνες παραγωγής για τα μεταποιημένα τρόφιμα

Επιπλέον των γενικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στα άρθρα 9, 11 και 16, οι κανόνες που θεσπίζονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή μεταποιημένων τροφίμων.

1.   Γενικές απαιτήσεις για την παραγωγή μεταποιημένων τροφίμων

1.1.   Πρόσθετα τροφίμων, τεχνολογικά βοηθήματα και άλλες ουσίες και συστατικά που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία τροφίμων και κάθε εφαρμοζόμενη μέθοδος επεξεργασίας, όπως ο καπνισμός, συμμορφώνονται με τις αρχές της ορθής πρακτικής κατά την παραγωγή (6).

1.2.   Οι επιχειρήσεις παραγωγής μεταποιημένων τροφίμων καθιερώνουν και επικαιροποιούν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες βάσει συστηματικού εντοπισμού των κρίσιμων σταδίων μεταποίησης.

1.3.   Η εφαρμογή των διαδικασιών του σημείου 1.2 εξασφαλίζει ανά πάσα στιγμή ότι τα παραγόμενα μεταποιημένα προϊόντα συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

1.4.   Οι επιχειρήσεις συμμορφώνονται προς τις διαδικασίες του σημείου 1.2 και, με την επιφύλαξη του άρθρου 28, τις εφαρμόζουν ειδικότερα:

α)

λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης·

β)

εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα καθαρισμού, παρακολουθούν την αποτελεσματικότητά τους και καταγράφουν τις εργασίες αυτές·

γ)

εγγυώνται ότι τα μη βιολογικά προϊόντα δεν διατίθενται στην αγορά με ένδειξη που περιέχει αναφορά σε μέθοδο βιολογικής παραγωγής.

1.5.   Η παρασκευή μεταποιημένων βιολογικών προϊόντων, προϊόντων υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων διαχωρίζονται η μία από την άλλη χρονικά ή τοπικά. Όταν στην εξεταζόμενη μονάδα παρασκευής παρασκευάζονται ή αποθηκεύονται βιολογικά προϊόντα, προϊόντα υπό μετατροπή και μη βιολογικά προϊόντα, υπό οποιονδήποτε συνδυασμό, η επιχείρηση:

α)

ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου·

β)

πραγματοποιεί τις εργασίες αδιάκοπα μέχρι να ολοκληρωθεί η πλήρης παραγωγή, σε χωριστό τόπο ή χρονική στιγμή από παρόμοιες εργασίες οι οποίες πραγματοποιούνται σε οποιοδήποτε είδος προϊόντος (βιολογικό, υπό μετατροπή ή μη βιολογικό)·

γ)

αποθηκεύει τα βιολογικά προϊόντα, τα προϊόντα υπό μετατροπή και τα μη βιολογικά προϊόντα, πριν και μετά τις εργασίες, σε χωριστό τόπο ή χρόνο τα μεν από τα δε·

δ)

τηρεί ενημερωμένο μητρώο όλων των εργασιών και των ποσοτήτων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία·

ε)

λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται η ταυτοποίηση των παρτίδων και να αποτρέπονται οι προσμίξεις ή ανταλλαγές μεταξύ βιολογικών, υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων·

στ)

πραγματοποιεί εργασίες σε βιολογικά ή υπό μετατροπή προϊόντα μόνο μετά τον ενδεδειγμένο καθαρισμό του εξοπλισμού παραγωγής.

1.6.   Δεν χρησιμοποιούνται προϊόντα, ουσίες και τεχνικές που αποκαθιστούν ιδιότητες οι οποίες χάνονται κατά τη μεταποίηση και την αποθήκευση βιολογικών τροφίμων ή διορθώνουν τις συνέπειες αμέλειας κατά τη μεταποίηση βιολογικών τροφίμων ή μπορούν να παραπλανήσουν με άλλο τρόπο όσον αφορά την πραγματική φύση των προϊόντων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά ως βιολογικά τρόφιμα.

2.   Λεπτομερείς απαιτήσεις για την παραγωγή μεταποιημένων τροφίμων.

2.1.   Για τη σύνθεση των μεταποιημένων βιολογικών τροφίμων ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:

α)

το προϊόν παράγεται κυρίως από γεωργικά συστατικά ή τα προϊόντα που προορίζονται για χρήση ως τρόφιμα τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα I· με σκοπό να καθοριστεί κατά πόσον ένα προϊόν παράγεται κυρίως από τα προϊόντα αυτά, δεν λαμβάνονται υπόψη το προστιθέμενο νερό και αλάτι·

β)

βιολογικό συστατικό δεν επιτρέπεται να συνυπάρχει με το ίδιο συστατικό σε μη βιολογική μορφή·

γ)

συστατικό υπό μετατροπή δεν επιτρέπεται να συνυπάρχει με το ίδιο συστατικό σε βιολογική ή μη βιολογική μορφή.

2.2.   Χρησιμοποίηση ορισμένων προϊόντων και ουσιών στη μεταποίηση τροφίμων.

2.2.1.

Μόνο τα πρόσθετα τροφίμων, τεχνολογικά βοηθήματα και μη βιολογικά γεωργικά συστατικά που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 24 ή το άρθρο 25 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, και τα προϊόντα και οι ουσίες που αναφέρονται στο σημείο 2.2.2, μπορούν να χρησιμοποιούνται στη μεταποίηση τροφίμων, με εξαίρεση τα προϊόντα και τις ουσίες του οινικού τομέα, για τα οποία ισχύει το σημείο 2 του μέρους VI, και με εξαίρεση τη μαγιά, για την οποία ισχύει το σημείο 1.3 του μέρους VII.

2.2.2.

Στη μεταποίηση τροφίμων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ακόλουθα προϊόντα και ουσίες:

α)

παρασκευάσματα μικροοργανισμών και ενζύμων τροφίμων που συνήθως χρησιμοποιούνται στη μεταποίηση τροφίμων, με την προϋπόθεση ότι τα ένζυμα τροφίμων που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα τροφίμων έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

ουσίες και προϊόντα που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) σημείο i) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 που αναγράφονται ως φυσικές αρωματικές ουσίες ή φυσικά αρωματικά παρασκευάσματα, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 4 του εν λόγω κανονισμού·

γ)

χρωστικές ουσίες για τη σφράγιση του κρέατος και του κελύφους αυγών, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008·

δ)

φυσικά χρώματα και φυσικές ουσίες επικάλυψης για τον παραδοσιακό διακοσμητικό χρωματισμό του κελύφους βραστών αυγών που παράγονται με σκοπό να διατεθούν στην αγορά σε συγκεκριμένη περίοδο του έτους·

ε)

πόσιμο νερό και βιολογικό ή μη βιολογικό άλας (με βασικά συστατικά το χλωριούχο νάτριο ή το χλωριούχο κάλιο) που χρησιμοποιείται συνήθως στη μεταποίηση τροφίμων·

στ)

ορυκτά (περιλαμβάνονται τα ιχνοστοιχεία), βιταμίνες, αμινοξέα και μικροθρεπτικά στοιχεία με την προϋπόθεση ότι:

i)

η χρήση τους σε τρόφιμα για κανονική κατανάλωση «επιβάλλεται άμεσα εκ του νόμου», υπό την έννοια ότι επιβάλλεται άμεσα μέσω διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας ή μέσω διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που είναι συμβατές με την ενωσιακή νομοθεσία, με συνέπεια το τρόφιμο να μην μπορεί να διατεθεί καθόλου στην αγορά ως τρόφιμο για κανονική κατανάλωση αν δεν προστεθούν τα εν λόγω ορυκτά, βιταμίνες, αμινοξέα ή μικροθρεπτικά στοιχεία ή

ii)

όσον αφορά τρόφιμο που διατίθεται στην αγορά ως έχον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή επίδραση σε σχέση με την υγεία ή τη διατροφή ή σε σχέση με τις ανάγκες συγκεκριμένων ομάδων καταναλωτών:

για προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 609/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), η χρήση τους επιτρέπεται από τον εν λόγω κανονισμό και από πράξεις που εκδίδονται με βάση το άρθρο 11 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού για τα σχετικά προϊόντα ή

για προϊόντα που ρυθμίζονται με την οδηγία 2006/125/ΕΚ της Επιτροπής (8), η χρήση τους επιτρέπεται από την εν λόγω οδηγία.

2.2.3.

Μόνο προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη μεταποίηση χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω σκοπό.

2.2.4.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 5 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

ορισμένα πρόσθετα τροφίμων που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή υπολογίζονται ως γεωργικά συστατικά·

β)

τα παρασκευάσματα και οι ουσίες που αναφέρονται στο σημείο 2.2.2 στοιχεία α), γ), δ), ε) και στ) δεν υπολογίζονται ως γεωργικά συστατικά·

γ)

η μαγιά και τα προϊόντα μαγιάς υπολογίζονται ως γεωργικά συστατικά.

Μέρος V: Κανόνες παραγωγής για τις μεταποιημένες ζωοτροφές

Επιπλέον των γενικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στα άρθρα 9, 11 και 17, οι κανόνες που θεσπίζονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή μεταποιημένων ζωοτροφών.

1.   Γενικές απαιτήσεις για την παραγωγή μεταποιημένων ζωοτροφών

1.1.

Πρόσθετες ύλες ζωοτροφών, τεχνολογικά βοηθήματα και άλλες ουσίες και συστατικά που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία ζωοτροφών και κάθε χρησιμοποιούμενη μέθοδος επεξεργασίας, όπως ο καπνισμός, συμμορφώνονται με τις αρχές της ορθής πρακτικής κατά την παραγωγή.

1.2.

Οι επιχειρήσεις που παράγουν μεταποιημένων ζωοτροφών καθιερώνουν και επικαιροποιούν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες βάσει συστηματικού εντοπισμού των κρίσιμων σταδίων μεταποίησης.

1.3.

Η εφαρμογή των διαδικασιών του σημείου 1.2 εξασφαλίζει ότι τα παραγόμενα μεταποιημένα προϊόντα συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό ανά πάσα στιγμή.

1.4.

Οι επιχειρήσεις συμμορφώνονται προς τις διαδικασίες του σημείου 1.2 και, με την επιφύλαξη του άρθρου 28, ειδικότερα:

α)

λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης·

β)

εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα καθαρισμού, παρακολουθούν την αποτελεσματικότητά τους και καταγράφουν τις εν λόγω εργασίες·

γ)

εγγυώνται ότι τα μη βιολογικά προϊόντα δεν διατίθενται στην αγορά με ένδειξη που περιέχει αναφορά σε μέθοδο βιολογικής παραγωγής.

1.5.

Η παρασκευή μεταποιημένων βιολογικών προϊόντων, προϊόντων υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων διαχωρίζονται η μία από την άλλη χρονικά ή τοπικά. Όταν στην εξεταζόμενη μονάδα παρασκευής παρασκευάζονται ή αποθηκεύονται, υπό οποιονδήποτε συνδυασμό, βιολογικά, υπό μετατροπή και μη βιολογικά προϊόντα, η επιχείρηση:

α)

ενημερώνει σχετικά την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου·

β)

πραγματοποιεί τις εργασίες αδιάκοπα μέχρι να ολοκληρωθεί η σειρά παραγωγής, χωριστά σε τόπο ή σε χρονική στιγμή από παρόμοιες εργασίες οι οποίες πραγματοποιούνται σε οποιοδήποτε άλλο είδος προϊόντος (βιολογικό, υπό μετατροπή ή μη βιολογικό)·

γ)

αποθηκεύει τα βιολογικά προϊόντα, τα προϊόντα υπό μετατροπή και τα μη βιολογικά προϊόντα, πριν και μετά τις εργασίες, σε χωριστό τόπο ή χρόνο τα μεν από τα δε·

δ)

τηρεί ενημερωμένο μητρώο όλων των εργασιών και των ποσοτήτων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία·

ε)

λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται η ταυτοποίηση των παρτίδων και να αποτρέπονται οι προσμίξεις ή ανταλλαγές μεταξύ βιολογικών, υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων·

στ)

πραγματοποιεί εργασίες σε βιολογικά προϊόντα ή προϊόντα υπό μετατροπή μόνο μετά τον ενδεδειγμένο καθαρισμό του εξοπλισμού παραγωγής.

2.   Λεπτομερείς απαιτήσεις για την παραγωγή μεταποιημένων ζωοτροφών

2.1.

Οι βιολογικές πρώτες ύλες ζωοτροφών ή οι πρώτες ύλες ζωοτροφών που προέρχονται από παραγωγή υπό μετατροπή δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με ίδιες πρώτες ύλες μη βιολογικής παραγωγής στη σύνθεση βιολογικών ζωοτροφών.

2.2.

Οι πρώτες ύλες ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται ή μεταποιούνται σε βιολογική παραγωγή δεν έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία με συνθετικούς χημικούς διαλύτες.

2.3.

Στη μεταποίηση ζωοτροφών μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο μη βιολογικές πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής προέλευσης, προέλευσης από φύκη ή μαγιά, και ζωικής προέλευσης, πρώτες ύλες ζωοτροφών ορυκτής προέλευσης, πρόσθετες ύλες ζωοτροφών και τεχνολογικά βοηθήματα που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή.

2.4.

Μόνο προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη μεταποίηση χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω σκοπό.

Μέρος VI: Οίνος

1.   Πεδίο εφαρμογής

1.1.

Επιπλέον των γενικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στα άρθρα 9, 10, 11, 16 και 18, οι κανόνες που θεσπίζονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή των προϊόντων του οινικού τομέα όπως αναφέρεται στο στοιχείο ιβ) του άρθρου 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

1.2.

Εφαρμόζονται οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 606/2009 (9) και (ΕΚ) αριθ. 607/2009 (10), εκτός εάν προβλέπεται ρητά το αντίθετο στο παρόν μέρος.

2.   Χρήση ορισμένων προϊόντων και ουσιών

2.1.

Τα προϊόντα του οινικού τομέα παράγονται από βιολογικές πρώτες ύλες.

2.2.

Στην παρασκευή προϊόντων του οινικού τομέα, περιλαμβανομένων των οινολογικών πρακτικών, μεθόδων και διεργασιών μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο προϊόντα και ουσίες που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των περιορισμών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 606/2009 και ειδικότερα στο παράρτημα I Α του τελευταίου κανονισμού.

3.   Οινολογικές πρακτικές και περιορισμοί

3.1.

Με την επιφύλαξη των τμημάτων 1 και 2 του παρόντος μέρους και των ειδικών απαγορεύσεων και περιορισμών που προβλέπονται στα σημεία 3.2, 3.3 και 3.4, επιτρέπονται μόνον οι οινολογικές πρακτικές, μέθοδοι και διεργασίες, περιλαμβανομένων των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 80 και στο άρθρο 83 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, στα άρθρα 3, 5 έως 9 και 11 έως 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009 και στα παραρτήματα των εν λόγω κανονισμών, που χρησιμοποιούνταν πριν από την 1η Αυγούστου 2010.

3.2.

Απαγορεύεται η χρήση των ακόλουθων πρακτικών, μεθόδων και διεργασιών:

α)

μερική συμπύκνωση με ψύξη σύμφωνα με το στοιχείο γ) του τμήματος Β.1 του μέρους 1 του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013·

β)

απομάκρυνση του διοξειδίου του θείου με φυσικές διεργασίες σύμφωνα με το σημείο 8 του παραρτήματος I A του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009·

γ)

επεξεργασία με ηλεκτροδιαπίδυση για την τρυγική σταθεροποίηση των οίνων, σύμφωνα με το σημείο 36 του παραρτήματος I A του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009·

δ)

μερική αφαίρεση αλκοόλης από τους οίνους, σύμφωνα με το σημείο 40 του παραρτήματος I A του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009·

ε)

επεξεργασία με εναλλάκτες κατιόντων για την τρυγική σταθεροποίηση των οίνων, σύμφωνα με το σημείο 43 του παραρτήματος I A του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009.

3.3.

Επιτρέπεται η χρήση των ακόλουθων οινολογικών πρακτικών, μεθόδων και διεργασιών υπό τους εξής όρους:

α)

για τις θερμικές επεξεργασίες, σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος I Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009, υπό τον όρο ότι η θερμοκρασία δεν υπερβαίνει τους 75 °C·

β)

για τη φυγοκέντριση και διήθηση με ή χωρίς αδρανές ενισχυτικό διήθησης, σύμφωνα με το σημείο 3 του παραρτήματος I Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 606/2009, υπό τον όρο ότι το μέγεθος των πόρων δεν θα είναι μικρότερο των 0,2 μικρόμετρων.

3.4.

Τυχόν τροποποίηση που εγκρίνεται μετά την 1η Αυγούστου 2010 σε ό,τι αφορά τις οινολογικές πρακτικές, μεθόδους και διεργασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 ή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 606/2009, εφαρμόζεται στη βιολογική παραγωγή οίνου μόνο αφού τα μέτρα αυτά περιληφθούν όπως προβλέπεται στο παρόν τμήμα και, εφόσον είναι απαραίτητο, έπειτα από διαδικασία αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος κανονισμού.

Μέρος VII: Μαγιά που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή

Επιπλέον των γενικών κανόνων παραγωγής που θεσπίζονται στα άρθρα 9, 11, 16, 17 και 19, οι κανόνες που θεσπίζονται στο παρόν μέρος εφαρμόζονται στη βιολογική παραγωγή μαγιάς που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο ή ζωοτροφή.

1.   Γενικές απαιτήσεις

1.1.

Για την παραγωγή βιολογικής μαγιάς χρησιμοποιούνται μόνο βιολογικώς παραγόμενα υποστρώματα. Ωστόσο, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023, επιτρέπεται η προσθήκη μέχρι 5 % εκχυλίσματος ή προϊόντος αυτόλυσης μη βιολογικής μαγιάς στο υπόστρωμα (υπολογιζόμενο επί του βάρους ξηράς ουσίας) για την παραγωγή βιολογικής μαγιάς όταν οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν εκχύλισμα ή προϊόν αυτόλυσης μαγιάς από βιολογική παραγωγή.

1.2.

Σε βιολογικά τρόφιμα ή ζωοτροφές δεν συνυπάρχουν βιολογική και μη βιολογική μαγιά.

1.3.

Τα ακόλουθα προϊόντα και ουσίες μπορούν να χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, παρασκευή και μορφοποίηση της βιολογικής μαγιάς:

α)

τεχνολογικά βοηθήματα που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24για χρήση στη βιολογική παραγωγή·

β)

τα προϊόντα και οι ουσίες που αναφέρονται στο μέρος IV σημείο 2.2.2 στοιχεία α), β) και ε).

1.4.

Μόνο τα προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη μεταποίηση χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω σκοπό.

(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97 (ΕΕ L 3 της 5.1.2005, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους (ΕΕ L 303 της 18.11.2009, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2008/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη θέσπιση στοιχειωδών κανόνων για την προστασία των μόσχων (ΕΕ L 10 της 15.1.2009, σ. 7).

(4)  Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206).

(6)  Ορθές πρακτικές παραγωγής (ΟΠΠ) όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2023/2006 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την ορθή πρακτική παραγωγής υλικών και αντικειμένων που προορίζονται να έλθουν σε επαφή με τρόφιμα (ΕΕ L 384 της 29.12.2006, σ. 75).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 609/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για τα τρόφιμα τα οποία προορίζονται για βρέφη και μικρά παιδιά και για τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς, και ως υποκατάστατα του συνόλου του διαιτολογίου για τον έλεγχο του σωματικού βάρους και για την κατάργηση της οδηγίας 92/52/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 96/8/ΕΚ, 1999/21/ΕΚ, 2006/125/ΕΚ και 2006/141/ΕΚ, της οδηγίας 2009/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 41/2009 και (ΕΚ) αριθ. 953/2009 (ΕΕ L 181 της 29.6.2013, σ. 35).

(8)  Οδηγία 2006/125/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2006, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και παιδιά μικρής ηλικίας (ΕΕ L 339 της 6.12.2006, σ. 16).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 606/2009 της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2009, για καθορισμό ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008 όσον αφορά τις κατηγορίες αμπελοοινικών προϊόντων, τις οινολογικές πρακτικές και τους περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται (ΕΕ L 193 της 24.7.2009, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 607/2009 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2009, για τον καθορισμό ορισμένων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008 του Συμβουλίου όσον αφορά τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, τις παραδοσιακές ενδείξεις, την επισήμανση και την παρουσίαση ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα (ΕΕ L 193 της 24.7.2009, σ. 60).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΣΥΛΛΟΓΗ, ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ, ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

1.   Συλλογή προϊόντων και μεταφορά στις μονάδες παρασκευής

Οι επιχειρήσεις μπορούν να πραγματοποιούν ταυτόχρονη συλλογή βιολογικών προϊόντων, προϊόντων υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων, μόνο εφόσον λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για να αποτραπεί κάθε πιθανή ανάμειξη ή ανταλλαγή μεταξύ βιολογικών προϊόντων, προϊόντων υπό μετατροπή και μη βιολογικών προϊόντων και να διασφαλιστεί η ταυτοποίηση των βιολογικών προϊόντων και των προϊόντων υπό μετατροπή. Η επιχείρηση διατηρεί τα στοιχεία που αφορούν τις ημερομηνίες, ώρες και το δίκτυο συλλογής καθώς και την ημέρα και ώρα παραλαβής των προϊόντων στη διάθεση της αρχής ελέγχου ή του φορέα ελέγχου.

2.   Συσκευασία και μεταφορά προϊόντων σε άλλες επιχειρήσεις ή μονάδες

2.1.

Οι επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε τα βιολογικά προϊόντα και τα προϊόντα υπό μετατροπή να μεταφέρονται σε άλλες επιχειρήσεις ή μονάδες, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων χονδρικού και λιανικού εμπορίου, μόνο στην κατάλληλη συσκευασία, σε κλειστά δοχεία ή οχήματα με τρόπο που να μην είναι δυνατό να αντικατασταθεί το περιεχόμενο χωρίς παραβίαση ή φθορά της σφραγίδας και με την ύπαρξη ετικέτας που αναφέρει, με την επιφύλαξη όλων των άλλων ενδείξεων που απαιτούνται από το ενωσιακό δίκαιο:

α)

την επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης και, εάν διαφέρει, του ιδιοκτήτη ή του πωλητή του προϊόντος·

β)

την ονομασία του προϊόντος ή περιγραφή της σύνθετης ζωοτροφής που συνοδεύεται με αναφορά στη βιολογική παραγωγή·

γ)

την επωνυμία ή τον κωδικό της αρχής ελέγχου ή του φορέα ελέγχου, στον οποίο υπάγεται η επιχείρηση, και

δ)

κατά περίπτωση, το σήμα ταυτοποίησης της παρτίδας, σύμφωνα με σύστημα σήμανσης το οποίο εγκρίνεται είτε σε εθνικό επίπεδο είτε από την αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου και επιτρέπει τη συσχέτιση της παρτίδας με το αναφερόμενο στο άρθρο 34 παράγραφος 5 αρχείο και αλλού.

Οι πληροφορίες των στοιχείων α) έως δ) μπορούν να αναγράφονται και σε συνοδευτικό έγγραφο, εάν το έγγραφο αυτό μπορεί να συσχετισθεί αδιαμφισβήτητα με τη συσκευασία, το δοχείο ή το όχημα μεταφοράς του προϊόντος. Το συνοδευτικό αυτό έγγραφο περιέχει τα στοιχεία του προμηθευτή ή του μεταφορέα.

2.2.

Δεν απαιτείται κλείσιμο της συσκευασίας, των δοχείων ή των οχημάτων όταν:

α)

η μεταφορά πραγματοποιείται απευθείας μεταξύ δύο επιχειρήσεων που υπόκεινται αμφότερες στο σύστημα βιολογικού ελέγχου·

β)

η μεταφορά αφορά μόνο βιολογικά προϊόντα ή μόνο προϊόντα υπό μετατροπή·

γ)

τα προϊόντα συνοδεύονται από έγγραφο το οποίο δίνει τις απαιτούμενες στο σημείο 2.1 πληροφορίες, και

δ)

τόσο ο αποστολέας όσο και ο παραλήπτης τηρούν μητρώα καταγραφής αυτών των μεταφορών διαθέσιμα στην αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου.

3.   Ειδικοί κανόνες μεταφοράς ζωοτροφών σε άλλες μονάδες παραγωγής ή παρασκευής ή εγκαταστάσεις αποθήκευσης

Κατά τη μεταφορά ζωοτροφών σε άλλες μονάδες παραγωγής ή παρασκευής ή εγκαταστάσεις αποθήκευσης, οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν την τήρηση των ακόλουθων όρων:

α)

κατά τη μεταφορά, εφαρμόζεται αποτελεσματικός υλικός διαχωρισμός των βιολογικών ζωοτροφών, των ζωοτροφών υπό μετατροπή και των μη βιολογικών ζωοτροφών·

β)

τα οχήματα ή τα εμπορευματοκιβώτια που έχουν μεταφέρει μη βιολογικά προϊόντα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για τη μεταφορά βιολογικών προϊόντων ή προϊόντων υπό μετατροπή εάν:

i)

πριν από την έναρξη της μεταφοράς των βιολογικών προϊόντων ή των προϊόντων υπό μετατροπή έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα καθαρισμού δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας και οι επιχειρήσεις καταγράφουν τις εν λόγω εργασίες,

ii)

λαμβάνονται όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα, σε συνάρτηση με τους κινδύνους οι οποίοι αξιολογούνται σύμφωνα με διατάξεις ελέγχου και εάν είναι απαραίτητο, οι επιχειρήσεις εγγυώνται ότι μη βιολογικά προϊόντα δεν είναι δυνατόν να διατεθούν στην αγορά με ένδειξη που αναφέρεται σε βιολογική παραγωγή,

iii)

οι επιχειρήσεις τηρούν μητρώα καταγραφής αυτών των μεταφορών διαθέσιμα στην αρχή ελέγχου ή τον φορέα ελέγχου,

γ)

η μεταφορά των τελικών βιολογικών ζωοτροφών ή ζωοτροφών υπό μετατροπή πραγματοποιείται χωριστά ή σε διαφορετικό χρόνο από τη μεταφορά άλλων τελικών προϊόντων·

δ)

καταγράφονται η ποσότητα των προϊόντων κατά την έναρξη της μεταφοράς και η ποσότητα της κάθε παράδοσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παράδοσης.

4.   Μεταφορά ζωντανών ιχθύων

4.1.

Οι ζωντανοί ιχθύες μεταφέρονται σε κατάλληλες δεξαμενές με καθαρό νερό που ικανοποιεί τις φυσιολογικές ανάγκες των ιχθύων όσον αφορά τη θερμοκρασία και το διαλυμένο οξυγόνο.

4.2.

Πριν από τη μεταφορά βιολογικών ιχθύων και προϊόντων ιχθύων, οι δεξαμενές καθαρίζονται επιμελώς, απολυμαίνονται και ξεπλένονται.

4.3.

Λαμβάνονται οι κατάλληλες προφυλάξεις για τη μείωση του άγχους. Κατά τη μεταφορά, η ιχθυοφόρτιση δεν φθάνει σε επίπεδα που καθίστανται επιζήμια για το είδος.

4.4.

Τηρούνται αρχεία σχετικά με τις εργασίες που αναφέρονται στα σημεία 4.1, 4.2 και 4.3.

5.   Παραλαβή προϊόντων από άλλες επιχειρήσεις ή μονάδες

Κατά την παραλαβή ενός βιολογικού προϊόντος ή προϊόντος υπό μετατροπή, η επιχείρηση ελέγχει το κλείσιμο της συσκευασίας, του εμπορευματοκιβωτίου ή του οχήματος, όταν αυτό απαιτείται, και την ύπαρξη των ενδείξεων που προβλέπει το τμήμα 2.

Η επιχείρηση αντιπαραβάλλει τις πληροφορίες της αναφερόμενης στο τμήμα 2 σήμανσης με τα στοιχεία των συνοδευτικών εγγράφων. Το αποτέλεσμα της εξακρίβωσης αυτής καταγράφεται επακριβώς στο αναφερόμενο στο άρθρο 34 παράγραφος 5 αρχείο.

6.   Ειδικοί κανόνες παραλαβής προϊόντων από τρίτη χώρα

Όταν βιολογικά προϊόντα ή προϊόντα υπό μετατροπή εισάγονται από τρίτη χώρα, μεταφέρονται στην κατάλληλη συσκευασία ή σε εμπορευματοκιβώτια που έχουν κλειστεί κατά τρόπο που να αποκλείεται η αντικατάσταση του περιεχομένου και αναγράφουν τα στοιχεία ταυτότητας του εξαγωγέα και όλες τις άλλες ενδείξεις και αριθμούς που επιτρέπουν την ταυτοποίηση της παρτίδας, και συνοδεύονται με το πιστοποιητικό ελέγχου για τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.

Κατά την παραλαβή ενός εισαγόμενου από τρίτη χώρα βιολογικού προϊόντος ή προϊόντος υπό μετατροπή, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραδίδεται η εισαγόμενη αποστολή και το οποίο παραλαμβάνει το προϊόν για περαιτέρω παρασκευή ή εμπορία ελέγχει το κλείσιμο της συσκευασίας ή του εμπορευματοκιβωτίου και, εάν τα προϊόντα εισάγονται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iii), ελέγχει αν το αναφερόμενο στο ίδιο άρθρο πιστοποιητικό καλύπτει το είδος του προϊόντος της αποστολής. Το αποτέλεσμα της εξακρίβωσης αυτής καταγράφεται επακριβώς στο αναφερόμενο στο άρθρο 34 παράγραφος 5 αρχείο.

7.   Αποθήκευση προϊόντων

7.1.

Η διαχείριση των χώρων αποθήκευσης των προϊόντων εξασφαλίζει τη δυνατότητα ταυτοποίησης των παρτίδων και να αποτρέπει κάθε ανάμειξη με (ή μόλυνση από) προϊόντα ή ουσίες που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής. Η ταυτοποίηση των βιολογικών προϊόντων και των προϊόντων υπό μετατροπή είναι δυνατή ανά πάσα στιγμή.

7.2.

Πρώτες ύλες ή ουσίες πέραν αυτών που έχουν εγκριθεί δυνάμει των άρθρων 9 και 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή δεν αποθηκεύονται στις μονάδες παραγωγής βιολογικής φυτικής και ζωικής παραγωγής ή στις μονάδες φυτικής και ζωικής παραγωγής υπό μετατροπή

7.3.

Τα αλλοπαθητικά κτηνιατρικά φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των αντιβιοτικών μπορούν να αποθηκευτούν σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις και εκμεταλλεύσεις υδατοκαλλιέργειας υπό τον όρο ότι έχουν συνταγογραφηθεί από κτηνίατρο σε σχέση με θεραπευτική αγωγή που αναφέρεται στα σημεία 1.5.2.2 του μέρους II και 3.1.4.2 στοιχείο α) του μέρους III του παραρτήματος II, ότι αποθηκεύονται σε ελεγχόμενο χώρο και ότι καταγράφονται στο αρχείο που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 5.

7.4.

Όταν οι επιχειρήσεις χειρίζονται βιολογικά προϊόντα ή προϊόντα υπό μετατροπή ή μη βιολογικά προϊόντα σε οποιονδήποτε συνδυασμό και τα βιολογικά προϊόντα ή προϊόντα υπό μετατροπή αποθηκεύονται σε χώρους στους οποίους αποθηκεύονται και άλλα γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα:

α)

τα βιολογικά προϊόντα ή τα προϊόντα υπό μετατροπή διατηρούνται χωριστά από τα άλλα γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα·

β)

λαμβάνονται όλα τα μέτρα για να είναι δυνατή η ταυτοποίηση των αποστολών και να αποφεύγονται οι αναμείξεις ή ανταλλαγές μεταξύ βιολογικών, υπό μετατροπή ή μη βιολογικών προϊόντων·

γ)

πριν από την αποθήκευση των βιολογικών προϊόντων ή των προϊόντων υπό μετατροπή έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα καθαρισμού δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας και οι επιχειρήσεις καταγράφουν τις εν λόγω εργασίες.

7.5.

Στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης μόνο τα προϊόντα καθαρισμού και απολύμανσης που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 για χρήση στη βιολογική παραγωγή χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω σκοπό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΟΡΟΙ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 30

BG

:

биологичен.

ES

:

ecológico, biológico, orgánico.

CS

:

ekologické, biologické.

DA

:

økologisk.

DE

:

ökologisch, biologisch.

ET

:

mahe, ökoloogiline.

EL

:

βιολογικό.

EN

:

organic.

FR

:

biologique.

GA

:

orgánach.

HR

:

ekološki.

IT

:

biologico.

LV

:

bioloģisks, ekoloģisks.

LT

:

ekologiškas.

LU

:

biologesch, ökologesch.

HU

:

ökológiai.

MT

:

organiku.

NL

:

biologisch.

PL

:

ekologiczne.

PT

:

biológico.

RO

:

ecologic.

SK

:

ekologické, biologické.

SL

:

ekološki.

FI

:

luonnonmukainen.

SV

:

ekologisk.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΛΟΓΟΤΥΠΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

1.   Λογότυπο

1.1.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σύμφωνο με το ακόλουθο υπόδειγμα:

Image

1.2.

Το χρώμα αναφοράς Pantone είναι πράσινο Pantone αριθ. 376 και πράσινο [50 % κυανό + 100 % κίτρινο] όταν χρησιμοποιείται τετραχρωμία.

1.3.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να χρησιμοποιείται σε μαυρόασπρο κατά την κάτωθι εικόνα, μόνο όταν δεν είναι πρακτικά δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το έγχρωμο:

Image

1.4.

Εάν η συσκευασία ή η ετικέτα έχει σκοτεινόχρωμο φόντο, τα σύμβολα μπορούν να χρησιμοποιούνται σε αρνητικό ως προς το χρώμα της συσκευασίας ή της ετικέτας.

1.5.

Εάν χρησιμοποιείται λογότυπο έγχρωμο σε έγχρωμο φόντο, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσδιάκριτο, μπορεί να χρησιμοποιείται ένας εξωτερικός κύκλος ως περίγραμμα γύρω από το λογότυπο, ώστε να επιτυγχάνεται εντονότερη αντίθεση με το φόντο.

1.6.

Όταν μια συσκευασία φέρει ενδείξεις σε ένα μόνο χρώμα, το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να χρησιμοποιείται στο ίδιο χρώμα.

1.7.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ύψος 9 mm τουλάχιστον και πλάτος 13,5 mm τουλάχιστον· η αναλογία ύψους/πλάτους είναι πάντα 1:1,5. Κατ’ εξαίρεση το ελάχιστο ύψος μπορεί να μειωθεί σε 6 mm για τις πολύ μικρές συσκευασίες.

1.8.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να συνδυαστεί με γραφικά στοιχεία ή στοιχεία κειμένου που αναφέρονται στη βιολογική παραγωγή υπό τον όρο ότι δεν τροποποιούν τον χαρακτήρα του λογότυπου βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κάποιες από τις ενδείξεις που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 32. Όταν συνδυάζεται με εθνικά ή ιδιωτικά λογότυπα πράσινου χρώματος διαφορετικού από το χρώμα αναφοράς που προβλέπεται στο σημείο 1.2, το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να χρησιμοποιείται στο εν λόγω χρώμα.

2.   Κωδικοί

Η γενική μορφή των κωδικών είναι η εξής:

ΑΒ-ΓΔΕ-999

όπου:

α)

«ΑΒ» είναι ο κωδικός ISO για τη χώρα στην οποία διενεργούνται οι έλεγχοι·

β)

«ΓΔΕ» είναι όρος με τρία γράμματα τα οποία καθορίζει η Επιτροπή ή κάθε κράτος μέλος, όπως «bio» ή «öko» ή «org» ή «eko» που προσδιορίζουν τον δεσμό με τη βιολογική παραγωγή και

γ)

«999» είναι ο αριθμός αναφοράς, με τρία ψηφία κατ’ ανώτατο όριο που αποδίδεται από:

i)

την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους στις αρχές ελέγχου ή στους φορείς ελέγχου στους οποίους έχει αναθέσει καθήκοντα ελέγχου

ii)

την Επιτροπή, στις:

αρχές ελέγχου ή στους φορείς ελέγχου που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 46

αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 48.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ

Πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων

Image

Κείμενο της εικόνας

1. Αριθμός εγγράφου:

2. (επιλέξτε το κατάλληλο τετραγωνίδιο)

Επιχείρηση

Ομάδα επιχειρήσεων – βλέπε παράρτημα

3. Ονομασία και διεύθυνση της επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων:

4. Δραστηριότητα(-ες) της επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων (επιλέξτε το κατάλληλο τετραγωνίδιο):

Γεωργική παραγωγή

Παρασκευή

Διανομή

Αποθήκευση

Εισαγωγή

Εξαγωγή

Διάθεση στην αγορά

5. Ονομασία, διεύθυνση και κωδικός αριθμός της αρχής ελέγχου ή του φορέα ελέγχου της επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων:

6. Κατηγορία(-ες) των προϊόντων όπως αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 και μέθοδοι παραγωγής (επιλέξτε το κατάλληλο τετραγωνίδιο):

αμεταποίητα φυτά και φυτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των σπόρων και άλλου φυτικού αναπαραγωγικού υλικού

Μέθοδος παραγωγής:

βιολογική παραγωγή εκτός της περιόδου μετατροπής

παραγωγή στη διάρκεια της περιόδου μετατροπής

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

ζώα και αμεταποίητα ζωικά προϊόντα

Μέθοδος παραγωγής:

βιολογική παραγωγή εκτός της περιόδου μετατροπής

παραγωγή στη διάρκεια της περιόδου μετατροπής

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

φύκη και αμεταποίητα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας

Μέθοδος παραγωγής:

βιολογική παραγωγή εκτός της περιόδου μετατροπής

παραγωγή στη διάρκεια της περιόδου μετατροπής

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

Image

Κείμενο της εικόνας

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, για χρήση ως τρόφιμα

Μέθοδος παραγωγής:

παραγωγή βιολογικών προϊόντων

παραγωγή προϊόντων υπό μετατροπή

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

ζωοτροφές

Μέθοδος παραγωγής:

παραγωγή βιολογικών προϊόντων

παραγωγή προϊόντων υπό μετατροπή

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

οίνος

Μέθοδος παραγωγής:

παραγωγή βιολογικών προϊόντων

παραγωγή προϊόντων υπό μετατροπή

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

άλλα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 [κανονισμός για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων] ή που δεν καλύπτονται από προηγούμενες κατηγορίες (να διευκρινισθεί):

Μέθοδος παραγωγής:

παραγωγή βιολογικών προϊόντων

παραγωγή προϊόντων υπό μετατροπή

βιολογική παραγωγή με μη βιολογική παραγωγή [σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 ή στην περίπτωση παρασκευής, διανομής, αποθήκευσης, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης στην αγορά]

Περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού από … μέχρι …

Με το παρόν έγγραφο, που χορηγείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/848 πιστοποιείται ότι η επιχείρηση ή η ομάδα επιχειρήσεων (επιλέξτε ανάλογα με την περίπτωση) πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού.

Ημερομηνία, τόπος:

Υπογραφή εξ ονόματος της εκδότριας αρχής ελέγχου/του εκδίδοντα φορέα ελέγχου:

Παράρτημα – Κατάλογος των μελών της ομάδας επιχειρήσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848

Ονομασία μέλους

Διεύθυνση

 

 

 

 

 

 


ΟΔΗΓΙΕΣ

14.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/93


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/849 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018

για την τροποποίηση των οδηγιών 2000/53/ΕΚ για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, 2006/66/ΕΚ σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, και 2012/19/ΕΕ σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαχείριση των αποβλήτων στην Ένωση θα πρέπει να βελτιωθεί, με στόχο την προστασία, τη διατήρηση και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου και τη συνετή, αποδοτική και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, καθώς και την προώθηση των αρχών της κυκλικής οικονομίας.

(2)

Για να μειωθεί ο κανονιστικός φόρτος για τις μικρές εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις, θα πρέπει να απλουστευθούν οι απαιτήσεις αδειοδότησης και καταχώρισης για τις εν λόγω εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις.

(3)

Οι εκθέσεις εφαρμογής που εκπονούνται από τα κράτη μέλη ανά τριετία δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για την επαλήθευση της συμμόρφωσης ή τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής, ενώ δημιουργούν περιττούς διοικητικούς φόρτους. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να καταργηθούν οι διατάξεις που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να εκπονούν τις εκθέσεις αυτές. Αντ’ αυτού, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία που υποβάλλουν ετησίως τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

(4)

Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη έχουν ουσιαστική σημασία για την αξιολόγηση, από την Επιτροπή, της συμμόρφωσης προς το δίκαιο της Ένωσης για τα απόβλητα από τα κράτη μέλη. Η ποιότητα, η αξιοπιστία και η συγκρισιμότητα των στοιχείων θα πρέπει να βελτιωθούν με την καθιέρωση ενιαίου σημείου εισόδου για όλα τα στοιχεία σχετικά με τα απόβλητα, με τη διαγραφή των παρωχημένων απαιτήσεων για υποβολή στοιχείων, με τη συγκριτική αξιολόγηση των εθνικών μεθοδολογιών υποβολής στοιχείων και με την καθιέρωση έκθεσης ποιοτικού ελέγχου των στοιχείων.

(5)

Η αξιόπιστη υποβολή στοιχείων σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων είναι υψίστης σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή και τη διασφάλιση της συγκρισιμότητας των στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών. Συνεπώς, κατά την υποβολή των εκθέσεων σχετικά με την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στις οδηγίες 2000/53/ΕΚ (4), 2006/66/ΕΚ (5) και 2012/19/ΕΕ (6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους πλέον πρόσφατους κανόνες που έχουν αναπτυχθεί από την Επιτροπή και τις μεθοδολογίες που έχουν αναπτυχθεί από τις αντίστοιχες εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών.

(6)

Η ιεράρχηση των αποβλήτων που καθορίζεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) εφαρμόζεται ως σειρά προτεραιότητας στην ενωσιακή νομοθεσία για την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων και τη διαχείρισή τους. Κατά την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να ληφθεί υπόψη η σειρά των προτεραιοτήτων της ιεράρχησης των αποβλήτων και να εξασφαλιστεί η πρακτική εφαρμογή αυτών των προτεραιοτήτων.

(7)

Στο πλαίσιο της δέσμευσης της Ένωσης για μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, οι οδηγίες 2000/53/ΕΚ, 2006/66/ΕΚ και 2012/19/ΕΕ θα πρέπει να επανεξεταστούν και, εάν κριθεί αναγκαίο, να τροποποιηθούν, αφού ληφθεί υπόψη η εφαρμογή τους και εξεταστεί, μεταξύ άλλων, η σκοπιμότητα του καθορισμού στόχων για συγκεκριμένα υλικά που περιέχονται στις σχετικές ροές αποβλήτων. Κατά την επανεξέταση της οδηγίας 2000/53/ΕΚ, θα πρέπει επίσης να δοθεί προσοχή στο πρόβλημα των οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη, περιλαμβανομένης της αποστολής των μεταχειρισμένων οχημάτων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι είναι οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, και στην εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών αριθ. 9 για τους ανταποκριτές σχετικά με τα οχήματα για τη μεταφορά αποβλήτων. Κατά την επανεξέταση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η τεχνική εξέλιξη νέων τύπων ηλεκτρικών στηλών που δεν χρησιμοποιούν επικίνδυνες ουσίες.

(8)

Για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση της οδηγίας 2000/53/ΕΚ και για την τροποποίηση της οδηγίας 2012/19/ΕΕ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άρθρο 5 παράγραφος 5, το άρθρο 6 παράγραφος 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/53/ΕΚ, όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία, και του άρθρου 19 της οδηγίας 2012/19/ΕΕ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξαγάγει η Επιτροπή, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (8). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(9)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εκτέλεση της οδηγίας 2000/53/ΕΚ όσον αφορά το άρθρο 7 παράγραφος 2 και το άρθρο 9 παράγραφος 1δ αυτής, όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία, και για την εκτέλεση της οδηγίας 2012/19/ΕΕ όσον αφορά το άρθρο 16 παράγραφος 9 αυτής, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(10)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων στην Ένωση και με τον τρόπο αυτό η συμβολή στην προστασία, στη διαφύλαξη και στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς και στη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων των μέτρων, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(11)

Συνεπώς, οι οδηγίες 2000/53/ΕΚ, 2006/66/ΕΚ και 2012/19/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(12)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (10), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να συνοδεύουν την κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης κρίνει ότι είναι δικαιολογημένη η διαβίβαση των εγγράφων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποίηση της οδηγίας 2000/53/ΕΚ

Η οδηγία 2000/53/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για να τροποποιεί τακτικά το παράρτημα II με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, προκειμένου:

i)

να καθορίζει, όπου απαιτείται, μέγιστες τιμές συγκέντρωσης έως τις οποίες η ύπαρξη των αναφερομένων στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου ουσιών, σε συγκεκριμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία οχημάτων, είναι ανεκτή·

ii)

να εξαιρεί ορισμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία οχημάτων από το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, εάν η χρήση των ουσιών που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο είναι αναπόφευκτη·

iii)

να διαγράφει υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία οχημάτων από το παράρτημα II, εάν η χρήση των ουσιών που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου μπορεί να αποφευχθεί·

iv)

να καθορίζει εκείνα τα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία οχημάτων, τα οποία, σύμφωνα με τα σημεία i) και ii), μπορούν να αφαιρούνται πριν από κάθε περαιτέρω επεξεργασία, και να απαιτεί τα εν λόγω υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία να επισημαίνονται ή να καθίστανται αναγνωρίσιμα με άλλα κατάλληλα μέσα.

Η Επιτροπή εκδίδει χωριστή κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σχετικά με κάθε ουσία, υλικό ή κατασκευαστικό στοιχείο που καλύπτεται από τα σημεία i) έως iv).».

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους αναγνωρίζουν αμοιβαία και δέχονται τα πιστοποιητικά καταστροφής που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α για να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία καθορίζοντας ελάχιστες απαιτήσεις για το πιστοποιητικό καταστροφής.».

3)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι όλα τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους αποθηκεύονται (έστω και προσωρινά) και υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων και τις γενικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και σύμφωνα με τις ελάχιστες τεχνικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων για την υγεία και το περιβάλλον.

(*1)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).»·"

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α για την τροποποίηση του παραρτήματος I με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο.».

4)

Στο άρθρο 7 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τους αναγκαίους λεπτομερείς κανόνες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των κρατών μελών με τους στόχους που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Όταν καταρτίζει τους εν λόγω κανόνες, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους συναφείς παράγοντες, μεταξύ άλλων το κατά πόσον είναι διαθέσιμα τα σχετικά στοιχεία και το ζήτημα των εισαγωγών και εξαγωγών οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 11 παράγραφος 2.».

5)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία θεσπίζοντας τα πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Όταν καταρτίζει τα εν λόγω πρότυπα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εργασίες που διεξάγονται εν προκειμένω στα οικεία διεθνή φόρα. Η Επιτροπή συμβάλλει καταλλήλως στο έργο αυτό.».

6)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 διαγράφεται·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 για κάθε ημερολογιακό έτος.

Υποβάλλουν τα στοιχεία ηλεκτρονικά, εντός 18 μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς για το οποίο συνελέγησαν τα στοιχεία. Τα στοιχεία υποβάλλονται με τον μορφότυπο που θεσπίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1δ του παρόντος άρθρου.

Η πρώτη περίοδος υποβολής αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή στοιχείων, σύμφωνα με την παράγραφο 1δ του παρόντος άρθρου, και καλύπτει τα στοιχεία που αφορούν την εν λόγω περίοδο αναφοράς.

1β.   Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1α συνοδεύονται από έκθεση ποιοτικού ελέγχου.

1γ.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1α και δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί την οργάνωση της συλλογής των στοιχείων, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στα κράτη μέλη, καθώς και την πληρότητα, την αξιοπιστία, την έγκαιρη υποβολή και τη συνοχή των εν λόγω στοιχείων. Η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες συστάσεις για βελτίωση. Η έκθεση συντάσσεται μετά την πρώτη υποβολή των στοιχείων από τα κράτη μέλη και στη συνέχεια κάθε τέσσερα έτη.

1δ.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό του μορφοτύπου για την υποβολή των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 11 παράγραφος 2.».

7)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 6 παράγραφος 6 και στο άρθρο 8 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 4 Ιουλίου 2018. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 6 παράγραφος 6 και στο άρθρο 8 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*2).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), του άρθρου 5 παράγραφος 5, του άρθρου 6 παράγραφος 6 και του άρθρου 8 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*2)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»."

8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

Επανεξέταση

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία και, για τον σκοπό αυτό, υποβάλλει έκθεση, συνοδευόμενη, αν κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.».

9)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

Άρθρο 2

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ

Η οδηγία 2006/66/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τα ποσοστά συλλογής σε ετήσια βάση σύμφωνα με το σύστημα που ορίζεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας. Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4), τα κράτη μέλη διαβιβάζουν εκθέσεις ηλεκτρονικά προς την Επιτροπή, εντός 18 μηνών από το τέλος του έτους υποβολής για το οποίο συνελέγησαν τα στοιχεία. Οι εκθέσεις αναφέρουν τον τρόπο με τον οποίο συγκεντρώθηκαν τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσοστού συλλογής.

(*4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2002, για τις στατιστικές των αποβλήτων (ΕΕ L 332 της 9.12.2002, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν εκθέσεις για τα επίπεδα ανακύκλωσης που επιτυγχάνονται κάθε σχετικό ημερολογιακό έτος και για το κατά πόσον επιτεύχθηκαν οι αποδόσεις ανακύκλωσης που προβλέπονται στο τμήμα Β του παραρτήματος III. Υποβάλλουν τα εν λόγω στοιχεία ηλεκτρονικά στην Επιτροπή εντός διαστήματος 18 μηνών από τη λήξη του έτους αναφοράς για το οποίο συνελέγησαν τα στοιχεία.».

3)

Το άρθρο 22 διαγράφεται.

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

Κίνητρα για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων

Προκειμένου να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα, με σκοπό την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα της οδηγίας 2008/98/ΕΚ ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.».

5)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»·

β)

στην παράγραφο 2, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στην έκθεσή της η Επιτροπή περιλαμβάνει αξιολόγηση των ακολούθων πτυχών της παρούσας οδηγίας:».

Άρθρο 3

Τροποποίηση της οδηγίας 2012/19/ΕΕ

Η οδηγία 2012/19/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 διαγράφεται·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή της παραγράφου 4 για κάθε ημερολογιακό έτος.

Υποβάλλουν τα στοιχεία ηλεκτρονικά, εντός 18 μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς για το οποίο συνελέγησαν τα στοιχεία. Τα στοιχεία υποβάλλονται με τον μορφότυπο που θεσπίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 9.

Η πρώτη περίοδος υποβολής αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή στοιχείων, σύμφωνα με την παράγραφο 9, και καλύπτει τα στοιχεία που αφορούν την εν λόγω περίοδο αναφοράς.

7.   Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 6 συνοδεύονται από έκθεση ποιοτικού ελέγχου.

8.   Η Επιτροπή εξετάζει τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 6 και δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης. Η έκθεση αξιολογεί την οργάνωση της συλλογής των στοιχείων, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στα κράτη μέλη, καθώς και την πληρότητα, την αξιοπιστία, την έγκαιρη υποβολή και τη συνοχή των εν λόγω στοιχείων. Η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες συστάσεις για βελτίωση. Η έκθεση συντάσσεται μετά την πρώτη υποβολή των στοιχείων από τα κράτη μέλη και στη συνέχεια κάθε τέσσερα έτη.

9.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό του μορφοτύπου για την υποβολή των στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 2.».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 16α

Κίνητρα για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων

Προκειμένου να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα, με σκοπό την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα της οδηγίας 2008/98/ΕΚ ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.».

3)

Στο άρθρο 19, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά τις αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων IV, VΙΙ, VΙΙΙ και IX της παρούσας οδηγίας στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Η Επιτροπή εκδίδει χωριστή κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σχετικά με κάθε παράρτημα που πρόκειται να τροποποιήσει. Κατά την τροποποίηση του παραρτήματος VII της παρούσας οδηγίας, λαμβάνονται υπόψη οι εξαιρέσεις που αναγνωρίζονται με την οδηγία 2011/65/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5).

(*5)  Οδηγία 2011/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 88).»."

Άρθρο 4

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 5 Ιουλίου 2020. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη σχετικά.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 264 της 20.7.2016, σ. 98.

(2)  ΕΕ C 17 της 18.1.2017, σ. 46.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2018.

(4)  Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34).

(5)  Οδηγία 2006/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ (ΕΕ L 266 της 26.9.2006, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 38).

(7)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(8)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


14.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/100


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/850 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018

για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαχείριση των αποβλήτων στην Ένωση θα πρέπει να βελτιωθεί με στόχο την προστασία, τη διατήρηση και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου, τη συνετή, αποδοτική και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, την προώθηση των αρχών της κυκλικής οικονομίας, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και τη μείωση της εξάρτησης της Ένωσης από εισαγόμενους πόρους.

(2)

Οι στόχοι που παρατίθενται στην οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (4) για τον καθορισμό περιορισμών της υγειονομικής ταφής θα πρέπει να ενισχυθούν, ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τη φιλοδοξία της Ένωσης για μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία και να επιτευχθεί πρόοδος όσον αφορά στην εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την «πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες – κάλυψη των ουσιωδών αναγκών μας για ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη» με τη σταδιακή μείωση στο ελάχιστο της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων που προορίζονται για χώρους υγειονομικής ταφής μη επικίνδυνων αποβλήτων. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η μείωση αυτή θα είναι ενταγμένη σε μια ολοκληρωμένη πολιτική η οποία θα διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, θα ενισχύει τη στροφή προς την πρόληψη, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης, την προετοιμασία για την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση και θα αποτρέπει τη στροφή από την υγειονομική ταφή στην αποτέφρωση.

(3)

Για να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συνοχή στο δίκαιο της Ένωσης για τα απόβλητα, οι ορισμοί που καθορίζονται στην οδηγία 1999/31/ΕΚ θα πρέπει, όπου είναι σκόπιμο, να ευθυγραμμιστούν με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(4)

Είναι αναγκαίο να προσαρμοστεί ο υφιστάμενος ορισμός των «απομονωμένων οικισμών» όσον αφορά τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των οικισμών αυτών, που δημιουργούν πολύ διαφορετικά προβλήματα από περιβαλλοντική άποψη σε σχέση με άλλες περιοχές.

(5)

Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/31/ΕΚ θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με εκείνον της οδηγίας 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και να συνεχίσει να καλύπτει την απόθεση αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2006/21/ΕΚ.

(6)

Σαφή περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη αναμένεται να προκύψουν από περαιτέρω περιορισμούς της υγειονομικής ταφής, αρχής γενομένης με τις ροές αποβλήτων που υπόκεινται σε χωριστή συλλογή, όπως πλαστικά, μέταλλα, γυαλί, χαρτί και βιολογικά απόβλητα. Η τεχνική, περιβαλλοντική ή οικονομική σκοπιμότητα της ανακύκλωσης ή άλλου είδους ανάκτησης των υπολειμματικών αποβλήτων που προέρχονται από χωριστά συλλεγόμενα απόβλητα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών για την υγειονομική ταφή.

(7)

Τα βιοαποδομήσιμα αστικά απόβλητα αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό των αστικών αποβλήτων. Η υγειονομική ταφή των βιοαποδομήσιμων συνεπάγεται σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για το περιβάλλον όσον αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και τη ρύπανση των επιφανειακών υδάτων, των υπόγειων υδάτων, του εδάφους και του αέρα. Μολονότι η οδηγία 1999/31/ΕΚ ορίζει ήδη στόχους εκτροπής από τους χώρους υγειονομικής ταφής των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων, είναι σκόπιμο να τεθούν σε εφαρμογή περαιτέρω περιορισμοί για την υγειονομική ταφή των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων μέσω της απαγόρευσης της υγειονομικής ταφής των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων που έχουν συλλεχθεί χωριστά για ανακύκλωση σύμφωνα με την οδηγία 2008/98/ΕΚ.

(8)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή, από το 2030, περιορισμών στην υγειονομική ταφή για όλα τα απόβλητα που είναι κατάλληλα για ανακύκλωση ή ανάκτηση άλλων υλικών ή ενέργειας. Οι εν λόγω περιορισμοί δεν θα πρέπει να ισχύουν όταν μπορεί να καταδειχθεί ότι τα απόβλητα δεν είναι κατάλληλα για ανακύκλωση ή άλλη ανάκτηση και ότι η υγειονομική ταφή θα αποφέρει τα βέλτιστα συνολικά περιβαλλοντικά αποτελέσματα, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων που προβλέπεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ.

(9)

Πολλά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη αναπτύξει πλήρως την αναγκαία υποδομή διαχείρισης αποβλήτων. Ο καθορισμός στόχων για τη μείωση της υγειονομικής ταφής θα απαιτήσει σοβαρές αλλαγές στη διαχείριση των αποβλήτων σε πολλά κράτη μέλη και θα διευκολύνει περαιτέρω τη χωριστή συλλογή, τη διαλογή και την ανακύκλωση των αποβλήτων και την αποφυγή του εγκλωβισμού των ανακυκλώσιμων υλών στο κατώτερο επίπεδο της ιεράρχησης των αποβλήτων.

(10)

Μια σταδιακή μείωση της υγειονομικής ταφής είναι αναγκαία για την πρόληψη δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον και για να διασφαλιστεί ότι τα οικονομικώς πολύτιμα απόβλητα υλικά ανακτώνται προοδευτικά και αποτελεσματικά μέσω της ορθής διαχείρισης αποβλήτων, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων όπως καθορίζεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ. Η μείωση αυτή θα πρέπει να αποφύγει τη δημιουργία πλεονάζουσας ικανότητας για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας των υπολειμματικών αποβλήτων, όπως μέσω της ανάκτησης ενέργειας ή μέσω χαμηλής ποιότητας μηχανικής βιολογικής επεξεργασίας ακατέργαστων αστικών αποβλήτων, δεδομένου ότι τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της επίτευξης των μακροπρόθεσμων στόχων της Ένωσης όσον αφορά την προετοιμασία για την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση αστικών αποβλήτων, όπως ορίζεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ. Ομοίως, ενώ, προκειμένου να προληφθούν οι δυσμενείς συνέπειες για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζεται ότι μόνον τα απόβλητα που έχουν υποστεί επεξεργασία θα καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής, η συμμόρφωση προς την εν λόγω υποχρέωση δεν θα πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία πλεονάζουσας ικανότητας για την επεξεργασία των υπολειμματικών αστικών αποβλήτων. Επιπλέον, για να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων που ορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ και του στόχου μείωσης της υγειονομικής ταφής που ορίζεται στην οδηγία 1999/31/ΕΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, καθώς και για να διασφαλιστεί ο συντονισμένος σχεδιασμός των υποδομών και των επενδύσεων που χρειάζονται για την επίτευξη των εν λόγω στόχων, θα πρέπει να δοθεί στα κράτη μέλη που διέθεσαν με υγειονομική ταφή περισσότερο από το 60 % των αστικών αποβλήτων τους το 2013, σύμφωνα με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του κοινού ερωτηματολογίου του ΟΟΣΑ και της Eurostat, η δυνατότητα να αποφασίσουν να παρατείνουν την προθεσμία για την επίτευξη του στόχου για μείωση της υγειονομικής ταφής για το 2035.

(11)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των δεδομένων, είναι σημαντικό να καθοριστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν στοιχεία για τα αστικά απόβλητα που έχουν διατεθεί με υγειονομική ταφή. Η υποβολή στοιχείων θα πρέπει να βασίζεται στην ποσότητα των αστικών αποβλήτων που διατίθενται με υγειονομική ταφή αφού υποβληθούν σε επεξεργασία προετοιμασίας για την υγειονομική ταφή, όπως η σταθεροποίηση των βιοαποδομήσιμων αστικών αποβλήτων, και στην εισροή στις διεργασίες αποτέφρωσης. Όσον αφορά τα αστικά απόβλητα που υποβάλλονται σε επεξεργασία προετοιμασίας για ανακύκλωση και ανάκτηση αποβλήτων, όπως διαλογή και μηχανική επεξεργασία, θα πρέπει στον υπολογισμό του στόχου υγειονομικής ταφής να λαμβάνονται υπόψη και τα απόβλητα που προκύπτουν από τις εργασίες αυτές και διατίθενται τελικά σε χώρους υγειονομικής ταφής.

(12)

Κατά την εφαρμογή της υποχρέωσης που προβλέπεται στην οδηγία 1999/31/ΕΚ, να διασφαλίζεται η επεξεργασία των αποβλήτων πριν από την υγειονομική ταφή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν την πλέον ενδεδειγμένη επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της σταθεροποίησης του οργανικού κλάσματος των αποβλήτων, προκειμένου να μειωθούν στο μέτρο του δυνατού οι αρνητικές συνέπειες της υγειονομικής ταφής αποβλήτων στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας ενός τρόπου επεξεργασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα τα οποία έχουν ήδη εφαρμοστεί για τη μείωση των εν λόγω αρνητικών συνεπειών, ιδίως δε τον διαχωρισμό των βιολογικών αποβλήτων και τη χωριστή συλλογή χαρτιού και χαρτονιού.

(13)

Για να διασφαλιστεί η καλύτερη, πιο έγκαιρη και πιο ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και για να προβλεφθούν τυχόν αδυναμίες εφαρμογής, θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα εκθέσεων έγκαιρης προειδοποίησης για τον εντοπισμό των ανεπαρκειών και να καταστεί δυνατή η ανάληψη δράσης πριν από τις προθεσμίες για την επίτευξη των στόχων.

(14)

Προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και να ενισχύσει τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, η Επιτροπή θα πρέπει να προωθήσει τον συντονισμό και την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των διαφόρων τομέων της οικονομίας.

(15)

Οι εκθέσεις εφαρμογής που εκπονούνται από τα κράτη μέλη ανά τριετία δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για την επαλήθευση της συμμόρφωσης ή τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής, ενώ δημιουργούν περιττό διοικητικό φόρτο. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να καταργηθούν οι διατάξεις που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να υποβάλλουν παρόμοιες εκθέσεις. Αντ’ αυτού, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία που υποβάλλουν ετησίως τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

(16)

Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη είναι σημαντικά για την αξιολόγηση από την Επιτροπή της συμμόρφωσης όλων των κρατών μελών προς το δίκαιο της Ένωσης για τα απόβλητα. Η ποιότητα, η αξιοπιστία και η συγκρισιμότητα των στοιχείων θα πρέπει να βελτιωθούν με την καθιέρωση ενός ενιαίου σημείου εισόδου για όλα τα στοιχεία σχετικά με τα απόβλητα, με τη διαγραφή των παρωχημένων απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων, με τη συγκριτική αξιολόγηση των εθνικών μεθοδολογιών υποβολής στοιχείων και με τη θέσπιση έκθεσης ποιοτικού ελέγχου των στοιχείων. Η αξιόπιστη υποβολή στοιχείων σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων είναι υψίστης σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή και τη διασφάλιση της συγκρισιμότητας των στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών. Συνεπώς, κατά την υποβολή των εκθέσεων σχετικά με την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στη οδηγία 1999/31/ΕΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους πλέον πρόσφατους κανόνες που έχουν αναπτυχθεί από την Επιτροπή και τις μεθοδολογίες που έχουν αναπτυχθεί από τις αντίστοιχες εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(17)

Για να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της οδηγίας 1999/31/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά το άρθρο 5α παράγραφος 4, το άρθρο 15 παράγραφος 5 και τα άρθρα 15β και 15γ αυτής όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(18)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων στην Ένωση, και με τον τρόπο αυτό η συμβολή στην προστασία, στη διαφύλαξη και στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς και στη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων των μέτρων, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(19)

Συνεπώς, η οδηγία 1999/31/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(20)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (8), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να συνοδεύουν την κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης κρίνει ότι είναι δικαιολογημένη η διαβίβαση των εγγράφων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η οδηγία 1999/31/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Προκειμένου να υποστηριχτούν οι στόχοι της Ένωσης για τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία και να εκπληρωθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), και ιδίως εκείνες των άρθρων 4 και 12, στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλιστούν η σταδιακή μείωση της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, ιδίως δε των αποβλήτων που είναι κατάλληλα για ανακύκλωση ή άλλου είδους ανάκτηση και, μέσω αυστηρών λειτουργικών και τεχνικών απαιτήσεων για τα απόβλητα και τους χώρους υγειονομικής ταφής, ο καθορισμός μέτρων, διαδικασιών και κατευθυντηρίων γραμμών για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση των αρνητικών συνεπειών για το τοπικό περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά τη ρύπανση των επιφανειακών και των υπογείων υδάτων, του εδάφους και της ατμόσφαιρας, και για το παγκόσμιο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένου του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς και οποιουδήποτε κινδύνου προκύπτει για την υγεία του ανθρώπου από την υγειονομική ταφή των αποβλήτων καθ’ όλο τον κύκλο ζωής του χώρου υγειονομικής ταφής.

(*1)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).»."

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ισχύουν οι ορισμοί “απόβλητα”, “επικίνδυνα απόβλητα”, “μη επικίνδυνα απόβλητα”, “αστικά απόβλητα”, “παραγωγός αποβλήτων”, “κάτοχος αποβλήτων”, “διαχείριση αποβλήτων”, “χωριστή συλλογή”, “ανάκτηση”, “προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση”, “ανακύκλωση” και “διάθεση”, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·»·

β)

τα στοιχεία β), γ), δ) και ν) διαγράφονται·

γ)

στο στοιχείο ρ) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στις εξόχως απόκεντρες περιοχές κατά την έννοια του άρθρου 349 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να εφαρμόσουν τον ακόλουθο ορισμό:

“απομονωμένος οικισμός”: οικισμός:

με όχι περισσότερους από 2 000 κατοίκους ανά οικισμό και όχι περισσότερους από πέντε κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ή με περισσότερους από 2 000 αλλά λιγότερους από 5 000 κατοίκους ανά οικισμό και όχι περισσότερους από πέντε κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και του οποίου η παραγωγή αποβλήτων δεν υπερβαίνει τους 3 000 τόνους ετησίως, και

η απόσταση του οποίου από την πλησιέστερη αστική περιοχή με τουλάχιστον 250 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δεν είναι μικρότερη από 100 χιλιόμετρα και ο οποίος δεν έχει οδική πρόσβαση.».

3)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, η τελευταία περίπτωση διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η διαχείριση αποβλήτων από χερσαίες εξορυκτικές βιομηχανίες, δηλαδή αποβλήτων από μεταλλευτική έρευνα, εξόρυξη, συμπεριλαμβανομένης της φάσης ανάπτυξης πριν από την παραγωγή, κατεργασία και αποθήκευση ορυκτών πόρων, και από εκμετάλλευση λατομείων, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όταν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλων ενωσιακών νομοθετικών πράξεων.».

4)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, διαγράφεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Δύο έτη πριν από την αναφερόμενη στο στοιχείο γ) ημερομηνία το Συμβούλιο επανεξετάζει τον ανωτέρω στόχο, με βάση έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την πρακτική πείρα που απέκτησαν τα κράτη μέλη κατά την επιδίωξη των στόχων που ορίζονται στα στοιχεία α) και β), η οποία συνοδεύεται, όπου είναι σκόπιμο, από πρόταση που αποσκοπεί στην επιβεβαίωση ή στην τροποποίηση αυτού του στόχου, έτσι ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.»·

β)

στην παράγραφο 3, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

τα απόβλητα που έχουν συλλεχθεί χωριστά για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και για ανακύκλωση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ και το άρθρο 22 της εν λόγω οδηγίας, με εξαίρεση τα απόβλητα που προκύπτουν από μεταγενέστερη επεξεργασία χωριστά συλλεγόμενων αποβλήτων για τα οποία η υγειονομική ταφή παράγει τα καλύτερα αποτελέσματα για το περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Τα κράτη μέλη προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι, από το 2030, όλα τα απόβλητα που είναι κατάλληλα για ανακύκλωση ή άλλου είδους ανάκτηση, ιδίως όσον αφορά τα αστικά απόβλητα, δεν γίνονται δεκτά σε χώρο υγειονομικής ταφής με εξαίρεση τα απόβλητα για τα οποία η υγειονομική ταφή παράγει τα καλύτερα αποτελέσματα για το περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο στα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων τους που καθορίζονται στο άρθρο 28 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ ή σε άλλα έγγραφα στρατηγικής που καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους.»·

δ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν τη μείωση, έως το 2035, της ποσότητας των αστικών αποβλήτων που καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής στο 10 % ή λιγότερο της συνολικής ποσότητας των αστικών αποβλήτων που παράγονται (κατά βάρος).

6.   Ένα κράτος μέλος δύναται να αναβάλει την προθεσμία για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 για έως και πέντε έτη, με την προϋπόθεση ότι το εν λόγω κράτος μέλος:

α)

διέθεσε με υγειονομική ταφή περισσότερο από το 60 % των αστικών αποβλήτων του που δημιουργήθηκαν το 2013, σύμφωνα με τις απαντήσεις στο κοινό ερωτηματολόγιο του ΟΟΣΑ και της Eurostat και

β)

το αργότερο 24 μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόθεσή του να αναβάλει την προθεσμία και υποβάλλει σχέδιο εφαρμογής σύμφωνα με το παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας. Το σχέδιο αυτό μπορεί να συνδυαστεί με σχέδιο εφαρμογής υποβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

7.   Εντός τριών μηνών από την παραλαβή του σχεδίου εφαρμογής που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 6 στοιχείο β), η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από ένα κράτος μέλος να επανεξετάσει το εν λόγω σχέδιο, αν η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος IV. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποβάλλει αναθεωρημένο σχέδιο εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της Επιτροπής.

8.   Σε περίπτωση παράτασης της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 6, το κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να μειώσει έως το 2035 την ποσότητα των αστικών αποβλήτων που διατίθενται με υγειονομική ταφή στο 25 % ή λιγότερο της συνολικής ποσότητας των παραγόμενων αστικών αποβλήτων (κατά βάρος).

9.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή επανεξετάζει τον στόχο που ορίζεται στην παράγραφο 5 με σκοπό τη διατήρηση ή, αν ενδείκνυται, τη μείωσή του, την εξέταση της σκοπιμότητας να οριστεί ποσοτικός στόχος κατά κεφαλή για την υγειονομική ταφή, και τη θέσπιση περιορισμών για την υγειονομική ταφή των μη επικίνδυνων αποβλήτων, πλην των αστικών αποβλήτων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.».

5)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 5α

Κανόνες σχετικά με την αποτίμηση της επίτευξης των στόχων

1.   Προκειμένου να εκτιμηθεί αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 6:

α)

υπολογίζεται το βάρος των παραχθέντων αστικών αποβλήτων που οδηγήθηκαν σε υγειονομική ταφή σε ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος·

β)

το βάρος των αποβλήτων από διαδικασίες επεξεργασίας πριν από την ανακύκλωση ή άλλου είδους ανάκτηση αστικών αποβλήτων, όπως η διαλογή ή η μηχανική βιολογική επεξεργασία, τα οποία στη συνέχεια διατίθενται με υγειονομική ταφή, πρέπει να συνυπολογίζεται στο βάρος των αστικών αποβλήτων που δηλώνεται ότι διατέθηκαν με υγειονομική ταφή·

γ)

το βάρος των αστικών αποβλήτων που υποβάλλονται σε εργασίες διάθεσης με αποτέφρωση και το βάρος των αποβλήτων που προκύπτουν από τις εργασίες σταθεροποίησης του βιοαποδομήσιμου κλάσματος των αστικών αποβλήτων με σκοπό την επακόλουθη υγειονομική ταφή τους δηλώνεται ως βάρος αποβλήτων που διατέθηκαν με υγειονομική ταφή·

δ)

το βάρος των αποβλήτων που παράγονται κατά την ανακύκλωση ή σε άλλες εργασίες ανάκτησης αστικών αποβλήτων που στη συνέχεια διατίθενται με υγειονομική ταφή δεν συνυπολογίζεται στο βάρος των αστικών αποβλήτων που δηλώνεται ότι διατέθηκαν με υγειονομική ταφή.

2.   Τα κράτη μέλη καθιερώνουν αποτελεσματικό σύστημα ποιοτικού ελέγχου και ανιχνευσιμότητας των αστικών αποβλήτων που διατίθενται με υγειονομική ταφή, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Μπορούν για τον σκοπό αυτόν να χρησιμοποιούν την κοινή μεθοδολογία που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11α παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

3.   Όταν τα αστικά απόβλητα μεταφέρονται σε άλλο κράτος μέλος ή εξάγονται από την Ένωση για σκοπούς υγειονομικής ταφής, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2), συνυπολογίζονται στην ποσότητα των αποβλήτων που διατίθενται με υγειονομική ταφή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από το κράτος μέλος στο οποίο συλλέχθηκαν τα απόβλητα.

4.   Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις έως τις 31 Μαρτίου 2019 για τη θέσπιση κανόνων υπολογισμού, επαλήθευσης και υποβολής στοιχείων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 5β

Έκθεση έγκαιρης προειδοποίησης

1.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, συντάσσει έκθεση σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 6 το αργότερο τρία έτη πριν από κάθε προθεσμία που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις.

2.   Τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

εκτίμηση της επίτευξης των στόχων από κάθε κράτος μέλος·

β)

κατάλογο των κρατών μελών που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν τους στόχους εντός των αντίστοιχων προθεσμιών, μαζί με τις κατάλληλες συστάσεις για τα οικεία κράτη μέλη·

γ)

παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών οι οποίες χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση και θα μπορούσαν να κατευθύνουν την πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων.

Άρθρο 5γ

Ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών

Η Επιτροπή οργανώνει τακτική ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και, κατά περίπτωση, με τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, για την πρακτική εφαρμογή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

(*2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).»·"

6)

Στο άρθρο 6 στοιχείο α), προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, ιδίως όσον αφορά την ιεράρχηση των αποβλήτων και την αύξηση της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας.».

7)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

8)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Υποβολή στοιχείων

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα δεδομένα που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφοι 2, 5 και 6 για κάθε ημερολογιακό έτος.

Διαβιβάζουν τα στοιχεία αυτά ηλεκτρονικά, εντός 18 μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς για το οποίο συλλέχθηκαν τα στοιχεία. Τα στοιχεία διαβιβάζονται με τον μορφότυπο που θεσπίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Η πρώτη περίοδος υποβολής στοιχείων για την εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφοι 5 και 6 αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή των στοιχείων, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, και καλύπτει τα στοιχεία για την εν λόγω περίοδο υποβολής στοιχείων.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 2 έως την 1η Ιανουαρίου 2025.

3.   Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο συνοδεύονται από έκθεση ποιοτικού ελέγχου.

4.   Η Επιτροπή εξετάζει τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασής της. Η έκθεση αξιολογεί την οργάνωση της συλλογής των στοιχείων, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στα κράτη μέλη, καθώς και την πληρότητα, την αξιοπιστία, την έγκαιρη υποβολή και τη συνοχή των εν λόγω στοιχείων. Η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες συστάσεις για βελτίωση. Η έκθεση συντάσσεται μετά την πρώτη υποβολή των στοιχείων από τα κράτη μέλη και στη συνέχεια κάθε τέσσερα έτη.

5.   Έως τις 31 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση του μορφοτύπου υποβολής των στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.».

9)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 15α

Μέσα για την προαγωγή της μετάβασης σε μια περισσότερο κυκλική οικονομία

Προκειμένου να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα παροχής κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων. Στα εν λόγω μέσα και μέτρα μπορεί να περιλαμβάνονται εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα της οδηγίας 2008/98/ΕΚ ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.

Άρθρο 15β

Καθορισμός του συντελεστή διαπερατότητας στους χώρους υγειονομικής ταφής

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό της μεθόδου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή διαπερατότητας στους χώρους υγειονομικής ταφής, με επιτόπιες δοκιμές και σε όλη την έκταση της εγκατάστασης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 15γ

Ενωσιακό πρότυπο για τη δειγματοληψία αποβλήτων

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την ανάπτυξη προτύπου δειγματοληψίας αποβλήτων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2. Έως ότου εγκριθούν οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα και διαδικασίες.».

10)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Επανεξέταση των παραρτημάτων

Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά τα παραρτήματα και, όπου απαιτείται, υποβάλλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.».

11)

Το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 17

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 39 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

12)

Στο παράρτημα I, το σημείο 3.5 διαγράφεται.

13)

Στο παράρτημα II, το σημείο 5 διαγράφεται.

14)

Στο παράρτημα III σημείο 2, το πρώτο εδάφιο διαγράφεται.

15)

Προστίθεται το παράρτημα IV όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 5 Ιουλίου 2020. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη σχετικά.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 264 της 20.7.2016, σ. 98.

(2)  ΕΕ C 17 της 18.1.2017, σ. 46.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2018 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2018.

(4)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(6)  Οδηγία 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ - Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 15).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(8)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προστίθεται το ακόλουθο παράρτημα:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΣΧΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το σχέδιο εφαρμογής που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

1.

αξιολόγηση των παλαιότερων, των τρεχόντων και των προβλεπόμενων ποσοστών ανακύκλωσης, υγειονομικής ταφής και επεξεργασίας αστικών αποβλήτων και των ροών που τα απαρτίζουν·

2.

αξιολόγηση της εφαρμογής των σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων και των προγραμμάτων για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

3.

τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι ενδέχεται να μην είναι σε θέση να επιτύχει τον σχετικό στόχο που καθορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5 εντός της οριζόμενης σε αυτό προθεσμίας και εκτίμηση της παράτασης της προθεσμίας που απαιτείται για την επίτευξη του εν λόγω στόχου·

4.

τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 8 της παρούσας οδηγίας, τα οποία έχουν εφαρμογή στο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της παράτασης της προθεσμίας, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων οικονομικών μέσων και άλλων μέτρων για την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων όπως καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο παράρτημα IVα της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

5.

χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται στο σημείο 4, καθορισμό του οργάνου που είναι αρμόδιο για την εφαρμογή τους και εκτίμηση της συμβολής τους στην επίτευξη των στόχων που ισχύουν σε περίπτωση χρονικής παράτασης·

6.

πληροφορίες για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”·

7.

μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, όπου απαιτείται, για τη βελτίωση του σχεδιασμού και της παρακολούθησης των επιδόσεων στη διαχείριση των αποβλήτων.».


14.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/109


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/851 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018

για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαχείριση των αποβλήτων στην Ένωση θα πρέπει να βελτιωθεί και να μετατραπεί σε βιώσιμη διαχείριση υλικών με στόχο την προστασία, τη διατήρηση και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου, την εξασφάλιση της συνετής, αποδοτικής και ορθολογικής χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων, την προαγωγή των αρχών της κυκλικής οικονομίας, τη βελτίωση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, τη μείωση της εξάρτησης της Ένωσης από εισαγόμενους πόρους, τη δημιουργία νέων οικονομικών ευκαιριών και τη συμβολή στη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Προκειμένου να καταστεί πραγματικά κυκλική η οικονομία, είναι αναγκαίο να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για τη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση, εστιασμένα σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής των προϊόντων κατά τρόπο που να διατηρεί τους πόρους και να κλείνει τον κύκλο. Η αποδοτικότερη χρήση των πόρων θα απέφερε επίσης σημαντική καθαρή εξοικονόμηση για τις επιχειρήσεις, τις δημόσιες αρχές και τους καταναλωτές στην Ένωση, μειώνοντας ταυτόχρονα τις συνολικές ετήσιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.

(2)

Η βελτίωση της αποδοτικότητας στη χρήση των πόρων και η εξασφάλιση της θεώρησης των αποβλήτων ως πόρου μπορεί να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης της Ένωσης από την εισαγωγή πρώτων υλών και στη διευκόλυνση της μετάβασης σε περισσότερο βιώσιμη διαχείριση υλικών και σε ένα μοντέλο κυκλικής οικονομίας. Η μετάβαση αυτή θα πρέπει να συμβάλλει στους στόχους για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη που καθορίζονται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020» και να δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες για τις τοπικές οικονομίες και τους συμφεροντούχους, ενώ παράλληλα βοηθά να αυξηθούν οι συνέργειες μεταξύ των πολιτικών για την κυκλική οικονομία, την ενέργεια, το κλίμα, τη γεωργία, τη βιομηχανία και την έρευνα, και αποφέρει οφέλη για το περιβάλλον, μειώνοντας τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, και για την οικονομία.

(3)

Οι στόχοι που ορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των αποβλήτων θα πρέπει να αυξηθούν ώστε να αντικατοπτρίζουν ευκρινέστερα τη φιλοδοξία της Ένωσης να μεταβεί σε μια κυκλική οικονομία.

(4)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η συνέπεια της οδηγίας 2008/98/ΕΚ με τις συναφείς νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, όπως η οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(5)

Πολλά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη αναπτύξει πλήρως τις αναγκαίες υποδομές διαχείρισης αποβλήτων. Συνεπώς, είναι σημαντικό να καθοριστούν σαφείς μακροπρόθεσμοι στόχοι για την καθοδήγηση μέτρων και επενδύσεων, ιδίως για να αποτραπεί η δημιουργία υποδομών πλεονάζουσας δυναμικότητας για την επεξεργασία υπολειμματικών αποβλήτων και ο εγκλωβισμός των ανακυκλώσιμων υλικών σε χαμηλότερα επίπεδα της ιεράρχησης των αποβλήτων.

(6)

Τα αστικά απόβλητα αντιστοιχούν κατά προσέγγιση σε ποσοστό μεταξύ 7 και 10 % των συνολικών αποβλήτων που παράγονται στην Ένωση. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ρεύμα αποβλήτων είναι μεταξύ των πιο περίπλοκων στη διαχείριση, ενώ ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διαχείρισή του παρέχει εν γένει καλή ένδειξη για την ποιότητα του συνολικού συστήματος διαχείρισης αποβλήτων σε μια χώρα. Οι προκλήσεις της διαχείρισης αστικών αποβλήτων προκύπτουν από την ιδιαίτερα περίπλοκη και μεικτή τους σύνθεση, την άμεση εγγύτητα των παραγόμενων αποβλήτων με τους πολίτες, την πολύ μεγάλη δημόσια προβολή και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Κατά συνέπεια, η διαχείριση αστικών αποβλήτων απαιτεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα που να περιλαμβάνει ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα συλλογής, ένα αποτελεσματικό σύστημα διαλογής και κατάλληλη ανίχνευση των ροών αποβλήτων, την ενεργό συμμετοχή των πολιτών και των επιχειρήσεων, υποδομές προσαρμοσμένες στη συγκεκριμένη σύνθεση των αποβλήτων και ένα λεπτομερές σύστημα χρηματοδότησης. Οι χώρες που έχουν αναπτύξει αποδοτικά συστήματα διαχείρισης αστικών αποβλήτων έχουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις στη συνολική διαχείριση των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της επίτευξης των στόχων ανακύκλωσης.

(7)

Η πείρα έχει δείξει ότι, ανεξάρτητα από την κατανομή των ευθυνών για τη διαχείριση των αποβλήτων μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, τα συστήματα διαχείρισης των αποβλήτων μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη κυκλικής οικονομίας και ότι η απόφαση σχετικά με την κατανομή των ευθυνών συχνά εξαρτάται από τις γεωγραφικές και διαρθρωτικές συνθήκες. Οι κανόνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία επιτρέπουν συστήματα διαχείρισης αποβλήτων όπου οι δήμοι έχουν τη γενική ευθύνη της συλλογής των αστικών αποβλήτων, συστήματα στα οποία οι υπηρεσίες αυτές ανατίθενται σε ιδιωτικούς φορείς ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Η επιλογή συστήματος και η απόφαση για την αλλαγή του παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

(8)

Οι φυτικές ουσίες από τον κλάδο γεωργικών τροφίμων και τα τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης που δεν προορίζονται πλέον για ανθρώπινη κατανάλωση αλλά για από του στόματος διατροφή ζώων θα πρέπει, προκειμένου να αποφευχθεί η κανονιστική επικάλυψη, να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/98/ΕΚ αν συμμορφώνονται πλήρως προς την ενωσιακή νομοθεσία περί ζωοτροφών. Συνεπώς, η οδηγία 2008/98/ΕΚ δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα εν λόγω προϊόντα και ουσίες όταν χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας χρειάζεται να διευκρινιστεί αντίστοιχα. Με την επιφύλαξη άλλων ενωσιακών διατάξεων που εφαρμόζονται στο πεδίο της διατροφής των ζώων, τα ζωικά υποπροϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ύλες ζωοτροφών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) εξαιρούνται ήδη από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/98/ΕΚ εφόσον καλύπτονται από άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης.

(9)

Είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στην οδηγία 2008/98/ΕΚ ορισμοί για τα μη επικίνδυνα απόβλητα, τα αστικά απόβλητα, τα απόβλητα από κατασκευές και κατεδαφίσεις, τα απόβλητα τροφίμων, την ανάκτηση υλικών, την επίχωση και το πρόγραμμα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, προκειμένου να διευκρινιστεί το πεδίο εφαρμογής αυτών των εννοιών.

(10)

Για να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωσης βασίζονται σε αξιόπιστα και συγκρίσιμα στοιχεία και για να καταστεί εφικτή μία αποτελεσματικότερη παρακολούθηση της προόδου ως προς την επίτευξη αυτών των στόχων, ο ορισμός των αστικών αποβλήτων στην οδηγία 2008/98/ΕΚ θα πρέπει να είναι σύμφωνος με τον ορισμό που χρησιμοποιείται για στατιστικούς σκοπούς από την Eurostat και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), βάσει του οποίου τα κράτη μέλη υποβάλλουν στοιχεία επί σειρά ετών. Τα αστικά απόβλητα ορίζονται ως απόβλητα από νοικοκυριά και απόβλητα από άλλες πηγές, όπως το λιανικό εμπόριο, η διοίκηση, η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες υγείας, οι υπηρεσίες στέγασης και διατροφής και άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες, τα οποία είναι παρόμοια στη φύση και τη σύνθεσή τους με τα οικιακά απόβλητα. Κατά συνέπεια, τα αστικά απόβλητα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα απόβλητα από συντήρηση πάρκων και κήπων, όπως φύλλα, χλόη και υπολείμματα από κλάδεμα δέντρων, τα απόβλητα από υπηρεσίες καθαρισμού οδών και αγορών, όπως το περιεχόμενο των κάδων απορριμμάτων και τα απορρίμματα που συλλέγονται με σάρωση, με εξαίρεση υλικά όπως η άμμος, οι πέτρες, η λάσπη ή η σκόνη. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα απόβλητα από μεγάλης κλίμακας εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα που δεν είναι παρόμοια με τα οικιακά απόβλητα δεν περιλαμβάνονται στα αστικά απόβλητα. Απόβλητα από την παραγωγή, τη γεωργία, τη δασοκομία, την αλιεία, τις κατασκευές και τις κατεδαφίσεις, τις σηπτικές δεξαμενές και τα δίκτυα αποχέτευσης και επεξεργασίας αποβλήτων και τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους δεν θεωρούνται αστικά απόβλητα. Ως αστικά απόβλητα πρέπει να νοούνται εκείνα που αντιστοιχούν στους τύπους αποβλήτων που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 15 01 και στο κεφάλαιο 20, με εξαίρεση τους κωδικούς 20 02 02, 20 03 04 και 20 03 06, του καταλόγου αποβλήτων που θεσπίστηκε με την οδηγία 2014/955/ΕΕ της Επιτροπής (8) ως ίσχυε στις 4 Ιουλίου 2018. Απόβλητα που εμπίπτουν σε άλλα κεφάλαια του εν λόγω καταλόγου δεν πρέπει να θεωρούνται αστικά απόβλητα, παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου τα αστικά απόβλητα υποβάλλονται σε επεξεργασία και υπάγονται στους κωδικούς που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 19 του εν λόγω καταλόγου. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τις σχετικές κατηγορίες του εν λόγω καταλόγου για στατιστικούς λόγους. Ο ορισμός των αστικών αποβλήτων στην παρούσα οδηγία εισάγεται για τους σκοπούς του καθορισμού του πεδίου εφαρμογής των στόχων προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωσης και των κανόνων υπολογισμού τους. Είναι ουδέτερος ως προς τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα της επιχείρησης που διαχειρίζεται τα απόβλητα και περιλαμβάνει επομένως τα οικιακά απόβλητα και απόβλητα από άλλες πηγές των οποίων η διαχείριση γίνεται από δήμους ή για λογαριασμό δήμων ή άμεσα από ιδιωτικούς φορείς.

(11)

Ενώ ο ορισμός των αποβλήτων κατασκευών και κατεδαφίσεων αναφέρεται γενικά στα απόβλητα που προκύπτουν από κατασκευές και κατεδαφίσεις, περιλαμβάνει επίσης τα απόβλητα που προκύπτουν από μικρότερης κλίμακας ατομικές κατασκευές και κατεδαφίσεις σε επίπεδο νοικοκυριών. Τα απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων θα πρέπει να θεωρείται ότι αντιστοιχούν στον τύπο αποβλήτων που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 17 του καταλόγου αποβλήτων που θεσπίστηκε με την απόφαση 2014/955/ΕΕ ως ίσχυε στις 4 Ιουλίου 2018.

(12)

Θα πρέπει να περιληφθεί ορισμός της ανάκτησης υλικών, προκειμένου να καλυφθούν μορφές ανάκτησης πέραν της ανάκτησης ενέργειας και πέραν της επανεπεξεργασίας αποβλήτων για την παραγωγή υλικών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας. Περιλαμβάνει την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και την επίχωση, και άλλες μορφές ανάκτησης υλικών, όπως η επανεπεξεργασία αποβλήτων με σκοπό την παραγωγή δευτερογενών πρώτων υλών για τεχνική χρήση στην κατασκευή οδών ή άλλων υποδομών. Ανάλογα με τις συγκεκριμένες πραγματικές περιστάσεις, η επανεπεξεργασία αυτή μπορεί να εμπίπτει στον ορισμό της ανακύκλωσης, εφόσον η χρήση των υλικών βασίζεται σε κατάλληλους ελέγχους ποιότητας και πληροί όλα τα σχετικά πρότυπα, κανόνες, προδιαγραφές και απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση.

(13)

Θα πρέπει να περιληφθεί ορισμός της επίχωσης, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ότι πρόκειται για κάθε εργασία ανάκτησης από κατάλληλα μη επικίνδυνα απόβλητα, για τον σκοπό της αποκατάστασης σε χώρους όπου έχουν γίνει εκσκαφές ή για τεχνικούς σκοπούς στην αρχιτεκτονική τοπίου. Τα απόβλητα που χρησιμοποιούνται για επίχωση θα πρέπει να περιορίζονται στην ποσότητα που είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

(14)

Θα πρέπει να περιληφθεί ο ορισμός του προγράμματος διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ότι πρόκειται για μια δέσμη μέτρων που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα οποία οι παραγωγοί των προϊόντων φέρουν οικονομική ή οικονομική και οργανωτική ευθύνη για τη διαχείριση του σταδίου του κύκλου ζωής ενός προϊόντος κατά το οποίο το προϊόν καθίσταται απόβλητο, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων χωριστής συλλογής, διαλογής και επεξεργασίας. Η υποχρέωση αυτή μπορεί επίσης να περιλαμβάνει οργανωτική αρμοδιότητα και ευθύνη για συμβολή στην πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων και στη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης και την ανακυκλωσιμότητα των προϊόντων. Οι παραγωγοί των προϊόντων μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις του προγράμματος διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού σε ατομική ή/και συλλογική βάση.

(15)

Προκειμένου να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν χρήση οικονομικών και άλλων μέσων για την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τέλη υγειονομικής ταφής και αποτέφρωσης, προγράμματα «πληρώνω όσο πετάω», προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, διευκόλυνση της δωρεάς τροφίμων, και κίνητρα για τις τοπικές αρχές, ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.

(16)

Προκειμένου να προωθήσουν τη βιώσιμη χρήση των πόρων και τη βιομηχανική συμβίωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν την αναγνώριση ως υποπροϊόντος ουσιών ή αντικειμένων που προκύπτουν από διαδικασία παραγωγής της οποίας πρωταρχικός σκοπός δεν είναι η παραγωγή της συγκεκριμένης ουσίας ή του συγκεκριμένου αντικειμένου, εάν πληρούνται οι εναρμονισμένοι όροι που καθορίζονται σε ενωσιακό επίπεδο. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να θεσπίσει αναλυτικά κριτήρια εφαρμογής του καθεστώτος υποπροϊόντος, δίνοντας προτεραιότητα στις αναπαραγώγιμες πρακτικές βιομηχανικής συμβίωσης.

(17)

Για να αποκτήσουν οι φορείς εκμετάλλευσης σε αγορές δευτερογενών πρώτων υλών μεγαλύτερη βεβαιότητα ως προς τον χαρακτηρισμό ουσιών ή αντικειμένων ως αποβλήτων ή μη αποβλήτων και για να προαχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, είναι σημαντικό να λαμβάνουν τα κράτη μέλη κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα απόβλητα που έχουν υποβληθεί σε εργασία ανάκτησης θεωρείται ότι έχουν πάψει να αποτελούν απόβλητα εάν συμμορφώνονται προς όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με την παρούσα οδηγία. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη θέσπιση νομοθεσίας για τη μεταφορά των εν λόγω προϋποθέσεων υποστηρίζονται από διαδικασίες για την εφαρμογή τους, όπως η θέσπιση ειδικών κριτηρίων αποχαρακτηρισμού από απόβλητο ανά υλικό και εφαρμογή, έγγραφα καθοδήγησης, κατά περίπτωση αποφάσεις και άλλες διαδικασίες για την ειδική εφαρμογή των εναρμονισμένων προϋποθέσεων που θεσπίζονται σε επίπεδο Ένωσης. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις επιβολής για να επαληθεύεται ότι τα απόβλητα που έχουν αποχαρακτηριστεί μετά από διαδικασία ανάκτησης συμμορφώνονται προς το ενωσιακό δίκαιο για τα απόβλητα, τις χημικές ουσίες και τα προϊόντα, κατά προτεραιότητα ιδίως σε ροές αποβλήτων που ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον λόγω της φύσης και του όγκου των εν λόγω ροών αποβλήτων, των αποβλήτων που υπόκεινται σε καινοτόμες διαδικασίες ανάκτησης ή των αποβλήτων που ανακτώνται για μετέπειτα περαιτέρω χρήση σε άλλα κράτη μέλη.Τα μέτρα μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν την επιβολή απαίτησης από τις επιχειρήσεις ανάκτησης αποβλήτων ή τους κατόχους υλικών που έχουν ανακτηθεί από απόβλητα να αποδεικνύουν τη συμμόρφωση προς τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με την παρούσα οδηγία. Προκειμένου να προλαμβάνεται η παράνομη μεταφορά αποβλήτων και να ευαισθητοποιηθούν τα κράτη μέλη και οι οικονομικοί φορείς, θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια σε σχέση με τις προσεγγίσεις των κρατών μελών ως προς τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων, ιδίως όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων κατά περίπτωση και το αποτέλεσμα της επαλήθευσης από τις αρμόδιες αρχές, καθώς και τους ειδικούς προβληματισμούς των κρατών μελών και των αρμόδιων αρχών σχετικά με ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων. Η τελική απόφαση για το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 ή 6 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με την παρούσα οδηγία παραμένει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους και λαμβάνεται με βάση όλες τις σχετικές πληροφορίες που παρέχονται από τον κάτοχο των υλικών ή αποβλήτων.

(18)

Θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να καθορίζει αναλυτικά κριτήρια σχετικά με την εφαρμογή του αποχαρακτηρισμού αποβλήτων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης ειδικών κριτηρίων αποχαρακτηρισμού τουλάχιστον για τα αδρανή υλικά, το χαρτί, τα ελαστικά επίσωτρα και τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας.

(19)

Οι κανόνες σχετικά με τα υποπροϊόντα και τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως του άρθρου 28 και του άρθρου 50 παράγραφοι 4α και 4β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) για τις μεταφορές αποβλήτων, της νομοθεσίας σχετικά με τα χημικά προϊόντα και της νομοθεσίας σχετικά με τη διάθεση ορισμένων προϊόντων στην αγορά. Ο αποχαρακτηρισμός μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι ουσίες ή τα αντικείμενα συμμορφώνονται προς τις οικείες διατάξεις περί προϊόντων. Στην ειδική νομοθεσία για συγκεκριμένα προϊόντα μπορεί να ορίζονται κανόνες αποχαρακτηρισμού αποβλήτων.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη, την παραγωγή, την εμπορία και χρήση προϊόντων και στοιχείων προϊόντων που είναι κατάλληλα για πολλαπλές χρήσεις, περιέχουν ανακυκλωμένα υλικά, είναι ανθεκτικά από τεχνική άποψη και εύκολα επισκευάσιμα και, αφού καταστούν απόβλητα, είναι κατάλληλα για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση, προκειμένου να διευκολυνθεί η ορθή εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων και χωρίς τούτο να αποβαίνει εις βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος που έχουν τα προϊόντα σε ολόκληρη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, η ιεράρχηση των αποβλήτων και, όπου έχει εφαρμογή, η δυνατότητα πολλαπλής ανακύκλωσης.

(21)

Τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της αποδοτικής διαχείρισης των αποβλήτων. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα και οι επιδόσεις τους διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Είναι, επομένως, αναγκαίο να θεσπιστούν ελάχιστες λειτουργικές απαιτήσεις όσον αφορά τα εν λόγω προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, και να διευκρινιστεί ότι οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν και για τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που θεσπίζονται δυνάμει άλλων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, και ιδίως των οδηγιών 2000/53/ΕΚ (10), 2006/66/ΕΚ (11) και 2012/19/ΕΕ (12) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, επιπλέον των απαιτήσεων που καθορίζονται ήδη στην εν λόγω άλλη νομοθεσία, εκτός αν ορίζεται ρητώς το αντίθετο. Είναι αναγκαίο να γίνεται διάκριση μεταξύ των γενικών ελάχιστων απαιτήσεων που ισχύουν για όλα τα προγράμματα και εκείνων που ισχύουν μόνο για οργανώσεις οι οποίες εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματος παραγωγών προϊόντων. Ελλείψει διαφορετικής απόφασης εκ μέρους των κρατών μελών, οι γενικές ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού δεν ισχύουν για τα προγράμματα που δεν πληρούν τον ορισμό του προγράμματος διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού.

(22)

Οι γενικές ελάχιστες απαιτήσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη μείωση των δαπανών και στην ενίσχυση των επιδόσεων, καθώς και στη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καθώς και για τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου, και στην αποφυγή των εμποδίων για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην ενσωμάτωση του κόστους τέλους του κύκλου ζωής στις τιμές των προϊόντων και να παρέχουν κίνητρα στους παραγωγούς, κατά τον σχεδιασμό των προϊόντων τους, να λαμβάνουν καλύτερα υπόψη τις δυνατότητες ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης, επισκευασιμότητας και παρουσίας επικίνδυνων ουσιών. Συνολικά, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να βελτιώνουν τη διακυβέρνηση και τη διαφάνεια των προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού και να μειώνουν την πιθανότητα συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των οργανώσεων που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματος παραγωγών προϊόντων και των επιχειρήσεων διαχείρισης αποβλήτων με τις οποίες συμβάλλονται οι εν λόγω οργανώσεις. Οι απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν τόσο για τα νέα όσο και για τα υφιστάμενα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού. Ωστόσο, είναι αναγκαία μια μεταβατική περίοδος για την προσαρμογή των δομών και των διαδικασιών των υφιστάμενων προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού στις νέες απαιτήσεις.

(23)

Οι δημόσιες αρχές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της συλλογής και την επεξεργασία των αστικών αποβλήτων, και στη σχετική επικοινωνία με τους πολίτες. Οι διατάξεις σχετικά με την οικονομική ευθύνη των παραγωγών προϊόντων στο πλαίσιο των γενικών ελάχιστων απαιτήσεων για τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των δημόσιων αρχών όσον αφορά τη συλλογή και την επεξεργασία των αστικών αποβλήτων.

(24)

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δημόσιες αρχές είναι υπεύθυνες για την οργάνωση των επιχειρησιακών πτυχών της διαχείρισης αποβλήτων από προϊόντα υπαγόμενα σε προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, οι σχετικές υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχονται με τρόπο οικονομικά αποδοτικό και η οικονομική ευθύνη των παραγωγών προϊόντων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο κόστος για την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Το κόστος αυτό θα πρέπει να καθορίζεται με διαφάνεια μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών προϊόντων, των οργανώσεών τους και των δημόσιων αρχών.

(25)

Για την εξασφάλιση κατάλληλης διαχείρισης αποβλήτων, στις περιπτώσεις όπου παραγωγοί προϊόντων ή οργανώσεις που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης παραγωγού εξ ονόματός τους είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση αποβλήτων από προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά, θα πρέπει να μεριμνούν για τη συνέχεια των υπηρεσιών διαχείρισης αποβλήτων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ακόμη κι αφού επιτύχουν τους στόχους που τους έχουν τεθεί. Επίσης, δεν θα πρέπει να περιορίζουν τις υπηρεσίες αυτές, από πλευράς γεωγραφικής κάλυψης και καλυπτόμενων προϊόντων και υλικών, εκεί όπου η συλλογή και η διαχείριση των αποβλήτων είναι πλέον αποδοτικές.

(26)

Οι παραγωγοί των προϊόντων θα πρέπει να καλύπτουν τις δαπάνες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων διαχείρισης των αποβλήτων και των άλλων στόχων και σκοπών, μεταξύ άλλων για την πρόληψη των αποβλήτων, που ορίζονται για το εκάστοτε πρόγραμμα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού. Υπό αυστηρούς όρους, το κόστος αυτό μπορεί να επιμερίζεται στους παραγωγούς ή τους διανομείς που δημιούργησαν αρχικά τα απόβλητα, αν αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη να διασφαλιστούν η κατάλληλη διαχείριση των αποβλήτων και η οικονομική βιωσιμότητα του προγράμματος διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού.

(27)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη ρύθμιση των οικονομικών συνεισφορών των παραγωγών προϊόντων σε προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, προκειμένου να συνδράμει τα κράτη μέλη στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας με τρόπο που να διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για τη διασφάλιση της συνοχής στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να μπορεί να θεσπίζει εναρμονισμένα κριτήρια για τον σκοπό αυτό, με εκτελεστικές πράξεις.

(28)

Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι που έχουν οριστεί για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματος παραγωγών προϊόντων μπορεί να υπαχθούν σε προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένοι να παρακολουθεί και να επαληθεύει τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις αυτές. Ωστόσο, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους παραγωγούς προϊόντων και τις οργανώσεις που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματός τους τα οποία είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος.

(29)

Η πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη βελτίωση της αποδοτικής χρήσης των πόρων και τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των αποβλήτων. Συνεπώς, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, όπως επίσης να παρακολουθούν και να αξιολογούν την πρόοδο της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων. Στο πλαίσιο των μέτρων αυτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διευκολύνουν την ανάπτυξη καινοτόμων παραγωγικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών μοντέλων που περιορίζουν την παρουσία επικίνδυνων ουσιών σε υλικά και προϊόντα, ενθαρρύνουν την αύξηση της διάρκειας ζωής των προϊόντων και προωθούν την επαναχρησιμοποίηση, μεταξύ άλλων με τη δημιουργία και τη στήριξη δικτύων επαναχρησιμοποίησης και επισκευής, όπως εκείνα που διευθύνονται από επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας, με προγράμματα καταβολής εγγύησης-επιστροφής χρημάτων και επιστροφής-επαναπλήρωσης, και με την παροχή κινήτρων για την ανακατασκευή, την ανακαίνιση και, όπου είναι σκόπιμο, τη μετασκευή των προϊόντων, καθώς και πλατφόρμες διαμοιρασμού. Προκειμένου να διασφαλιστεί ομοιόμορφη μέτρηση της συνολικής προόδου που σημειώνεται στην εφαρμογή των μέτρων πρόληψης των αποβλήτων, θα πρέπει να οριστούν κοινοί δείκτες και στόχοι.

(30)

Η προαγωγή της βιωσιμότητας στην παραγωγή και την κατανάλωση μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σχετικά με το θέμα αυτό, και να τους ενθαρρύνουν να συμμετέχουν πιο ενεργά στη βελτίωση της αποδοτικής χρήσης των πόρων. Ως μέρος των μέτρων για τη μείωση της παραγωγής αποβλήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν διαρκείς πρωτοβουλίες επικοινωνίας και εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες με στόχο την αύξηση της ευαισθητοποίησης όσον αφορά την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων και της ρίψης απορριμμάτων και μπορούν να περιλαμβάνουν τη χρήση προγραμμάτων καταβολής εγγύησης-επιστροφής χρημάτων και τη θέσπιση ποσοτικών στόχων, και την παροχή, όπου είναι σκόπιμο, κατάλληλων οικονομικών κινήτρων στους παραγωγούς.

(31)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την προώθηση της πρόληψης και μείωσης της δημιουργίας αποβλήτων τροφίμων σύμφωνα με το θεματολόγιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη με ορίζοντα το 2030, το οποίο εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, και ιδίως τον στόχο για μείωση στο μισό των παγκόσμιων κατά κεφαλήν αποβλήτων τροφίμων σε επίπεδο λιανικού εμπορίου και καταναλωτή και μείωση των απωλειών τροφίμων στα επιμέρους στάδια της αλυσίδας παραγωγής και εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένου της απώλειας μετά τη συγκομιδή, έως το 2030. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην πρόληψη και μείωση της δημιουργίας αποβλήτων τροφίμων κατά την πρωτογενή παραγωγή, την επεξεργασία και τη μεταποίηση, το λιανικό εμπόριο και άλλες μορφές διανομής τροφίμων, σε εστιατόρια και υπηρεσίες εστίασης καθώς και στα νοικοκυριά. Για τη συμβολή στην παρακολούθηση και την επίτευξη του Στόχου Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώξουν την επίτευξη ενδεικτικού στόχου σε επίπεδο Ένωσης για μείωση των αποβλήτων τροφίμων κατά 30 % έως το 2025 και κατά 50 % έως το 2030. Έχοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη από την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων τροφίμων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ειδικά μέτρα πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων εκστρατειών ευαισθητοποίησης για την επίδειξη τρόπων πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων τροφίμων στο πλαίσιο των προγραμμάτων τους για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μετρούν την πρόοδο που σημειώνεται στη μείωση των αποβλήτων τροφίμων. Για τη μέτρηση αυτής της προόδου και τη διευκόλυνση της ανταλλαγής ορθών πρακτικών σε ολόκληρη την Ένωση τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων, θα πρέπει να καθιερωθεί κοινή μεθοδολογία για τέτοιου είδους μετρήσεις. Με βάση αυτή τη μεθοδολογία, η υποβολή στοιχείων σχετικά με τα επίπεδα των αποβλήτων τροφίμων θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ετήσια βάση.

(32)

Για να προληφθεί η δημιουργία αποβλήτων τροφίμων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν κίνητρα για τη συλλογή απούλητων προϊόντων διατροφής σε όλα τα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού με τρόφιμα, καθώς και για την ασφαλή αναδιανομή τους, μεταξύ άλλων σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Για να μειωθεί η δημιουργία αποβλήτων τροφίμων, θα πρέπει επίσης να ευαισθητοποιηθούν οι καταναλωτές σχετικά με τη σημασία των ημερομηνιών «ανάλωση έως» και «κατά προτίμηση πριν από».

(33)

Τα απορρίμματα, στις πόλεις, στην ξηρά, σε ποταμούς και θάλασσες ή αλλού, έχουν άμεσο και έμμεσο αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, στην ευεξία των πολιτών και στην οικονομία, και το κόστος για τον καθαρισμό τους αποτελεί μη αναγκαία οικονομική επιβάρυνση για την κοινωνία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη όλων των μορφών εγκατάλειψης, απόρριψης, ανεξέλεγκτης διαχείρισης ή άλλων μορφών διάθεσης αποβλήτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λάβουν μέτρα για την απομάκρυνση των απορριμμάτων που έχουν συσσωρευτεί στο περιβάλλον, ανεξάρτητα από την πηγή ή το μέγεθός τους και ανεξάρτητα από το κατά πόσον τα απόβλητα έχουν απορριφθεί σκόπιμα ή από αμέλεια. Τα μέτρα για την πρόληψη και τη μείωση απορριμμάτων από προϊόντα που αποτελούν τις κύριες πηγές απορριμμάτων στο φυσικό και το θαλάσσιο περιβάλλον θα μπορούσαν να συνίστανται, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση των υποδομών και των πρακτικών διαχείρισης αποβλήτων, σε οικονομικά μέσα και σε εκστρατείες ευαισθητοποίησης. Όταν ένα κράτος μέλος εξετάζει τη λήψη μέτρου που έχει περιοριστικά αποτελέσματα για το εμπόριο εντός της Ένωσης, θα πρέπει να μπορεί να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του στόχου της πρόληψης και της μείωσης των απορριμμάτων στο φυσικό και το θαλάσσιο περιβάλλον, δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του στόχου και δεν αποτελεί μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(34)

Η πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων θα πρέπει να αποτελεί κοινή προσπάθεια των αρμόδιων αρχών, των παραγωγών και των καταναλωτών. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, μεταξύ άλλων μέσω της παιδείας και της ευαισθητοποίησης, ενώ οι παραγωγοί θα πρέπει να προωθούν τη βιώσιμη χρήση και να συμβάλλουν στην κατάλληλη διαχείριση του τέλους του κύκλου ζωής των προϊόντων τους.

(35)

Τα απορρίμματα στο θαλάσσιο περιβάλλον είναι ένα ιδιαίτερα πιεστικό πρόβλημα, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την ανάσχεση της παραγωγής θαλάσσιων απορριμμάτων στην Ένωση, συμβάλλοντας έτσι στην επίτευξη του στόχου του θεματολογίου του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, για πρόληψη και σημαντική μείωση έως το 2025 της θαλάσσιας ρύπανσης κάθε είδους, ιδίως από χερσαίες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων απορριμμάτων και της ρύπανσης με θρεπτικές ουσίες. Δεδομένου ότι τα θαλάσσια απορρίμματα, και ιδίως τα πλαστικά απόβλητα, προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από χερσαίες δραστηριότητες και προκαλούνται κυρίως από την κακή διαχείριση των στερεών αποβλήτων και την ανεπαρκή υποδομή, από τη ρίψη απορριμμάτων από τους πολίτες, και από την έλλειψη ευαισθητοποίησης του κοινού, θα πρέπει στα προγράμματα πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων και στα σχέδια διαχείρισης των αποβλήτων να προβλέπονται ειδικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν στον στόχο της επίτευξης «καλής περιβαλλοντικής κατάστασης» στο θαλάσσιο περιβάλλον έως το 2020, όπως ορίζεται στην οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Σύμφωνα με την οδηγία αυτή, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να θεσπίσουν ειδικές στρατηγικές και μέτρα και να τα επικαιροποιούν ανά εξαετία. Είναι επίσης υποχρεωμένα να υποβάλλουν τακτικές εκθέσεις, αρχής γενομένης από το 2018, σχετικά με την πρόοδο στη διατήρηση ή την επίτευξη του στόχου για καλή περιβαλλοντική κατάσταση. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση των απορριμμάτων στην οδηγία 2008/98/ΕΚ θα πρέπει, επομένως, να συντονίζονται με τα μέτρα που απαιτούνται δυνάμει της οδηγίας 2008/56/ΕΚ και της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

(36)

Ορισμένες πρώτες ύλες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την οικονομία της Ένωσης στο σύνολό της, και ο εφοδιασμός με αυτά συνδέεται με υψηλό κίνδυνο. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός με τέτοια υλικά και σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στην πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες που θεσπίστηκε από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της, της 4ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες – Κάλυψη των ουσιωδών αναγκών μας για ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη» και με τους στόχους της ευρωπαϊκής σύμπραξης καινοτομίας σχετικά με τις πρώτες ύλες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την προώθηση της επαναχρησιμοποίησης των προϊόντων που αποτελούν τις κύριες πηγές πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας, προκειμένου να μην καταλήγουν αυτές οι πρώτες ύλες στα απόβλητα. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έχει καταρτίσει κατάλογο τέτοιων υλών για την Ένωση στην ανακοίνωσή της, της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με τον «Κατάλογο των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ για το 2017» και ο εν λόγω κατάλογος επανεξετάζεται σε τακτική βάση.

(37)

Για την περαιτέρω υποστήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής της πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λάβουν μέτρα για να επιτύχουν την καλύτερη δυνατή διαχείριση των αποβλήτων που περιέχουν σημαντικές ποσότητες πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής και τεχνολογικής σκοπιμότητας και των οφελών για το περιβάλλον και την υγεία. Θα πρέπει επίσης να συμπεριλάβουν στα οικεία σχέδια διαχείρισης αποβλήτων κατάλληλα μέτρα σε εθνικό επίπεδο για τη συλλογή, τη διαλογή και την ανάκτηση αποβλήτων που περιέχουν σημαντικές ποσότητες των εν λόγω πρώτων υλών. Τα μέτρα θα πρέπει να συμπεριληφθούν στα σχέδια διαχείρισης των αποβλήτων όταν αυτά επικαιροποιηθούν για πρώτη φορά μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις συναφείς ομάδες προϊόντων και κατηγορίες αποβλήτων σε επίπεδο Ένωσης. Η παροχή των εν λόγω πληροφοριών δεν εμποδίζει, ωστόσο, τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα σχετικά με άλλες πρώτες ύλες που θεωρούνται σημαντικές για την εθνική οικονομία τους.

(38)

Όταν τα προϊόντα, υλικά και ουσίες καθίστανται απόβλητα, η παρουσία επικίνδυνων ουσιών μπορεί να καταστήσει τα εν λόγω απόβλητα ακατάλληλα για ανακύκλωση ή για την παραγωγή δευτερογενών πρώτων υλών υψηλής ποιότητας. Συνεπώς, σύμφωνα με το 7ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, το οποίο ζητεί την ανάπτυξη μη τοξικών κύκλων υλικών, είναι αναγκαίο να προωθηθούν μέτρα για τη μείωση της περιεκτικότητας των υλικών και των προϊόντων σε επικίνδυνες ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των ανακυκλωμένων υλικών, και να διασφαλιστεί η παροχή επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με την παρουσία επικίνδυνων ουσιών, και ιδίως ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία, καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των προϊόντων και των υλικών. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, είναι αναγκαίο να βελτιωθεί η συνοχή μεταξύ του ενωσιακού δικαίου για τα απόβλητα, για τις χημικές ουσίες και για τα προϊόντα και να προβλεφθεί ρόλος για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες σχετικά με την παρουσία ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία είναι διαθέσιμες καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των προϊόντων και των υλικών, μεταξύ άλλων και στο στάδιο του αποβλήτου.

(39)

Η βελτίωση της χρήσης των πόρων θα μπορούσε να αποφέρει σημαντική καθαρή εξοικονόμηση πόρων για τις επιχειρήσεις της Ένωσης, τις δημόσιες αρχές και τους καταναλωτές, μειώνοντας παράλληλα τις συνολικές ετήσιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει έως το τέλος του 2018 έναν βασικό δείκτη και έναν πίνακα επιμέρους δεικτών αποδοτικής χρήσης των πόρων, για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά την επίτευξη του στόχου της αύξησης της αποδοτικότητας των πόρων σε επίπεδο Ένωσης.

(40)

Η προαγωγή μιας βιώσιμης βιοοικονομίας μπορεί να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης της Ένωσης από εισαγόμενες πρώτες ύλες. Τα ανακυκλώσιμα προϊόντα βιολογικής βάσης και τα λιπασματοποιήσιμα βιοαποδομήσιμα προϊόντα θα μπορούσαν να αποτελέσουν συνεπώς μια ευκαιρία για την περαιτέρω τόνωση της έρευνας και της καινοτομίας και για την υποκατάσταση των βασιζόμενων σε ορυκτά καύσιμα πρώτων υλών με ανανεώσιμους πόρους.

(41)

Προκειμένου να αποφευχθεί η επεξεργασία αποβλήτων που καθηλώνει τους πόρους στα κατώτερα επίπεδα της ιεράρχηση των αποβλήτων, να αυξηθούν τα ποσοστά προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωσης, να καταστεί δυνατή η υψηλής ποιότητας ανακύκλωση και να ενισχυθεί η αξιοποίηση δευτερογενών πρώτων υλών υψηλής ποιότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την ενίσχυση της συμμόρφωσης προς την υποχρέωση για χωριστή συλλογή αποβλήτων, που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να καθιερώσουν χωριστή συλλογή τουλάχιστον για τα απόβλητα από χαρτί, μέταλλα, πλαστικά και γυαλί, που τα κράτη μέλη όφειλαν να έχουν εκπληρώσει έως το 2015, και θα πρέπει να καθιερώσουν τη χωριστή συλλογή των βιολογικών αποβλήτων, των επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται από τα νοικοκυριά και των αποβλήτων της κλωστοϋφαντουργίας. Όπου είναι σκόπιμο, τα επικίνδυνα βιολογικά απόβλητα και τα απορρίμματα συσκευασίας που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες θα πρέπει να υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σχετικά με τη συλλογή.

(42)

Η χωριστή συλλογή θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη συλλογή από πόρτα σε πόρτα, με συστήματα παράδοσης σε σημεία συλλογής, ή με άλλες ρυθμίσεις για τη συλλογή. Ενώ η υποχρέωση χωριστής συλλογής αποβλήτων απαιτεί να διατηρούνται τα απόβλητα χωριστά ανά τύπο και φύση, θα πρέπει να είναι δυνατή η κοινή συλλογή για ορισμένα είδη αποβλήτων, με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν εμποδίζει την υψηλής ποιότητας ανακύκλωση ή άλλου είδους ανάκτηση των αποβλήτων, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων. Θα πρέπει επίσης να επιτραπεί στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τη γενική υποχρέωση χωριστής συλλογής αποβλήτων σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, για παράδειγμα όπου η χωριστή συλλογή και η ανακύκλωση συγκεκριμένων ροών αποβλήτων σε απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές έχει αρνητικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο που υπερβαίνει τα συνολικά περιβαλλοντικά οφέλη της ή συνεπάγεται δυσανάλογο οικονομικό κόστος. Κατά την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες το οικονομικό κόστος θα μπορούσε να είναι δυσανάλογο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των οικονομικών οφελών από τη χωριστή συλλογή, μεταξύ άλλων όσον αφορά την αποφυγή του άμεσου κόστους και του κόστους των δυσμενών συνεπειών που έχουν για το περιβάλλον και την υγεία η συλλογή και η επεξεργασία των μεικτών αποβλήτων, τα έσοδα από τις πωλήσεις δευτερογενών πρώτων υλών και τη δυνατότητα να αναπτυχθούν αγορές για τα υλικά αυτά, καθώς και εισφορές εκ μέρους των παραγωγών αποβλήτων και των παραγωγών προϊόντων, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν περαιτέρω την οικονομική αποδοτικότητα των συστημάτων διαχείρισης αποβλήτων.

(43)

Οι στόχοι όσον αφορά την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων θα πρέπει να αυξηθούν, προκειμένου να αποφέρουν ουσιαστικά περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη και να επιταχύνουν τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία.

(44)

Μέσω της προοδευτικής αύξησης των υφιστάμενων στόχων σχετικά με την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων, θα πρέπει να διασφαλίζονται η ουσιαστική προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση ή η αποτελεσματική ανακύκλωση των υλικών αποβλήτων με οικονομική αξία, με παράλληλη εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, και η επαναδιοχέτευση στην ευρωπαϊκή οικονομία των υλικών οικονομικής αξίας που υπάρχουν στα απόβλητα, ώστε να προαχθούν με τον τρόπο αυτό η πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες και η δημιουργία μιας κυκλικής οικονομίας.

(45)

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις επιδόσεις τους σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως δε την ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω διαφορές, τα κράτη μέλη που το 2013 προετοίμασαν για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωσαν ποσότητα μικρότερη από το 20 % των αστικών αποβλήτων τους ή διέθεσαν με υγειονομική ταφή περισσότερα από το 60 % των αστικών αποβλήτων τους, σύμφωνα με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του κοινού ερωτηματολογίου του ΟΟΣΑ και τα στοιχεία της Eurostat θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν να παρατείνουν την προθεσμία συμμόρφωσης προς τους στόχους που έχουν οριστεί όσον αφορά την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση για το 2025, το 2030 και το 2035. Με βάση τους μέσους ετήσιους ρυθμούς προόδου που έχουν παρατηρηθεί στα κράτη μέλη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τα εν λόγω κράτη μέλη θα έπρεπε να αυξήσουν την ικανότητα ανακύκλωσής τους σε επίπεδα που υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο προκειμένου να εκπληρώσουν αυτούς τους στόχους. Για να διασφαλιστούν η σταθερή πρόοδος στην επίτευξη των στόχων και η έγκαιρη αντιμετώπιση των ελλείψεων όσον αφορά την εφαρμογή, τα κράτη μέλη στα οποία επωφελούνται του επιπλέον χρόνου θα πρέπει να εκπληρώσουν ενδιάμεσους στόχους και, με βάση λεπτομερή κριτήρια, να καταρτίσουν σχέδιο εφαρμογής.

(46)

Για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας των στοιχείων, είναι σημαντικό να καθοριστούν ακριβέστερα οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν στοιχεία σχετικά με τα απόβλητα που όντως ανακυκλώνονται και προετοιμάζονται για ανακύκλωση και μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της επίτευξης των στόχων. Ο υπολογισμός των στόχων ανακύκλωσης θα πρέπει να βασίζεται στο βάρος των αστικών αποβλήτων που υποβάλλονται σε ανακύκλωση. Κατά γενικό κανόνα, η μέτρηση του βάρους των αστικών αποβλήτων που υπολογίζονται ως ανακυκλωμένα θα πρέπει να γίνεται στο σημείο εισόδου των αστικών αποβλήτων στη διεργασία της ανακύκλωσης. Ωστόσο, για τον περιορισμό των διοικητικών επιβαρύνσεων θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη, υπό αυστηρούς όρους και κατά παρέκκλιση από τη γενικό κανόνα, να διαπιστώνουν το βάρος των ανακυκλωνόμενων αστικών αποβλήτων με βάση τη μέτρηση των εκροών όλων των διεργασιών διαλογής. Απώλειες υλικών που προκύπτουν πριν από την εισροή των αποβλήτων στη διεργασία ανακύκλωσης, για παράδειγμα λόγω διαλογής ή άλλων προκαταρκτικών εργασιών, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις ποσότητες αποβλήτων που αναφέρονται ως ανακυκλωμένα. Οι απώλειες αυτές μπορούν να προσδιοριστούν με βάση τα ηλεκτρονικά μητρώα, τις τεχνικές προδιαγραφές, λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των μέσων ποσοστών απωλειών για διάφορες ροές αποβλήτων, ή με άλλα ισοδύναμα μέτρα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν τα εν λόγω μέτρα ποιοτικού ελέγχου στις εκθέσεις των ποιοτικών ελέγχων που συνοδεύουν τα στοιχεία σχετικά με την ανακύκλωση των αποβλήτων τα οποία υποβάλλονται στην Επιτροπή. Ο μέσος όρος απωλειών θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά προτίμηση σε επίπεδο μεμονωμένων εγκαταστάσεων διαλογής και να συνδέεται με τις διάφορες κύριες κατηγορίες αποβλήτων, τις διάφορες πηγές (όπως οικιακά ή εμπορικά), τα διάφορα προγράμματα συλλογής και τους διάφορους τύπους και διαδικασίες διαλογής. Το μέσο ποσοστό απωλειών θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν είναι διαθέσιμα άλλα αξιόπιστα δεδομένα, ιδίως στο πλαίσιο της μεταφοράς και της εξαγωγής αποβλήτων. Οι απώλειες βάρους των υλικών ή των ουσιών λόγω διαδικασιών φυσικής ή χημικής μετατροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακύκλωσης, όπου τα απόβλητα υλικά μετατρέπονται τελικά σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες, δεν θα πρέπει να αφαιρούνται από το βάρος των αποβλήτων που δηλώνεται ότι ανακυκλώθηκαν.

(47)

Με την ευθυγράμμιση των ορισμών που περιέχονται στην οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), στην οδηγία 2000/53/ΕΚ, στην οδηγία 2006/66/ΕΚ, στην οδηγία 2008/98/ΕΚ και στην οδηγία 2012/19/ΕΕ, οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ σχετικά με την εξέταση των αποβλήτων τα οποία αποχαρακτηρίζονται από απόβλητα για τον σκοπό των στόχων ανάκτησης και ανακύκλωσης που καθορίζονται στις εν λόγω οδηγίες καθίστανται περιττές. Τα υλικά που παύουν να είναι απόβλητα μέσω ανάκτησης ή ανακύκλωσης λαμβάνονται υπόψη στην επίτευξη των στόχων ανάκτησης ή ανακύκλωσης που καθορίζονται στις εν λόγω οδηγίες σύμφωνα με τις εφαρμοστέες μεθόδους υπολογισμού. Όταν απόβλητα παύουν να είναι απόβλητα μετά από προπαρασκευαστική εργασία και πριν υποβληθούν στην επανεπεξεργασία καθαυτή, τα απόβλητα αυτά μπορούν εφόσον προορίζονται για να μετατραπούν με επακόλουθη επανεπεξεργασία σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες, να θεωρούνται ανακυκλωμένα είτε για τον αρχικό είτε για άλλο σκοπό. Υλικά από αποχαρακτηρισμένα απόβλητα, τα οποία προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας, τα οποία χρησιμοποιούνται για επίχωση ή απορρίπτονται ή τα οποία προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη χρήση που έχει τους ίδιους σκοπούς με την ανάκτηση αποβλήτων πλην της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επίτευξη των στόχων της ανακύκλωσης.

(48)

Όταν ο υπολογισμός των ποσοστών ανακύκλωσης εφαρμόζεται στην αερόβια ή αναερόβια επεξεργασία βιοαποδομήσιμων αποβλήτων, οι ποσότητες αποβλήτων που υφίστανται αερόβια ή αναερόβια επεξεργασία μπορούν να λογίζονται ως ανακυκλωμένες, με την προϋπόθεση το προϊόν της επεξεργασίας αυτής να προορίζεται για χρήση ως ανακυκλωμένο προϊόν, υλικό ή ουσία. Ενώ το προϊόν από τέτοιου είδους επεξεργασία είναι συνήθως κομπόστ ή χώνευμα, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη άλλα προϊόντα, με την προϋπόθεση να περιέχουν συγκρίσιμες ποσότητες ανακυκλωμένου περιεχομένου σε σχέση με την ποσότητα των επεξεργασμένων βιοαποδομήσιμων αποβλήτων. Σε άλλες περιπτώσεις, σύμφωνα με τον ορισμό της ανακύκλωσης, η επανεπεξεργασία βιοαποδομήσιμων αποβλήτων σε υλικά τα οποία προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας, τα οποία απορρίπτονται ή τα οποία προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη χρήση που έχει τους ίδιους σκοπούς με την ανάκτηση αποβλήτων πλην της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση ή για διάθεση των αποβλήτων, δεν θα πρέπει να υπολογίζεται για την επίτευξη των στόχων της ανακύκλωσης.

(49)

Για τον υπολογισμό του κατά πόσον επιτεύχθηκαν οι στόχοι της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και της ανακύκλωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη την ανακύκλωση μετάλλων που διαχωρίζονται μετά από την αποτέφρωση από τα αστικά απόβλητα. Για τη διασφάλιση ομοιόμορφου υπολογισμού των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια ποιότητας για τα ανακυκλωμένα μέταλλα και για τον υπολογισμό, την επαλήθευση και την υποβολή των στοιχείων.

(50)

Σε περίπτωση εξαγωγών αποβλήτων από την Ένωση για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση ή για ανακύκλωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν αποτελεσματική χρήση των εξουσιών επιθεώρησης που προβλέπονται στο άρθρο 50 παράγραφος 4γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 και να απαιτούν παραστατικά που να επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν ένα φορτίο προορίζεται για εργασίες ανάκτησης που είναι σύμφωνες με το άρθρο 49 του εν λόγω κανονισμού και, συνεπώς, υπόκεινται σε περιβαλλοντικά ορθή διαχείριση σε εγκατάσταση που λειτουργεί σύμφωνα με πρότυπα προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος εν γένει ισοδύναμα με τα πρότυπα που θεσπίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία. Στο έργο αυτό, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να συνεργάζονται με άλλους σχετικούς φορείς, όπως οι αρμόδιες αρχές στη χώρα προορισμού, ανεξάρτητοι τρίτοι φορείς επαλήθευσης ή οργανώσεις που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματος παραγωγών προϊόντων και που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού και θα μπορούσαν να διεξάγουν φυσικούς και λοιπούς ελέγχους των εγκαταστάσεων σε τρίτες χώρες. Στην έκθεση ποιοτικού ελέγχου που συνοδεύει τα στοιχεία σχετικά με την επίτευξη των στόχων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν τα μέτρα για την τήρηση της υποχρέωσης να διασφαλίζεται ότι η επεξεργασία αποβλήτων που εξάγονται από την Ένωση διενεργείται υπό ισοδύναμες εν γένει συνθήκες με αυτές που απαιτούνται στη σχετική ενωσιακή περιβαλλοντική νομοθεσία.

(51)

Για να εξασφαλιστεί καλύτερη, πιο έγκαιρη και πιο ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να προβλεφθούν τυχόν αδυναμίες εφαρμογής, θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα εκθέσεων έγκαιρης προειδοποίησης για τον εντοπισμό των ανεπαρκειών και να καταστεί δυνατή η ανάληψη δράσης πριν από τις προθεσμίες για την επίτευξη των στόχων.

(52)

Τα βιομηχανικά απόβλητα, ορισμένα μέρη των εμπορικών αποβλήτων και τα εξορυκτικά απόβλητα διαφοροποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό ως προς τη σύνθεση και τον όγκο τους και είναι πολύ διαφορετικά ανάλογα με την οικονομική διάρθρωση ενός κράτους μέλους, τη δομή του κλάδου ή του εμπορικού τομέα που παράγει τα απόβλητα και τη βιομηχανική ή εμπορική πυκνότητα σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή. Κατά συνέπεια, για την πλειονότητα των βιομηχανικών και των εξορυκτικών αποβλήτων έχει θεωρηθεί κατάλληλη λύση μια προσέγγιση προσανατολισμένη στη βιομηχανία, που να χρησιμοποιεί τα έγγραφα αναφοράς των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (ΒΔΤ) και παρόμοια μέσα για την αντιμετώπιση των ειδικών ζητημάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση ενός συγκεκριμένου είδους αποβλήτων. Ωστόσο, τα βιομηχανικά και εμπορικά απορρίμματα συσκευασίας θα πρέπει να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από τις απαιτήσεις των οδηγιών 94/62/ΕΚ και 2008/98/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων βελτιώσεων. Προκειμένου να αξιοποιηθούν περαιτέρω οι δυνατότητες αύξησης της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και της ανακύκλωσης εμπορικών αποβλήτων, μη επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων και άλλων βασικών ροών αποβλήτων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να τεθούν στόχοι για τις εν λόγω ροές αποβλήτων.

(53)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαρκής επίτευξη των στόχων του δικαίου της Ένωσης για τα απόβλητα, είναι σημαντικό να προβεί η Επιτροπή σε αναθεώρηση των εργασιών διάθεσης αποβλήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 2008/98/ΕΚ. Η εν λόγω αναθεώρηση θα πρέπει να διεξαχθεί υπό το φως του άρθρου 13 της εν λόγω οδηγίας και με συνεκτίμηση σχετικών πληροφοριών όπως οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, ιδίως σε σχέση με τη σύμβαση της Βασιλείας της 22ας Μαρτίου 1989 για τον έλεγχο των διασυνοριακών κινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων και της επεξεργασίας τους (16).

(54)

Τα επικίνδυνα απόβλητα που παράγονται από νοικοκυριά, όπως επικίνδυνα απόβλητα από χρώματα, βερνίκια, διαλύτες ή προϊόντα καθαρισμού, θα πρέπει επίσης να συλλέγονται χωριστά, προκειμένου να αποφεύγεται η ρύπανση των αστικών αποβλήτων με επικίνδυνα απόβλητα, που θα μπορούσε να περιορίσει την ποιότητα της ανακύκλωσης και να εξασφαλιστεί η περιβαλλοντικά συμβατή διαχείριση των επικινδύνων αποβλήτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, καθώς και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που παράγονται από νοικοκυριά, υπόκεινται ήδη σε ειδικές υποχρεώσεις συλλογής.

(55)

Η χωριστή συλλογή απόβλητων ελαίων και η πρόληψη της πρόσμιξής τους με άλλα είδη αποβλήτων ή ουσιών είναι απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η επεξεργασία τους αποφέρει τα βέλτιστα συνολικά αποτελέσματα για το περιβάλλον. Κατά την επεξεργασία των αποβλήτων ελαίων θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην αναγέννηση ή εναλλακτικά σε άλλες εργασίες ανακύκλωσης που προσφέρουν ισοδύναμο ή καλύτερο αποτέλεσμα, από περιβαλλοντική άποψη, από ό,τι η αναγέννηση. Προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η διαχείριση των αποβλήτων ελαίων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει και, κατά περίπτωση, να προτείνει μέτρα βελτίωσης της επεξεργασίας των αποβλήτων ελαίων, συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών στόχων για την αναγέννησή τους. Κατά την εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει να δοθεί προσοχή στις επιλογές επεξεργασίας για την αναγέννηση αποβλήτων ελαίων, καθώς και στην ποιότητα και την τελική χρήση των αναγεννημένων και ανακυκλωμένων προϊόντων.

(56)

Προκειμένου να αποφεύγεται η επεξεργασία αποβλήτων που εγκλωβίζει πόρους στα χαμηλότερα επίπεδα της ιεράρχησης των αποβλήτων, να είναι δυνατή η ανακύκλωση υψηλής ποιότητας και να ενισχυθεί η αξιοποίηση δευτερογενών πρώτων υλών υψηλής ποιότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε τα βιολογικά απόβλητα να συλλέγονται χωριστά και να υποβάλλονται σε οργανική ανακύκλωση κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας και το προϊόν που προκύπτει από αυτή να πληροί τα σχετικά πρότυπα υψηλής ποιότητας.

(57)

Με την παρούσα οδηγία τίθενται μακροπρόθεσμοι στόχοι όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων από την Ένωση και παρέχεται στους οικονομικούς φορείς και τα κράτη μέλη μια σαφής κατεύθυνση όσον αφορά τις επενδύσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Κατά την ανάπτυξη των εθνικών σχεδίων διαχείρισης των αποβλήτων και τον σχεδιασμό των επενδύσεων σε υποδομές διαχείρισης αποβλήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογούν και να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτούμενες επενδύσεις και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, μεταξύ άλλων για τις τοπικές αρχές. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων ή σε άλλα στρατηγικά έγγραφα. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν ορθή χρήση των επενδύσεων, μεταξύ άλλων μέσω των ταμείων της Ένωσης, αποδίδοντας προτεραιότητα στην πρόληψη, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης, στην προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και στην ανακύκλωση, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων. Η Επιτροπή θα πρέπει να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στη διαμόρφωση αποτελεσματικού δημοσιονομικού πλαισίου, μεταξύ άλλων με τη χρήση των ταμείων της Ένωσης, όπου είναι σκόπιμο, για την εφαρμογή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων και για την υποστήριξη της καινοτομίας στον τομέα των τεχνολογιών και της διαχείρισης των αποβλήτων.

(58)

Η ορθή διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα στην Ένωση, ενώ παρατηρούνται ελλείψεις όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με την επεξεργασία τους. Είναι επομένως αναγκαίο να ενισχυθούν η τήρηση αρχείων και οι μηχανισμοί ιχνηλασιμότητας, με τη δημιουργία ηλεκτρονικών μητρώων για τα επικίνδυνα απόβλητα στα κράτη μέλη. Η ηλεκτρονική συλλογή στοιχείων θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τύπους αποβλήτων, κατά περίπτωση, ώστε να απλουστευτεί η τήρηση αρχείων για τις επιχειρήσεις και τις διοικήσεις και να βελτιωθεί η παρακολούθηση των ροών αποβλήτων στην Ένωση.

(59)

Οι εκθέσεις εφαρμογής που εκπονούνται από τα κράτη μέλη ανά τριετία δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής, ενώ δημιουργούν περιττές διοικητικές επιβαρύνσεις. Κρίνεται, συνεπώς, σκόπιμο να καταργηθούν οι διατάξεις που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να καταρτίζουν τέτοιες εκθέσεις. Αντ αυτού, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία τα οποία τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως στην Επιτροπή.

(60)

Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη έχουν ουσιαστική σημασία για την αξιολόγηση, από την Επιτροπή, της συμμόρφωσης των κρατών μελών προς το ενωσιακό δίκαιο για τα απόβλητα. Η ποιότητα, η αξιοπιστία και η συγκρισιμότητα των στοιχείων θα πρέπει να βελτιωθούν με την εισαγωγή ενιαίου σημείου εισόδου για όλα τα στοιχεία σχετικά με τα απόβλητα, με τη διαγραφή των παρωχημένων απαιτήσεων για υποβολή στοιχείων, με τη συγκριτική αξιολόγηση των εθνικών μεθοδολογιών υποβολής στοιχείων και με την καθιέρωση έκθεσης ποιοτικού ελέγχου των στοιχείων. Επομένως, κατά την υποβολή εκθέσεων σχετικά με την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης για τα απόβλητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους πλέον πρόσφατους κανόνες που έχουν εκπονηθεί από την Επιτροπή και τις μεθοδολογίες που έχουν αναπτυχθεί από τις αντίστοιχες εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(61)

Για τη διευκόλυνση της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των απαιτήσεων που καθορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ, είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν και να αναθεωρούνται περιοδικώς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις εν λόγω απαιτήσεις και να εξασφαλίζεται η ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την πρακτική εφαρμογή και την επιβολή των εν λόγω διατάξεων. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, ανταλλαγή πληροφοριών και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών θα πρέπει μεταξύ άλλων να διευκολύνουν την κοινή ερμηνεία και εφαρμογή στην πράξη του ορισμού των «αποβλήτων», συμπεριλαμβανομένου του όρου «απόρριψη» και να λαμβάνουν υπόψη τα κυκλικά επιχειρηματικά μοντέλα όπου, για παράδειγμα, μια ουσία ή ένα αντικείμενο μεταφέρεται από έναν κάτοχο σε άλλον, χωρίς να υπάρχει πρόθεση απόρριψης.

(62)

Για να συμπληρωθεί ή να τροποποιηθεί η οδηγία 2008/98/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά το άρθρο 7 παράγραφος 1, το άρθρο 9 παράγραφος 8, το άρθρο 11α παράγραφος 10, το άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 4 και το άρθρο 38 παράγραφοι 2 και 3 της εν λόγω οδηγίας, όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (17). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(63)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εκτέλεση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή, όσον αφορά το άρθρο 5 παράγραφος 2, το άρθρο 6 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 7, το άρθρο 11α παράγραφος 9, το άρθρο 33 παράγραφος 2, το άρθρο 35 παράγραφος 5 και το άρθρο 37 παράγραφος 7 της εν λόγω οδηγίας, όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

(64)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων στην Ένωση, ώστε να ενισχυθούν με αυτόν τον τρόπο η προστασία, η διαφύλαξη και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, η υγεία των ωκεανών και η ασφάλεια των τροφίμων που προέρχονται από τη θάλασσα μέσω της μείωσης των θαλάσσιων απορριμμάτων και να προαχθεί η συνετή, μειωμένη και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων σε όλη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων των μέτρων, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(65)

Συνεπώς, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 2008/98/ΕΚ.

(66)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (19), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί τη διαβίβαση αυτών των εγγράφων δικαιολογημένη.

(67)

Η παρούσα οδηγία εκδίδεται λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και θα πρέπει να μεταφερθεί και να εφαρμοστεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στην εν λόγω συμφωνία,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η οδηγία 2008/98/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, προλαμβάνοντας ή μειώνοντας την παραγωγή αποβλήτων, τις αρνητικές συνέπειες της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων και περιορίζοντας τον συνολικό αντίκτυπο της χρήσης των πόρων και βελτιώνοντας την αποδοτικότητά της, κάτι που έχει καθοριστική σημασία για τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία και για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας της Ένωσης.».

2)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

ουσίες που προορίζονται για χρήση ως πρώτες ύλες ζωοτροφών, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και δεν είναι ούτε περιέχουν ζωικά παραπροϊόντα.

(*1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση ζωοτροφών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση των οδηγιών 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 80/511/ΕΟΚ της Επιτροπής, 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 83/228/ΕΚ του Συμβουλίου, 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 93/113/ΕΚ του Συμβουλίου, 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, και της απόφασης 2004/217/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 229 της 1.9.2009, σ. 1).»."

3)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«2α)   “μη επικίνδυνα απόβλητα”: τα απόβλητα που δεν καλύπτονται από το σημείο 2)·

2β)   

“αστικά απόβλητα”

:

α)

τα ανάμεικτα απόβλητα και τα απόβλητα που συλλέγονται χωριστά από τα νοικοκυριά, μεταξύ άλλων χαρτί και χαρτόνι, γυαλί, μέταλλα, πλαστικά, βιολογικά απόβλητα, ξύλο, προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας, απορρίμματα συσκευασίας, απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, και ογκώδη απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων στρωμάτων και επίπλων·

β)

τα ανάμεικτα απόβλητα και τα απόβλητα που συλλέγονται χωριστά από άλλες πηγές, όταν είναι παρόμοια ως προς τη φύση και τη σύνθεση με τα οικιακά απόβλητα.

Στα αστικά απόβλητα δεν περιλαμβάνονται απόβλητα παραγωγής, γεωργίας, δασοκομίας, αλιείας, σηπτικών δεξαμενών και απόβλητα από δίκτυα αποχέτευσης και επεξεργασίας αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της ιλύος καθαρισμού λυμάτων, οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους ή απόβλητα από κατασκευές και κατεδαφίσεις.

Ο ορισμός αυτός ισχύει με την επιφύλαξη του καταμερισμού των ευθυνών για τη διαχείριση των αποβλήτων μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων·

2γ)   “απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων”: τα απόβλητα που προέρχονται από κατασκευές και από κατεδαφίσεις·»·

β)

το σημείο 4) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4)   “βιολογικά απόβλητα”: τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα κήπων και πάρκων, τα απόβλητα τροφίμων και μαγειρείων από σπίτια, γραφεία, εστιατόρια, χονδρεμπόριο, κυλικεία, παρόχους υπηρεσιών εστίασης και χώρους πωλήσεων λιανικής και τα συναφή απόβλητα από εγκαταστάσεις μεταποίησης τροφίμων»·

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«4α)   “απόβλητα τροφίμων”: όλα τα τρόφιμα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2), τα οποία έχουν καταστεί απόβλητα·

(*2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).»·"

δ)

το σημείο 9) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9)   “διαχείριση αποβλήτων”: η συλλογή, μεταφορά, ανάκτηση (συμπεριλαμβανομένης της διαλογής) και διάθεση αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων της εποπτείας των εργασιών αυτών και της μετέπειτα φροντίδας των χώρων διάθεσης, καθώς και των ενεργειών στις οποίες προβαίνουν οι έμποροι ή οι μεσίτες·»·

ε)

στο σημείο 12), το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

την περιεκτικότητα των υλικών και προϊόντων σε επικίνδυνες ουσίες·»·

στ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«15α)   “ανάκτηση υλικών”: κάθε εργασία ανάκτησης, εκτός από την ανάκτηση ενέργειας και την επανεπεξεργασία σε υλικά που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή άλλα μέσα παραγωγής ενέργειας. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και την επίχωση·»·

ζ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«17α)   “επίχωση”: διαδικασία ανάκτησης κατά την οποία χρησιμοποιούνται κατάλληλα μη επικίνδυνα απόβλητα για σκοπούς αποκατάστασης σε χώρους όπου έχουν πραγματοποιηθεί εκσκαφές ή για λόγους μηχανικής στην αρχιτεκτονική τοπίου. Τα απόβλητα που χρησιμοποιούνται για επίχωση πρέπει να υποκαθιστούν μη απόβλητα υλικά, να είναι κατάλληλα για τους προαναφερόμενους σκοπούς και να περιορίζονται στην ποσότητα που είναι αυστηρά αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών αυτών·»·

η)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«21)   “πρόγραμμα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού”: δέσμη κανόνων που καθορίζονται από τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι παραγωγοί των προϊόντων φέρουν οικονομική ευθύνη ή οικονομική και οργανωτική ευθύνη για τη διαχείριση του σταδίου του κύκλου ζωής ενός προϊόντος που καθίσταται απόβλητο.».

4)

Στο άρθρο 4 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα, με σκοπό την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.».

5)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι μια ουσία ή ένα αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής πρωταρχικός σκοπός της οποίας δεν είναι η παραγωγή της εν λόγω ουσίας ή του εν λόγω αντικειμένου, θεωρείται ότι δεν συνιστά απόβλητο αλλά υποπροϊόν, εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει αναλυτικά κριτήρια σχετικά με την ενιαία εφαρμογή των όρων της παραγράφου 1 σε συγκεκριμένες ουσίες ή αντικείμενα.

Τα εν λόγω αναλυτικά κριτήρια εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας και διευκολύνουν τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2. Κατά την έκδοση των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η Επιτροπή λαμβάνει ως αφετηρία τα πλέον αυστηρά και φιλικά προς το περιβάλλον από τα κριτήρια που έχουν εγκριθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, και δίνει προτεραιότητα σε αναπαραγώγιμες πρακτικές βιομηχανικής συμβίωσης κατά την ανάπτυξη των λεπτομερών κριτηρίων.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Όπου δεν έχουν καθοριστεί κριτήρια σε επίπεδο Ένωσης δυνάμει της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν αναλυτικά κριτήρια για την εφαρμογή των όρων που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 για ειδικές ουσίες ή αντικείμενα.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω αναλυτικά κριτήρια σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3) όταν αυτό απαιτείται βάσει της εν λόγω οδηγίας.

(*3)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1.).»."

6)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος και το στοιχείο α) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι απόβλητα που έχουν υποβληθεί σε ανακύκλωση ή άλλη εργασία ανάκτησης θεωρείται ότι έχουν πάψει να αποτελούν απόβλητα εάν συμμορφώνονται με τους ακόλουθους όρους:

α)

η ουσία ή το αντικείμενο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένους σκοπούς·»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται·

β)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή παρακολουθεί την ανάπτυξη των εθνικών κριτηρίων αποχαρακτηρισμού αποβλήτων στα κράτη μέλη, και αξιολογεί την ανάγκη για την ανάπτυξη κριτηρίων σε επίπεδο Ένωσης σε αυτή τη βάση. Για τον σκοπό αυτό, όπου είναι σκόπιμο, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό αναλυτικών κριτηρίων σχετικά με την ενιαία εφαρμογή των όρων της παραγράφου 1 σε συγκεκριμένα είδη αποβλήτων.

Τα εν λόγω αναλυτικά κριτήρια εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας και διευκολύνουν τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων. Περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

επιτρεπόμενο υλικό εισροής αποβλήτων στη διαδικασία ανάκτησης·

β)

επιτρεπόμενες διεργασίες και τεχνικές επεξεργασίας·

γ)

κριτήρια ποιότητας για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων υλικών που προκύπτουν από την εργασία ανάκτησης, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες προδιαγραφές προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων οριακών τιμών για τους ρύπους όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο·

δ)

απαιτήσεις σύμφωνα με τις οποίες το σύστημα διαχείρισης πρέπει να αποδεικνύει τη συμμόρφωσή του προς τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων του ποιοτικού ελέγχου και της αυτοπαρακολούθησης, και διαπίστευση, όπου είναι σκόπιμο· και

ε)

απαίτηση για δήλωση συμμόρφωσης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Κατά την έκδοση των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα σχετικά κριτήρια που έχουν καθορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 και λαμβάνει ως αφετηρία τα πλέον αυστηρά και φιλικά προς το περιβάλλον από τα εν λόγω κριτήρια.

3.   Όπου δεν έχουν καθοριστεί κριτήρια σε επίπεδο Ένωσης δυνάμει της διαδικασίας που καθορίζεται στην παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν αναλυτικά κριτήρια για την εφαρμογή των όρων που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 για ορισμένα είδη αποβλήτων. Τα εν λόγω αναλυτικά κριτήρια λαμβάνουν υπόψη ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις της ουσίας ή του αντικειμένου για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, και είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως ε).

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα κριτήρια αυτά σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 εφόσον αυτό απαιτείται από την εν λόγω οδηγία.

4.   Αν δεν έχουν καθοριστεί κριτήρια σε επίπεδο Ένωσης ή σε εθνικό επίπεδο δυνάμει της παραγράφου 2 ή 3, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν κατά περίπτωση ή να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να επαληθεύσουν ότι ορισμένα απόβλητα έχουν πάψει να αποτελούν απόβλητα με βάση τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και, όπου είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως ε), και λαμβάνοντας υπόψη τις οριακές τιμές ρυπαντών και κάθε άλλη πιθανή δυσμενή συνέπεια για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Οι εν λόγω κατά περίπτωση αποφάσεις δεν χρειάζεται να κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535.

Τα κράτη μέλη μπορούν να δημοσιοποιούν με ηλεκτρονικά μέσα πληροφορίες σχετικά με τις κατά περίπτωση αποφάσεις και τα αποτελέσματα της επαλήθευσης από τις αρμόδιες αρχές.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που:

α)

χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά, υλικό το οποίο έχει παύσει να αποτελεί απόβλητο και δεν έχει διατεθεί στην αγορά ή

β)

διαθέτει ένα υλικό στην αγορά για πρώτη φορά αφότου αποχαρακτηρίστηκε από απόβλητο,

εξασφαλίζει ότι το υλικό πληροί τις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας για τις χημικές ουσίες και τα προϊόντα. Προκειμένου να ισχύει για το υλικό το οποίο έχει αποχαρακτηριστεί από απόβλητο η νομοθεσία για τις χημικές ουσίες και τα προϊόντα, πρέπει να ισχύουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1.».

7)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 38α, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό και την αναθεώρηση του καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρεί κάποια απόβλητα ως επικίνδυνα, ακόμη και αν δεν περιλαμβάνονται ως τέτοια στον κατάλογο αποβλήτων, εφόσον εμφανίζουν μία ή περισσότερες από τις ιδιότητες που αναφέρονται στο παράρτημα III. Το κράτος μέλος κοινοποιεί τις περιπτώσεις αυτές στην Επιτροπή αμελλητί και παρέχει στην Επιτροπή όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Με βάση τις λαμβανόμενες κοινοποιήσεις, ο κατάλογος αναθεωρείται προκειμένου να αποφασισθεί η προσαρμογή του.»·

γ)

η παράγραφος 5 διαγράφεται.

8)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Εάν αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν τη θέσπιση προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, ισχύουν οι γενικές ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 8α.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι οι παραγωγοί προϊόντων που αναλαμβάνουν οικονομικές ή οικονομικές και οργανωτικές αρμοδιότητες για τη διαχείριση του σταδίου του κύκλου ζωής του προϊόντος που καθίσταται απόβλητο με δική τους πρωτοβουλία πρέπει να εφαρμόζουν ορισμένες από ή όλες τις γενικές ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 8α.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνουν τον σχεδιασμό των προϊόντων και των συστατικών μερών των προϊόντων κατά τρόπον ώστε να μειώνονται ο αντίκτυπός τους στο περιβάλλον και η παραγωγή αποβλήτων κατά τη διάρκεια της παραγωγής και της συνακόλουθης χρήσης των προϊόντων, και για να εξασφαλίζουν ότι η ανάκτηση και η διάθεση των προϊόντων που έχουν καταστεί απόβλητα πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 13.

Τα εν λόγω μέτρα ενθαρρύνουν, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη, την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων και συστατικών μερών προϊόντων που είναι κατάλληλα για πολλαπλές χρήσεις, περιέχουν ανακυκλωμένα υλικά, είναι ανθεκτικά από τεχνική άποψη, και εύκολα επισκευάσιμα και, αφού καταστούν απόβλητα, κατάλληλα για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και για ανακύκλωση προκειμένου να διευκολυνθεί η ορθή εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων. Τα μέτρα λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο των προϊόντων σε ολόκληρη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, συμπεριλαμβανομένων της ιεράρχησης των αποβλήτων και, όπου έχει εφαρμογή, της δυνατότητας πολλαπλής ανακύκλωσης.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Η Επιτροπή διοργανώνει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και των φορέων που συμμετέχουν στα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού σχετικά με την πρακτική εφαρμογή των γενικών ελάχιστων απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 8α. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές προκειμένου να εξασφαλίζονται η ορθή διακυβέρνηση, η διασυνοριακή συνεργασία όσον αφορά τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, και η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με τα οργανωτικά χαρακτηριστικά και την παρακολούθηση των οργανώσεων που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματος παραγωγών προϊόντων, καθώς επίσης με τη διαφοροποίηση των χρηματοδοτικών συνεισφορών, με την επιλογή των επιχειρήσεων διαχείρισης αποβλήτων και με την πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων. Η Επιτροπή δημοσιεύει τα αποτελέσματα της ανταλλαγής πληροφοριών και μπορεί να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τις πτυχές αυτές καθώς και για άλλες σχετικές πτυχές.

Η Επιτροπή δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές, σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη, σχετικά με τη διασυνοριακή συνεργασία όσον αφορά τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού και τη διαφοροποίηση των χρηματοδοτικών συνεισφορών που αναφέρονται στο άρθρο 8α παράγραφος 4 στοιχείο β).

Όταν είναι αναγκαίο για την αποφυγή στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καθορίσει κριτήρια για την ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 8α παράγραφος 4 στοιχείο β), χωρίς όμως ακριβή καθορισμό του επιπέδου των εισφορών. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2.».

9)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8α

Γενικές ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού

1.   Όταν θεσπίζονται προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης όπου θεσπίζονται στο πλαίσιο άλλων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, τα κράτη μέλη:

α)

καθορίζουν με σαφή τρόπο τους ρόλους και τις υποχρεώσεις όλων των οικείων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών προϊόντων που διαθέτουν αγαθά στην αγορά του κράτους μέλους, των οργανώσεων που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματός τους, των δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων διαχείρισης αποβλήτων, των τοπικών αρχών και, κατά περίπτωση, των φορέων επαναχρησιμοποίησης και προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας·

β)

σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων, καθορίζουν στόχους διαχείρισης των αποβλήτων, με σκοπό την επίτευξη τουλάχιστον των ποσοτικών στόχων που σχετίζονται με πρόγραμμα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία, στην οδηγία 94/62/ΕΚ, στην οδηγία 2000/53/ΕΚ, στην οδηγία 2006/66/ΕΚ και στην οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4), και ορίζουν άλλους ποσοτικούς και/ή ποιοτικούς στόχους που θεωρούνται σχετικοί με το πρόγραμμα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού·

γ)

μεριμνούν για την καθιέρωση συστήματος υποβολής εκθέσεων για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά του κράτους μέλους από τους παραγωγούς προϊόντων στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, καθώς και στοιχεία σχετικά με τη συλλογή και την επεξεργασία των αποβλήτων που προκύπτουν από τα εν λόγω προϊόντα, προσδιορίζοντας, κατά περίπτωση, τις ροές υλικών των αποβλήτων, όπως επίσης και άλλα στοιχεία σχετικά με τους σκοπούς του στοιχείου β)·

δ)

διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση των παραγωγών προϊόντων, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή το μέγεθός τους, χωρίς να προκαλούν δυσανάλογη κανονιστική επιβάρυνση στους παραγωγούς, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους που παράγουν μικρές ποσότητες προϊόντων.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι κάτοχοι των αποβλήτων στους οποίους απευθύνονται τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 ενημερώνονται σχετικά με τα μέτρα πρόληψης των αποβλήτων, τα κέντρα επαναχρησιμοποίησης και προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση, τα συστήματα επιστροφής και συλλογής αποβλήτων, και την πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης μέτρα για την παροχή κινήτρων στους κατόχους αποβλήτων ώστε να ανταποκρίνονται στην ευθύνη τους να μεταφέρουν τα απόβλητά τους σε συστήματα χωριστής συλλογής, ιδίως, κατά περίπτωση, μέσω οικονομικών κινήτρων ή κανονιστικών διατάξεων.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι κάθε παραγωγός προϊόντων ή οργανισμός που εκπληρώνει υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εκ μέρους των παραγωγών προϊόντων:

α)

διαθέτει σαφώς καθορισμένη κάλυψη σε γεωγραφικό επίπεδο και σε επίπεδο προϊόντων και υλικών χωρίς να περιορίζεται στους τομείς όπου η συλλογή και η διαχείριση των αποβλήτων είναι οι περισσότερο επικερδείς·

β)

προσφέρει κατάλληλη διαθεσιμότητα συστημάτων συλλογής αποβλήτων στους τομείς που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

διαθέτει τα αναγκαία οικονομικά μέσα ή τα οικονομικά και οργανωτικά μέσα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού·

δ)

εφαρμόζει επαρκή μηχανισμό αυτοελέγχου που υποστηρίζεται, όπου είναι σκόπιμο, από τακτικούς ανεξάρτητους ελέγχους για την αξιολόγηση:

i)

της οικονομικής του διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β)·

ii)

της ποιότητας των στοιχείων που συλλέγονται και υποβάλλονται σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006·

ε)

θέτει στη διάθεση του κοινού πληροφορίες σχετικά με την επίτευξη των στόχων διαχείρισης των αποβλήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και, σε περίπτωση συλλογικής εκπλήρωσης υποχρεώσεων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, πληροφορίες επίσης σχετικά με:

i)

το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα μέλη του·

ii)

τις χρηματοδοτικές εισφορές που καταβάλλουν παραγωγοί προϊόντων ανά πωλούμενη μονάδα ή ανά τόνο προϊόντος που διατίθεται στην αγορά· και

iii)

τη διαδικασία επιλογής για τους φορείς διαχείρισης αποβλήτων.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι χρηματοδοτικές εισφορές που καταβάλλονται από τον παραγωγό του προϊόντος για τη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού:

α)

καλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία κόστους για τα προϊόντα που ο παραγωγός διαθέτει στην αγορά στο οικείο κράτος μέλος:

κόστος των εργασιών χωριστής συλλογής και συνακόλουθης μεταφοράς και επεξεργασίας των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας που απαιτείται για την επίτευξη των ενωσιακών στόχων διαχείρισης των αποβλήτων και κόστος της επίτευξης των άλλων στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), λαμβανομένων υπόψη των εσόδων από την επαναχρησιμοποίηση, τις πωλήσεις δευτερογενών πρώτων υλών από τα προϊόντα τους και από μη απαιτηθέντα τέλη διάθεσης·

κόστος παροχής επαρκούς πληροφόρησης στους κατόχους αποβλήτων σύμφωνα με την παράγραφο 2·

κόστος συγκέντρωσης στοιχείων και υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ)·

Το παρόν στοιχείο δεν ισχύει για τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2000/53/ΕΚ, την οδηγία 2006/66/ΕΚ ή την οδηγία 2012/19/ΕΕ·

β)

στην περίπτωση συλλογικής εκπλήρωσης υποχρεώσεων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, ρυθμίζονται, όπου αυτό είναι δυνατόν, για επιμέρους προϊόντα ή ομάδες παρόμοιων προϊόντων, ιδίως λαμβανομένων υπόψη της ανθεκτικότητας, της επισκευασιμότητας, της δυνατότητας επαναχρησιμοποίησης και της ανακυκλωσιμότητας, καθώς και της παρουσίας επικίνδυνων ουσιών, διά τούτου υιοθετώντας μια προσέγγιση κύκλου ζωής και σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, και, εφόσον έχουν οριστεί, βάσει εναρμονισμένων κριτηρίων με στόχο τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς· και

γ)

δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο κόστος για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης αποβλήτων με τρόπο οικονομικά αποδοτικό. Το κόστος αυτό επιμερίζεται με διαφάνεια μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων.

Όπου αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλιστούν η κατάλληλη διαχείριση των αποβλήτων και η οικονομική βιωσιμότητα του προγράμματος διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλίνουν από τον επιμερισμό της οικονομικής ευθύνης που ορίζεται στο στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

στην περίπτωση προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που έχουν συσταθεί για την επίτευξη στόχων διαχείρισης των αποβλήτων και στόχων οριζόμενων δυνάμει νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, τουλάχιστον το 80 % του αναγκαίου κόστους καλύπτεται από τους παραγωγούς προϊόντων·

ii)

στην περίπτωση προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που έχουν συσταθεί στις ή μετά τις 4 Ιουλίου 2018 για την επίτευξη στόχων διαχείρισης αποβλήτων οριζόμενων αποκλειστικά δυνάμει εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, τουλάχιστον το 80 % του αναγκαίου κόστους καλύπτεται από τους παραγωγούς προϊόντων·

iii)

στην περίπτωση προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που έχουν συσταθεί πριν από τις 4 Ιουλίου 2018 για την επίτευξη στόχων διαχείρισης αποβλήτων οριζόμενων αποκλειστικά δυνάμει εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, τουλάχιστον το 50 % του αναγκαίου κόστους βαρύνει τους παραγωγούς προϊόντων,

και με την προϋπόθεση ότι το υπόλοιπο βαρύνει τους παραγωγούς ή τους διανομείς που δημιούργησαν αρχικά τα απόβλητα.

Η παρέκκλιση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μειωθεί το ποσοστό του κόστους που βαρύνει τους παραγωγούς προϊόντων στο πλαίσιο προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης παραγωγών που έχουν συσταθεί πριν από τις 4 Ιουλίου 2018.

5.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλο πλαίσιο παρακολούθησης και επιβολής με σκοπό να διασφαλισθεί ότι οι παραγωγοί προϊόντων και οι οργανώσεις που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματός τους εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, μεταξύ άλλων στην περίπτωση πωλήσεων εξ αποστάσεως, ότι τα χρηματοδοτικά μέσα χρησιμοποιούνται με δέοντα τρόπο και ότι όλοι οι φορείς που μετέχουν στην εφαρμογή των προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού υποβάλλουν αξιόπιστα στοιχεία.

Σε περίπτωση που, στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, πολλαπλές οργανώσεις εκπληρώνουν υποχρεώσεις στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εκ μέρους των παραγωγών προϊόντων, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τουλάχιστον έναν ανεξάρτητο από ιδιωτικά συμφέροντα φορέα ή μία δημόσια αρχή για την εποπτεία της εκπλήρωσης των εν λόγω υποχρεώσεων.

Κάθε κράτος μέλος επιτρέπει τους παραγωγούς προϊόντων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτουν προϊόντα στην επικράτειά του να ορίζουν νομικό ή φυσικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην επικράτειά του ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του παραγωγού που απορρέουν από προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού στην επικράτειά του.

Για τους σκοπούς της παρακολούθησης και της εξακρίβωσης της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του παραγωγού του προϊόντος σε σχέση με προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν απαιτήσεις, όπως απαιτήσεις καταχώρισης, ενημέρωσης και υποβολής εκθέσεων, που πρέπει να πληροί ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο προκειμένου να οριστεί εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος στο έδαφός τους.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την ύπαρξη τακτικού διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών που εμπλέκονται στην εφαρμογή προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών και των διανομέων, των ιδιωτικών ή δημόσιων επιχειρήσεων διαχείρισης αποβλήτων, των τοπικών αρχών, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, και, κατά περίπτωση, των φορέων της κοινωνικής οικονομίας, των δικτύων επαναχρησιμοποίησης και επισκευής και των φορέων προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση.

7.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που θεσπίστηκαν πριν από τις 4 Ιουλίου 2018 συμμορφώνονται προς το παρόν άρθρο έως τις 5 Ιανουαρίου 2023.

8.   Η παροχή πληροφοριών στο κοινό σύμφωνα δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θίγει το δικαίωμα προστασίας της εμπιστευτικότητας των εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό και εθνικό δίκαιο.

(*4)  Οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 38).»."

10)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Πρόληψη αποβλήτων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων. Τα εν λόγω μέτρα, κατ’ ελάχιστο:

α)

προωθούν και υποστηρίζουν μοντέλα βιώσιμης παραγωγής και κατανάλωσης·

β)

ενθαρρύνουν τον σχεδιασμό, την παραγωγή και τη χρήση προϊόντων που διασφαλίζουν αποτελεσματική χρήση των πόρων και είναι ανθεκτικά (όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια ζωής τους και την απουσία προγραμματισμένης απαρχαίωσης), επισκευάσιμα, επαναχρησιμοποιήσιμα και αναβαθμίσιμα·

γ)

στοχεύουν σε προϊόντα που περιέχουν πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας προκειμένου να μην μετατραπούν τα εν λόγω υλικά σε απόβλητα·

δ)

ενθαρρύνουν την επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων και τη θέσπιση συστημάτων για την προώθηση των δραστηριοτήτων επισκευής και επαναχρησιμοποίησης, μεταξύ άλλων ιδίως για τον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό, τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας και τα έπιπλα, καθώς και για τις συσκευασίες και τα υλικά και προϊόντα δομικών κατασκευών·

ε)

ενθαρρύνουν, ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών, εγχειριδίων οδηγιών, τεχνικών πληροφοριών ή άλλων εργαλείων, εξοπλισμού ή λογισμικού για την επισκευή και επαναχρησιμοποίηση προϊόντων, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο η ποιότητά τους και η ασφάλεια στη χρήση τους·

στ)

μειώνουν την παραγωγή αποβλήτων σε διαδικασίες που συνδέονται με τη βιομηχανική παραγωγή, την εξόρυξη ορυκτών, τη μεταποίηση, τις κατασκευές και τις κατεδαφίσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές·

ζ)

μειώνουν τη δημιουργία αποβλήτων τροφίμων κατά την πρωτογενή παραγωγή, την επεξεργασία και τη μεταποίηση, το λιανικό εμπόριο και άλλες μορφές διανομής τροφίμων, σε εστιατόρια και υπηρεσίες εστίασης καθώς και στα νοικοκυριά, ως συμβολή στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών για μείωση κατά 50 % της κατά κεφαλήν παγκόσμιας σπατάλης τροφίμων σε επίπεδο λιανικής πώλησης και καταναλωτή, και για μείωση των απωλειών τροφίμων κατά μήκος της αλυσίδας παραγωγής και εφοδιασμού μέχρι το 2030·

η)

ενθαρρύνουν τη δωρεά και την αναδιανομή τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση, με προτεραιότητα στη διατροφή του ανθρώπου έναντι της χρήσης ως ζωοτροφών και στην εκ νέου μεταποίηση σε προϊόντα που δεν προορίζονται για διατροφή·

θ)

προωθούν τη μείωση της περιεκτικότητας των υλικών και των προϊόντων σε επικίνδυνες ουσίες, με την επιφύλαξη εναρμονισμένων σε επίπεδο Ένωσης νομικών απαιτήσεων σχετικά με τα εν λόγω υλικά και προϊόντα, και εξασφαλίζουν ότι από τις 5 Ιανουαρίου 2021 κάθε προμηθευτής αντικειμένου όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5) κοινοποιεί στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού·

ι)

μειώνουν την παραγωγή αποβλήτων, και ιδίως αποβλήτων που δεν ενδείκνυνται για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση ή για ανακύκλωση·

ια)

προσδιορίζουν τα προϊόντα που αποτελούν τις βασικές πηγές απορριμμάτων, κυρίως στο φυσικό και στο θαλάσσιο περιβάλλον, και λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη και τη μείωση της δημιουργίας απορριμμάτων από τα προϊόντα αυτά· τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να εφαρμόσουν την υποχρέωση αυτή μέσω περιορισμών στην αγορά διασφαλίζουν ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι αναλογικοί και δεν εισάγουν διακρίσεις·

ιβ)

στοχεύουν στην ανάσχεση της δημιουργίας θαλάσσιων απορριμμάτων, ως συνεισφορά στον Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη και τη σημαντική μείωση της θαλάσσιας ρύπανσης κάθε είδους· και

ιγ)

αναπτύσσουν και υποστηρίζουν ενημερωτικές εκστρατείες για την ευαισθητοποίηση σχετικά με την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων και της ρίψης απορριμμάτων.

2.   Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων καταρτίζει βάση δεδομένων για τα στοιχεία που του υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο θ) το αργότερο έως τις 5 Ιανουαρίου 2020 και την τηρεί. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων επιτρέπει την πρόσβαση των φορέων επεξεργασίας αποβλήτων στην εν λόγω βάση δεδομένων. Παρέχει επίσης πρόσβαση στη βάση αυτή στους καταναλωτές, κατόπιν αιτήματος.

3.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και αξιολογούν την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης των αποβλήτων. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιούν κατάλληλους ποιοτικούς ή ποσοτικούς δείκτες και στόχους, ιδίως όσον αφορά την ποσότητα δημιουργούμενων αποβλήτων.

4.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και αξιολογούν την εφαρμογή των μέτρων τους για την επαναχρησιμοποίηση, αποτιμώντας την επαναχρησιμοποίηση με βάση την κοινή μεθοδολογία την οποία ορίζει η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 7, αρχής γενομένης από το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εν λόγω εκτελεστικής πράξης.

5.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και αξιολογούν την εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνουν για την πρόληψη των αποβλήτων τροφίμων μέσω της μέτρησης των επιπέδων αποβλήτων τροφίμων με βάση τη μεθοδολογία την οποία ορίζει η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 8, αρχής γενομένης από το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εν λόγω εκτελεστικής πράξης.

6.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή εξετάζει τα στοιχεία για τη σπατάλη τροφίμων που παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3, προκειμένου να εξετάσει τη σκοπιμότητα της δημιουργίας, σε επίπεδο Ένωσης, στόχου για τη μείωση των αποβλήτων τροφίμων έως το 2030 με βάση τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την κοινή μεθοδολογία που θεσπίζεται δυνάμει της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό δεικτών για τη μέτρηση της συνολικής προόδου στην εφαρμογή των μέτρων πρόληψης των αποβλήτων και εκδίδει, έως τις 31 Μαρτίου 2019, εκτελεστική πράξη με την οποία θεσπίζεται κοινή μεθοδολογία για την έκθεση σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2.

8.   Έως τις 31 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή εκδίδει, με βάση την έκβαση των εργασιών της πλατφόρμας της ΕΕ για την απώλεια και τη σπατάλη τροφίμων, κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 38α για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τη θέσπιση μιας κοινής μεθοδολογίας και ελάχιστων απαιτήσεων ποιότητας για την ομοιόμορφη μέτρηση των επιπέδων αποβλήτων τροφίμων.

9.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή μελετά τα στοιχεία σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση που της διαβιβάζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3, προκειμένου να εξετάσει τη σκοπιμότητα της λήψης μέτρων που ενθαρρύνουν την επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού ποσοτικών στόχων. Η Επιτροπή εξετάζει επίσης τη σκοπιμότητα της θέσπισης άλλων μέτρων πρόληψης των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων στόχων μείωσης των αποβλήτων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

(*5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).»."

11)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Ανάκτηση

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να διασφαλίζεται ότι τα απόβλητα υποβάλλονται σε εργασίες προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωσης ή άλλες εργασίες ανάκτησης σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 13.

2.   Εφόσον απαιτείται για τη συμμόρφωση προς την παράγραφο 1 και για τη διευκόλυνση ή τη βελτίωση της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση, της ανακύκλωσης και άλλων εργασιών ανάκτησης, τα απόβλητα συλλέγονται χωριστά και δεν αναμιγνύονται με άλλα απόβλητα ή με άλλα υλικά με διαφορετικές ιδιότητες.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν παρεκκλίσεις από την παράγραφο 2, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται τουλάχιστον ένας από τους ακόλουθους όρους:

α)

η κοινή συγκέντρωση ορισμένων τύπων αποβλήτων δεν επηρεάζει τη δυνατότητά τους να υποβάλλονται σε προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση ή άλλες εργασίες ανάκτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 και το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται με τις εργασίες αυτές είναι συγκρίσιμης ποιότητας με εκείνο που επιτυγχάνεται με τη χωριστή συλλογή·

β)

η χωριστή συλλογή δεν παράγει τα καλύτερα δυνατά περιβαλλοντικά αποτελέσματα λαμβανομένων υπόψη των συνολικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων της διαχείρισης των σχετικών ροών αποβλήτων·

γ)

δεν είναι τεχνικά εφικτή η χωριστή συλλογή στο πλαίσιο των ορθών πρακτικών συλλογής των αποβλήτων·

δ)

η χωριστή συλλογή θα είχε δυσανάλογο οικονομικό κόστος, λαμβανομένων υπόψη του κόστους από τις επιπτώσεις της συλλογής και επεξεργασίας ανάμικτων αποβλήτων στο περιβάλλον και στην υγεία, των δυνατοτήτων για βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συλλογής και επεξεργασίας αποβλήτων, των εσόδων από τις πωλήσεις δευτερογενών πρώτων υλών, καθώς και από την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού.

Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τακτικά τις παρεκκλίσεις βάσει της παρούσας παραγράφου, λαμβάνοντας υπόψη τις ορθές πρακτικές στη χωριστή συλλογή των αποβλήτων και άλλες εξελίξεις στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα απόβλητα που έχουν συλλεχθεί χωριστά για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και για ανακύκλωση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 και το άρθρο 22, δεν αποτεφρώνονται, με εξαίρεση τα απόβλητα που προκύπτουν από μεταγενέστερη επεξεργασία των χωριστά συλλεγόμενων αποβλήτων για τα οποία η αποτέφρωση παράγει τα καλύτερα δυνατά περιβαλλοντικά αποτελέσματα σύμφωνα με το άρθρο 4.

5.   Εφόσον απαιτείται συμμόρφωση προς την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και για τη διευκόλυνση ή τη βελτίωση της ανάκτησης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, πριν ή κατά τη διάρκεια της ανάκτησης, για την απομάκρυνση των επικίνδυνων ουσιών, των προσμίξεων και των στοιχείων επικίνδυνων αποβλήτων με σκοπό την επεξεργασία τους σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 13.

6.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα αστικά απόβλητα και τα βιολογικά απόβλητα, μεταξύ άλλων σχετικά με την υλική και εδαφική κάλυψη της χωριστής συλλογής και τυχόν παρεκκλίσεις δυνάμει της παραγράφου 3.».

12)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να προωθηθούν οι δραστηριότητες προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση, ιδίως ενθαρρύνοντας τη δημιουργία και την υποστήριξη δικτύων προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και επισκευής, διευκολύνοντας, όπου αυτό συνάδει με την ορθή διαχείριση αποβλήτων, την πρόσβασή τους σε απόβλητα προγραμμάτων ή εγκαταστάσεων συλλογής τα οποία μπορούν να υποβληθούν σε προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση αλλά δεν προορίζονται για προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση από τα εν λόγω προγράμματα ή εγκαταστάσεις, και προωθώντας τη χρήση οικονομικών μέσων, κριτηρίων προμηθειών, ποσοτικών στόχων ή άλλων μέτρων.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την προώθηση ανακύκλωσης υψηλής ποιότητας και για τον σκοπό αυτό, με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφοι 2 και 3, καθιερώνουν χωριστή συλλογή αποβλήτων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφοι 2 και 3, τα κράτη μέλη καθιερώνουν χωριστή συλλογή τουλάχιστον για το χαρτί, τα μέταλλα, τα πλαστικά και το γυαλί και, από 1ης Ιανουαρίου 2025, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την προώθηση της επιλεκτικής κατεδάφισης προκειμένου να καταστούν δυνατά η απομάκρυνση και ο ασφαλής χειρισμός των επικίνδυνων ουσιών, όπως επίσης και προκειμένου να διευκολυνθούν η επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση υψηλής ποιότητας με την επιλεκτική αφαίρεση υλικών, και μέτρα για να εξασφαλιστεί η καθιέρωση συστημάτων διαλογής των αποβλήτων κατασκευών και κατεδαφίσεων τουλάχιστον για τα ακόλουθα: ξύλο, ανόργανα κλάσματα (σκυρόδεμα, τούβλα, πλακάκια και κεραμικά, πέτρα), μέταλλα, γυαλί, πλαστικά και γύψος.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας και τη μετάβαση σε μια ευρωπαϊκή κυκλική οικονομία με υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας των πόρων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη των ακόλουθων στόχων:»·

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«γ)

έως το 2025, η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων αυξάνονται τουλάχιστον σε ποσοστό 55 % κατά βάρος·

δ)

έως το 2030, η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων αυξάνεται τουλάχιστον σε ποσοστό 60 % κατά βάρος·

ε)

έως το 2035, η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων αυξάνονται τουλάχιστον σε ποσοστό 65 % κατά βάρος.»·

δ)

οι παράγραφοι 3, 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ένα κράτος μέλος δύναται να αναβάλει τις προθεσμίες για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία γ), δ) και ε) για έως και πέντε έτη, με την προϋπόθεση ότι το εν λόγω κράτος μέλος:

α)

υπέβαλε σε προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση λιγότερο από το 20 % ή σε υγειονομική ταφή περισσότερο από το 60 % των αστικών αποβλήτων του που παρήχθησαν το 2013, σύμφωνα με τις απαντήσεις στο κοινό ερωτηματολόγιο του ΟΟΣΑ και της Eurostat· και

β)

το αργότερο 24 μήνες πριν από τη λήξη της σχετικής προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχεία γ), δ) ή ε), ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόθεσή του να αναβάλει την προθεσμία και υποβάλλει σχέδιο εφαρμογής σύμφωνα με το παράρτημα IVβ.

4.   Εντός τριών μηνών από την παραλαβή του σχεδίου εφαρμογής που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από ένα κράτος μέλος να επανεξετάσει το εν λόγω σχέδιο, αν η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IVβ του. Το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει αναθεωρημένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της Επιτροπής.

5.   Σε περίπτωση αναβολής της επίτευξης των στόχων σύμφωνα με την παράγραφο 3, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την αύξηση της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και της ανακύκλωσης των αστικών αποβλήτων:

α)

τουλάχιστον σε ποσοστό 50 % έως το 2025, σε περίπτωση αναβολής της προθεσμίας για την επίτευξη του στόχου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ)·

β)

τουλάχιστον σε ποσοστό 55 % έως το 2030, σε περίπτωση παράτασης της προθεσμίας για την επίτευξη του στόχου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ)·

γ)

τουλάχιστον σε ποσοστό 60 % έως το 2035, σε περίπτωση παράτασης της προθεσμίας για την επίτευξη του στόχου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε).»·

ε)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα να ορίσει στόχους προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωσης για τα απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων και τα κλάσματα κάθε υλικού σε αυτά, τα απόβλητα κλωστοϋφαντουργίας, τα εμπορικά απόβλητα, τα μη επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα και άλλες ροές αποβλήτων, καθώς επίσης στόχους προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση για τα αστικά απόβλητα και στόχους ανακύκλωσης για τα αστικά βιολογικά απόβλητα. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

7.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2028, η Επιτροπή επανεξετάζει τον στόχο που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε). Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

Η Επιτροπή αξιολογεί τεχνολογίες κοινής επεξεργασίας που επιτρέπουν την ενσωμάτωση των ορυκτών στη διαδικασία συναποτέφρωσης αστικών αποβλήτων. Όταν με την εξέταση αυτή προσδιορίζεται αξιόπιστη μεθοδολογία, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον τα εν λόγω ορυκτά μπορούν να συνυπολογίζονται στους στόχους ανακύκλωσης.».

13)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 11α

Κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της επίτευξης των στόχων

1.   Προκειμένου να υπολογιστεί αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε) και στο άρθρο 11 παράγραφος 3:

α)

τα κράτη μέλη υπολογίζουν το βάρος των αστικών αποβλήτων που παρήχθησαν και προετοιμάστηκαν για επαναχρησιμοποίηση ή ανακυκλώθηκαν σε ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος·

β)

το βάρος των αστικών αποβλήτων που προετοιμάζονται για επαναχρησιμοποίηση υπολογίζεται ως το βάρος των προϊόντων ή των συστατικών των προϊόντων που έχουν καταστεί αστικά απόβλητα και υποβάλλονται σε όλες τις αναγκαίες εργασίες ελέγχου, καθαρισμού και επισκευής με σκοπό να καταστεί εφικτή η επαναχρησιμοποίηση χωρίς περαιτέρω διαλογή ή προεπεξεργασία·

γ)

το βάρος των αστικών αποβλήτων που ανακυκλώνονται υπολογίζεται ως το βάρος των αποβλήτων που, αφού υποβληθούν σε όλες τις αναγκαίες εργασίες ελέγχου και διαλογής και σε άλλες προπαρασκευαστικές εργασίες για την απομάκρυνση των υλικών αποβλήτων που δεν αποτελούν αντικείμενο της επακόλουθης επανεπεξεργασίας και την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας ανακύκλωσης, υποβάλλονται σε διεργασία ανακύκλωσης, όπου τα υλικά αποβλήτων μετατρέπονται σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), το βάρος των αστικών αποβλήτων που ανακυκλώνονται μετράται κατά την εισροή τους στη διεργασία ανακύκλωσης.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η μέτρηση των ανακυκλωμένων αστικών αποβλήτων μπορεί να γίνει στην εκροή της διεργασίας διαλογής, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

αυτές οι εκροές αποβλήτων υποβάλλονται στη συνέχεια σε ανακύκλωση·

β)

το βάρος των υλικών ή των ουσιών που αφαιρούνται από περαιτέρω διεργασίες που προηγούνται της εργασίας ανακύκλωσης και, κατά συνέπεια, δεν ανακυκλώνονται, δεν περιλαμβάνεται στο βάρος των αποβλήτων που αναφέρονται ως ανακυκλωμένα.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου ποιότητας και ιχνηλασιμότητας των αστικών αποβλήτων ώστε να διασφαλίσουν την τήρηση των όρων που θεσπίζονται δυνάμει του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Προκειμένου να εξασφαλίζονται η αξιοπιστία και η ακρίβεια των στοιχείων που συλλέγονται σχετικά με τα ανακυκλωμένα απόβλητα, το σύστημα μπορεί να συνίσταται σε ηλεκτρονικά μητρώα που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 4, σε τεχνικές προδιαγραφές για τις απαιτήσεις ποιότητας των αποβλήτων που έχουν υποβληθεί σε διαλογή ή σε μέσα ποσοστά απωλειών των αποβλήτων που έχουν περάσει από διαλογή για τους διάφορους τύπους αποβλήτων και τις διάφορες πρακτικές διαχείρισης των αποβλήτων, αντιστοίχως. Τα μέσα ποσοστά απωλειών χρησιμοποιούνται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν με άλλο τρόπο αξιόπιστα στοιχεία, και υπολογίζονται βάσει των κανόνων υπολογισμού που καθορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου.

4.   Προκειμένου να υπολογιστεί αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε) και στο άρθρο 11 παράγραφος 3, η ποσότητα βιοαποδομήσιμων αστικών αποβλήτων που υφίσταται αναερόβια ή αερόβια επεξεργασία μπορεί να λογίζεται ως ανακυκλωμένη όταν η εν λόγω επεξεργασία παράγει κομπόστ (compost), χώνευμα ή άλλο υλικό με παρεμφερή ποσότητα ανακυκλωμένου περιεχομένου σε σχέση με την εισροή, το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως ανακυκλωμένο προϊόν, υλικό ή ουσία. Όταν το προϊόν χρησιμοποιείται επί του εδάφους, τα κράτη μέλη δύνανται να το υπολογίσουν ως ανακυκλωμένο μόνο αν αποφέρει όφελος για τη γεωργία ή οικολογική βελτίωση.

Από την 1η Ιανουαρίου 2027, τα κράτη μέλη δύνανται να υπολογίσουν τα αστικά βιολογικά απόβλητα που υποβάλλονται σε αερόβια ή αναερόβια επεξεργασία ως ανακυκλωμένα μόνο αν, σύμφωνα με το άρθρο 22, έχουν συλλεχθεί χωριστά ή έχουν διαχωριστεί στην πηγή.

5.   Προκειμένου να υπολογιστεί αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε) και στο άρθρο 11 παράγραφος 3, η ποσότητα υλικών αποβλήτων που έχουν αποχαρακτηριστεί από απόβλητα ως αποτέλεσμα προπαρασκευαστικής εργασίας και πριν υποβληθούν σε επανεπεξεργασία μπορούν να θεωρούνται ανακυκλωμένα εφόσον προορίζονται για να μετατραπούν με επακόλουθη επανεπεξεργασία σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν είτε για τον αρχικό είτε για άλλο σκοπό. Ωστόσο, τα υλικά από αποχαρακτηρισμένα απόβλητα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας ή για αποτέφρωση, για επίχωση ή για διάθεση σε χώρο υγειονομικής ταφής, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της επίτευξης των στόχων ανακύκλωσης.

6.   Προκειμένου να υπολογιστεί αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε) και στο άρθρο 11 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη την ανακύκλωση των υλικών που έχουν διαχωριστεί μετά την αποτέφρωση των αστικών αποβλήτων υπό την προϋπόθεση ότι τα ανακυκλωμένα μέταλλα πληρούν ορισμένα κριτήρια ποιότητας τα οποία καθορίζονται στην εκτελεστική πράξη που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου.

7.   Απόβλητα που αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση ή την επίχωση σε αυτό το άλλο κράτος μέλος μπορούν να συνυπολογίζονται μόνο για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 από το κράτος μέλος στο οποίο συνελέγησαν τα απόβλητα.

8.   Τα απόβλητα που εξάγονται από την Ένωση για προετοιμασία προς επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωση συνυπολογίζονται για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 της παρούσας οδηγίας από το κράτος μέλος στο οποίο συνελέγησαν μόνον εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και αν, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006, ο εξαγωγέας είναι σε θέση να αποδείξει ότι η μεταφορά αποβλήτων συνάδει με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού και ότι η επεξεργασία των αποβλήτων εκτός της Ένωσης έλαβε χώρα υπό συνθήκες εν γένει ισοδύναμες προς τις απαιτήσεις της σχετικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης.

9.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει έως τις 31 Μαρτίου 2019 εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων υπολογισμού, επαλήθευσης και υποβολής στοιχείων, ιδίως όσον αφορά:

α)

κοινή μεθοδολογία για τον υπολογισμό του συνολικού βάρους του μετάλλων που έχουν ανακυκλωθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών κριτηρίων για τα ανακυκλωμένα μέταλλα, και

β)

βιολογικά απόβλητα που διαχωρίζονται και ανακυκλώνονται στην πηγή.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2.

10.   Έως τις 31 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 38α, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τη θέσπιση κανόνων για τον υπολογισμό, την επαλήθευση και την υποβολή στοιχείων σχετικά με το βάρος των υλικών ή των ουσιών που αφαιρούνται μετά από διαλογή και, κατά συνέπεια, δεν ανακυκλώνονται, βάσει μέσων συντελεστών απωλειών στη διαλογή αποβλήτων.

Άρθρο 11β

Έκθεση έγκαιρης προειδοποίησης

1.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, καταρτίζει εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε) και στο άρθρο 11 παράγραφος 3 το αργότερο τρία έτη πριν από τη λήξη κάθε προθεσμίας που ορίζεται στις εν λόγω διατάξεις.

2.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

εκτίμηση της επίτευξης των στόχων από το κάθε κράτος μέλος·

β)

κατάλογο των κρατών μελών τα οποία υπάρχει κίνδυνος να μην επιτύχουν τους στόχους εντός των αντίστοιχων προθεσμιών, μαζί με τις κατάλληλες συστάσεις προς τα οικεία κράτη μέλη·

γ)

παραδείγματα των βέλτιστων πρακτικών οι οποίες χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση και θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για την επίτευξη προόδου στην επίτευξη των στόχων.».

14)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Διάθεση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις που δεν πραγματοποιείται ανάκτηση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1, τα απόβλητα να υποβάλλονται σε ασφαλείς εργασίες διάθεσης που πληρούν τις διατάξεις του άρθρου 13 για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

2.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση των εργασιών διάθεσης που παρατίθενται στο παράρτημα I, ιδίως μέσα από το πρίσμα του άρθρου 13 και, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον χρειάζεται, από νομοθετική πρόταση, για τη ρύθμιση των εργασιών διάθεσης, μεταξύ άλλων μέσω ενδεχομένων περιορισμών, και εξετάζει έναν στόχο μείωσης της διάθεσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η περιβαλλοντικά ορθή διαχείριση αποβλήτων.».

15)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Κόστος

1.   Σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους της απαιτούμενης υποδομής και της λειτουργίας της, βαρύνει τον αρχικό παραγωγό αποβλήτων ή τον τρέχοντα ή τους προηγούμενους κατόχους αποβλήτων.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 8α, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων βαρύνει εν μέρει ή πλήρως τον παραγωγό του προϊόντος από τον οποίο προέρχονται τα απόβλητα, και ότι το σχετικό κόστος μπορεί να επιμερίζεται στους διανομείς του προϊόντος.».

16)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν επικίνδυνα απόβλητα έχουν αναμιχθεί κατά τρόπο παράνομο κατά παράβαση του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 36, ότι πραγματοποιείται διαχωρισμός, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό και αναγκαίο για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 13.

Όταν ο διαχωρισμός δεν είναι αναγκαίος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ανάμικτα απόβλητα υποβάλλονται σε επεξεργασία σε εγκατάσταση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 23 για την επεξεργασία τέτοιου μείγματος.».

17)

Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Επικίνδυνα απόβλητα παραγόμενα από νοικοκυριά

1.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2025, τα κράτη μέλη καθιερώνουν χωριστή συλλογή για τα επικίνδυνα κλάσματα των αποβλήτων που παράγονται από τα νοικοκυριά, για να διασφαλίσουν ότι τα επικίνδυνα απόβλητα υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 13 και δεν ρυπαίνουν άλλες ροές αστικών αποβλήτων.

2.   Τα άρθρα 17, 18, 19 και 35 δεν εφαρμόζονται στα αναμεμειγμένα απόβλητα που παράγονται από νοικοκυριά.

3.   Τα άρθρα 19 και 35 δεν εφαρμόζονται στα επιμέρους κλάσματα επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται από νοικοκυριά μέχρις ότου γίνουν δεκτά για συλλογή, διάθεση ή ανάκτηση από οργανισμό ή εταιρεία που έχει λάβει άδεια ή έχει καταχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 ή με το άρθρο 26.

4.   Έως τις 5 Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να συνδράμει και να διευκολύνει τα κράτη μέλη στη χωριστή συλλογή των επικίνδυνων κλασμάτων των αποβλήτων που παράγονται από τα νοικοκυριά.».

18)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, τα στοιχεία α), β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα απόβλητα έλαια συλλέγονται χωριστά, εκτός αν η χωριστή συλλογή δεν είναι τεχνικά εφικτή λαμβανομένων υπόψη των ορθών πρακτικών·

β)

στην επεξεργασία των αποβλήτων ελαίων δίνεται προτεραιότητα στην αναγέννηση ή εναλλακτικά σε άλλες εργασίες ανακύκλωσης που προσφέρουν ισοδύναμο ή καλύτερο αποτέλεσμα, από περιβαλλοντική άποψη, από ό,τι η αναγέννηση, σύμφωνα με τα άρθρο 4 και 13·

γ)

τα απόβλητα έλαια με διαφορετικά χαρακτηριστικά δεν αναμιγνύονται, ούτε αναμιγνύονται απόβλητα έλαια με άλλα είδη αποβλήτων ή άλλες ουσίες, αν η ανάμειξη αυτή εμποδίζει την αναγέννησή τους ή άλλη εργασία ανακύκλωσης με ισοδύναμο ή καλύτερο συνολικό περιβαλλοντικό αποτέλεσμα από ό,τι η αναγέννηση»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022, η Επιτροπή μελετά τα στοιχεία για τα απόβλητα έλαια που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 4, προκειμένου να εξετάσει τη σκοπιμότητα της θέσπισης μέτρων για την επεξεργασία των αποβλήτων ελαίων, συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών στόχων για την αναγέννηση των αποβλήτων ελαίων και περαιτέρω μέτρων για την προώθηση της αναγέννησης των αποβλήτων ελαίων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.».

19)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

Βιολογικά απόβλητα

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023 και με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφοι 2 και 3, τα βιολογικά απόβλητα είτε διαχωρίζονται και ανακυκλώνονται στην πηγή είτε συλλέγονται χωριστά και δεν αναμιγνύονται με άλλα είδη αποβλήτων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την κοινή με τα βιολογικά απόβλητα συλλογή αποβλήτων με παρόμοιες ιδιότητες βιοαποδόμησης και κομποστοποίησης σύμφωνων με τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα ή ενδεχόμενα ισοδύναμα εθνικά πρότυπα για τις συσκευασίες που μπορούν να ανακτηθούν μέσω κομποστοποίησης και βιοαποδόμησης.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 13, προκειμένου:

α)

να ενθαρρύνουν την ανακύκλωση, συμπεριλαμβανομένων της κομποστοποίησης και της χώνευσης, των βιολογικών αποβλήτων κατά τρόπο που να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας και να οδηγεί σε εξερχόμενο υλικό που πληροί τα σχετικά πρότυπα υψηλής ποιότητας·

β)

να ενθαρρύνουν την οικιακή κομποστοποίηση· και

γ)

να προωθήσουν τη χρήση υλικών παραγόμενων από βιολογικά απόβλητα.

3.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, η Επιτροπή ζητεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να αναπτύξουν ευρωπαϊκά πρότυπα ποιότητας για τα βιολογικά απόβλητα που υποβάλλονται σε διαδικασίες οργανικής ανακύκλωσης, για το κομπόστ και για το χώνευμα, με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές.».

20)

Το άρθρο 27 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 38α για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό των στοιχειωδών τεχνικών προτύπων για τις δραστηριότητες επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένων της διαλογής και της ανακύκλωσης αποβλήτων, για τις οποίες απαιτείται άδεια σύμφωνα με το άρθρο 23, εφόσον υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι από τα εν λόγω ελάχιστα πρότυπα θα προκύψουν οφέλη για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 38α, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό των στοιχειωδών τεχνικών προτύπων για τις δραστηριότητες για τις οποίες απαιτείται καταχώριση σύμφωνα με το άρθρο 26 στοιχεία α) και β), εφόσον υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι από τα εν λόγω ελάχιστα πρότυπα θα προκύψουν οφέλη για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος ή για την αποφυγή της διαταραχής της εσωτερικής αγοράς.».

21)

Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

οι υφιστάμενες μεγάλες εγκαταστάσεις διάθεσης και ανάκτησης, καθώς και τυχόν ειδικές ρυθμίσεις για απόβλητα έλαια, επικίνδυνα απόβλητα, απόβλητα που περιέχουν σημαντικές ποσότητες πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας, ή ροές αποβλήτων που ρυθμίζονται από ειδική νομοθεσία της Ένωσης·

γ)

αξιολόγηση της ανάγκης για το κλείσιμο υφιστάμενων εγκαταστάσεων αποβλήτων και για πρόσθετες υποδομές εγκαταστάσεων επεξεργασίας αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 16.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διεξαγωγή αξιολόγησης των επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, μεταξύ άλλων για τοπικές αρχές, που απαιτούνται για να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω ανάγκες. Η εν λόγω αξιολόγηση περιλαμβάνεται στα σχετικά σχέδια διαχείρισης αποβλήτων ή σε άλλα έγγραφα στρατηγικής που καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους·»·

ii)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«γα)

πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3α της οδηγίας 1999/31/ΕΚ ή σε άλλα έγγραφα στρατηγικής που καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους·

γβ)

αξιολόγηση των υφιστάμενων προγραμμάτων συλλογής αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων της υλικής και γεωγραφικής κάλυψης της χωριστής συλλογής, και των μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της, ενδεχόμενων παρεκκλίσεων που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3, και της ανάγκης για νέα προγράμματα συλλογής·»·

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«στ)

μέτρα για την καταπολέμηση και την πρόληψη όλων των μορφών δημιουργίας απορριμμάτων και για τον καθαρισμό όλων των τύπων απορριμμάτων·

ζ)

κατάλληλους ποιοτικούς ή ποσοτικούς δείκτες και στόχους, ιδίως όσον αφορά την ποσότητα παραγόμενων αποβλήτων και τη διαχείρισή τους και την ποσότητα των αστικών αποβλήτων που διατίθενται ή υποβάλλονται σε ανάκτηση ενέργειας.»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις σχεδιασμού περί αποβλήτων που ορίζονται στο άρθρο 14 της οδηγίας 94/62/ΕΚ, τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 της παρούσας οδηγίας και τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και, για τους σκοπούς της πρόληψης της παραγωγής απορριμμάτων, με τις απαιτήσεις του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6) και του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7).

(*6)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19)."

(*7)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).»."

22)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εκπονούν προγράμματα για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων στα οποία περιλαμβάνονται, κατ’ ελάχιστο, τα μέτρα πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4.

Τα προγράμματα αυτά ενσωματώνονται στα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 28 ή σε άλλα προγράμματα περιβαλλοντικής πολιτικής, ανάλογα με την περίπτωση, ή λειτουργούν ως ανεξάρτητα προγράμματα. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο πρόγραμμα ενσωματωθεί στο σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων ή στα εν λόγω άλλα προγράμματα, οι στόχοι και τα μέτρα για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων προσδιορίζονται σαφώς.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών, τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, περιγράφουν τη συμβολή των μέσων και των μέτρων που απαριθμούνται στο παράρτημα IVα στην πρόληψη δημιουργία αποβλήτων και αξιολογούν τη χρησιμότητα των παραδειγμάτων των μέτρων που αναφέρονται στο παράρτημα IV ή άλλων ενδεδειγμένων μέτρων. Τα προγράμματα περιγράφουν επίσης τα υφιστάμενα μέτρα πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων και τη συμβολή τους στην πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ειδικά προγράμματα πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων τροφίμων στο πλαίσιο των προγραμμάτων τους για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»·

δ)

οι παράγραφοι 3 και 4 διαγράφονται.

23)

Στο άρθρο 30, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος δημοσιεύει ανά διετία έκθεση η οποία περιλαμβάνει ανασκόπηση της προόδου που σημειώνεται στην ολοκλήρωση και την εφαρμογή των προγραμμάτων για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης της προόδου που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τους στόχους των προγραμμάτων πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων για κάθε κράτος μέλος και για την Ένωση στο σύνολό της, καθώς και στην αποσύνδεση της δημιουργίας αποβλήτων από την οικονομική ανάπτυξη και τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία.».

24)

Στο άρθρο 33, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καθορίσει το μορφότυπο για την κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη θέσπιση και την ουσιαστική αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων και των προγραμμάτων για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2.».

25)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, οι παραγωγοί επικίνδυνων αποβλήτων και οι οργανισμοί και οι εταιρείες που συλλέγουν ή μεταφέρουν επικίνδυνα απόβλητα σε επαγγελματική βάση ή ενεργούν ως έμποροι και μεσίτες επικίνδυνων αποβλήτων τηρούν χρονολογικά αρχεία με:

α)

τις ποσότητες, τη φύση, την προέλευση των εν λόγω αποβλήτων, καθώς και την ποσότητα των προϊόντων και των υλικών που απορρέουν από την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση ή άλλες εργασίες ανάκτησης· και

β)

όπου είναι σκόπιμο, τον προορισμό, τη συχνότητα συλλογής, τον τρόπο μεταφοράς και τη μέθοδο επεξεργασίας που προβλέπονται για τα απόβλητα.

Διαθέτουν τα εν λόγω στοιχεία στις αρμόδιες αρχές μέσω του ηλεκτρονικού μητρώου ή των μητρώων που θα δημιουργηθούν σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.»·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν ηλεκτρονικό μητρώο ή συντονισμένα μητρώα για την καταγραφή των στοιχείων για τα επικίνδυνα απόβλητα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και καλύπτουν ολόκληρη τη γεωγραφική επικράτεια του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργούν παρόμοια μητρώα για άλλες κατηγορίες αποβλήτων, ιδίως εκείνες για τις οποίες τίθενται στόχοι στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα στοιχεία για τα απόβλητα που υποβάλλονται από τους βιομηχανικούς φορείς εκμετάλλευσης στο ευρωπαϊκό μητρώο έκλυσης και μεταφοράς ρύπων που έχει δημιουργηθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8).

5.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για τη λειτουργία αυτών των μητρώων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2.

(*8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων και για την τροποποίηση των οδηγιών 91/689/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).»."

26)

Στο άρθρο 36, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, της απόρριψης ή της ανεξέλεγκτης διαχείρισης των αποβλήτων, καθώς και της δημιουργίας απορριμμάτων.».

27)

Το άρθρο 37 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 37

Υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα δεδομένα που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε) και του άρθρου 11 παράγραφος 3 για κάθε ημερολογιακό έτος στην Επιτροπή.

Υποβάλλουν τα δεδομένα ηλεκτρονικά εντός διαστήματος 18 μηνών από τη λήξη του έτους αναφοράς για το οποίο συνελέγησαν τα δεδομένα. Τα δεδομένα υποβάλλονται στον μορφότυπο που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Η πρώτη περίοδος υποβολής αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή εκθέσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

2.   Για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη αναφέρουν την ποσότητα των αποβλήτων που χρησιμοποιήθηκαν για εργασίες επίχωσης και άλλες εργασίες ανάκτησης υλικών χωριστά από την ποσότητα των αποβλήτων που προετοιμάστηκαν για επαναχρησιμοποίηση ή ανακυκλώθηκαν. Τα κράτη μέλη αναφέρουν την επανεπεξεργασία των αποβλήτων σε υλικά τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για εργασίες επίχωσης ως επίχωση.

Για τους σκοπούς της επαλήθευσης της συμμόρφωσης με το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) έως ε) και το άρθρο 11 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη αναφέρουν την ποσότητα των αποβλήτων που προετοιμάστηκαν για επαναχρησιμοποίηση χωριστά από την ποσότητα των αποβλήτων που ανακυκλώθηκαν.

3.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα δεδομένα που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφοι 4 και 5 σε ετήσια βάση.

Διαβιβάζουν τα δεδομένα ηλεκτρονικά εντός διαστήματος 18 μηνών από τη λήξη του έτους αναφοράς για την οποία συνελέγησαν τα δεδομένα. Τα δεδομένα υποβάλλονται στο μορφότυπο που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Η πρώτη περίοδος υποβολής αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή εκθέσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα δεδομένα για τα ορυκτέλαια ή τα συνθετικά λιπαντικά ή τα βιομηχανικά έλαια που έχουν διατεθεί στην αγορά και για τα απόβλητα έλαια που συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία χωριστά για κάθε ημερολογιακό έτος.

Υποβάλλουν τα δεδομένα ηλεκτρονικά, εντός διαστήματος 18 μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς για το οποίο συλλέχθηκαν τα δεδομένα. Τα δεδομένα υποβάλλονται στο μορφότυπο που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 7.

Η πρώτη περίοδος υποβολής αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή εκθέσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 7.

5.   Τα δεδομένα που υποβάλλονται από το κράτος μέλος σύμφωνα με το παρόν άρθρο συνοδεύονται από έκθεση ποιοτικού ελέγχου και έκθεση σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 11α παράγραφοι 3 και 8, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τα μέσα ποσοστά απωλειών, όπου εφαρμόζεται. Οι πληροφορίες αυτές υποβάλλονται στον μορφότυπο για την υποβολή εκθέσεων που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

6.   Η Επιτροπή εξετάζει τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασής της. Στην έκθεση αξιολογείται η οργάνωση της συλλογής δεδομένων, των πηγών δεδομένων και της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται στα κράτη μέλη, καθώς και η πληρότητα, η αξιοπιστία, η έγκαιρη υποβολή και η ομοιομορφία των εν λόγω δεδομένων. Η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει ειδικές συστάσεις για βελτίωση. Η έκθεση συντάσσεται μετά την πρώτη υποβολή των στοιχείων από τα κράτη μέλη και στη συνέχεια κάθε τέσσερα έτη.

7.   Έως τις 31 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό του μορφοτύπου υποβολής των δεδομένων που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου. Για τους σκοπούς της υποβολής στοιχείων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τον μορφότυπο που καθορίζεται στην εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 2012, περί καθορισμού ερωτηματολογίου για τις εκθέσεις των κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα απόβλητα. Για τους σκοπούς της υποβολής στοιχείων σχετικά με τα απόβλητα τροφίμων, κατά την ανάπτυξη του μορφοτύπου υποβολής λαμβάνεται υπόψη η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 8. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 39 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.».

28)

Το άρθρο 38 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 38

Ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών, ερμηνεία και προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο

1.   Η Επιτροπή οργανώνει τακτική ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και, κατά περίπτωση, με τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, για την επιβολή και πρακτική εφαρμογή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων σχετικά με:

α)

την εφαρμογή των κανόνων υπολογισμού που ορίζονται στο άρθρο 11α και την ανάπτυξη μέτρων και συστημάτων ανίχνευσης των ροών αστικών αποβλήτων από τη διαλογή έως την ανακύκλωση·

β)

την ορθή διακυβέρνηση, την επιβολή, τη διασυνοριακή συνεργασία·

γ)

την καινοτομία στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων·

δ)

τα εθνικά κριτήρια για τα υποπροϊόντα και τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 και στο άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4, με τη βοήθεια πανενωσιακού ηλεκτρονικού μητρώου που θα δημιουργηθεί από την Επιτροπή·

ε)

τα οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 προκειμένου να ενισχυθεί η επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο·

στ)

τα μέτρα που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2·

ζ)

την πρόληψη και τη θέσπιση συστημάτων που προωθούν δραστηριότητες επαναχρησιμοποίησης και την παράταση της διάρκειας ζωής·

η)

την εφαρμογή των υποχρεώσεων όσον αφορά τη χωριστή συλλογή·

θ)

τα μέσα και τα κίνητρα για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε)·

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία των απαιτήσεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους ορισμούς των αποβλήτων, της πρόληψης, της επαναχρησιμοποίησης, της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση, της ανάκτησης, της ανακύκλωσης και της διάθεσης, και την εφαρμογή των κανόνων υπολογισμού που καθορίζονται στο άρθρο 11α.

Η Επιτροπή καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους ορισμούς των αστικών αποβλήτων και της επίχωσης.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 38α για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας επεξηγώντας την εφαρμογή του μαθηματικού τύπου για τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης που αναφέρεται στο παράρτημα II σημείο R1. Τοπικές κλιματικές συνθήκες, όπως η δριμύτητα του ψύχους και η ανάγκη θέρμανσης, είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη στον βαθμό που επηρεάζουν την ποσότητα ενέργειας που είναι τεχνικά δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ή να παραχθεί υπό μορφή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, ψύξης ή ατμού. Οι τοπικές συνθήκες των εξόχως απόκεντρων περιοχών, όπως ορίζονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 349 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών που αναφέρονται στο άρθρο 25 της πράξης προσχώρησης του 1985, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 38α για την τροποποίηση των παραρτημάτων IV και V με βάση την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο.»·

29)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 38α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 1, στο άρθρο 9 παράγραφος 8, στο άρθρο 11α παράγραφος 10, στο άρθρο 27 παράγραφος 1, στο άρθρο 27 παράγραφος 4, στο άρθρο 38 παράγραφος 2 και στο άρθρο 38 παράγραφος 3 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότησης πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 4 Ιουλίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος1, στο άρθρο 9 παράγραφος 8, στο άρθρο 11α παράγραφος 10, στο άρθρο 27 παράγραφος 1, στο άρθρο 27 παράγραφος 4, στο άρθρο 38 παράγραφος 2 και στο άρθρο 38 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*9).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1, του άρθρου 9 παράγραφος 8, του άρθρου 11α παράγραφος 10, του άρθρου 27 παράγραφοι 1, του άρθρου 27 παράγραφος 4, του άρθρου 38 παράγραφος 2 και του άρθρου 38 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»."

30)

Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 39

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

31)

Στο παράρτημα II, οι εργασίες R3, R4 και R5 αντικαθίστανται ως εξής:

«R 3

Ανακύκλωση/ανάκτηση οργανικών ουσιών που δεν χρησιμοποιούνται ως διαλύτες (συμπεριλαμβανομένων των εργασιών κομποστοποίησης και άλλων διεργασιών μετατροπής βιολογικού χαρακτήρα) (*11)

R 4

Ανακύκλωση/ανάκτηση μετάλλων και μεταλλικών ενώσεων (*12)

R 5

Ανακύκλωση/ανάκτηση άλλων ανόργανων υλικών (*13)

(*11)  Περιλαμβάνεται η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, αεριοποίηση και πυρόλυση με χρήση των ενώσεων ως χημικών ουσιών και ανάκτηση οργανικών υλών υπό μορφή επίχωσης."

(*12)  Περιλαμβάνεται η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση."

(*13)  Περιλαμβάνονται η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση ανόργανων υλικών κατασκευών, η ανάκτηση ανόργανων υλών υπό μορφή επίχωσης και η εξυγίανση του εδάφους που οδηγεί σε ανάκτηση εδάφους.»."

32)

Το κείμενο στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας παρεμβάλλεται ως παραρτήματα IVα και ΙVβ.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία έως τις 5 Ιουλίου 2020. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη σχετικά.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 264 της 20.7.2016, σ. 98.

(2)  ΕΕ C 17 της 18.1.2017, σ. 46.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2018.

(4)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(5)  Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση ζωοτροφών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση των οδηγιών 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 80/511/ΕΟΚ της Επιτροπής, 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 83/228/ΕΚ του Συμβουλίου, 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 93/113/ΕΚ του Συμβουλίου, 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, και της απόφασης 2004/217/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 229 της 1.9.2009, σ. 1).

(8)  Απόφαση 2014/955/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2000/532/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο των αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 370 της 30.12.2014, σ. 44).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34).

(11)  Οδηγία 2006/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ (ΕΕ L 266 της 26.9.2006, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 38).

(13)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(14)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(15)  Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10).

(16)  ΕΕ L 39 της 16.2.1993, σ. 3.

(17)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(19)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα παραρτήματα:

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVα

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΟΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 (1)

1.

τέλη και περιορισμοί για την υγειονομική ταφή και αποτέφρωση των αποβλήτων, που παρέχουν κίνητρα για την πρόληψη και την ανακύκλωση και διατηρούν την υγειονομική ταφή ως τη λιγότερο προτιμώμενη επιλογή για τη διαχείριση των αποβλήτων

2.

προγράμματα “πληρώνω όσο πετάω”, που χρεώνουν τους παραγωγούς αποβλήτων με βάση την πραγματική ποσότητα των παραγόμενων αποβλήτων και προσφέρουν κίνητρα για διαχωρισμό στην πηγή των ανακυκλώσιμων αποβλήτων και για τη μείωση των μεικτών αποβλήτων

3.

φορολογικά κίνητρα για τη δωρεά προϊόντων, ιδίως τροφίμων

4.

προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για διάφορους τύπους αποβλήτων, και μέτρα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας, της οικονομικής αποδοτικότητας και της διακυβέρνησής τους

5.

προγράμματα καταβολής εγγύησης-επιστροφής και άλλα μέτρα που ενθαρρύνουν την αποτελεσματική συλλογή χρησιμοποιημένων προϊόντων και υλικών

6.

ορθός σχεδιασμός των επενδύσεων σε υποδομές διαχείρισης αποβλήτων, μεταξύ άλλων μέσω των ταμείων της Ένωσης

7.

βιώσιμες δημόσιες συμβάσεις για την ενθάρρυνση της καλύτερης διαχείρισης των αποβλήτων και τη χρήση ανακυκλωμένων προϊόντων και υλικών

8.

σταδιακή κατάργηση επιδοτήσεων που δεν είναι σύμφωνες με την ιεράρχηση των αποβλήτων

9.

χρήση φορολογικών μέτρων ή άλλων μέσων για την προώθηση της αποδοχής προϊόντων και υλικών που έχουν προετοιμαστεί για επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωση

10.

υποστήριξη της έρευνας και καινοτομίας σε προηγμένες τεχνολογίες ανακύκλωσης και ανακατασκευής

11.

χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών επεξεργασίας αποβλήτων

12.

οικονομικά κίνητρα για τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές, ιδίως για την προώθηση της πρόληψης της παραγωγής αποβλήτων και την ευρύτερη χρήση προγραμμάτων χωριστής συλλογής, με παράλληλη αποφυγή της υποστήριξης για υγειονομική ταφή και αποτέφρωση

13.

εκστρατείες ευαισθητοποίησης του κοινού, ιδίως για τη χωριστή συλλογή, την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων και τη μείωση των απορριμμάτων, και ενσωμάτωση των θεμάτων αυτών στην εκπαίδευση και την κατάρτιση

14.

συστήματα συντονισμού, μεταξύ άλλων με ψηφιακά μέσα, μεταξύ όλων των αρμόδιων δημόσιων αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση των αποβλήτων

15.

προώθηση διαρκούς διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ όλων των συμφεροντούχων όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων, και ενθάρρυνση για τη σύναψη εθελοντικών συμφωνιών και την υποβολή στοιχείων από τις επιχειρήσεις, σχετικά με τα απόβλητα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVβ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το σχέδιο εφαρμογής που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

1.

αξιολόγηση των παλαιότερων, των τρεχόντων και των προβλεπόμενων ποσοστών ανακύκλωσης, υγειονομικής ταφής και άλλης επεξεργασίας αστικών αποβλήτων και των ροών που τα απαρτίζουν

2.

αξιολόγηση της εφαρμογής των σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων και των προγραμμάτων για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29

3.

τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι ενδέχεται να μην είναι σε θέση να επιτύχει τον σχετικό στόχο που καθορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εντός της οριζόμενης σε αυτό προθεσμίας, και εκτίμηση της παράτασης που απαιτείται για την επίτευξη του εν λόγω στόχου

4.

τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 11, τα οποία έχουν εφαρμογή στο κράτος μέλος κατά τη χρονική παράταση, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων οικονομικών μέσων και άλλων μέτρων για την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων όπως καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο παράρτημα IVα

5.

χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται στο σημείο 4, καθορισμό του οργάνου που είναι αρμόδιο για την υλοποίησή τους, καθώς και εκτίμηση της συμβολής τους στην επίτευξη των στόχων που ισχύουν σε περίπτωση χρονικής παράτασης

6.

πληροφορίες για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”

7.

μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, όπου απαιτείται, για τη βελτίωση του σχεδιασμού και της παρακολούθησης των επιδόσεων στη διαχείριση των αποβλήτων..

»

(1)  Τα εν λόγω μέσα και μέτρα μπορούν να παρέχουν κίνητρα για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων, που αποτελεί την κορυφαία βαθμίδα της ιεράρχησης των αποβλήτων, και στο παράρτημα IV παρατίθεται πλήρης κατάλογος πιο συγκεκριμένων παραδειγμάτων μέτρων πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων.


14.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/141


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/852 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018

για τροποποίηση της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαχείριση των αποβλήτων στην Ένωση θα πρέπει να βελτιωθεί με στόχο την προστασία, τη διατήρηση και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου, την εξασφάλιση της συνετής, αποδοτικής και ορθολογικής χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων, την προαγωγή των αρχών της κυκλικής οικονομίας, την προώθηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, τη μείωση της εξάρτησης της Ένωσης από εισαγόμενους πόρους, τη δημιουργία νέων οικονομικών ευκαιριών και τη συμβολή σε μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Η αποδοτικότερη χρήση των πόρων θα αποφέρει επίσης σημαντική καθαρή εξοικονόμηση για τις επιχειρήσεις, τις δημόσιες αρχές και τους καταναλωτές στην Ένωση, μειώνοντας ταυτόχρονα τις συνολικές ετήσιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.

(2)

Οι στόχοι που ορίζονται στην οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) σχετικά με την ανάκτηση και την ανακύκλωση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας θα πρέπει να τροποποιηθούν, έτσι ώστε να αυξηθεί η ανακύκλωση των απορριμμάτων συσκευασίας προκειμένου να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι φιλοδοξίες της Ένωσης για τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία.

(3)

Επίσης, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συνοχή στο δίκαιο της Ένωσης για τα απόβλητα, οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία 94/62/ΕΚ θα πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να ευθυγραμμιστούν με τους ορισμούς της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) που εφαρμόζεται γενικά στα απόβλητα.

(4)

Η πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη βελτίωση της αποδοτικής χρήσης των πόρων και τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των αποβλήτων. Είναι, συνεπώς, σημαντικό να λάβουν τα κράτη μέλη κατάλληλα μέτρα ώστε να ενθαρρύνουν την αύξηση του μεριδίου των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά και την επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών. Στα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται η θέσπιση προγραμμάτων παρακράτησης ποσού έναντι επιστροφής, καθώς και άλλα κίνητρα, όπως η θέσπιση ποσοτικών στόχων, ο συνυπολογισμός της επαναχρησιμοποίησης για την επίτευξη των στόχων ανακύκλωσης και η διαφοροποίηση των χρηματοδοτικών συνεισφορών για τις επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες στο πλαίσιο προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για τη συσκευασία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα παροχής κινήτρων για την υιοθέτηση επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών και για τον περιορισμό της κατανάλωσης μη ανακυκλώσιμων συσκευασιών και της υπερβολικής χρήσης συσκευασιών.

(5)

Δεδομένου ότι η επαναχρησιμοποίηση συνεπάγεται την αποφυγή της διάθεσης νέων συσκευασιών στην αγορά και της αύξησης του όγκου των παραγόμενων απορριμμάτων συσκευασίας, οι επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες προς πώληση που διατίθενται στην αγορά για πρώτη φορά και οι ξύλινες συσκευασίες που επισκευάζονται για επαναχρησιμοποίηση θα πρέπει να συνυπολογίζονται για την επίτευξη των αντίστοιχων στόχων ανακύκλωσης συσκευασιών.

(6)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν επαρκή κίνητρα, περιλαμβανομένων οικονομικών μέσων και άλλων μέτρων, για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας υπό την οπτική του κύκλου ζωής, λαμβάνοντας υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, τα οφέλη από τη χρήση υλικών βιολογικής προέλευσης και υλικών που είναι κατάλληλα για πολλαπλές ανακυκλώσεις. Η λήψη μέτρων για την αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με τα οφέλη που προκύπτουν από τις συσκευασίες που έχουν κατασκευαστεί από ανακυκλωμένα υλικά μπορεί να συμβάλει στην επέκταση του κλάδου της ανακύκλωσης για τα απορρίμματα συσκευασίας. Εάν είναι απαραίτητη η χρήση συσκευασιών μίας χρήσης προκειμένου να εξασφαλίζονται η υγιεινή των τροφίμων και η υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την ανακύκλωση των συσκευασιών αυτών.

(7)

Η προαγωγή μιας βιώσιμης βιοοικονομίας μπορεί να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης της Ένωσης από εισαγόμενες πρώτες ύλες. Οι ανακυκλώσιμες συσκευασίες βιολογικής προέλευσης και οι βιοαποδομήσιμες και λιπασματοποιήσιμες συσκευασίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ευκαιρία για την προώθηση ανανεώσιμων πηγών για την παραγωγή συσκευασιών, όταν αυτό αποδεικνύεται επωφελές υπό την οπτική του κύκλου ζωής.

(8)

Τα απορρίμματα, είτε στις πόλεις είτε στο έδαφος, σε ποταμούς και σε θάλασσες ή αλλού, έχουν άμεσο και έμμεσο αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, στην καλή διαβίωση των πολιτών και στην οικονομία, και το κόστος για τον καθαρισμό τους αποτελεί μη αναγκαία οικονομική επιβάρυνση για την κοινωνία. Ανάμεσα στα συνηθέστερα αντικείμενα που συναντώνται στις παραλίες είναι τα απορρίμματα συσκευασίας, που έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και επηρεάζουν τον τουρισμό και την αποκόμιση δημόσιου οφέλους από αυτές τις φυσικές περιοχές. Επιπλέον, η παρουσία απορριμμάτων συσκευασίας στο θαλάσσιο περιβάλλον ανατρέπει τη σειρά προτεραιότητας της ιεράρχησης των αποβλήτων, ιδίως με την αποφυγή επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και άλλου είδους ανάκτησης.

(9)

Από την περαιτέρω ενίσχυση της φιλοδοξίας των στόχων που ορίζονται στην οδηγία 94/62/ΕΚ σχετικά με την ανακύκλωση των απορριμμάτων συσκευασίας θα μπορούσαν να προκύψουν σαφή περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα οικονομικώς πολύτιμα απόβλητα υλικά ανακτώνται προοδευτικά και αποτελεσματικά μέσω της ορθής διαχείρισης των αποβλήτων σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων που καθορίζεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ και διοχετεύονται ξανά στην ευρωπαϊκή οικονομία, συμβάλλοντας έτσι στην πρόοδο όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2008, για την «Πρωτοβουλία για τις πρώτες ύλες: κάλυψη των ουσιωδών αναγκών μας για ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη» και στη δημιουργία κυκλικής οικονομίας.

(10)

Πολλά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη αναπτύξει πλήρως την αναγκαία υποδομή διαχείρισης αποβλήτων. Συνεπώς, είναι σημαντικό να καθοριστούν σαφείς μακροπρόθεσμοι στόχοι πολιτικής προκειμένου να αποφευχθεί ο εγκλωβισμός των ανακυκλώσιμων υλικών στα χαμηλότερα επίπεδα της ιεράρχησης των αποβλήτων.

(11)

Η παρούσα οδηγία θέτει μακροπρόθεσμους στόχους για τη διαχείριση των αποβλήτων στην Ένωση και παρέχει στους οικονομικούς φορείς και στα κράτη μέλη σαφή κατεύθυνση για τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες ώστε να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι. Τα κράτη μέλη, κατά την ανάπτυξη των εθνικών σχεδίων τους για τη διαχείριση των αποβλήτων και τον σχεδιασμό των επενδύσεων σε υποδομές διαχείρισης αποβλήτων, θα πρέπει να κάνουν ορθή χρήση των επενδύσεων, μεταξύ άλλων μέσω ταμείων της Ένωσης, δίνοντας προτεραιότητα στην πρόληψη, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης, και στην ανακύκλωση, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων.

(12)

Ως αποτέλεσμα του συνδυασμού των στόχων για την ανακύκλωση και των περιορισμών για την υγειονομική ταφή που ορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ και στην οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (6), δεν είναι πλέον αναγκαίο να καθοριστούν στόχοι για την ανάκτηση και μέγιστοι στόχοι για την ανακύκλωση απορριμμάτων συσκευασίας.

(13)

Θα πρέπει να καθοριστούν ξεχωριστοί στόχοι για την ανακύκλωση των σιδηρούχων μετάλλων και του αλουμινίου για την επίτευξη σημαντικών οικονομικών και περιβαλλοντικών οφελών, διότι θα ανακυκλωνόταν περισσότερο αλουμίνιο, με αποτέλεσμα σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και περιορισμό εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ο υφιστάμενος στόχος της ανακύκλωσης μεταλλικών συσκευασιών θα πρέπει, επομένως, να χωριστεί σε επιμέρους στόχους για τους δύο αυτούς τύπους αποβλήτων.

(14)

Οι στόχοι ανακύκλωσης συσκευασιών για το 2030 θα πρέπει να εξεταστούν με στόχο τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την ενίσχυσή τους. Κατά την εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει επίσης να δοθεί προσοχή στις επιμέρους ροές απορριμμάτων συσκευασίας, όπως τα οικιακά, εμπορικά και βιομηχανικά απορρίμματα συσκευασίας καθώς και τα απορρίμματα σύνθετων συσκευασιών.

(15)

Ο υπολογισμός των στόχων ανακύκλωσης θα πρέπει να βασίζεται στο βάρος των απορριμμάτων συσκευασίας που υποβάλλονται σε ανακύκλωση. Κατά γενικό κανόνα, η μέτρηση του βάρους των απορριμμάτων συσκευασίας που υπολογίζονται ως ανακυκλωμένα θα πρέπει να γίνεται στο σημείο εισόδου των απορριμμάτων συσκευασίας στην εργασία ανακύκλωσης. Ωστόσο, για τον περιορισμό των διοικητικών επιβαρύνσεων θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη, υπό αυστηρούς όρους και κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, να υπολογίζουν το βάρος των ανακυκλωμένων απορριμμάτων συσκευασίας με βάση τη μέτρηση των εκροών όλων των εργασιών διαλογής. Απώλειες υλικών που προκύπτουν πριν από την εισροή των απορριμμάτων στην εργασία ανακύκλωσης, για παράδειγμα λόγω διαλογής ή άλλων προκαταρκτικών εργασιών, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις ποσότητες απορριμμάτων που αναφέρονται ως ανακυκλωμένα. Οι απώλειες αυτές μπορούν να καθοριστούν με βάση ηλεκτρονικά μητρώα, τεχνικές προδιαγραφές, λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των μέσων ποσοστών απωλειών για διάφορες ροές απορριμμάτων, ή με άλλα ισοδύναμα μέτρα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν τα εν λόγω μέτρα ποιοτικού ελέγχου στις εκθέσεις των ποιοτικών ελέγχων που συνοδεύουν τα στοιχεία τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή σχετικά με την ανακύκλωση των απορριμμάτων. Ο μέσος όρος απωλειών θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά προτίμηση σε επίπεδο μεμονωμένων εγκαταστάσεων διαλογής και να συνδέεται με τις διαφορετικές κύριες κατηγορίες απορριμμάτων, τις διάφορες πηγές (όπως οικιακά ή εμπορικά), τα διαφορετικά προγράμματα συλλογής και τους διαφορετικούς τύπους εργασιών διαλογής. Το μέσο ποσοστό απωλειών θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν είναι διαθέσιμα άλλα αξιόπιστα δεδομένα, ιδίως στο πλαίσιο της μεταφοράς και της εξαγωγής απορριμμάτων. Οι απώλειες βάρους υλικών ή ουσιών που οφείλονται σε φυσικές ή χημικές διεργασίες μεταποίησης που είναι εγγενείς στη διεργασία ανακύκλωσης, όπου τα απορρίμματα συσκευασιών μετατρέπονται σε καθαυτό προϊόντα, υλικά ή ουσίες, δεν θα πρέπει να αφαιρούνται από το βάρος των απορριμμάτων που αναφέρονται ως ανακυκλωμένα.

(16)

Όταν υλικά απορριμμάτων συσκευασιών παύουν να είναι απόβλητα ως αποτέλεσμα προπαρασκευαστικής εργασίας πριν υποβληθούν σε επανεπεξεργασία, τα υλικά αυτά μπορούν να λογίζονται ως ανακυκλωμένα, υπό την προϋπόθεση ότι προορίζονται να μετατραπούν, με επακόλουθη επανεπεξεργασία, σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες, είτε για τον αρχικό σκοπό τους είτε για άλλο σκοπό. Υλικά από αποχαρακτηρισμένα απόβλητα, τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας και τα οποία χρησιμοποιούνται για επίχωση ή διατίθενται ή τα οποία προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη εργασία που έχει τους ίδιους σκοπούς με την ανάκτηση αποβλήτων πλην της ανακύκλωσης, δεν θα πρέπει να υπολογίζονται για την επίτευξη των στόχων της ανακύκλωσης.

(17)

Όταν ο υπολογισμός των ποσοστών ανακύκλωσης εφαρμόζεται στην αερόβια ή αναερόβια επεξεργασία βιοαποδομήσιμων απορριμμάτων συσκευασίας, οι ποσότητες απορριμμάτων που υφίστανται αερόβια ή αναερόβια επεξεργασία μπορούν να λογίζονται ως ανακυκλωμένες, με την προϋπόθεση το προϊόν της επεξεργασίας αυτής να προορίζεται για χρήση ως ανακυκλωμένο προϊόν, υλικό ή ουσία. Ενώ το προϊόν τέτοιου είδους επεξεργασίας είναι συνήθως κομπόστ ή χώνευμα, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη άλλα προϊόντα, με την προϋπόθεση να περιέχουν συγκρίσιμες ποσότητες ανακυκλωμένου περιεχομένου σε σχέση με την ποσότητα των επεξεργασμένων βιοαποδομήσιμων απορριμμάτων συσκευασίας. Σε άλλες περιπτώσεις, σύμφωνα με τον ορισμό της ανακύκλωσης, η επανεπεξεργασία βιοαποδομήσιμων απορριμμάτων συσκευασίας σε υλικά τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας, τα οποία διατίθενται ή τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη εργασία που έχει τους ίδιους σκοπούς με την ανάκτηση αποβλήτων πλην της ανακύκλωσης, δεν θα πρέπει να υπολογίζονται για την επίτευξη των στόχων της ανακύκλωσης.

(18)

Σε περίπτωση εξαγωγών απορριμμάτων συσκευασίας από την Ένωση για την ανακύκλωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν αποτελεσματική χρήση των εξουσιών επιθεώρησης που προβλέπονται στο άρθρο 50 παράγραφος 4γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και να απαιτούν παραστατικά που να επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν ένα φορτίο προορίζεται για εργασίες ανάκτησης που είναι σύμφωνες με το άρθρο 49 του εν λόγω κανονισμού και, συνεπώς, υπόκεινται σε περιβαλλοντικά ορθή διαχείριση σε εγκατάσταση που λειτουργεί σύμφωνα με πρότυπα προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος εν γένει ισοδύναμα με τα πρότυπα που θεσπίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία. Κατά την εκτέλεση του έργου αυτού, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να συνεργάζονται με άλλους σχετικούς φορείς, όπως οι αρμόδιες αρχές στη χώρα προορισμού, ανεξάρτητοι τρίτοι φορείς επαλήθευσης ή οργανώσεις που εκπληρώνουν υποχρεώσεις διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού εξ ονόματος παραγωγών προϊόντων και που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού και θα μπορούσαν να διεξάγουν φυσικούς και λοιπούς ελέγχους των εγκαταστάσεων σε τρίτες χώρες. Στην έκθεση ποιοτικού ελέγχου που συνοδεύει τα στοιχεία σχετικά με την επίτευξη των στόχων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν τα μέτρα για την τήρηση της υποχρέωσης να διασφαλίζεται ότι η επεξεργασία αποβλήτων που εξάγονται από την Ένωση διενεργείται υπό ισοδύναμες εν γένει συνθήκες με αυτές που απαιτούνται από το σχετικό ενωσιακό περιβαλλοντικό δίκαιο.

(19)

Για να εξασφαλιστεί καλύτερη, πιο έγκαιρη και πιο ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να προβλεφθούν τυχόν αδυναμίες εφαρμογής, θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα εκθέσεων έγκαιρης προειδοποίησης για τον εντοπισμό των ανεπαρκειών και για να καθίσταται δυνατή η ανάληψη δράσης πριν από τις προθεσμίες για την επίτευξη των στόχων.

(20)

Δεδομένου ότι η ποσότητα και το είδος της συσκευασίας που χρησιμοποιείται εξαρτάται από επιλογές του παραγωγού μάλλον παρά του καταναλωτή, θα πρέπει να θεσπιστούν προγράμματα διευρυμένης ευθύνης παραγωγού. Αποτελεσματικά προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού μπορεί να έχουν θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο μέσω της μείωσης της παραγωγής απορριμμάτων συσκευασίας και της αύξησης της χωριστής συλλογής και ανακύκλωσης. Παρότι στα περισσότερα κράτη μέλη υπάρχουν ήδη προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για τις συσκευασίες, υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά τον τρόπο σύστασής τους, την αποτελεσματικότητά τους και την έκταση της ευθύνης των παραγωγών. Οι κανόνες σχετικά με τη διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού όπως ορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται στα προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για τους παραγωγούς συσκευασίας.

(21)

Προκειμένου να δοθεί ώθηση στην πρόληψη των απορριμμάτων συσκευασίας, να μειωθεί ο αντίκτυπός τους στο περιβάλλον και να προαχθεί η ανακύκλωση υλικών υψηλής ποιότητας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αποτρέποντας τη δημιουργία εμποδίων στο εμπόριο και αποτρέποντας τη στρέβλωση και τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην Ένωση, θα πρέπει οι βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 94/62/ΕΚ και του παραρτήματος II αυτής να επανεξεταστούν και, αν είναι αναγκαίο, να τροποποιηθούν, ώστε να ενισχυθούν οι απαιτήσεις που θα βελτιώσουν τη σχεδίαση για επαναχρησιμοποίηση και την υψηλής ποιότητας ανακύκλωση των συσκευασιών.

(22)

Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη έχουν ουσιαστική σημασία για την αξιολόγηση, από την Επιτροπή, της συμμόρφωσης των κρατών μελών προς το δίκαιο της Ένωσης για τα απόβλητα. Η ποιότητα, η αξιοπιστία και η συγκρισιμότητα των στοιχείων θα πρέπει να βελτιωθούν με την εισαγωγή ενιαίου σημείου εισόδου για όλα τα στοιχεία σχετικά με τα απόβλητα, με τη διαγραφή των παρωχημένων απαιτήσεων για υποβολή στοιχείων, με τη συγκριτική αξιολόγηση των εθνικών μεθοδολογιών υποβολής στοιχείων και με την καθιέρωση έκθεσης ποιοτικού ελέγχου των στοιχείων.

(23)

Οι εκθέσεις εφαρμογής που εκπονούνται από τα κράτη μέλη κάθε τρία έτη δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής, ενώ δημιουργούν περιττή διοικητική επιβάρυνση. Κρίνεται, συνεπώς, σκόπιμο να καταργηθούν οι διατάξεις που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να καταρτίζουν τέτοιες εκθέσεις. Αντ’ αυτού, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία τα οποία τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως στην Επιτροπή.

(24)

Η αξιόπιστη υποβολή στοιχείων σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων είναι υψίστης σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή και τη διασφάλιση της συγκρισιμότητας των στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών. Συνεπώς, κατά την υποβολή των εκθέσεων σχετικά με την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στη οδηγία 94/62/ΕΚ όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους πλέον πρόσφατους κανόνες που έχουν αναπτυχθεί από την Επιτροπή και τις μεθοδολογίες που έχουν αναπτυχθεί από τις αντίστοιχες εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(25)

Για τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση της οδηγίας 94/62/ΕΚ, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφος 2 και το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας, όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξαγάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (8). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους να έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(26)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της οδηγίας 94/62/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά το άρθρο 5 παράγραφος 4, το άρθρο 6α παράγραφος 9, το άρθρο 12 παράγραφος 3δ και το άρθρο 19 παράγραφος 1 αυτής όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(27)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή, αφενός, να αποτραπούν ή να μειωθούν οι επιπτώσεις από συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας στο περιβάλλον και να εξασφαλιστεί, με τον τρόπο αυτό, υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποτραπεί η πρόκληση εμποδίων στο εμπόριο και στρεβλώσεων και περιορισμών στον ανταγωνισμό εντός της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων των μέτρων, να επιτευχθούν ενδεχομένως καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(28)

Επομένως, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 94/62/ΕΚ.

(29)

Σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με μία πιο διαρθρωμένη προσφυγή στην τεχνική της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (10), η τεχνική της αναδιατύπωσης αποτελεί κατάλληλο μέσο για να εξασφαλιστεί η αναγνωσιμότητα της ενωσιακής νομοθεσίας κατά τρόπο διαρκή και γενικό, αποτρέποντας τον πολλαπλασιασμό των χωριστών τροποποιητικών πράξεων, που συχνά καθιστούν τις νομικές πράξεις δυσνόητες. Επιπλέον, στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, τα τρία θεσμικά όργανα επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να χρησιμοποιούν συχνότερα τη νομοθετική τεχνική της αναδιατύπωσης για την τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας. Συνεπώς, δεδομένου του γεγονότος ότι η οδηγία 94/62/ΕΚ έχει ήδη τροποποιηθεί έξι φορές, θα ήταν σκόπιμη η αναδιατύπωσή της στο εγγύς μέλλον.

(30)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (11), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να συνοδεύουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης κρίνει ότι είναι δικαιολογημένη η διαβίβαση των εγγράφων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροπολογίες

Η οδηγία 94/62/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τον σκοπό αυτόν, η παρούσα οδηγία θεσπίζει μέτρα που αποσκοπούν, κατά πρώτη προτεραιότητα, στην πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασίας και, ως περαιτέρω θεμελιώδεις αρχές, στην επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, στην ανακύκλωση και σε άλλες μορφές ανάκτησης των απορριμμάτων συσκευασίας και, ως εκ τούτου, στη μείωση της τελικής διάθεσης των απορριμμάτων αυτών, προκειμένου να συμβάλει στη μετάβαση προς μια κυκλική οικονομία.».

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 1, διαγράφεται το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή, κατά περίπτωση, εξετάζει και, αν παραστεί ανάγκη, αναθεωρεί τα επεξηγηματικά παραδείγματα σχετικά με τον ορισμό της συσκευασίας που αναφέρονται στο παράρτημα I. Εξετάζονται κατά προτεραιότητα τα ακόλουθα αντικείμενα: θήκες για CD και βίντεο, γλάστρες, σωληνάρια και κύλινδροι που περιβάλλονται από ελαστικό υλικό, αντικολλητικό χαρτί αυτοκόλλητων ετικετών και χαρτί περιτυλίγματος. Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 3·»·

β)

το σημείο 2 διατυπώνεται ως εξής:

«2.

«απορρίμματα συσκευασίας»: κάθε συσκευασία ή υλικό συσκευασίας που καλύπτεται από τον ορισμό των αποβλήτων του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, εξαιρουμένων των καταλοίπων παραγωγής·»·

γ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«2α.

«επαναχρησιμοποιήσιμη συσκευασία»: συσκευασία που έχει μελετηθεί, σχεδιαστεί και τοποθετηθεί στην αγορά προκειμένου να εκπληρώσει κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής της πολλαπλές διαδρομές ή επαναλαμβανόμενες χρήσεις, με την επαναπλήρωση ή την επαναχρησιμοποίησή της για τον ίδιο σκοπό για τον οποίο μελετήθηκε·

2β.

«σύνθετη συσκευασία»: συσκευασία που αποτελείται από δύο ή περισσότερα στρώματα διαφορετικών υλικών τα οποία δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν με το χέρι και συνιστούν μία ενιαία ολοκληρωμένη μονάδα αποτελούμενη από εσωτερικό υποδοχέα και εξωτερικό περίβλημα, η οποία γεμίζεται, αποθηκεύεται, μεταφέρεται και εκκενώνεται ενιαία·

2γ.

ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ: «απόβλητα», «διαχείριση αποβλήτων», «συλλογή», «χωριστή συλλογή», «πρόληψη», «επαναχρησιμοποίηση», «επεξεργασία», «ανάκτηση», «ανακύκλωση», «διάθεση» και «πρόγραμμα διευρυμένης ευθύνης παραγωγού».»·

δ)

τα σημεία 3 έως 10 διαγράφονται.

3)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, παράλληλα με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 9, εφαρμόζονται και άλλα προληπτικά μέτρα για την πρόληψη της παραγωγής απορριμμάτων συσκευασίας και την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των συσκευασιών.

Αυτά τα άλλα προληπτικά μέτρα μπορούν να συνίστανται σε εθνικά προγράμματα, κίνητρα μέσω προγραμμάτων διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού προκειμένου να ελαχιστοποιείται η περιβαλλοντική επίπτωση της συσκευασίας, ή παρεμφερείς δράσεις οι οποίες υιοθετούνται, εφόσον χρειάζεται, σε συνεννόηση με τους οικονομικούς παράγοντες, τις οργανώσεις καταναλωτών και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, και σχεδιάζονται έτσι ώστε να συγκεντρώνουν και να αξιοποιούν τις πολλαπλές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται εντός των κρατών μελών όσον αφορά την πρόληψη.

Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα, με σκοπό την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα της οδηγίας 2008/98/ΕΚ ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.»·

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

4)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Επαναχρησιμοποίηση

1.   Σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων που ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να ενθαρρύνουν την αύξηση του ποσοστού επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά και των συστημάτων επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών κατά τρόπο αβλαβή για το περιβάλλον και σε συμμόρφωση προς τη Συνθήκη, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο η υγιεινή των τροφίμων ή η ασφάλεια των καταναλωτών. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)

τη χρήση προγραμμάτων παρακράτησης ποσού έναντι επιστροφής·

β)

τον ορισμό ποσοτικών ή ποιοτικών στόχων·

γ)

τη χρήση οικονομικών κινήτρων·

δ)

τον ορισμό ελάχιστου ποσοστού επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά κάθε έτος για κάθε ροή συσκευασίας.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να επιτύχουν ένα προσαρμοσμένο επίπεδο των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ), για ένα δεδομένο έτος, λαμβάνοντας υπόψη το μέσο μερίδιο, κατά τα τρία προηγούμενα έτη, των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών προς πώληση που διατέθηκαν στην αγορά για πρώτη φορά και επαναχρησιμοποιήθηκαν, ως μέρος ενός συστήματος για την επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών.

Το προσαρμοσμένο επίπεδο υπολογίζεται αφαιρώντας:

α)

από τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και η), το ποσοστό των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών προς πώληση, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, επί του συνόλου των συσκευασιών προς πώληση που διατέθηκαν στην αγορά, και

β)

από τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και θ), το ποσοστό των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών προς πώληση, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και συντίθενται από το αντίστοιχο υλικό συσκευασίας, επί του συνόλου των συσκευασιών προς πώληση που συντίθενται από το υλικό αυτό, οι οποίες διατέθηκαν στην αγορά.

Για τον υπολογισμό του αντίστοιχου προσαρμοσμένου επιπέδου του στόχου λαμβάνονται υπόψη όχι περισσότερες από πέντε ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου αυτού.

3.   Κατά τον υπολογισμό των στόχων που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ), στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) σημείο ii), στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο η) και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο θ) σημείο ii), τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τον όγκο των ξύλινων συσκευασιών που επισκευάζονται για επαναχρησιμοποίηση.

4.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει έως την 31η Μαρτίου 2019 εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζουν κανόνες για τον υπολογισμό, την επαλήθευση και την υποβολή στοιχείων, καθώς και για τον υπολογισμό των στόχων σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 2.

5.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή μελετά τα στοιχεία σχετικά με τις επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες που της διαβιβάζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 12 και το παράρτημα III, με σκοπό να εξεταστεί η σκοπιμότητα του καθορισμού ποσοτικών στόχων για την επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, περιλαμβανομένων των κανόνων υπολογισμού, και περαιτέρω μέτρα για την προώθηση της επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.».

5)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«στ)

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, τουλάχιστον το 65 % κατά βάρος του συνόλου των απορριμμάτων συσκευασίας θα ανακυκλώνεται·

ζ)

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, θα καλυφθούν οι ακόλουθοι ελάχιστοι στόχοι κατά βάρος για ανακύκλωση όσον αφορά τα ακόλουθα συγκεκριμένα υλικά που περιέχονται στα απορρίμματα συσκευασίας:

i)

το 50 % των πλαστικών·

ii)

το 25 % του ξύλου·

iii)

το 70 % των σιδηρούχων μετάλλων·

iv)

το 50 % του αλουμινίου·

v)

το 70 % του γυαλιού·

vi)

το 75 % του χαρτιού και χαρτονιού·

η)

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030, τουλάχιστον το 70 % κατά βάρος του συνόλου των απορριμμάτων συσκευασίας θα ανακυκλώνεται·

θ)

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030, θα καλυφθούν οι ακόλουθοι ελάχιστοι στόχοι κατά βάρος για ανακύκλωση όσον αφορά τα ακόλουθα συγκεκριμένα υλικά που περιέχονται στα απορρίμματα συσκευασίας:

i)

το 55 % των πλαστικών·

ii)

το 30 % του ξύλου·

iii)

το 80 % των σιδηρούχων μετάλλων·

iv)

το 60 % του αλουμινίου·

v)

το 75 % του γυαλιού·

vi)

το 85 % του χαρτιού και χαρτονιού.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχεία στ) και η), ένα κράτος μέλος μπορεί να μεταθέτει έως και για πέντε έτη τις προθεσμίες για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) σημεία i) έως vi) και στοιχείο θ) σημεία i) έως vi), υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παρέκκλιση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15 ποσοστιαίες μονάδες από έναν μεμονωμένο στόχο ή κατανεμημένη μεταξύ δύο στόχων,

β)

ως αποτέλεσμα της παρέκκλισης, το ποσοστό ανακύκλωσης για έναν μεμονωμένο στόχο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 %,

γ)

ως αποτέλεσμα της παρέκκλισης, το ποσοστό ανακύκλωσης για έναν μεμονωμένο στόχο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) σημεία v) και vi) και στοιχείο θ) σημεία v) και vi) δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 60 %, και

δ)

το αργότερο 24 μήνες πριν από τη λήξη της αντίστοιχης προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) ή θ) του παρόντος άρθρου, το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόθεσή του να αναβάλει την αντίστοιχη προθεσμία και υποβάλλει σχέδιο εφαρμογής σύμφωνα με το παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας. Το κράτος μέλος δύναται να συνδυάζει το σχέδιο αυτό με σχέδιο εφαρμογής που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

1β.   Εντός τριών μηνών από την παραλαβή του σχεδίου εφαρμογής που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α στοιχείο δ), η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από ένα κράτος μέλος να επανεξετάσει το εν λόγω σχέδιο, αν η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV. Το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει αναθεωρημένο σχέδιο εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της Επιτροπής.

1γ.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή εξετάζει τους στόχους που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία η) και θ) με σκοπό τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την ενίσχυσή τους. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.»·

γ)

οι παράγραφοι 2, 3, 5, 8 και 9 διαγράφονται.

6)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

Κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της επίτευξης των στόχων

«1.   Για να εκτιμηθεί κατά πόσον έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ):

α)

Τα κράτη μέλη υπολογίζουν το βάρος των απορριμμάτων συσκευασίας που παράγονται και ανακυκλώνονται σε ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος. Τα απορρίμματα συσκευασίας που παράγονται σε ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί ότι ισούνται με την ποσότητα των συσκευασιών που διατίθεται στην αγορά κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

το βάρος των απορριμμάτων συσκευασίας που ανακυκλώθηκαν υπολογίζεται ως το βάρος των συσκευασιών που έχουν καταστεί απορρίμματα και που, αφού υποβλήθηκαν σε όλες τις αναγκαίες εργασίες ελέγχου και διαλογής και σε άλλες προπαρασκευαστικές εργασίες για την απομάκρυνση των αποβλήτων υλικών που δεν αποτελούν αντικείμενο της επακόλουθης επανεπεξεργασίας και για την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας ανακύκλωσης, εισέρχονται σε εργασία ανακύκλωσης, μέσω της οποίας τα απόβλητα υλικά μετατρέπονται σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), το βάρος των ανακυκλωμένων απορριμμάτων συσκευασίας μετράται κατά την είσοδο των απορριμμάτων στην εργασία ανακύκλωσης.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το βάρος των ανακυκλωμένων απορριμμάτων συσκευασίας μπορεί να μετράται στην έξοδο οποιωνδήποτε εργασιών διαλογής, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα εν λόγω εξερχόμενα απορρίμματα υποβάλλονται στη συνέχεια σε ανακύκλωση·

β)

το βάρος των υλικών ή ουσιών που αφαιρούνται μέσω περαιτέρω εργασιών οι οποίες προηγούνται της εργασίας ανακύκλωσης και δεν ανακυκλώνονται στη συνέχεια, δεν περιλαμβάνεται στο βάρος των απορριμμάτων που αναφέρονται ως ανακυκλωμένα.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν αποτελεσματικό σύστημα ποιοτικού ελέγχου και ιχνηλασιμότητας των απορριμμάτων συσκευασίας για να εξασφαλίσουν ότι τηρούνται οι όροι που προβλέπονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Για να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία και η ακρίβεια των στοιχείων που συλλέγονται σχετικά με τα ανακυκλωμένα απορρίμματα συσκευασίας, το σύστημα μπορεί να αποτελείται από ηλεκτρονικά μητρώα που δημιουργούνται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, από τεχνικές προδιαγραφές για τις απαιτήσεις ποιότητας των απορριμμάτων μετά τη διαλογή, ή από τα μέσα ποσοστά απωλειών για τα απορρίμματα που έχουν υποβληθεί σε διαλογή, για διάφορα είδη απορριμμάτων και πρακτικές διαχείρισης απορριμμάτων, αντιστοίχως. Τα μέσα ποσοστά απωλειών χρησιμοποιούνται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν με άλλο τρόπο αξιόπιστα στοιχεία και υπολογίζονται βάσει των κανόνων υπολογισμού που καθορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11α παράγραφος 10 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

4.   Προκειμένου να υπολογιστεί αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ), η ποσότητα βιοαποδομήσιμων απορριμμάτων συσκευασίας που υφίσταται αναερόβια ή αερόβια επεξεργασία μπορεί να λογίζεται ως ανακυκλωμένη όταν η εν λόγω επεξεργασία παράγει λίπασμα, χώνευμα ή άλλο υλικό με παρεμφερή ποσότητα ανακυκλωμένου περιεχομένου σε σχέση με την εισροή, το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως ανακυκλωμένο προϊόν, υλικό ή ουσία. Όταν το προϊόν χρησιμοποιείται στο έδαφος, τα κράτη μέλη μπορούν να το υπολογίζουν ως ανακυκλωμένο μόνο αν αυτή η χρήση αποφέρει όφελος για τη γεωργία ή οικολογική βελτίωση.

5.   Η ποσότητα υλικών απορριμμάτων συσκευασίας που παύουν να είναι απορρίμματα ως αποτέλεσμα προπαρασκευαστικής εργασίας πριν υποβληθούν σε επανεπεξεργασία, μπορεί να λογίζεται ως ανακυκλωμένη υπό την προϋπόθεση ότι τα υλικά αυτά προορίζονται να μετατραπούν με επακόλουθη επανεπεξεργασία σε προϊόντα, υλικά ή ουσίες που θα χρησιμοποιηθούν είτε για τον αρχικό είτε για άλλον σκοπό. Ωστόσο, τα υλικά από αποχαρακτηρισμένα απόβλητα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας ή για αποτέφρωση, για επίχωση ή για διάθεση σε χώρο υγειονομικής ταφής δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της επίτευξης των στόχων ανακύκλωσης.

6.   Για να κριθεί κατά πόσον έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ), τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν υπόψη την ανακύκλωση των μετάλλων που διαχωρίζονται μετά την αποτέφρωση απορριμμάτων κατ’ αναλογία του μεριδίου των απορριμμάτων συσκευασίας που αποτεφρώνονται, με την προϋπόθεση ότι τα ανακυκλωμένα μέταλλα πληρούν συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια, τα οποία προσδιορίζονται στην εκτελεστική πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11α παράγραφος 9 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

7.   Απορρίμματα συσκευασίας που αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος για ανακύκλωση στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, μπορούν να προσμετρηθούν στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ) μόνο όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η συλλογή των εν λόγω απορριμμάτων συσκευασίας.

8.   Τα απορρίμματα συσκευασίας που εξάγονται από την Ένωση προσμετρώνται στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας από το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η συλλογή τους, μόνο εάν τηρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και αν, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), ο εξαγωγέας μπορεί να αποδείξει ότι η μεταφορά των αποβλήτων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού και ότι η επεξεργασία των απορριμμάτων συσκευασίας εκτός της Ένωσης διενεργείται υπό ισοδύναμες εν γένει συνθήκες με αυτές που επιβάλλει το σχετικό περιβαλλοντικό δίκαιο της Ένωσης.

9.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει έως την 31η Μαρτίου 2019 εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων υπολογισμού, επαλήθευσης και υποβολής στοιχείων, ιδίως όσον αφορά το βάρος των απορριμμάτων συσκευασίας που παράχθηκαν. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 2.

(*1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).»."

7)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6β

Έκθεση έγκαιρης προειδοποίησης

1.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, καταρτίζει εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ) το αργότερο τρία έτη πριν από τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις.

2.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

εκτίμηση της επίτευξης των στόχων από κάθε κράτος μέλος·

β)

κατάλογο των κρατών μελών τα οποία υπάρχει κίνδυνος να μην επιτύχουν τους στόχους εντός των αντίστοιχων προθεσμιών, μαζί με τις κατάλληλες συστάσεις προς τα εν λόγω κράτη μέλη·

γ)

παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών οι οποίες χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση και θα μπορούσαν να παρέχουν κατευθύνσεις για την πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων.».

8)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Συστήματα επιστροφής, συλλογής και ανάκτησης

1.   Για να επιτύχουν τους στόχους που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι καθιερώνονται συστήματα προκειμένου να επιτυγχάνεται:

α)

η επιστροφή και/ή η συλλογή χρησιμοποιημένων συσκευασιών και/ή απορριμμάτων συσκευασίας από τον καταναλωτή, από άλλον τελικό χρήστη ή από το ρεύμα των απορριμμάτων, προκειμένου αυτά να διοχετεύονται προς τις πλέον ενδεδειγμένες εναλλακτικές λύσεις διαχείρισης απορριμμάτων·

β)

η επαναχρησιμοποίηση ή η ανάκτηση, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης, των συλλεγόμενων συσκευασιών και/ή απορριμμάτων συσκευασίας.

Τα εν λόγω συστήματα επιτρέπουν τη συμμετοχή των οικονομικών παραγόντων των σχετικών τομέων και τη συμμετοχή των αρμόδιων δημόσιων αρχών. Τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται επίσης για τα εισαγόμενα προϊόντα, υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών που ισχύουν και των τυχόν τελών που επιβάλλονται για την πρόσβαση στα συστήματα, και σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται εμπόδια στο εμπόριο ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, σε συμμόρφωση προς τη Συνθήκη.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2024, καθιερώνονται προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για όλες τις συσκευασίες, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8α της οδηγίας 2008/98/ΕΚ.

3.   Τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 αποτελούν μέρος μιας πολιτικής που καλύπτει όλες τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, και λαμβάνουν ιδίως υπόψη τις απαιτήσεις σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, ασφαλείας και υγιεινής των καταναλωτών, της προστασίας της ποιότητας, της γνησιότητας και των τεχνικών χαρακτηριστικών των συσκευασμένων αγαθών και των χρησιμοποιούμενων υλικών, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την προώθηση ανακύκλωσης υψηλής ποιότητας των απορριμμάτων συσκευασίας και επιτυγχάνουν τα αναγκαία ποιοτικά πρότυπα στους αντίστοιχους τομείς ανακύκλωσης. Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ ισχύει για τα απορρίμματα συσκευασίας, περιλαμβανομένων των απορριμμάτων σύνθετων συσκευασιών.».

9)

Στο άρθρο 9, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα της ενίσχυσης των βασικών απαιτήσεων με σκοπό, μεταξύ άλλων, να βελτιωθεί η σχεδίαση για επαναχρησιμοποίηση και η προώθηση της ανακύκλωσης υψηλής ποιότητας, καθώς και να ενισχυθεί η επιβολή τους. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.».

10)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους τα επίπεδα συγκέντρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα ανακυκλωμένα υλικά και στα κυκλώματα προϊόντων που βρίσκονται σε κλειστή και ελεγχόμενη αλυσίδα, καθώς και με τον καθορισμό των τύπων συσκευασίας που απαλλάσσονται από την απαίτηση που ορίζεται στην τρίτη περίπτωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.».

11)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από τον τίτλο: «Συστήματα πληροφόρησης και υποβολή στοιχείων»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι βάσεις δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα στοιχεία που βασίζονται στο παράρτημα III και παρέχουν ιδίως πληροφορίες ως προς την έκταση, τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη των ροών των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας σε κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τον τοξικό ή επικίνδυνο χαρακτήρα των υλικών συσκευασίας και των συστατικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους.»·

γ)

η παράγραφος 3 διαγράφεται·

δ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3α.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή για κάθε ημερολογιακό έτος τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως θ) και τα στοιχεία που αφορούν τις επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες.

Διαβιβάζουν τα στοιχεία ηλεκτρονικά, εντός 18 μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς για το οποίο συλλέχθηκαν τα στοιχεία. Τα στοιχεία διαβιβάζονται με τον μορφότυπο που θεσπίζεται από την Επιτροπή στη βάση του παραρτήματος III σύμφωνα με την παράγραφο 3δ του παρόντος άρθρου.

Η πρώτη υποβολή στοιχείων σχετικά με τους στόχους που τίθενται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ) και των στοιχείων για τις επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες αρχίζει το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος μετά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που θεσπίζει τον μορφότυπο για την υποβολή στοιχείων, σύμφωνα με την παράγραφο 3δ του παρόντος άρθρου, και καλύπτει τα στοιχεία για την εν λόγω περίοδο αναφοράς.

3β.   Τα στοιχεία που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο συνοδεύονται από έκθεση ποιοτικού ελέγχου και έκθεση σχετικά με τα μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει του άρθρου 6α παράγραφοι 3 και 8, περιλαμβανομένων λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τα μέσα ποσοστά απωλειών, όπου αυτό έχει εφαρμογή.

3γ.   Η Επιτροπή εξετάζει τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασής της. Η έκθεση αξιολογεί την οργάνωση της συλλογής των στοιχείων, τις πηγές των στοιχείων και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στα κράτη μέλη, καθώς και την πληρότητα, την αξιοπιστία, την επικαιρότητα και τη συνέπεια των εν λόγω στοιχείων. Η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες συστάσεις για βελτίωση. Η έκθεση συντάσσεται μετά την πρώτη υποβολή των στοιχείων από τα κράτη μέλη και, στη συνέχεια, κάθε τέσσερα έτη.

3δ.   Έως τις 31 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση του μορφοτύπου διαβίβασης των στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 3α του παρόντος άρθρου. Για τους σκοπούς της υποβολής στοιχείων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τον μορφότυπο που καθορίζεται στην απόφαση 2005/270/ΕΚ της Επιτροπής (*2). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

(*2)  Απόφαση 2005/270/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 2005, για τον καθορισμό των πινάκων του συστήματος βάσεων δεδομένων σύμφωνα με την οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 86 της 5.4.2005, σ. 6).»·"

ε)

η παράγραφος 5 διαγράφεται.

12)

Το άρθρο 17 διαγράφεται.

13)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο

1.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που απαιτούνται για την προσαρμογή του συστήματος αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 10 δεύτερο εδάφιο έκτη περίπτωση στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 2.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 21α για την τροποποίηση του καταλόγου επεξηγηματικών παραδειγμάτων σχετικά με τον ορισμό της συσκευασίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I.».

14)

Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Ειδικά μέτρα

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α προκειμένου να συμπληρωθεί η παρούσα οδηγία, όταν είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση τυχόν δυσχερειών που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά τα αδρανή υλικά συσκευασίας που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης σε πολύ μικρές ποσότητες (δηλαδή περίπου 0,1 % κατά βάρος), τις πρωτογενείς συσκευασίες ιατροτεχνολογικών προϊόντων και φαρμακευτικών προϊόντων, τις μικρές συσκευασίες και τις πολυτελείς συσκευασίες.».

15)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

Διαδικασία επιτροπής

1.   H Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία συστάθηκε με το άρθρο 39 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

16)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 21α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφος 2 και στο άρθρο 20 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 4 Ιουλίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφος 2 και στο άρθρο 20 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*4).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3, του άρθρου 19 παράγραφος 2 και του άρθρου 20 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*4)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»."

17)

Τα παραρτήματα II και ΙΙΙ τροποποιούνται όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

18)

Το παράρτημα IV προστίθεται όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας έως τις 5 Ιουλίου 2020. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Τα μέτρα αυτά, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη σχετικά.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 264 της 20.7.2016, σ. 98.

(2)  ΕΕ C 17 της 18.1.2017, σ. 46.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2018.

(4)  Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10).

(5)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(6)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.

(11)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1.   

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 1, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

Οι συσκευασίες σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο κατά τρόπο που να επιτρέπει την επαναχρησιμοποίηση ή την ανάκτησή τους, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσής τους, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων, και να περιορίζει στο ελάχιστο τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, όταν γίνεται διάθεση των απορριμμάτων συσκευασίας ή των καταλοίπων από εργασίες διαχείρισης απορριμμάτων συσκευασίας.»·

β)

στο σημείο 3, τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«γ)

Συσκευασίες ανακτήσιμες υπό μορφή λιπασματοποίησης

Τα απορρίμματα συσκευασίας που υφίστανται κατεργασία με σκοπό τη λιπασματοποίηση πρέπει να είναι βιοαποδομήσιμα, κατά τρόπο που να μην εμποδίζει τη χωριστή συλλογή και τη διαδικασία ή δραστηριότητα λιπασματοποίησης στην οποία υποβάλλονται.

δ)

Βιοαποδομήσιμες συσκευασίες

Τα βιοαποδομήσιμα απορρίμματα συσκευασίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μπορούν να αποσυντίθενται με φυσικό, χημικό, θερμικό ή βιολογικό τρόπο έτσι ώστε το μεγαλύτερο μέρος του λιπάσματος που προκύπτει να αποσυντίθεται τελικώς σε διοξείδιο του άνθρακα, βιομάζα και νερό. Οι οξο-διασπώμενες πλαστικές συσκευασίες δεν θεωρούνται βιοαποδομήσιμες.».

2)   

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α)

στους πίνακες 1 και 2, οι σειρές με τον τίτλο «Μέταλλα» αντικαθίστανται από δύο σειρές με τίτλο «Σιδηρούχα μέταλλα» και «Αλουμίνιο»·

β)

ο πίνακας 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στη δεύτερη στήλη, ο τίτλος «Τόνοι συσκευασιών οι οποίες καταναλίσκονται» αντικαθίσταται από τον τίτλο «Τόνοι συσκευασιών οι οποίες διατίθενται στην αγορά για πρώτη φορά»,

ii)

στην τρίτη στήλη, ο τίτλος «Επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες» αντικαθίσταται από τον τίτλο «Επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες»,

iii)

μετά την τρίτη στήλη, προστίθενται τα ακόλουθα:

«Επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες προς πώληση

Τόνοι

Ποσοστό»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ)

στους πίνακες 3 και 4, οι σειρές με τον τίτλο «Μέταλλα συσκευασίας» αντικαθίστανται η καθεμιά από δύο σειρές με τίτλο «Σιδηρούχα μέταλλα συσκευασίας» και «Αλουμίνιο συσκευασίας».

3)   

Προστίθεται το ακόλουθο παράρτημα:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΣΧΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Α ΣΤΟΙΧΕΙΟ Δ)

Το σχέδιο εφαρμογής που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1α στοιχείο δ) περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

αξιολόγηση των παλαιότερων, των τρεχόντων και των προβλεπόμενων ποσοστών ανακύκλωσης, υγειονομικής ταφής και άλλου είδους επεξεργασίας απορριμμάτων συσκευασίας και των ροών που τα απαρτίζουν·

2.

αξιολόγηση της εφαρμογής των σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων και των προγραμμάτων για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

3.

τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι ενδέχεται να μην είναι σε θέση να επιτύχει τον σχετικό στόχο που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και θ) εντός της προθεσμίας που ορίζεται με τις εν λόγω διατάξεις και εκτίμηση της χρονικής παράτασης που είναι αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου·

4.

τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και θ) της παρούσας οδηγίας, τα οποία έχουν εφαρμογή στο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της χρονικής παράτασης, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων οικονομικών μέσων και άλλων μέτρων με στόχο την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο παράρτημα IVα της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

5.

χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται στο σημείο 4, καθορισμό του φορέα που είναι υπεύθυνος για την υλοποίησή τους και εκτίμηση της συμβολής τους στην επίτευξη των στόχων που ισχύουν σε περίπτωση χρονικής παράτασης·

6.

πληροφορίες για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»·

7.

μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, κατά περίπτωση, με στόχο τη βελτίωση του σχεδιασμού και της παρακολούθησης των επιδόσεων στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων.».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

14.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/155


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2018/853 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Μαΐου 2018

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 και των οδηγιών 94/63/ΕΚ και 2009/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 86/278/ΕΟΚ και 87/217/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες στον τομέα των περιβαλλοντικών εκθέσεων, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οδηγίες 86/278/ΕΟΚ (3) και 87/217/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4) βασίζονται στα άρθρα 100 και 235 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, νυν άρθρα 115 και 352 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Οι τροποποιήσεις των εν λόγω οδηγιών με την παρούσα απόφαση είναι συναφείς με την ενωσιακή πολιτική για το περιβάλλον και αποτελούν άμεση συνέπεια της κατάργησης της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5) βάσει του άρθρου 192 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο οι τροποποιήσεις αυτές να γίνουν με βάση το άρθρο 192 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(2)

Η οδηγία 94/63/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) βασίζεται στο άρθρο 100α της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ. Οι τροποποιήσεις της εν λόγω οδηγίας με την παρούσα απόφαση είναι συναφείς με την ενωσιακή πολιτική για το περιβάλλον και αποτελούν άμεση συνέπεια της κατάργησης της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ βάσει του άρθρου 192 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο οι εν λόγω τροποποιήσεις να γίνουν με βάση το άρθρο 192 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(3)

Η οδηγία 91/692/ΕΟΚ εκδόθηκε για τον εξορθολογισμό και τη βελτίωση ανά τομέα των διατάξεων που αφορούν τη διαβίβαση πληροφοριών και τη δημοσίευση εκθέσεων για ορισμένες οδηγίες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η οδηγία 91/692/ΕΟΚ τροποποίησε πολλές οδηγίες με τη θέσπιση ενιαίων απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων.

(4)

Η εφαρμογή των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που θεσπίζει η οδηγία 91/692/ΕΟΚ έχει γίνει επαχθής και αναποτελεσματική. Επιπλέον, πολλές πράξεις της Ένωσης που τροποποιήθηκαν από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ έχουν αντικατασταθεί και δεν περιέχουν πλέον απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων, όπως θεσπίστηκαν από την εν λόγω οδηγία. Για παράδειγμα, η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) κατάργησε επτά πράξεις της Ένωσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, και δεν συμπεριέλαβε το σύστημα υποβολής εκθέσεων που θεσπίστηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ. Επίσης, η οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) δεν περιέχει καμία παραπομπή στην οδηγία 91/692/ΕΟΚ αλλά προβλέπει χωριστό σύστημα υποβολής εκθέσεων.

(5)

Η οδηγία 91/692/ΕΟΚ δεν προβλέπει τη χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων. Η επιτυχής ανάπτυξη του Reportnet του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) και οι τομεακές πρωτοβουλίες για τον εξορθολογισμό της υποβολής εκθέσεων, όπως το σύστημα πληροφοριών σχετικά με τα ύδατα για την Ευρώπη, έχουν θέσει όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα ενός οριζόντιου μέσου για την υποβολή εκθέσεων. Τέλος, η έκδοση της οδηγίας 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και η σχετική ανάπτυξη του ενιαίου συστήματος πληροφοριών για το περιβάλλον εισήγαγαν πιο σύγχρονη και αποτελεσματική οριζόντια προσέγγιση για τη διαχείριση των πληροφοριών και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με την περιβαλλοντική πολιτική της Ένωσης.

(6)

Επομένως, η οδηγία 91/692/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(7)

Οι περισσότερες από τις οδηγίες που τροποποιούνται από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ δεν είναι πλέον σε ισχύ. Ωστόσο, οι οδηγίες 86/278/ΕΟΚ και 87/217/ΕΟΚ εξακολουθούν να ισχύουν.

(8)

Η οδηγία 86/278/ΕΟΚ απαιτεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας βάσει ερωτηματολογίου ή σχεδιαγράμματος που καταρτίζει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 91/692/ΕΟΚ. Προκειμένου να αποφευχθεί νομικό κενό λόγω της κατάργησης της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ, είναι αναγκαίο να αντικατασταθεί η παραπομπή στην οδηγία 91/692/ΕΟΚ από την παραπομπή στη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 86/278/ΕΟΚ.

(9)

Η υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη δυνάμει της οδηγίας 87/217/ΕΟΚ δεν είναι πλέον αναγκαία ύστερα από την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ο οποίος προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση της παραγωγής και χρήσης ακατέργαστου αμιάντου και των προϊόντων που περιέχουν αμίαντο στην Ένωση. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να διαγραφούν οι εν λόγω απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία.

(10)

Μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ, οι ακόλουθοι κανονισμοί και οδηγίες συμπεριέλαβαν παραπομπή στην εν λόγω οδηγία: οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), οδηγία 94/63/ΕΚ του Συμβουλίου, οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (12), οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), οδηγία 2009/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), και κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(11)

Στο πλαίσιο ενός σχεδίου δράσης της ΕΕ για την κυκλική οικονομία, η Επιτροπή πρότεινε την τροποποίηση των οδηγιών 94/62/ΕΚ, 1999/31/ΕΚ, 2000/53/ΕΚ και 2008/98/ΕΚ, ώστε να αντικατασταθεί η παραπομπή στην οδηγία 91/692/ΕΟΚ.

(12)

Για να διασφαλιστεί ότι ορισμένες διατάξεις των παραρτημάτων της οδηγίας 86/278/ΕΟΚ είναι ενημερωμένες, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά την προσαρμογή των διατάξεων αυτών στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο. Ομοίως, για να διασφαλιστεί ότι τα παραρτήματα της οδηγίας 2009/31/ΕΚ είναι ενημερωμένα, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά την προσαρμογή των παραρτημάτων αυτών στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο. Η προσαρμογή των παραρτημάτων της οδηγία 2009/31/ΕΚ δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε μείωση του επιπέδου ασφάλειας ή αποδυνάμωση των αρχών παρακολούθησης, που εξασφαλίζονται από τα κριτήρια τα οποία περιέχονται στα εν λόγω παραρτήματα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (18). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(13)

Το άρθρο 21 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 παραπέμπει στην οδηγία 91/692/ΕΟΚ, η οποία πρόκειται να καταργηθεί. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η πρώτη περίοδος υποβολής εκθέσεων θα ξεκινήσει την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013. Στις 19 Δεκεμβρίου 2016, με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/2323 (19), η Επιτροπή θέσπισε την πρώτη έκδοση του ευρωπαϊκού καταλόγου μονάδων ανακύκλωσης πλοίων («ευρωπαϊκός κατάλογος»). Σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013, τα κράτη μέλη δύνανται να εγκρίνουν την ανακύκλωση πλοίων σε μονάδες ανακύκλωσης πλοίων που περιλαμβάνονται στον ευρωπαϊκό κατάλογο πριν από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Στις περιστάσεις αυτές, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) δεν εφαρμόζεται. Προκειμένου να μην υπάρξει χρονικό κενό κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συλλέγονται πληροφορίες ούτε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 ούτε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013, είναι σκόπιμο να θεσπιστεί μεταβατική περίοδος υποβολής εκθέσεων μεταξύ της ημερομηνίας της πρώτης προβλεπόμενης έγκρισης βάσει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 σε ένα δεδομένο κράτος μέλος, και της ημερομηνίας εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού για κάθε κράτος μέλος που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τη μεταβατική περίοδο που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο. Για να περιοριστεί η σχετική διοικητική επιβάρυνση για καθένα από αυτά τα κράτη μέλη, δεν είναι απαραίτητο οι πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβατικής περιόδου να αποτελούν τη βάση χωριστής έκθεσης. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να αρκεί οι πληροφορίες αυτές να ενσωματώνονται ή να αποτελούν μέρος της πρώτης τακτικής έκθεσης που καλύπτει την τριετή περίοδο από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013.

(14)

Η απαίτηση υποβολής εκθέσεων που προβλέπεται στην οδηγία 94/63/ΕΚ δεν είναι πλέον απαραίτητη για τους σκοπούς της παρακολούθησης της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Η σχετική διάταξη θα πρέπει, επομένως, να διαγραφεί.

(15)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας απόφασης, δηλαδή η τροποποίηση ή κατάργηση ενωσιακών νομικών πράξεων στον τομέα της υποβολής περιβαλλοντικών εκθέσεων που δεν ισχύουν πλέον ή δεν είναι συναφείς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της φύσης του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς επίτευξη του στόχου αυτού όρια.

(16)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 και οι οδηγίες 94/63/ΕΚ, 2009/31/ΕΚ, 86/278/ΕΟΚ και 87/217/ΕΟΚ θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2009/31/ΕΚ

Η οδηγία 2009/31/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 27, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανά τριετία, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας καθώς και το μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο β). Η πρώτη έκθεση διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011. Η έκθεση συντάσσεται με βάση ερωτηματολόγιο ή σχεδιάγραμμα που εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη μορφή εκτελεστικών πράξεων. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 30 παράγραφος 2. Το ερωτηματολόγιο ή σχεδιάγραμμα διαβιβάζεται στα κράτη μέλη τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προθεσμία υποβολής της έκθεσης.».

2)

Το άρθρο 29 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 29

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29α για την τροποποίηση των παραρτημάτων, με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο. Η προσαρμογή αυτή δεν μπορεί να οδηγεί σε μείωση του επιπέδου ασφάλειας που εξασφαλίζεται από τα κριτήρια τα οποία περιέχονται στο παράρτημα I ή σε αποδυνάμωση των αρχών παρακολούθησης που περιέχονται στο παράρτημα II.».

3)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 29α

Άσκηση της εξουσιοδότηση

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από 4 Ιουλίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η έκθεση υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 29 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*1).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 29 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*1)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»."

4)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή κλιματικών μεταβολών που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 26 του κανονισμού αριθ. 525/2013/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με μηχανισμό παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και άλλων πληροφοριών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο που αφορούν την αλλαγή του κλίματος και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 13)."

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 86/278/ΕΟΚ

Η οδηγία 86/278/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α όσον αφορά την τροποποίηση των παραρτημάτων, με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για τις παραμέτρους και τις τιμές που αναφέρονται στα παραρτήματα I Α, Ι Β και Ι Γ, κάθε στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει τον υπολογισμό αυτών των τιμών, καθώς και τις προς ανάλυση παραμέτρους που αναφέρονται στα παραρτήματα II Α και ΙΙ Β.».

2)

Το άρθρο 14 διαγράφεται.

3)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 39 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5).

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*4)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3)."

(*5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από 4 Ιουλίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η έκθεση υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*6).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*6)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»."

5)

Στο άρθρο 17, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε τρία χρόνια, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέσω μιας τομεακής έκθεσης η οποία καλύπτει και τις άλλες σχετικές κοινοτικές οδηγίες. Οι τομεακές εκθέσεις καταρτίζονται με βάση ερωτηματολόγιο ή σχεδιάγραμμα που εγκρίνεται από την Επιτροπή υπό μορφή εκτελεστικής πράξης. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2. Το ερωτηματολόγιο ή το σχεδιάγραμμα αυτό αποστέλλεται στα κράτη μέλη έξι μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου που καλύπτει η έκθεση. Η έκθεση διαβιβάζεται στην Επιτροπή εντός έξι μηνών από τη λήξη της τριετίας την οποία καλύπτει.».

Άρθρο 3

Τροποποίηση της οδηγίας 87/217/ΕΟΚ

Στο άρθρο 13 της οδηγίας 87/217/ΕΟΚ, η παράγραφος 1 διαγράφεται.

Άρθρο 4

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013

Στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1257/2013, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κάθε έκθεση καλύπτει διάστημα τριών ετών και διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στην Επιτροπή, το αργότερο εντός εννέα μηνών από την εκπνοή της τριετούς περιόδου την οποία καλύπτει.

Η πρώτη ηλεκτρονική έκθεση καλύπτει την τριετή περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1. Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος εγκρίνει την ανακύκλωση πλοίων σε μονάδες ανακύκλωσης πλοίων που περιλαμβάνονται στον ευρωπαϊκό κατάλογο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 26, η πρώτη ηλεκτρονική έκθεση του εν λόγω κράτους μέλους θα πρέπει να καλύπτει επίσης την περίοδο από την ημερομηνία της εν λόγω έγκρισης έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Εντός εννέα μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.».

Άρθρο 5

Τροποποιήσεις της οδηγίας 94/63/ΕΚ

Η οδηγία 94/63/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις τερματικές εγκαταστάσεις τις οποίες αφορά μια τέτοια παρέκκλιση.».

2)

Στο άρθρο 6 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις λεπτομέρειες που ισχύουν σε κάθε ζώνη στην οποία σκοπεύουν να παραχωρήσουν τέτοιες παρεκκλίσεις και, στη συνέχεια, σχετικά με κάθε αλλαγή στις ζώνες αυτές.».

3)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων

Η Επιτροπή καλείται να υποβάλει μαζί με τις εκθέσεις της, εφόσον ενδείκνυται, προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της διεύρυνσης του πεδίου της προκειμένου να συμπεριληφθούν ο έλεγχος του ατμού και τα συστήματα ανάκτησης για τις εγκαταστάσεις φόρτωσης και τα πλοία.».

Άρθρο 6

Κατάργηση της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ

Η οδηγία 91/692/ΕΟΚ καταργείται.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στρασβούργο, 30 Μαΐου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 173 της 31.5.2017, σ. 82.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2018 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2018.

(3)  Οδηγία 86/278/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1986, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία (ΕΕ L 181 της 4.7.1986, σ. 6).

(4)  Οδηγία 87/217/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 1987, σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο (ΕΕ L 85 της 28.3.1987, σ. 40).

(5)  Οδηγία 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1991, για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48).

(6)  Οδηγία 94/63/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών (VOC) που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 24).

(7)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(9)  Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(11)  Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10).

(12)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34).

(14)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(15)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(16)  Οδηγία 2009/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα σε γεωλογικούς σχηματισμούς και για την τροποποίηση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/60/ΕΚ, 2001/80/ΕΚ, 2004/35/ΕΚ, 2006/12/ΕΚ και 2008/1/ΕΚ, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 114).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, για την ανακύκλωση των πλοίων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 και της οδηγίας 2009/16/ΕΚ (ΕΕ L 330 της 10.12.2013, σ. 1).

(18)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(19)  Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/2323 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2016, για την κατάρτιση του ευρωπαϊκού καταλόγου μονάδων ανακύκλωσης πλοίων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1257/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανακύκλωση πλοίων (ΕΕ L 345 της 20.12.2016, σ. 119).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).