ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
21 Μαΐου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

1

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair)

21

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2016/802 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο

58

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/803 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2015, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και την προσωρινή εφαρμογή πρωτοκόλλου τροποποίησης της ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου, ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

79

 

 

Πρωτόκολλο τροποποίησης της ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου, ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

81

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/804 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών

85

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/805 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2016, για την τροποποίηση του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις δραστικές ουσίες Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis), Candida oleophila στέλεχος O, FEN 560 (αποκαλείται και μοσχοσίταρο ή σπόροι μοσχοσίταρου σε σκόνη), δεκανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 110-42-9), οκτανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 111-11-5) και μείγμα τερπενοειδών QRD 460 ( 1 )

95

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/806 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2016, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

97

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/807 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2016, για τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ) στην 40ή σύνοδο της Επιτροπής Διευκολύνσεων, στην 69η σύνοδο της Επιτροπής Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος και την 96η σύνοδο της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας σχετικά με την έκδοση τροποποιήσεων στο παράρτημα IV της σύμβασης MARPOL περί διευκολύνσεων, τους κανονισμούς II-2/13 και II-2/18 της σύμβασης SOLAS, τον κώδικα συστημάτων πυρασφάλειας και τον κώδικα του προγράμματος ενισχυμένων επιθεωρήσεων του 2011

99

 

*

Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/808 της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της 18ης Μαΐου 2016, σχετικά με τον διορισμό του διοικητή επιχειρήσεων της ΕΕ για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας (Atalanta) (Atalanta/2/2016)

103

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/809 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2016, σχετικά με την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι επιθυμεί να συμμετέχει σε ορισμένες πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και δεν αποτελούν μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν

105

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/810 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 28ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη δεύτερη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2016/10)

107

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/811 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 28ης Απριλίου 2016, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2014/34 σχετικά με μέτρα που αφορούν στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2016/11)

129

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΟΔΗΓΙΕΣ

21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/1


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/800 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 2 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση δικονομικών εγγυήσεων που θα εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά, δηλαδή άτομα κάτω των 18 ετών, που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, είναι ικανά να κατανοούν και να παρακολουθούν την εν λόγω διαδικασία και να ασκούν το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, και θα προλαμβάνουν την υποτροπή των παιδιών και θα προωθούν την κοινωνική τους ένταξη.

(2)

Με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των παιδιών που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, η παρούσα οδηγία έχει σκοπό να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και, με τον τρόπο αυτό, να συμβάλει στη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Οι εν λόγω κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα οδηγήσουν επίσης στην άρση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών στην επικράτεια όλων των κρατών μελών.

(3)

Παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), του Διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, και της σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, η πείρα έχει αποδείξει ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν εξασφαλίζει πάντοτε επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών.

(4)

Στις 30 Νοεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε ψήφισμα για τον οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες (3) («ο οδικός χάρτης»). Με τον οδικό χάρτη ζητείται, βάσει σταδιακής προσέγγισης, η έγκριση μέτρων όσον αφορά το δικαίωμα μετάφρασης και διερμηνείας (μέτρο Α), το δικαίωμα ενημέρωσης για τα δικαιώματα και τις κατηγορίες (μέτρο Β), το δικαίωμα σε νομικές συμβουλές και σε δικαστική συνδρομή (μέτρο Γ), το δικαίωμα επικοινωνίας με συγγενείς, εργοδότες και προξενικές αρχές (μέτρο Δ) και τις ειδικές διασφαλίσεις για ευάλωτους υπόπτους ή κατηγορουμένους (μέτρο Ε). Στον οδικό χάρτη επισημαίνεται ότι η σειρά των δικαιωμάτων είναι ενδεικτική, γεγονός που υποδηλώνει ότι μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις προτεραιότητες. Ο οδικός χάρτης έχει σχεδιασθεί ώστε να λειτουργεί ως σύνολο· τα οφέλη του θα γίνουν πλήρως αισθητά μόνον όταν θα έχει εφαρμοσθεί στο σύνολό του.

(5)

Στις 11 Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε την ικανοποίησή του για τον οδικό χάρτη και τον κατέστησε μέρος του Προγράμματος της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες (4) (σημείο 2.4). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογράμμισε τον μη εξαντλητικό χαρακτήρα του οδικού χάρτη, καλώντας την Επιτροπή να εξετάσει περαιτέρω στοιχεία των ελάχιστων δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων και να εκτιμήσει κατά πόσον πρέπει να εξεταστούν άλλα ζητήματα, όπως το τεκμήριο αθωότητας, προκειμένου να προαχθεί η καλύτερη συνεργασία στον τομέα αυτό.

(6)

Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τέσσερα μέτρα σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα κατά τις ποινικές διαδικασίες, σύμφωνα με τον οδικό χάρτη, και συγκεκριμένα οι οδηγίες 2010/64/ΕΕ (5), 2012/13/ΕΕ (6), 2013/48/ΕΕ (7) και η οδηγία (ΕΕ) 2016/343 (8) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(7)

Η παρούσα οδηγία προάγει τα δικαιώματα του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη.

(8)

Στις περιπτώσεις που παιδιά είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών ή υπόκεινται σε διαδικασία ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9) (καταζητούμενοι), τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι δίνεται πάντοτε πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης).

(9)

Στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να διαφυλάσσεται το δυναμικό τους για ανάπτυξη και επανένταξή τους στην κοινωνία.

(10)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και στα παιδιά που είναι καταζητούμενοι. Όσον αφορά τα παιδιά που είναι καταζητούμενοι, οι οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται από τη στιγμή της σύλληψής τους στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

(11)

Η παρούσα οδηγία, ή ορισμένες διατάξεις αυτής, θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται σε υπόπτους ή κατηγορουμένους οι οποίοι υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, καθώς και στα καταζητούμενα πρόσωπα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ήταν παιδιά όταν άρχισαν οι διαδικασίες αυτές, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο.

(12)

Όταν, τη στιγμή που ένα πρόσωπο καθίσταται ύποπτο ή κατηγορούμενο σε ποινική διαδικασία, το πρόσωπο αυτό έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών, αλλά το ποινικό αδίκημα διεπράχθη όταν το πρόσωπο ήταν παιδί, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν τις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, έως ότου το εν λόγω πρόσωπο φθάσει στην ηλικία των 21 ετών, τουλάχιστον σε σχέση με ποινικά αδικήματα που έχουν διαπραχθεί από τον ίδιο ύποπτο ή κατηγορούμενο και τα οποία ερευνώνται και διώκονται από κοινού, δεδομένου ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του προσώπου αυτού πριν από την ηλικία των 18 ετών.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν την ηλικία του παιδιού με βάση δηλώσεις του ίδιου του παιδιού, ελέγχους της προσωπικής του κατάστασης, έρευνα εγγράφων, άλλα αποδεικτικά στοιχεία και, εάν τα στοιχεία αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πειστικά, με βάση ιατρική εξέταση. Η ιατρική αυτή εξέταση θα πρέπει να πραγματοποιείται ως έσχατη λύση και με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του παιδιού, της σωματικής του ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ηλικία του προσώπου, το πρόσωπο αυτό θα πρέπει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να θεωρείται κατά τεκμήριο παιδί.

(14)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε μερικά ήσσονος σημασίας αδικήματα. Ωστόσο, θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περίπτωση που το παιδί που είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος υπόκειται σε στέρηση της ελευθερίας.

(15)

Σε ορισμένα κράτη μέλη άλλη αρχή πλην δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις είναι αρμόδια για την επιβολή ποινών, εκτός των στερητικών της ελευθερίας, όσον αφορά ήσσονος σημασίας αδικήματα. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση παραβάσεων του κώδικα οδικής κυκλοφορίας που διαπράττονται σε μεγάλη κλίμακα και οι οποίες ενδεχομένως διαπιστώνονται ύστερα από έλεγχο της κυκλοφορίας. Στις περιπτώσεις αυτές, θα ήταν παράλογο να απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίζουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει την επιβολή ποινής για ήσσονος σημασίας αδικήματα από τέτοια αρχή και εφόσον υφίσταται δικαίωμα έφεσης ή δυνατότητα παραπομπής της υπόθεσης ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει, επομένως, να εφαρμόζεται μόνο στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού κατόπιν της άσκησης έφεσης ή παραπομπής.

(16)

Σε ορισμένα κράτη μέλη ορισμένες ήσσονος σημασίας παραβάσεις, ιδίως ήσσονος σημασίας παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, ήσσονος σημασίας παραβάσεις γενικών δημοτικών κανονισμών και ήσσονος σημασίας προσβολές της δημόσιας τάξης, θεωρούνται ποινικά αδικήματα. Στις περιπτώσεις αυτές, θα ήταν παράλογο να απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίζουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Όταν το δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει για τα ήσσονος σημασίας αδικήματα ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ως κύρωση η στέρηση της ελευθερίας, η παρούσα οδηγία θα πρέπει επομένως να εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες ενώπιον ποινικού δικαστηρίου.

(17)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις ποινικές διαδικασίες. Δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε άλλα είδη διαδικασιών, ειδικότερα σε διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί ειδικά για τα παιδιά και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή προστατευτικών, αναμορφωτικών ή εκπαιδευτικών μέτρων.

(18)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της οδηγίας 2012/13/ΕΕ και της οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Η παρούσα οδηγία προβλέπει περαιτέρω συμπληρωματικές εγγυήσεις όσον αφορά την ενημέρωση που πρέπει να παρέχεται στα παιδιά και στον ασκούντα τη γονική μέριμνα, για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες και τα ευάλωτα σημεία των παιδιών.

(19)

Τα παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας. Προς τούτο, θα πρέπει, ειδικότερα, να επεξηγούνται συνοπτικά σε αυτά τα επόμενα δικονομικά στάδια της διαδικασίας, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό υπό το πρίσμα του συμφέροντος της ποινικής διαδικασίας, και ο ρόλος των εμπλεκομένων αρχών. Οι παρεχόμενες πληροφορίες θα πρέπει να εξαρτώνται από τις περιστάσεις της υπόθεσης.

(20)

Τα παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα σε ιατρική εξέταση σε όσο το δυνατόν περισσότερο πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας, και πάντως πριν από τη στέρηση της ελευθερίας εάν το μέτρο αυτό ληφθεί εις βάρος του παιδιού.

(21)

Εάν ένα παιδί έχει στερηθεί την ελευθερία του, το έγγραφο δικαιωμάτων, το οποίο παρέχεται στο παιδί κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2012/13/ΕΕ, θα πρέπει να περιέχει επίσης σαφείς πληροφορίες για τα δικαιώματα του παιδιού βάσει της παρούσας οδηγίας.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν τον ασκούντα τη γονική μέριμνα για τα εφαρμοστέα δικονομικά δικαιώματα, γραπτώς, προφορικώς ή αμφότερα. Η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται το συντομότερο δυνατόν και να είναι δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού.

(23)

Υπό ορισμένες περιστάσεις, που μπορούν επίσης να αφορούν ένα μόνο από τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική μέριμνα, η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται σε άλλο κατάλληλο ενήλικα που ορίζεται από το παιδί και είναι αποδεκτός υπό αυτή την ιδιότητα από την αρμόδια αρχή. Μία τέτοια περίσταση συντρέχει όταν αντικειμενικά και πραγματικά γεγονότα υποδηλώνουν ή γεννούν την υποψία ότι η παροχή πληροφοριών στον ασκούντα τη γονική μέριμνα θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ποινική διαδικασία, ειδικότερα, όταν ενδέχεται να καταστραφούν ή αλλοιωθούν αποδεικτικά στοιχεία, να παρεμβληθούν εμπόδια σε μάρτυρες ή που ο ασκών τη γονική μέριμνα ενδέχεται να έχει συμμετάσχει στην εικαζόμενη εγκληματική δραστηριότητα μαζί με το παιδί.

(24)

Όταν οι περιστάσεις που οδήγησαν τις αρμόδιες αρχές να παράσχουν τις πληροφορίες σε άλλο κατάλληλο ενήλικα αντί του ασκούντος τη γονική μέριμνα έχουν παύσει να υφίστανται, κάθε πληροφορία που λαμβάνει το παιδί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και η οποία εξακολουθεί να διατηρεί τη σημασία της στο πλαίσιο της διαδικασίας, θα πρέπει να παρέχεται στον ασκούντα τη γονική μέριμνα. Η απαίτηση αυτή δεν θα πρέπει να παρατείνει αδικαιολόγητα την ποινική διαδικασία.

(25)

Τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία 2013/48/ΕΕ. Δεδομένου ότι τα παιδιά είναι ευάλωτα και δεν είναι πάντα σε θέση να κατανοήσουν πλήρως και να παρακολουθήσουν την ποινική διαδικασία, θα πρέπει να επικουρούνται από δικηγόρο στις περιπτώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν δικηγόρο προκειμένου να επικουρεί το παιδί, όταν δεν έχει εξασφαλισθεί δικηγόρος από το ίδιο το παιδί ή από ασκούντα τη γονική μέριμνα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν δικαστική συνδρομή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το παιδί επικουρείται όντως από δικηγόρο.

(26)

Η συνδρομή δικηγόρου βάσει της παρούσας οδηγίας προϋποθέτει ότι το παιδί έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο βάσει της οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Συνεπώς, στις περιπτώσεις που η εφαρμογή διάταξης της οδηγίας 2013/48/ΕΕ δεν θα επέτρεπε στο παιδί να ζητεί τη συνδρομή δικηγόρου βάσει της παρούσας οδηγίας, η εν λόγω διάταξη δεν θα πρέπει να ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο βάσει της οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Εξάλλου, οι παρεκκλίσεις και οι εξαιρέσεις όσον αφορά την παροχή συνδρομής από δικηγόρο οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία 2013/48/ΕΕ, ή το δικαίωμα δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με τον Χάρτη και την ΕΣΔΑ, και το εθνικό δίκαιο και άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

(27)

Οι διατάξεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με τη συνδρομή δικηγόρου θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μόλις τα παιδιά ενημερώνονται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η συνδρομή δικηγόρου σημαίνει ότι το παιδί λαμβάνει νομική υποστήριξη από το δικηγόρο και ότι εκπροσωπείται από αυτόν κατά την ποινική διαδικασία. Όταν η παρούσα οδηγία προβλέπει συνδρομή δικηγόρου κατά την εξέταση του παιδιού, θα πρέπει να παρίσταται δικηγόρος. Με την επιφύλαξη του δικαιώματος του παιδιού να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία 2013/48/ΕΕ, η συνδρομή δικηγόρου δεν απαιτεί την παράσταση δικηγόρου κατά τη διάρκεια κάθε ανακριτικής πράξης ή πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων.

(28)

Υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν αντίκειται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, η υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν συνδρομή δικηγόρου στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, δεν περιλαμβάνει τις ακόλουθες πράξεις: την εξακρίβωση της ταυτότητας του παιδιού· την απόφαση εάν θα πρέπει να διεξαχθεί έρευνα· τον έλεγχο της κατοχής όπλων ή άλλων παρεμφερών ζητημάτων ασφάλειας· τη διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων ή πράξεων συλλογής αποδεικτικών στοιχείων πέραν εκείνων που αναφέρονται ειδικά στην παρούσα οδηγία, όπως σωματικού ελέγχου, κλινικής εξέτασης, εξέτασης αίματος, αλκοτέστ ή παρόμοιου ελέγχου, ή της λήψης φωτογραφιών ή δακτυλικών αποτυπωμάτων· ή την προσαγωγή του παιδιού ενώπιον αρμόδιας αρχής ή την παράδοση του παιδιού σε ασκούντα τη γονική μέριμνα ή σε άλλο κατάλληλο ενήλικα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(29)

Όταν ένα παιδί που δεν ήταν αρχικά ύποπτος ή κατηγορούμενος, όπως ένας μάρτυρας, καταστεί ύποπτος ή κατηγορούμενος, το εν λόγω παιδί θα πρέπει να έχει το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα σιωπής, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην παρούσα οδηγία γίνεται συνεπώς ρητή αναφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία ένα τέτοιο παιδί καθίσταται ύποπτος ή κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια εξέτασης από την αστυνομία ή από άλλη αρχή επιβολής του νόμου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Όταν, κατά τη διάρκεια τέτοιας εξέτασης, παιδί που δεν είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος καταστεί ύποπτος ή κατηγορούμενος, η εξέταση θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου το παιδί ενημερωθεί ότι είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος και λάβει τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(30)

Υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν αντίκειται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση να παράσχουν συνδρομή δικηγόρου στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενώ είναι αυτονόητο ότι πάντοτε θα πρέπει να δίνεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να παρέχεται συνδρομή δικηγόρου στα παιδιά όταν προσάγονται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστή προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την κράτησή τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καθώς και κατά τη διάρκεια της κράτησης. Εξάλλου η στέρηση της ελευθερίας δεν θα πρέπει να επιβάλλεται ως ποινή, εκτός εάν το παιδί έχει λάβει τη συνδρομή δικηγόρου κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στο παιδί να ασκεί τα οικεία δικαιώματα υπεράσπισης αποτελεσματικά και, οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβούν σε πρακτικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό.

(31)

Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την υποχρέωση να παρέχουν συνδρομή δικηγόρου κατά το προδικαστικό στάδιο για επιτακτικούς λόγους, δηλαδή στις περιπτώσεις που υφίσταται επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου, ή στις περιπτώσεις που επιβάλλεται να αναλάβουν οι ανακριτικές αρχές άμεση δράση για να προλάβουν κάποιο σημαντικό κίνδυνο που επαπειλεί την ποινική διαδικασία όσον αφορά σοβαρό ποινικό αδίκημα, μεταξύ άλλων προκειμένου να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με τους φερόμενους ως συναυτουργούς σοβαρού ποινικού αδικήματος, ή προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια σημαντικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με σοβαρό ποινικό αδίκημα. Κατά τη διάρκεια προσωρινής παρέκκλισης για έναν από αυτούς τους επιτακτικούς λόγους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να εξετάσουν τα παιδιά χωρίς να παρίσταται ο δικηγόρος, υπό τον όρο ότι τα παιδιά έχουν ενημερωθεί σχετικά με το δικαίωμά τους στη σιωπή και ότι μπορούν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα, καθώς και ότι αυτή η εξέταση δεν θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης, μεταξύ άλλων το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Θα πρέπει να είναι δυνατή η διεξαγωγή εξέτασης, στην έκταση που απαιτείται, με αποκλειστικό σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών που είναι σημαντικές για την αποτροπή σοβαρών δυσμενών συνεπειών για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου, ή την πρόληψη σημαντικού κινδύνου που επαπειλεί την ποινική διαδικασία. Οποιαδήποτε κατάχρηση αυτής της προσωρινής παρέκκλισης θα έθιγε καταρχήν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα υπεράσπισης.

(32)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν σαφώς στο εθνικό τους δίκαιο τους λόγους και τα κριτήρια για αυτή την προσωρινή παρέκκλιση, και θα πρέπει να προβαίνουν σε περιορισμένη χρήση αυτής. Οποιαδήποτε προσωρινή παρέκκλιση θα πρέπει να είναι αναλογική, αυστηρά περιορισμένη χρονικά, να μη βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος και να μην θίγει το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση που επιτραπεί προσωρινή παρέκκλιση δυνάμει της παρούσας οδηγίας από αρμόδια αρχή που δεν είναι δικαστής ή δικαστήριο, η απόφαση με την οποία επιτρέπεται η προσωρινή παρέκκλιση θα μπορεί να κριθεί από δικαστήριο, τουλάχιστον κατά το στάδιο της δίκης.

(33)

Το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών και του δικηγόρου τους είναι βασικό στοιχείο για να εξασφαλιστεί η ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και αποτελεί ουσιαστικό μέρος του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να σέβονται απαρέγκλιτα το απόρρητο των συναντήσεων και των άλλων μορφών επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του παιδιού στο πλαίσιο της συνδρομής από δικηγόρο που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει διαδικασίες που ρυθμίζουν την κατάσταση κατά την οποία συντρέχουν αντικειμενικές και τεκμηριωμένες περιστάσεις που γεννούν την υποψία ότι ο δικηγόρος εμπλέκεται σε ποινικό αδίκημα με το παιδί. Οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα εκ μέρους του δικηγόρου δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως θεμιτή συνδρομή προς τα παιδιά στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Η υποχρέωση σεβασμού του απορρήτου δεν συνεπάγεται απλώς ότι τα κράτη μέλη δεν παρεμβαίνουν ή δεν έχουν πρόσβαση σε αυτήν την επικοινωνία, αλλά επίσης ότι, σε περίπτωση που τα παιδιά στερούνται την ελευθερία τους ή καθ' οιονδήποτε τρόπο βρίσκονται σε χώρο υπό τον έλεγχο του κράτους, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις της επικοινωνίας τηρούν και προστατεύουν το απόρρητο αυτό. Αυτό δεν θίγει τους μηχανισμούς σε χώρους κράτησης που αποσκοπούν στην αποτροπή αποστολών παράνομων αντικειμένων προς τους κρατουμένους, όπως οι μηχανισμοί ελέγχου της αλληλογραφίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβάζουν την επικοινωνία μεταξύ των παιδιών και του δικηγόρου τους. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει επίσης τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις οποίες αίτηση για διαβίβαση της αλληλογραφίας μπορεί να απορρίπτεται αν ο αποστολέας δεν συναινεί στο να υποβάλλεται πρώτα η αλληλογραφία στο αρμόδιο δικαστήριο.

(34)

Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη της παραβίασης του απορρήτου που ενδέχεται να συμβεί παρεμπιπτόντως σε μία νόμιμη επιχείρηση εποπτείας από αρμόδιες αρχές. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει επίσης το έργο που πραγματοποιείται, για παράδειγμα, από τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ή που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 72 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), σύμφωνα με το οποίο ο τίτλος V του μέρους III της ΣΛΕΕ σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας.

(35)

Τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα ατομικής αξιολόγησης, προκειμένου να προσδιορίζονται οι ειδικές ανάγκες τους ως προς την προστασία, την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την ένταξη στην κοινωνία, να κρίνεται εάν και σε ποιο βαθμό θα χρειαστούν ειδικά μέτρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και να προσδιορίζεται η έκταση της ποινικής ευθύνης τους και η καταλληλότητα μιας ποινής ή εκπαιδευτικού μέτρου.

(36)

Η ατομική αξιολόγηση θα πρέπει, ειδικότερα, να λαμβάνει υπόψη την προσωπικότητα και την ωριμότητα του παιδιού, το οικονομικό, κοινωνικό και οικογενειακό του υπόβαθρο, συμπεριλαμβανομένου του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και τις ειδικές αδυναμίες που παρουσιάζει το παιδί, όπως μαθησιακά προβλήματα και δυσκολίες επικοινωνίας.

(37)

Η έκταση και οι λεπτομέρειες μιας ατομικής αξιολόγησης θα πρέπει να μπορούν να προσαρμόζονται ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος και τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν εάν το παιδί κριθεί ένοχο για το εν λόγω αδίκημα. Ατομική αξιολόγηση που έχει διεξαχθεί για το ίδιο παιδί στο πρόσφατο παρελθόν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εφόσον επικαιροποιηθεί.

(38)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που προκύπτουν από ατομική αξιολόγηση όταν αποφασίζουν εάν θα πρέπει να ληφθεί κάποιο ειδικό μέτρο όσον αφορά το παιδί, όπως η παροχή πρακτικής βοήθειας, όταν αξιολογούν την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα ασφαλιστικών μέτρων όσον αφορά το παιδί, όπως αποφάσεις προσωρινής κράτησης ή εναλλακτικά μέτρα, και συνεκτιμώντας τα ατομικά χαρακτηριστικά και τις ατομικές περιστάσεις του παιδιού όταν λαμβάνουν απόφαση ή αναλαμβάνουν δράση στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων κατά την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση που δεν είναι ακόμη διαθέσιμη μια ατομική αξιολόγηση, οι αρμόδιες αρχές δεν εμποδίζονται να λάβουν τέτοιου είδους μέτρα ή αποφάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι όροι που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, μεταξύ άλλων ότι η ατομική αξιολόγηση θα διεξαχθεί στο εγγύτερο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας. Η καταλληλότητα και η αποτελεσματικότητα των μέτρων ή των αποφάσεων που λαμβάνονται πριν από την ατομική αξιολόγηση μπορούν να επανεξεταστούν όταν η ατομική αξιολόγηση καταστεί διαθέσιμη.

(39)

Η ατομική αξιολόγηση θα πρέπει να διεξάγεται στο πλέον πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας και εγκαίρως ώστε οι πληροφορίες που προκύπτουν από την ατομική αξιολόγηση να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από τον εισαγγελέα, τον δικαστή, ή άλλη αρμόδια αρχή πριν από την απαγγελία της κατηγορίας ενόψει της δίκης. Θα πρέπει ωστόσο να είναι δυνατή η απαγγελία κατηγορίας σε περίπτωση που δεν υπάρχει ατομική αξιολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, στην περίπτωση που ένα παιδί τελεί υπό προσωρινή κράτηση και η αναμονή έως ότου καταστεί διαθέσιμη η ατομική αξιολόγηση θα ενείχε τον κίνδυνο να παραταθεί αδικαιολόγητα η εν λόγω κράτηση.

(40)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση διεξαγωγής ατομικής αξιολόγησης, όταν η παρέκκλιση αυτή είναι δικαιολογημένη στις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη βαρύτητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος και τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν εάν το παιδί κριθεί ένοχο για το εν λόγω αδίκημα, υπό την προϋπόθεση ότι η παρέκκλιση εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα σχετικά στοιχεία, μεταξύ άλλων εάν το παιδί κατά το πρόσφατο παρελθόν υποβλήθηκε ή όχι σε ατομική αξιολόγηση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ή εάν η συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να εξεταστεί χωρίς την απαγγελία κατηγορίας.

(41)

Το καθήκον μέριμνας έναντι παιδιών που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι αποτελεί τη βάση της δίκαιης απονομής δικαιοσύνης, ιδίως στις περιπτώσεις που τα παιδιά στερούνται της ελευθερίας τους και περιέρχονται συνεπώς σε ιδιαίτερα αδύναμη θέση. Για να διασφαλίζεται η προσωπική ακεραιότητα ενός παιδιού που στερείται της ελευθερίας του, το παιδί θα πρέπει να έχει δικαίωμα σε ιατρική εξέταση. Η εν λόγω ιατρική εξέταση θα πρέπει να διενεργείται από ιατρό ή άλλο εξειδικευμένο επαγγελματία, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας των αρμόδιων αρχών, ιδίως όταν συγκεκριμένες ενδείξεις σχετικά με την υγεία αιτιολογούν την εξέταση αυτή, είτε κατόπιν αποδοχής σχετικής αιτήσεως του παιδιού, του ασκούντος τη γονική μέριμνα ή του δικηγόρου του παιδιού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις ιατρικές εξετάσεις που πρόκειται να διεξαχθούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και όσον αφορά την πρόσβαση των παιδιών στις εξετάσεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούν μεταξύ άλλων να ρυθμίζονται καταστάσεις όπου δύο ή περισσότερες αιτήσεις για ιατρικές εξετάσεις έχουν υποβληθεί για το ίδιο παιδί σε σύντομο χρονικό διάστημα.

(42)

Παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών δεν είναι πάντοτε ικανά να κατανοήσουν το περιεχόμενο των ανακρίσεων στις οποίες υποβάλλονται. Για να διασφαλίζεται επαρκής προστασία των παιδιών αυτών, οι ανακρίσεις τους από αστυνομικές ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου θα πρέπει επομένως να καταγράφονται με οπτικοακουστικά μέσα όταν αυτό είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, εάν παρίσταται ή όχι δικηγόρος και εάν το παιδί έχει στερηθεί ή όχι της ελευθερίας του, ενώ είναι αυτονόητο ότι πρωταρχική σημασία θα πρέπει να δίνεται πάντα στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να καταγράφουν με οπτικοακουστικά μέσα την εξέταση των παιδιών από δικαστή ή δικαστήριο.

(43)

Στις περιπτώσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθεί καταγραφή με οπτικοακουστικά μέσα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, αλλά ανυπέρβλητο τεχνικό πρόβλημα καθιστά αδύνατη την καταγραφή αυτή, η αστυνομία ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου θα πρέπει να μπορούν να ανακρίνουν το παιδί χωρίς να πραγματοποιείται καταγραφή με οπτικοακουστικά μέσα, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί εύλογες προσπάθειες για την υπέρβαση του τεχνικού προβλήματος, ότι δεν κρίνεται σκόπιμο να αναβληθεί η ανάκριση και ότι αυτό εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

(44)

Ανεξάρτητα από το κατά πόσον η ανάκριση των παιδιών καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα ή όχι, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διεξάγεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη την ηλικία και την ωριμότητά τους.

(45)

Τα παιδιά βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση όταν στερούνται της ελευθερίας τους. Θα πρέπει συνεπώς να καταβάλλονται ιδιαίτερες προσπάθειες για να αποφεύγεται η στέρηση της ελευθερίας των παιδιών και, ειδικότερα, η κράτηση παιδιών σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν αποφανθεί οριστικά το δικαστήριο εάν το παιδί τέλεσε το ποινικό αδίκημα, λόγω των πιθανών κινδύνων για τη σωματική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξή τους και επειδή η στέρηση της ελευθερίας ενδέχεται να δυσχεράνει την επανένταξή τους στην κοινωνία. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να λαμβάνουν πρακτικά μέτρα, όπως κατευθυντήριες γραμμές ή οδηγίες προς τους αστυνομικούς, σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απαίτησης σε περιπτώσεις αστυνομικής κράτησης. Σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα των αστυνομικών ή άλλων αρχών επιβολής του νόμου να συλλαμβάνουν ένα παιδί σε καταστάσεις όπου αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως αναγκαίο, για παράδειγμα όταν το παιδί συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω ή αμέσως μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.

(46)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν πάντοτε μέτρα εναλλακτικά της κράτησης (εναλλακτικά μέτρα) και θα πρέπει να προσφεύγουν στα μέτρα αυτά όταν αυτό είναι δυνατό. Αυτά τα εναλλακτικά μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση να βρίσκεται το παιδί σε ορισμένες περιοχές, την υποχρέωση για το παιδί να διαμένει σε συγκεκριμένο τόπο, περιορισμούς σχετικά με την επαφή με συγκεκριμένα πρόσωπα, υποχρεώσεις εμφάνισης στις αρμόδιες αρχές, συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα ή συμμετοχή, με τη συγκατάθεση του παιδιού, σε θεραπευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης.

(47)

Η κράτηση των παιδιών θα πρέπει να υπόκειται σε περιοδική επανεξέταση από δικαστήριο, το οποίο θα μπορούσε επίσης να είναι μονομελές. Θα πρέπει να είναι δυνατό να διεξαχθεί η εν λόγω περιοδική επανεξέταση αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή κατόπιν αιτήσεως του παιδιού, του δικηγόρου του παιδιού ή δικαστικής αρχής η οποία δεν είναι δικαστήριο, ιδίως του εισαγγελέα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει εν προκειμένω να προβλέπουν πρακτικές ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά την κατάσταση κατά την οποία το δικαστήριο έχει ήδη διεξαγάγει αυτεπαγγέλτως περιοδική επανεξέταση και το παιδί ή ο δικηγόρος του παιδιού ζητούν τη διεξαγωγή άλλης επανεξέτασης.

(48)

Τα παιδιά, σε περίπτωση που κρατούνται, θα πρέπει να επωφελούνται από ειδικά μέτρα προστασίας. Ειδικότερα, θα πρέπει να διαχωρίζονται από τους ενήλικες, εκτός εάν κρίνεται ότι αυτό δεν εξυπηρετεί τα μείζονα συμφέροντα του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 37 στοιχείο γ) της σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού. Όταν το κρατούμενο παιδί φθάνει στην ηλικία των 18 ετών, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να συνεχιστεί η χωριστή κράτηση, όπου δικαιολογείται, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα κρατούμενα παιδιά, λόγω της εγγενούς ευάλωτης κατάστασής τους. Τα παιδιά θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτικά ιδρύματα ανάλογα με τις ανάγκες τους.

(49)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι και που τελούν υπό αστυνομική κράτηση διαχωρίζονται από τους ενήλικες, εκτός εάν κρίνεται ότι αυτό δεν εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, ή εκτός εάν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό, υπό την προϋπόθεση ότι τα παιδιά κρατούνται μαζί με ενήλικες με τρόπο συμβατό με το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Για παράδειγμα, σε αραιοκατοικημένες περιοχές θα πρέπει να είναι δυνατόν, κατ' εξαίρεση, να τελούν τα παιδιά υπό αστυνομική κράτηση μαζί με ενήλικες, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Σε αυτές τις καταστάσεις, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να επαγρυπνούν ώστε να προστατεύεται η σωματική ακεραιότητα και η καλή κατάσταση του παιδιού.

(50)

Τα παιδιά θα πρέπει να μπορούν να κρατούνται μαζί με νέους ενήλικες εφόσον αυτό δεν αντίκειται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν ποια είναι τα πρόσωπα που θεωρούνται νέοι ενήλικες σύμφωνα με το εθνικό τους ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη προτρέπονται να καθορίσουν ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 24 ετών δεν μπορούν να χαρακτηριστούν νέοι ενήλικες.

(51)

Σε περίπτωση κράτησης παιδιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εξασφαλίζουν μεταξύ άλλων την ουσιαστική και τακτική άσκηση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή. Τα παιδιά θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να διατηρούν τακτικές επαφές με τους γονείς τους, την οικογένεια και τους φίλους τους μέσω επισκέψεων και αλληλογραφίας, εκτός και αν απαιτούνται έκτακτοι περιορισμοί προς το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού ή το συμφέρον της δικαιοσύνης.

(52)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας ή των πεποιθήσεων του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει, ειδικότερα, να μην παρεμβαίνουν στα θέματα θρησκείας ή πεποιθήσεων του παιδιού. Πάντως, δεν ζητείται από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν ενεργητικά μέτρα προκειμένου να διευκολύνουν τα παιδιά στη λατρευτική τους ζωή.

(53)

Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα σε άλλες καταστάσεις στέρησης της ελευθερίας. Τα λαμβανόμενα μέτρα θα πρέπει να έχουν αναλογικό χαρακτήρα και να αρμόζουν στη φύση της στέρησης της ελευθερίας, όπως αστυνομική κράτηση, και στη διάρκειά της.

(54)

Οι επαγγελματίες που έρχονται σε άμεση επαφή με παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών διαφόρων ηλικιακών ομάδων και να μεριμνούν ώστε η διαδικασία να προσαρμόζεται σε αυτές. Για τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω επαγγελματίες θα πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένοι να ασχολούνται με παιδιά.

(55)

Τα παιδιά θα πρέπει να τυγχάνουν μεταχείρισης κατάλληλης για την ηλικία τους, την ωριμότητά τους και το επίπεδο κατανόησης, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ειδικών αναγκών τους, μεταξύ άλλων των δυσχερειών επικοινωνίας που ενδεχομένως έχουν.

(56)

Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των νομικών παραδόσεων και συστημάτων των κρατών μελών, η προστασία της ιδιωτικής ζωής των παιδιών κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας θα πρέπει να διασφαλίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να διευκολυνθεί η επανένταξη των παιδιών στην κοινωνία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν ότι οι ακροαματικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά διεξάγονται συνήθως χωρίς την παρουσία ακροατηρίου ή να επιτρέπουν στα δικαστήρια ή στους δικαστές να αποφασίζουν τη διεξαγωγή αυτών των ακροαματικών διαδικασιών χωρίς την παρουσία ακροατηρίου. Αυτό δεν θίγει τις αποφάσεις που απαγγέλλονται δημοσίως σύμφωνα με το άρθρο 6 ΕΣΔΑ.

(57)

Τα παιδιά θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά την ακροαματική διαδικασία στην οποία συμμετέχουν. Εάν περισσότερα από ένα πρόσωπα ασκούν τη γονική μέριμνα για το ίδιο παιδί, το παιδί θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται από όλα τα πρόσωπα, εκτός εάν αυτό δεν είναι δυνατό στη πράξη παρά τις εύλογες προσπάθειες που έχουν καταβάλει οι αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν πρακτικές ρυθμίσεις προκειμένου τα παιδιά να ασκούν το δικαίωμα να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά τις ακροαματικές διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν και όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους ένας συνοδός μπορεί να αποκλειστεί προσωρινά από τις ακροαματικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζεται η κατάσταση κατά την οποία ο ασκών τη γονική μέριμνα αδυνατεί προσωρινά να συνοδεύσει το παιδί ή δεν επιθυμεί να κάνει χρήση της δυνατότητας να συνοδεύσει το παιδί, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

(58)

Υπό ορισμένες περιστάσεις, που μπορούν επίσης να αφορούν ένα μόνο από τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική μέριμνα, το παιδί θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται κατά τις ακροαματικές διαδικασίες από κατάλληλο ενήλικα άλλον από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα. Μία τέτοια περίσταση συντρέχει όταν ο ασκών τη γονική μέριμνα που συνοδεύει το παιδί θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ποινική διαδικασία, ειδικότερα σε περίπτωση που αντικειμενικά και πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν ή γεννούν την υποψία ότι ενδέχεται να καταστραφούν ή αλλοιωθούν αποδεικτικά στοιχεία, να παρεμβληθούν εμπόδια σε μάρτυρες ή ότι ο ασκών τη γονική μέριμνα ενδέχεται να έχει συμμετάσχει μαζί με το παιδί στην εικαζόμενη εγκληματική δραστηριότητα.

(59)

Σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα παιδιά θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε άλλα στάδια της διαδικασίας στα οποία είναι παρόντα, για παράδειγμα κατά την εξέτασή τους από την αστυνομία.

(60)

Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη βασίζεται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε να ενθαρρύνονται τα παιδιά να παρίστανται στη δίκη τους, μεταξύ άλλων με την αυτοπρόσωπη κλήτευσή τους και με την αποστολή αντιγράφου της κλήτευσης στον ασκούντα τη γονική μέριμνα ή, εάν τούτο θα αντέβαινε στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, σε άλλον κατάλληλο ενήλικα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με την παρουσία παιδιών στη δίκη. Οι ρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα παιδί μπορεί να αποκλείεται προσωρινά από τη δίκη.

(61)

Ορισμένα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζονται στα παιδιά που είναι καταζητούμενοι από τον χρόνο σύλληψής τους στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

(62)

Η διαδικασία ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είναι ζωτικής σημασίας για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις. Η τήρηση των προθεσμιών που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ είναι πολύ σημαντική για τη συνεργασία αυτή. Για τον λόγο αυτό, ενώ τα παιδιά που είναι καταζητούμενοι θα πρέπει να μπορούν να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους βάσει της παρούσας οδηγίας σε διαδικασίες εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οι εν λόγω προθεσμίες θα πρέπει να τηρούνται.

(63)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς που ασχολούνται με ποινικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά διαθέτουν ειδικές ικανότητες στον τομέα αυτό ή έχουν ουσιαστική πρόσβαση σε ειδική κατάρτιση, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των παιδιών, τις κατάλληλες ανακριτικές τεχνικές, την παιδική ψυχολογία και την επικοινωνία σε γλώσσα προσαρμοσμένη στα παιδιά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προωθούν την παροχή τέτοιου είδους ειδικής κατάρτισης σε δικηγόρους που ασχολούνται με ποινικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά.

(64)

Για να παρακολουθείται και να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας, απαιτείται συλλογή σχετικών δεδομένων, από όσα είναι διαθέσιμα, σε σχέση με την εφαρμογή των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα εν λόγω δεδομένα περιλαμβάνουν τα δεδομένα που καταγράφονται από τις δικαστικές αρχές και από τις αρχές επιβολής του νόμου και, στο μέτρο του δυνατού, τα διοικητικά δεδομένα που συγκεντρώνονται από τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής πρόνοιας όσον αφορά τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, και ιδίως σε σχέση με τον αριθμό των παιδιών που έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο, τον αριθμό των ατομικών αξιολογήσεων που διενεργούνται, τον αριθμό των ανακρίσεων που καταγράφονται με οπτικοακουστικά μέσα και τον αριθμό των παιδιών που στερούνται της ελευθερίας τους.

(65)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να σέβονται και να εγγυώνται τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία χωρίς καμία διάκριση για οποιονδήποτε λόγο όπως είναι η φυλή, το χρώμα, το φύλο, ο γενετήσιος προσανατολισμός, η γλώσσα, η θρησκεία, τα πολιτικά φρονήματα ή άλλη γνώμη, η ιθαγένεια, η εθνοτική ή κοινωνική προέλευση, η περιουσία, η αναπηρία ή η γέννηση.

(66)

Η παρούσα οδηγία συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη και την ΕΣΔΑ, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, του δικαιώματος στην ελευθερία και την ασφάλεια, του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος στην ακεραιότητα του προσώπου, των δικαιωμάτων του παιδιού, της κοινωνικής ένταξης των ατόμων με αναπηρίες, του δικαιώματος αποτελεσματικού μέσου ένδικης προστασίας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, του τεκμηρίου αθωότητας, και των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(67)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διευρύνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με σκοπό την παροχή υψηλότερου επιπέδου προστασίας. Αυτό το υψηλότερο επίπεδο προστασίας δεν θα πρέπει να αποτελεί φραγμό στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, την οποία οι εν λόγω ελάχιστοι κανόνες αποσκοπούν να διευκολύνουν. Το επίπεδο προστασίας που παρέχεται από τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται από τα πρότυπα του Χάρτη ή της ΕΣΔΑ, όπως αυτά έχουν ερμηνευτεί από το Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(68)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η καθιέρωση κοινών ελάχιστων προτύπων σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(69)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, τα εν λόγω κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύονται από αυτήν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή της.

(70)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(71)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (10), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να συνοδεύουν, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Αναφορικά με την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί δικαιολογημένη τη διαβίβαση των εγγράφων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες σχετικά με ορισμένα δικαιώματα των παιδιών που:

α)

είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες· ή

β)

υπόκεινται σε διαδικασία ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατ' εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ («καταζητούμενοι»).

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζεται μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι καταζητούμενοι από τη στιγμή της σύλληψής τους στο κράτος μέλος εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 17.

3.   Με εξαίρεση το άρθρο 5, το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο β) και το άρθρο 15, στο βαθμό που οι εν λόγω διατάξεις αφορούν ασκούντα τη γονική μέριμνα, η παρούσα οδηγία, ή ορισμένες διατάξεις αυτής, εφαρμόζεται σε πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ήταν παιδιά όταν άρχισαν οι διαδικασίες αυτές, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ή ορισμένων διατάξεων αυτής, κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν το ενεχόμενο πρόσωπο συμπληρώσει την ηλικία των 21 ετών.

4.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε παιδιά που δεν ήταν αρχικά ύποπτοι ή κατηγορούμενοι αλλά καθίστανται ύποπτοι ή κατηγορούμενοι κατά τη διάρκεια της εξέτασης από την αστυνομία ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου.

5.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που καθορίζουν την ηλικία ποινικής ευθύνης.

6.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος δίκαιης δίκης, όσον αφορά ήσσονος σημασίας αδικήματα:

α)

όταν το δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει την επιβολή κύρωσης από αρχή πλην δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις και για την επιβληθείσα κύρωση υπάρχει δυνατότητα προσφυγής ή παραπομπής ενώπιον τέτοιου δικαστηρίου· ή

β)

όταν δεν μπορεί να επιβληθεί ως ποινή η στέρηση της ελευθερίας·

η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται μόνο στη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται πλήρως όταν το παιδί έχει στερηθεί την ελευθερία του, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «παιδί»: κάθε πρόσωπο κάτω των 18 ετών·

2)   «ασκών τη γονική μέριμνα»: κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού·

3)   «γονική μέριμνα»: το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από τον νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία παιδιού, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων επιμέλειας και προσωπικής επικοινωνίας.

Όσον αφορά το σημείο 1) του πρώτου εδαφίου, στις περιπτώσεις που δεν είναι βέβαιο ότι το πρόσωπο έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών, το εν λόγω πρόσωπο τεκμαίρεται παιδί.

Άρθρο 4

Δικαίωμα ενημέρωσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες, ενημερώνονται άμεσα σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με την οδηγία 2012/13/ΕΕ και σχετικά με τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα παιδιά ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται ως εξής:

α)

αμέσως μόλις τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, όσον αφορά:

i)

το δικαίωμα να ενημερωθεί ο ασκών τη γονική μέριμνα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5·

ii)

το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6·

iii)

το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14·

iv)

το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε στάδια της διαδικασίας άλλα από την ακροαματική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4·

v)

το δικαίωμα σε δικαστική συνδρομή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18·

β)

σε όσο το δυνατόν περισσότερο πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας, όσον αφορά:

i)

το δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7·

ii)

το δικαίωμα ιατρικής εξέτασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε ιατρική περίθαλψη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8·

iii)

το δικαίωμα περιορισμού της στέρησης της ελευθερίας και χρήσης εναλλακτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε περιοδική επανεξέταση της κράτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 10 και 11·

iv)

το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά την ακροαματική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1·

v)

το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης στη δίκη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16·

vi)

το δικαίωμα σε αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19·

γ)

από τη στέρηση της ελευθερίας όσον αφορά το δικαίωμα σε ειδική μεταχείριση κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται γραπτώς, προφορικώς, ή αμφότερα, σε απλή και προσιτή γλώσσα, και ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες σημειώνονται, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία καταγραφής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

3.   Στις περιπτώσεις που χορηγείται σε παιδιά έγγραφο δικαιωμάτων δυνάμει της οδηγίας 2012/13/ΕΕ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει αναφορά στα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 5

Δικαίωμα του παιδιού να ενημερωθεί ο ασκών τη γονική μέριμνα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στον ασκούντα τη γονική μέριμνα παρέχεται το συντομότερο δυνατόν η ενημέρωση που έχει δικαίωμα να λάβει το παιδί σύμφωνα με το άρθρο 4.

2.   Η ενημέρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται σε άλλον κατάλληλο ενήλικα, που ορίζεται από το παιδί και γίνεται αποδεκτός υπό αυτή την ιδιότητα από την αρμόδια αρχή, όταν η παροχή της εν λόγω ενημέρωσης στον ασκούντα τη γονική μέριμνα:

α)

θα αντέβαινε στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού·

β)

δεν είναι εφικτή, επειδή, αν και καταβλήθηκαν εύλογες προσπάθειες, είναι αδύνατη η επικοινωνία με ασκούντα τη γονική μέριμνα ή είναι άγνωστη η ταυτότητά του·

γ)

θα μπορούσε, βάσει αντικειμενικών και πραγματικών περιστατικών, να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ποινική διαδικασία.

Όταν το παιδί δεν έχει ορίσει άλλον κατάλληλο ενήλικα, ή όταν ο ενήλικας που έχει οριστεί από το παιδί δεν γίνεται αποδεκτός από την αρμόδια αρχή, η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, ορίζει και παρέχει την ενημέρωση σε άλλο πρόσωπο. Το εν λόγω πρόσωπο μπορεί επίσης να είναι εκπρόσωπος αρχής ή άλλου φορέα που έχει την ευθύνη για την προστασία ή την καλή κατάσταση των παιδιών.

3.   Όταν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην εφαρμογή του στοιχείου α), β) ή γ) της παραγράφου 2 έχουν παύσει να υφίστανται, κάθε πληροφορία που λαμβάνει το παιδί σύμφωνα με το άρθρο 4, και η οποία εξακολουθεί να διατηρεί τη σημασία της στο πλαίσιο της διαδικασίας, παρέχεται στον ασκούντα τη γονική μέριμνα.

Άρθρο 6

Συνδρομή από δικηγόρο

1.   Τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία 2013/48/ΕΕ. Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας, και ειδικότερα του παρόντος άρθρου, δεν θίγει το δικαίωμα αυτό.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο ούτως ώστε να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μόλις τα παιδιά ενημερώνονται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου από όποιο από τα ακόλουθα γεγονότα επισυμβεί νωρίτερα:

α)

προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β)

κατά τη διενέργεια ανακριτικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ανακριτική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο γ)·

γ)

χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·

δ)

όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

4.   Η συνδρομή από δικηγόρο περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα κατ' ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τα εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β)

τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν τη συνδρομή δικηγόρου όταν υποβάλλονται σε εξέταση, και ότι ο δικηγόρος μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση ή την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. Στις περιπτώσεις που ο δικηγόρος συμμετέχει κατά την εξέταση, το γεγονός της συμμετοχής αυτής σημειώνεται χρησιμοποιώντας τη διαδικασία καταγραφής δυνάμει του εθνικού δικαίου·

γ)

τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου τουλάχιστον κατά τις ακόλουθες ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι πράξεις αυτές προβλέπονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος υποχρεούται ή επιτρέπεται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:

i)

διέλευση προσώπων για αναγνώριση·

ii)

κατ' αντιπαράσταση εξετάσεις·

iii)

αναπαραστάσεις του εγκλήματος.

5.   Τα κράτη μέλη σέβονται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών και του δικηγόρου τους κατά την άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο που προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. H εν λόγω επικοινωνία περιλαμβάνει τις συναντήσεις, την αλληλογραφία, τις τηλεφωνικές συνομιλίες και άλλες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπονται βάσει του εθνικού δικαίου.

6.   Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 3 στις περιπτώσεις που η συνδρομή δικηγόρου δεν έχει αναλογικό χαρακτήρα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος, την περιπλοκότητα της υπόθεσης και τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν όσον αφορά το εν λόγω αδίκημα, ενώ είναι αυτονόητο ότι δίνεται πάντοτε πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου:

α)

όταν προσάγονται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστή προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την κράτησή τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας· και

β)

κατά τη διάρκεια της κράτησης.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν επιβάλλεται ως ποινή, εκτός εάν το παιδί έχει λάβει τη συνδρομή δικηγόρου κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στο παιδί να ασκεί τα δικαιώματα υπεράσπισης αποτελεσματικά και, οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου.

7.   Όταν το παιδί πρέπει να λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αλλά δεν παρίσταται δικηγόρος, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την εξέταση του παιδιού, ή άλλη ανακριτική πράξη ή πράξη συλλογής αποδεικτικών στοιχείων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ), για εύλογο χρονικό διάστημα, είτε προκειμένου να αναμείνουν την άφιξη του δικηγόρου, είτε προκειμένου να εξασφαλίσουν δικηγόρο για το παιδί, όταν αυτό δεν έχει διορίσει δικηγόρο.

8.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το προδικαστικό στάδιο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

α)

όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

β)

όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, λαμβάνουν υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

Απόφαση διεξαγωγής εξέτασης απουσία δικηγόρου δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορεί να ληφθεί μόνο κατά περίπτωση, είτε από δικαστική αρχή, είτε άλλη αρμόδια αρχή υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο.

Άρθρο 7

Δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των παιδιών ως προς την προστασία, την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την ένταξη στην κοινωνία.

2.   Για τον σκοπό αυτό τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών αξιολογούνται ατομικά. Η ατομική αξιολόγηση λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την προσωπικότητα και την ωριμότητα του παιδιού, το οικονομικό, κοινωνικό και οικογενειακό του υπόβαθρο και τις ειδικές αδυναμίες που ενδέχεται να παρουσιάζει το παιδί.

3.   Η έκταση και οι λεπτομέρειες της ατομικής αξιολόγησης μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν εάν το παιδί κριθεί ένοχο για το εικαζόμενο ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, και εάν το παιδί υποβλήθηκε κατά το πρόσφατο παρελθόν σε ατομική αξιολόγηση.

4.   Η ατομική αξιολόγηση συμβάλλει στη διαπίστωση και τη συγκέντρωση, σύμφωνα με τη διαδικασία καταγραφής στο οικείο κράτος μέλος, πληροφοριών σχετικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά και την κατάσταση του παιδιού οποίες ενδέχεται να χρησιμεύσουν στις αρμόδιες αρχές όταν:

α)

αποφασίζουν εάν θα πρέπει να ληφθεί κάποιο συγκεκριμένο μέτρο που ωφελεί το παιδί·

β)

αξιολογούν την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα ενδεχόμενων ασφαλιστικών μέτρων όσον αφορά το παιδί·

γ)

λαμβάνουν απόφαση ή αναλαμβάνουν δράση στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων κατά την επιμέτρηση της ποινής.

5.   Η ατομική αξιολόγηση πραγματοποιείται στο πλέον πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας και, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 6, πριν από την απαγγελία κατηγορίας.

6.   Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ατομική αξιολόγηση, μπορεί παρά ταύτα να απαγγελθεί κατηγορία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού και ότι η ατομική αξιολόγηση είναι διαθέσιμη σε κάθε περίπτωση κατά την έναρξη των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου.

7.   Οι ατομικές αξιολογήσεις διεξάγονται με ενεργό συμμετοχή του παιδιού. Διενεργούνται από ειδικευμένο προσωπικό βάσει, στο μέτρο του δυνατού, πολυεπιστημονικής προσέγγισης και με τη συμμετοχή, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, του ασκούντος τη γονική μέριμνα ή άλλου κατάλληλου ενήλικα όπως αναφέρεται στα άρθρα 5 και 15, και/ή εξειδικευμένου επαγγελματία.

8.   Αν οι περιστάσεις που αποτελούν τη βάση της ατομικής αξιολόγησης μεταβληθούν σημαντικά, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ατομική αξιολόγηση επικαιροποιείται καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση να διενεργούν ατομική αξιολόγηση, εφόσον η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υπόθεσης, και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

Άρθρο 8

Δικαίωμα ιατρικής εξέτασης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που στερούνται την ελευθερία τους έχουν δικαίωμα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε ιατρική εξέταση που αποβλέπει, ιδίως, στην αξιολόγηση της γενικής πνευματικής και σωματικής κατάστασής τους. Η ιατρική εξέταση είναι όσο το δυνατόν λιγότερο επεμβατική και διενεργείται από ιατρό ή άλλο εξειδικευμένο επαγγελματία.

2.   Τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης λαμβάνονται υπόψη όταν προσδιορίζεται η ικανότητα του παιδιού να αντιμετωπίσει την ανάκριση ή άλλες ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, ή οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται ή προβλέπεται να ληφθούν κατά του παιδιού.

3.   Η ιατρική εξέταση διενεργείται είτε κατόπιν πρωτοβουλίας των αρμόδιων αρχών, ιδίως όταν συγκεκριμένες ενδείξεις σχετικά με την υγεία επιβάλλουν την εξέταση αυτή, είτε κατόπιν σχετικής αιτήσεως οποιουδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

του παιδιού·

β)

του ασκούντος τη γονική μέριμνα ή άλλου κατάλληλου ενήλικα σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 15·

γ)

του δικηγόρου του παιδιού.

4.   Το πόρισμα της ιατρικής εξέτασης συντάσσεται εγγράφως. Εφόσον απαιτείται, παρέχεται ιατρική περίθαλψη.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διενεργείται και άλλη ιατρική εξέταση, εφόσον απαιτείται από τις περιστάσεις.

Άρθρο 9

Οπτικοακουστική καταγραφή των ανακρίσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ανακρίσεις παιδιών από αστυνομικές ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου κατά τη διάρκεια ποινικών διαδικασιών καταγράφονται με οπτικοακουστικά μέσα όταν αυτό είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας στις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, εάν παρίσταται ή όχι δικηγόρος και εάν το παιδί έχει στερηθεί ή όχι της ελευθερίας του, υπό την προϋπόθεση ότι πρωταρχική σημασία δίνεται πάντοτε στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

2.   Στις περιπτώσεις που η ανάκριση δεν καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, καταγράφεται με άλλο κατάλληλο τρόπο, όπως η τήρηση γραπτών πρακτικών, τα οποία ελέγχονται δεόντως.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων με αποκλειστικό σκοπό την ταυτοποίηση του παιδιού χωρίς οπτικοακουστική καταγραφή.

Άρθρο 10

Περιορισμός της στέρησης της ελευθερίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η στέρηση της ελευθερίας ενός παιδιού σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έχει τη μικρότερη δυνατή χρονική διάρκεια. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη η ηλικία και η ατομική κατάσταση του παιδιού, καθώς και οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η στέρηση της ελευθερίας, και ειδικότερα η κράτηση, επιβάλλεται στα παιδιά μόνο ως έσχατο μέτρο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε κράτηση βασίζεται σε αιτιολογημένη απόφαση που υπόκειται σε δικαστική επανεξέταση από δικαστήριο. Η εν λόγω απόφαση υπόκειται επίσης σε περιοδική επανεξέταση από δικαστήριο, ανά εύλογα χρονικά διαστήματα, η οποία διενεργείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ' αίτηση του παιδιού, του δικηγόρου του ή δικαστικής αρχής η οποία δεν είναι δικαστήριο. Χωρίς να θίγεται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 11

Εναλλακτικά μέτρα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όποτε είναι δυνατόν, οι αρμόδιες αρχές προσφεύγουν σε εναλλακτικά της κράτησης μέτρα (εναλλακτικά μέτρα).

Άρθρο 12

Ειδική μεταχείριση στην περίπτωση στέρησης της ελευθερίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που κρατούνται διαχωρίζονται από τους ενήλικες, εκτός εάν κρίνεται ότι αυτό δεν εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα παιδιά που τελούν υπό αστυνομική κράτηση διαχωρίζονται από τους ενήλικες, εκτός:

α)

εάν κρίνεται ότι αυτό δεν εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού· ή

β)

εάν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό, υπό την προϋπόθεση ότι τα παιδιά κρατούνται μαζί με ενήλικες με τρόπο συμβατό με το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν ένα κρατούμενο παιδί φθάνει στην ηλικία των 18 ετών, τα κράτη μέλη προβλέπουν τη δυνατότητα να συνεχιστεί η χωριστή κράτηση του εν λόγω προσώπου από άλλους ενήλικες κρατούμενους, όπου δικαιολογείται, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων του συγκεκριμένου προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον των παιδιών που κρατούνται με το εν λόγω πρόσωπο.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, και λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 3, τα παιδιά μπορούν να κρατούνται μαζί με νέους ενήλικες, εκτός εάν αυτό αντίκειται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

5.   Όταν κρατούνται παιδιά, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε:

α)

να εξασφαλίζεται και να διαφυλάσσεται η υγεία τους και η σωματική και πνευματική ανάπτυξη τους·

β)

να εξασφαλίζεται το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με σωματικά, αισθητηριακά ή μαθησιακά προβλήματα·

γ)

να εξασφαλίζεται η ουσιαστική και τακτική άσκηση του δικαιώματός τους στην οικογενειακή ζωή·

δ)

να εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε προγράμματα που προάγουν την ανάπτυξή τους και την επανένταξή τους στην κοινωνία· και

ε)

να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας τους ή των πεποιθήσεών τους.

Τα λαμβανόμενα μέτρα δυνάμει της παρούσας παραγράφου είναι αναλογικά και κατάλληλα σε σχέση με τη διάρκεια της κράτησης.

Τα στοιχεία α) και ε) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται επίσης σε καταστάσεις στέρησης της ελευθερίας άλλες από την κράτηση. Τα λαμβανόμενα μέτρα είναι αναλογικά και κατάλληλα σε σχέση με αυτές τις καταστάσεις στέρησης της ελευθερίας.

Τα στοιχεία β), γ) και δ) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται σε καταστάσεις στέρησης της ελευθερίας άλλες από την κράτηση μόνο στο βαθμό που αυτό είναι πρόσφορο και αναλογικό υπό το πρίσμα της φύσης και της διάρκειας αυτών των καταστάσεων.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους μπορούν να συναντήσουν όσον το δυνατό νωρίτερα τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, εφόσον η συνάντηση αυτή συνάδει με τις ανακριτικές και επιχειρησιακές ανάγκες. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τον ορισμό άλλου κατάλληλου ενήλικα δυνάμει των άρθρων 5 ή 15.

Άρθρο 13

Έγκαιρη και επιμελής εξέταση των υποθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι οι ποινικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά χαρακτηρίζονται επείγουσες και εξετάζονται με τη δέουσα επιμέλεια.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά τυγχάνουν πάντοτε μεταχείρισης κατά τρόπο που να προστατεύεται η αξιοπρέπειά τους και κατάλληλο για την ηλικία τους, την ωριμότητά τους και το επίπεδο κατανόησης, και που λαμβάνει υπόψη τυχόν ειδικές ανάγκες, μεταξύ άλλων τις δυσχέρειες επικοινωνίας που ενδεχομένως έχουν.

Άρθρο 14

Δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προστατεύεται η ιδιωτική ζωή των παιδιών κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

2.   Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη είτε προβλέπουν ότι οι ακροαματικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά διεξάγονται συνήθως χωρίς την παρουσία ακροατηρίου, είτε επιτρέπουν στα δικαστήρια ή στους δικαστές να αποφασίζουν τη διεξαγωγή αυτών των ακροαματικών διαδικασιών χωρίς την παρουσία ακροατηρίου.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι δεν δημοσιεύονται οι καταγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 9.

4.   Τα κράτη μέλη, σεβόμενα την ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης και την ελευθερία και την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, ενθαρρύνουν τα μέσα ενημέρωσης να λαμβάνουν μέτρα αυτορρύθμισης προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 15

Δικαίωμα του παιδιού να συνοδεύεται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά τη διαδικασία

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά την ακροαματική διαδικασία στην οποία συμμετέχουν.

2.   Το παιδί έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται από άλλον κατάλληλο ενήλικα, που μπορεί να ορίζεται από το παιδί και να γίνεται αποδεκτός υπό αυτή την ιδιότητα από την αρμόδια αρχή εάν η παρουσία του ασκούντος τη γονική μέριμνα που συνοδεύει το παιδί κατά την ακροαματική διαδικασία:

α)

θα αντέβαινε στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού·

β)

δεν είναι εφικτή, επειδή, αν και καταβλήθηκαν εύλογες προσπάθειες, είναι αδύνατη η επικοινωνία με ασκούντα τη γονική μέριμνα ή είναι άγνωστη η ταυτότητά του· ή

γ)

θα μπορούσε, βάσει αντικειμενικών και πραγματικών περιστατικών, να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ποινική διαδικασία.

Όταν το παιδί δεν έχει ορίσει άλλον κατάλληλο ενήλικα, ή όταν ο ενήλικας που έχει οριστεί από το παιδί δεν γίνεται αποδεκτός από την αρμόδια αρχή, η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, ορίζει άλλο πρόσωπο για να συνοδεύει το παιδί. Το εν λόγω πρόσωπο μπορεί επίσης να είναι ο εκπρόσωπος αρχής ή άλλου φορέα που έχει την ευθύνη για την προστασία ή την καλή κατάσταση των παιδιών.

3.   Όταν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην εφαρμογή του στοιχείου α), β) ή γ) της παραγράφου 2 έχουν παύσει να υφίστανται, το παιδί έχει το δικαίωμα να συνοδεύεται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά τη διάρκεια των υπολειπόμενων ακροαματικών διαδικασιών.

4.   Πέρα από το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να συνοδεύονται από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, ή από άλλο κατάλληλο ενήλικα σύμφωνα με την παράγραφο 2, σε στάδια της διαδικασίας άλλα από τις ακροαματικές διαδικασίες στα οποία παρίσταται το παιδί εφόσον η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι:

α)

εξυπηρετείται το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού εάν συνοδεύεται από το εν λόγω πρόσωπο· και

β)

η παρουσία του προσώπου αυτού δεν θίγει την ποινική διαδικασία.

Άρθρο 16

Δικαίωμα των παιδιών να παρίστανται αυτοπροσώπως και να συμμετέχουν στη δίκη τους

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να παρίστανται στη δίκη τους και λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να καταστεί δυνατή η ουσιαστική συμμετοχή τους στη δίκη, περιλαμβανομένης της δυνατότητας των παιδιών να ακούονται και να εκφράζουν τη γνώμη τους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που δεν παρέστησαν στη δίκη τους έχουν δικαίωμα σε νέα δίκη ή σε άλλο μέσο ένδικης προστασίας, σύμφωνα με και υπό τους όρους που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/343.

Άρθρο 17

Διαδικασίες του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 8, στα άρθρα 10 έως 15 και στο άρθρο 18 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε σχέση με παιδιά που είναι καταζητούμενοι κατά τη σύλληψή τους δυνάμει της διαδικασίας ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

Άρθρο 18

Δικαίωμα στη χορήγηση νομικής συνδρομής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική νομοθεσία σχετικά με το ευεργέτημα πενίας εγγυάται την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 6.

Άρθρο 19

Μέσα ένδικης προστασίας

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία και τα παιδιά που είναι καταζητούμενοι έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 20

Κατάρτιση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των αρχών επιβολής του νόμου και των καταστημάτων κράτησης που ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν παιδιά λαμβάνει ειδική κατάρτιση σε επίπεδο κατάλληλο για την επαφή του με τα παιδιά όσον αφορά τα δικαιώματα των παιδιών, τις κατάλληλες ανακριτικές τεχνικές, την παιδική ψυχολογία, και την επικοινωνία σε γλώσσα προσαρμοσμένη στο παιδί.

2.   Με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των διαφορών στην οργάνωση της δικαστικής εξουσίας στα κράτη μέλη, και με τον δέοντα σεβασμό στον ρόλο εκείνων που είναι αρμόδιοι για την κατάρτιση των δικαστών και των εισαγγελέων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς που ασχολούνται με ποινικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά διαθέτουν ειδικές ικανότητες στον τομέα αυτό, έχουν ουσιαστική πρόσβαση σε ειδική κατάρτιση, ή αμφότερα.

3.   Με τον δέοντα σεβασμό στην ανεξαρτησία του νομικού επαγγέλματος και στον ρόλο εκείνων που είναι αρμόδιοι για την κατάρτιση των δικηγόρων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προωθήσουν την παροχή ειδικής κατάρτισης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 στους δικηγόρους που ασχολούνται με ποινικές διαδικασίες που αφορούν παιδιά.

4.   Μέσω των δημόσιων υπηρεσιών ή της χρηματοδότησης οργανώσεων υποστήριξης παιδιών, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν πρωτοβουλίες, ούτως ώστε όσοι παρέχουν στα παιδιά υποστήριξη και οι υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης να τυγχάνουν επαρκούς κατάρτισης σε επίπεδο κατάλληλο για την επαφή τους με τα παιδιά και να τηρούν τα επαγγελματικά πρότυπα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται με αμεροληψία, με σεβασμό και με επαγγελματικό τρόπο.

Άρθρο 21

Συλλογή στοιχείων

Τα κράτη μέλη, έως τις 11 Ιουνίου 2021 και στη συνέχεια ανά τριετία, αποστέλλουν στην Επιτροπή τα διαθέσιμα δεδομένα που αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο έχουν εφαρμοστεί τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Έξοδα

Τα κράτη μέλη καλύπτουν τα έξοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 7, 8 και 9, ανεξάρτητα από την έκβαση της διαδικασίας, εκτός εάν, όσον αφορά τα έξοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 8, αυτά καλύπτονται από ιατρική ασφάλιση.

Άρθρο 23

Μη υποβάθμιση των προτύπων

Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπεται να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι περιορίζει ή παρεκκλίνει από τα δικαιώματα και τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη, την ΕΣΔΑ ή άλλες σχετικές διατάξεις διεθνούς δικαίου, και ιδίως τη σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, ή το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους μέλους που παρέχει υψηλότερο βαθμό προστασίας.

Άρθρο 24

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία έως τις 11 Ιουνίου 2019. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν αυτές τις διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 25

Έκθεση

Η Επιτροπή, έως τις 11 Ιουνίου 2022, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση στην οποία αξιολογείται το κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης αξιολόγησης της εφαρμογής του άρθρου 6, συνοδευόμενη, αν χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 226 της 16.7.2014, σ. 63.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 295 της 4.12.2009, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

(5)  Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ L 280 της 26.10.2010, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 142 της 1.6.2012, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ L 294 της 6.11.2013, σ. 1).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 1).

(9)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1).

(10)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/21


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/801 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair)

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 79 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Ορισμένες τροπολογίες πρέπει να επέλθουν στις οδηγίες του Συμβουλίου 2004/114/ΕΚ (4) και 2005/71/ΕΚ (5). Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η αναδιατύπωση των εν λόγω οδηγιών.

(2)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ανταποκριθεί στην ανάγκη που εντοπίστηκε στις εκθέσεις εφαρμογής για τις οδηγίες 2004/114/ΕΚ και 2005/71/ΕΚ για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν, τη διασφάλιση περισσότερης διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου και την παροχή συνεκτικού νομικού πλαισίου για τις διάφορες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που έρχονται στην Ένωση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απλουστεύσει και να εξορθολογήσει τις ισχύουσες διατάξεις για τις εν λόγω κατηγορίες σε μία ενιαία πράξη. Παρ' όλο που οι κατηγορίες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία παρουσιάζουν διαφορές, εμφανίζουν και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που καθιστά δυνατή την εξέτασή τους μέσω ενός κοινού νομικού πλαισίου στο επίπεδο της Ένωσης.

(3)

Η παρούσα οδηγία αναμένεται να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου του προγράμματος της Στοκχόλμης για προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας εισόδου και διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών. Η μετανάστευση από χώρες εκτός της Ένωσης αποτελεί μια πηγή εισροής ατόμων υψηλής ειδίκευσης, και ειδικότερα οι σπουδαστές και οι ερευνητές αποτελούν όλο και πιο περιζήτητες ομάδες. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, κύριου πλεονεκτήματος της Ένωσης, και στη διασφάλιση έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

(4)

Στις εκθέσεις εφαρμογής για τις οδηγίες 2004/114/ΕΚ και 2005/71/ΕΚ επισημάνθηκαν ορισμένες ανεπάρκειες, κυρίως όσον αφορά τους όρους εισδοχής, τα δικαιώματα, τις διαδικαστικές εγγυήσεις, την πρόσβαση των φοιτητών στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και τις διατάξεις για την ενδοενωσιακή κινητικότητα. Θεωρήθηκαν επίσης αναγκαίες συγκεκριμένες βελτιώσεις όσον αφορά τις προαιρετικές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών. Σε μεταγενέστερες ευρύτερες διαβουλεύσεις επισημάνθηκε επίσης η ανάγκη για βελτιωμένες δυνατότητες αναζήτησης απασχόλησης για ερευνητές και σπουδαστές και για καλύτερη προστασία των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair), τομείς που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες 2004/114/ΕΚ και 2005/71/ΕΚ.

(5)

Για την προοδευτική εγκαθίδρυση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει τη θέσπιση μέτρων στον τομέα του ασύλου, της μετανάστευσης και της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών.

(6)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να αποσκοπεί στην προώθηση των επαφών μεταξύ των λαών και στην κινητικότητα, στοιχεία σημαντικά για την εξωτερική πολιτική της Ένωσης, ιδίως έναντι των χωρών της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας ή των στρατηγικών εταίρων της Ένωσης. Αναμένεται να επιτρέψει την καλύτερη συμβολή σε μια παγκόσμια προσέγγιση της μετανάστευσης και της κινητικότητας και των εταιρικών σχέσεων κινητικότητας, που παρέχουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για διάλογο και συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά τη διευκόλυνση και την οργάνωση της νόμιμης μετανάστευσης.

(7)

Η μετακίνηση για τους σκοπούς που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προάγει τη δημιουργία και την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Συνιστά μορφή αμοιβαίου εμπλουτισμού για τα πρόσωπα που μετακινούνται, για τη χώρα καταγωγής τους και για το ενδιαφερόμενο κράτος, ενώ παράλληλα ενισχύει τους πολιτιστικούς δεσμούς και εμπλουτίζει την πολιτιστική πολυμορφία.

(8)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αναδεικνύει την Ένωση ως ελκυστικό τόπο για την έρευνα και την καινοτομία, να την προωθεί στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού για προσέλκυση ταλέντων και, με τον τρόπο αυτό, να οδηγεί σε αύξηση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της Ένωσης και των ρυθμών ανάπτυξης, δημιουργώντας παράλληλα θέσεις εργασίας που έχουν μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ. Το άνοιγμα της Ένωσης σε υπηκόους τρίτων χωρών που μπορούν να γίνουν δεκτοί για τον σκοπό της έρευνας αποτελεί επίσης μέρος της εμβληματικής πρωτοβουλίας «Ένωση καινοτομίας». Η δημιουργία μιας ανοικτής αγοράς εργασίας για ερευνητές της Ένωσης και για ερευνητές από τρίτες χώρες επιβεβαιώθηκε επίσης ως βασικός στόχος του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, ενός ενιαίου χώρου όπου κυκλοφορούν ελεύθερα ερευνητές, επιστημονική γνώση και τεχνολογία.

(9)

Είναι σκόπιμο η εισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την υλοποίηση ερευνητικής δραστηριότητας να διευκολυνθεί μέσω διαδικασίας εισδοχής η οποία θα είναι ανεξάρτητη από τη νομική τους σχέση με τον ερευνητικό οργανισμό υποδοχής και δεν θα απαιτεί πλέον την έκδοση άδειας εργασίας πέραν της άδειας. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να στηρίζεται στη συνεργασία των ερευνητικών οργανισμών με τις μεταναστευτικές αρχές των κρατών μελών, αποδίδοντάς τους κεντρικό ρόλο στη διαδικασία εισδοχής, με σκοπό να διευκολύνεται και να επιταχύνεται η είσοδος και η διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την υλοποίηση ερευνητικής δραστηριότητας στην Ένωση, ενώ θα διατηρούνται τα προνόμια των κρατών μελών όσον αφορά τη διαμόρφωση της μεταναστευτικής πολιτικής. Οι ερευνητικοί οργανισμοί, τους οποίους τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εγκρίνουν προηγουμένως, θα πρέπει να μπορούν να υπογράφουν είτε σύμβαση υποδοχής είτε σύμβαση εργασίας με υπήκοο τρίτης χώρας με σκοπό την υλοποίηση ερευνητικής δραστηριότητας. Με βάση τη σύμβαση υποδοχής ή τη σύμβαση εργασίας, τα κράτη μέλη εκδίδουν άδεια, εφόσον πληρούνται οι όροι εισόδου και διαμονής.

(10)

Δεδομένου ότι οι προσπάθειες που πρέπει να καταβληθούν για να επιτευχθεί ο στόχος επένδυσης του 3 % του ΑΕΠ στην έρευνα αφορούν σε μεγάλο βαθμό τον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει ο τομέας αυτός να ενθαρρυνθεί, όπου ενδείκνυται, ώστε να προσλάβει περισσότερους ερευνητές κατά τα επόμενα έτη.

(11)

Για να καταστεί η Ένωση ελκυστικότερη για υπηκόους τρίτων χωρών που επιθυμούν να υλοποιήσουν ερευνητική δραστηριότητα στην Ένωση, θα πρέπει να επιτρέπεται στα μέλη της οικογένειάς τους, όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/86/EΚ του Συμβουλίου (6) να συνοδεύουν τους ερευνητές και να επωφελούνται από τις διατάξεις για την ενδοενωσιακή κινητικότητα. Τα εν λόγω μέλη της οικογένειας θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας στο πρώτο κράτος μέλος και, σε περίπτωση μακράς κινητικότητας, στο δεύτερο κράτος μέλος, πλην εξαιρετικών περιστάσεων όπως ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ανεργίας, όπου τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν έλεγχο που να αποδεικνύει ότι η θέση δεν μπορεί να πληρωθεί από το εθνικό εργατικό δυναμικό για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Με την εξαίρεση των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για την απόρριψη ή την ανάκληση ή τη μη ανανέωση. Κατά συνέπεια, οι άδειες διαμονής για μέλη της οικογένειας μπορούν να ανακαλούνται ή να μην ανανεώνονται, εάν η άδεια για τον ερευνητή που συνοδεύουν λήγει και δεν έχουν αυτοτελές δικαίωμα διαμονής.

(12)

Κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να αντιμετωπίζουν τους υποψήφιους διδάκτορες ως ερευνητές για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

(13)

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να ευνοεί τη διαρροή επιστημονικού δυναμικού από αναδυόμενες ή αναπτυσσόμενες χώρες. Θα πρέπει να λαμβάνονται, στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης με τις χώρες καταγωγής, μέτρα στήριξης της επανένταξης των ερευνητών στις χώρες καταγωγής τους, με σκοπό τη χάραξη συνολικής μεταναστευτικής πολιτικής.

(14)

Προκειμένου να προωθηθεί η Ευρώπη στο σύνολό της ως παγκόσμιο κέντρο αριστείας για σπουδές και κατάρτιση, πρέπει να βελτιωθούν και να απλουστευτούν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των ατόμων που επιθυμούν να έλθουν στην Ένωση για τους σκοπούς αυτούς. Αυτό συνάδει με τους στόχους του θεματολογίου για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ευρώπης, ιδίως στο πλαίσιο της διεθνοποίησης της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μέρος αυτής της προσπάθειας αποτελεί η προσέγγιση των σχετικών εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών. Σε αυτό το πλαίσιο και σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου για τον εκσυγχρονισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (7), ο όρος «τριτοβάθμια εκπαίδευση» καλύπτει όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, πανεπιστήμια, πανεπιστήμια εφαρμοσμένων επιστημών, τεχνολογικά ιδρύματα, «μεγάλες σχολές» («Grandes écoles»), σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, σχολές μηχανικών, πανεπιστημιακά ιδρύματα τεχνολογίας (IUT), κολέγια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επαγγελματικές σχολές, πολυτεχνικές σχολές και ακαδημίες.

(15)

Η επέκταση και εμβάθυνση της διαδικασίας της Μπολόνια, που εγκαινιάστηκε με την κοινή διακήρυξη της Μπολόνια των ευρωπαίων υπουργών Παιδείας στις 19 Ιουνίου 1999, οδήγησε σε πιο συγκρίσιμα, συμβατά και συνεκτικά συστήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις συμμετέχουσες χώρες αλλά και πέραν αυτών. Αυτό συνέβη επειδή τα κράτη μέλη έχουν στηρίξει την κινητικότητα των σπουδαστών και τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την έχουν ενσωματώσει στο πρόγραμμα σπουδών τους. Τούτο πρέπει να αντικατοπτρίζεται μέσω βελτιωμένων διατάξεων για την ενδοενωσιακή κινητικότητα των σπουδαστών. Ένας από τους στόχους της διακήρυξης της Μπολόνια είναι να καταστεί ανταγωνιστική και ελκυστική η ευρωπαϊκή τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η διαδικασία της Μπολόνια οδήγησε στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δομή των τριών κύκλων με σαφώς κατανοητά προγράμματα και πτυχία, καθώς και η θέσπιση πλαισίων επαγγελματικών προσόντων κατέστησαν τις σπουδές στην Ευρώπη πιο ελκυστικές για υπηκόους τρίτων χωρών.

(16)

H διάρκεια και οι άλλες προϋποθέσεις των προπαιδευτικών κύκλων για τους σπουδαστές που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

(17)

Τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπήκοος τρίτης χώρας έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, επιστολή ή πιστοποιητικό εγγραφής του εν λόγω προσώπου.

(18)

Υπήκοοι τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί ως ασκούμενοι θα πρέπει να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι έχουν αποκτήσει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εντός των δύο ετών που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησής τους ή ότι παρακολουθούν πρόγραμμα σπουδών σε τρίτη χώρα το οποίο οδηγεί σε πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Θα πρέπει επίσης να υποβάλλουν σύμβαση πρακτικής άσκησης η οποία θα περιλαμβάνει περιγραφή του προγράμματος πρακτικής άσκησης, τον εκπαιδευτικό στόχο ή τα στοιχεία κατάρτισης, τη διάρκεια και τους όρους εποπτείας του ασκούμενου και η οποία θα αποδεικνύει ότι ο ασκούμενος θα παρακολουθήσει πραγματική πρακτική άσκηση και δεν θα χρησιμοποιηθεί ως κανονικός εργαζόμενος. Εξάλλου, μπορεί να απαιτηθεί από τους φορείς υποδοχής να τεκμηριώσουν ότι η πρακτική άσκηση δεν υποκαθιστά θέση εργασίας. Σε περίπτωση όπου ειδικοί όροι υπάρχουν ήδη στο εθνικό δίκαιο, στις συλλογικές συμφωνίες ή πρακτικές για τους ασκούμενους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί ως ασκούμενοι την τήρηση αυτών των ειδικών όρων.

(19)

Ασκούμενοι εργαζόμενοι που μεταβαίνουν να εργαστούν στην Ένωση στο πλαίσιο ενδοεταιρικής μετάθεσης δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, δεδομένου ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/66/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(20)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να στηρίζει τους στόχους της «ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας» για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης, της αμοιβαίας κατανόησης και της ανεκτικότητας μεταξύ των νέων και των κοινωνιών όπου ζουν, συμβάλλοντας παράλληλα στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στην προώθηση της ενεργού συμμετοχής των νέων στα κοινά. Προκειμένου να εξασφαλιστεί πρόσβαση στην ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία με συνεκτικό τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση για τον σκοπό της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας.

(21)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε μαθητές, εθελοντές πλην των υπαγομένων στην ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία και εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair), προκειμένου να διευκολύνεται η είσοδος και η διαμονή τους και να διασφαλίζονται τα δικαιώματά τους.

(22)

Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη αποφασίσουν να εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία σε μαθητές, καλούνται να εξασφαλίσουν ότι η εθνική διαδικασία εισδοχής των καθηγητών οι οποίοι αποκλειστικά συνοδεύουν μαθητές στο πλαίσιο προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικού προγράμματος είναι συνεπής με τη διαδικασία για τους μαθητές που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(23)

Η απασχόληση εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) συμβάλλει στην προώθηση των επαφών μεταξύ των λαών παρέχοντας στους υπηκόους τρίτων χωρών την ευκαιρία να βελτιώσουν τις γλωσσικές δεξιότητες και να αναπτύξουν τις γνώσεις και τους πολιτιστικούς δεσμούς με τα κράτη μέλη. Ταυτόχρονα, οι εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών ενδέχεται να εκτεθούν σε κινδύνους κατάχρησης. Προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιη μεταχείριση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) και να αντιμετωπιστούν οι ειδικές ανάγκες τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία αναφορικά με την είσοδο και τη διαμονή των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair).

(24)

Εάν οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτης χώρας μπορούν να αποδείξουν ότι λαμβάνουν πόρους καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο οικείο κράτος μέλος που απορρέουν από επιχορήγηση, υποτροφία για σπουδαστές ή άλλη υποτροφία, έγκυρη σύμβαση εργασίας, δεσμευτική πρόταση για εργασία ή χρηματοδοτική δέσμευση από οργανισμό διαχείρισης προγράμματος ανταλλαγής μαθητών, φορέα υποδοχής ασκουμένων, οργανισμό αρμόδιο για πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας, οικογένεια υποδοχής ή οργανισμό που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair), τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ανωτέρω πόρους για να εκτιμήσουν κατά πόσον είναι διαθέσιμοι επαρκείς πόροι. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καθορίσουν ένα ενδεικτικό ποσό αναφοράς το οποίο θεωρούν ότι συνιστά «επαρκείς πόρους», που μπορεί να διαφέρει για κάθε μία από τις αντίστοιχες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών.

(25)

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να δίνουν τη δυνατότητα στον αιτούντα να υποβάλει τα έγγραφα και τις πληροφορίες σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, εκτός από τη δική τους επίσημη γλώσσα ή γλώσσες, η οποία θα καθορίζεται από το οικείο κράτος μέλος.

(26)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν διαδικασία έγκρισης για τους δημόσιους ή ιδιωτικούς ερευνητικούς οργανισμούς, ή και για τους δύο, που επιθυμούν να υποδεχτούν ερευνητές που είναι υπήκοοι τρίτης χώρας ή για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επιθυμούν να υποδεχτούν σπουδαστές που είναι υπήκοοι τρίτης χώρας. Η έγκριση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο ή η διοικητική πρακτική του οικείου κράτους μέλους. Οι αιτήσεις προς εγκεκριμένους ερευνητικούς οργανισμούς ή εγκεκριμένα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να διευκολύνονται και να επιταχύνουν την είσοδο στην Ένωση των υπηκόων τρίτων χωρών που έρχονται στην Ένωση με σκοπό την έρευνα ή τις σπουδές.

(27)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν διαδικασία έγκρισης για τους αντίστοιχους φορείς υποδοχής που επιθυμούν να υποδέχονται μαθητές, ασκούμενους ή εθελοντές που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τη διαδικασία αυτή σε ορισμένες ή σε όλες τις κατηγορίες των φορέων υποδοχής. Η έγκριση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο ή η διοικητική πρακτική του οικείου κράτους μέλους. Οι αιτήσεις προς εγκεκριμένους φορείς υποδοχής θα πρέπει να επιταχύνουν την είσοδο των υπηκόων τρίτων χωρών που έρχονται στην Ένωση με σκοπό την έμμισθη και την άμισθη πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τα προγράμματα ανταλλαγής μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair).

(28)

Εφόσον τα κράτη μέλη θεσπίσουν διαδικασίες έγκρισης για φορείς υποδοχής, θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν είτε να επιτρέπουν την εισδοχή μόνο μέσω εγκεκριμένων φορέων υποδοχής ή να θεσπίσουν διαδικασία έγκρισης, αλλά παράλληλα να επιτρέπουν την εισδοχή και μέσω μη εγκεκριμένων φορέων υποδοχής.

(29)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εκδίδουν άδειες με σκοπό τις σπουδές, την έρευνα ή την πρακτική άσκηση εκτός εκείνων που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

(30)

Μόλις πληρωθούν όλες οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις εισδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκδώσουν την άδεια εντός καθορισμένων προθεσμιών. Εάν ένα κράτος μέλος εκδίδει άδειες διαμονής μόνο στο έδαφός του και πληρούνται όλοι οι όροι της παρούσας οδηγίας σχετικά με την εισδοχή, το κράτος μέλος θα πρέπει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας την απαιτούμενη θεώρηση και να εξασφαλίσει την ουσιαστική συνεργασία των αρμόδιων αρχών για τον σκοπό αυτό. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν εκδίδει θεωρήσεις, θα πρέπει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας ισοδύναμη άδεια με την οποία επιτρέπεται η είσοδος.

(31)

Οι άδειες θα πρέπει να αναφέρουν το καθεστώς του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να συμπεριλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες σε έντυπη μορφή ή ηλεκτρονικά, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν ισοδυναμεί με πρόσθετους όρους.

(32)

Οι διάφορες περίοδοι ισχύος των αδειών δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν το συγκεκριμένο είδος διαμονής της κάθε κατηγορίας υπηκόων τρίτων χωρών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(33)

Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν ότι η συνολική διάρκεια διαμονής των σπουδαστών δεν υπερβαίνει τη μέγιστη διάρκεια των σπουδών, κατά τα προβλεπόμενα στο εθνικό δίκαιο. Εν προκειμένω, η μέγιστη διάρκεια των σπουδών μπορεί να περιλαμβάνει επίσης, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, την πιθανή παράταση των σπουδών με σκοπό την επανάληψη ενός ή περισσότερων ετών σπουδών.

(34)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να χρεώνουν στους αιτούντες τέλη για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων για άδειες και των κοινοποιήσεων. Το ύψος των τελών δεν πρέπει να είναι δυσανάλογο ή υπερβολικό, ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο στους στόχους της παρούσας οδηγίας.

(35)

Τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από τη μορφή της άδειας που χορηγεί κάθε κράτος μέλος.

(36)

Η άρνηση εισδοχής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να είναι δυνατή για λόγους δεόντως αιτιολογημένους. Ειδικότερα, θα πρέπει να είναι δυνατή η άρνηση εισδοχής όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί, βασιζόμενο σε εκτίμηση των δεδομένων σε κάθε περίπτωση χωριστά και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, ότι ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας συνιστά δυνητική απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία.

(37)

Στόχος της παρούσας οδηγίας δεν είναι η ρύθμιση της εισδοχής και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών για τον σκοπό της απασχόλησης και δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών ή πρακτικών αναφορικά με το καθεστώς των εργαζομένων. Ενδέχεται ωστόσο σε ορισμένα κράτη μέλη ειδικές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να θεωρούνται ότι διατελούν σε σχέση απασχόλησης, με βάση το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμφωνίες ή την πρακτική. Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι οι ερευνητές, εθελοντές, ασκούμενοι ή εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) που είναι υπήκοοι τρίτης χώρας διατελούν σε σχέση απασχόλησης, θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα να ρυθμίζει τους όγκους εισδοχής της εν λόγω κατηγορίας ή κατηγοριών σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ.

(38)

Σε περίπτωση που ερευνητής, εθελοντής, ασκούμενος ή εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair) που είναι υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση για σύναψη σχέσης απασχόλησης σε κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί έλεγχο που να αποδεικνύει ότι η θέση δεν μπορεί να πληρωθεί από το εθνικό εργατικό δυναμικό.

(39)

Όσον αφορά τους σπουδαστές, δεν πρέπει να ισχύουν όγκοι εισδοχής δεδομένου ότι, ακόμη και εάν τους επιτρέπεται να εργάζονται κατά τη διάρκεια των σπουδών τους σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ζητούν την εισδοχή στο έδαφος των κρατών μελών για να ασκήσουν ως κύρια δραστηριότητά τους την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει υποχρεωτική πρακτική άσκηση.

(40)

Στην περίπτωση που, αφού έχει γίνει δεκτός στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, ο ερευνητής, ο εθελοντής, ο ασκούμενος ή ο εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair) υποβάλλει αίτηση για να ανανεώσει την άδεια του προκειμένου να συνάψει ή να συνεχίσει να διατελεί σε σχέση απασχόλησης στο οικείο κράτος μέλος, εξαιρουμένων των ερευνητών οι οποίοι συνεχίζουν τη σχέση απασχόλησης με τον ίδιο φορέα υποδοχής, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί έλεγχο που να αποδεικνύει ότι η θέση δεν μπορεί να πληρωθεί από το εθνικό εργατικό δυναμικό.

(41)

Σε περίπτωση αμφιβολιών για τους λόγους υποβολής της αίτησης εισδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διενεργούν κατάλληλους ελέγχους ή να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αξιολογούν, κατά περίπτωση, την σκοπούμενη από τον αιτούντα έρευνα, σπουδές, πρακτική άσκηση, εθελοντική υπηρεσία, πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή απασχόληση ως εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair) και να καταπολεμάται η κατάχρηση ή η κακή χρήση της διαδικασίας που ορίζεται στην παρούσα οδηγία.

(42)

Όταν οι πληροφορίες που παρέχονται είναι ελλιπείς, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τον αιτούντα εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος για τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται, και ορίζουν εύλογη προθεσμία υποβολής τους. Εάν οι συμπληρωματικές πληροφορίες δεν προσκομιστούν εντός της προθεσμίας αυτής, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.

(43)

Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να κοινοποιούν στον αιτούντα την απόφαση που λαμβάνεται σχετικά με την αίτηση. Θα πρέπει να το πράξουν γραπτώς το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός της περιόδου που ορίζεται στην παρούσα οδηγία.

(44)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της κινητικότητας εντός της ΕΕ για τους ερευνητές και τους σπουδαστές, μεταξύ άλλων μειώνοντας τον διοικητικό φόρτο που σχετίζεται με την κινητικότητα σε πολλά κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικό καθεστώς κινητικότητας εντός της ΕΕ σύμφωνα με το οποίο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος διαθέτει άδεια για τους σκοπούς της έρευνας ή των σπουδών που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος έχει δικαίωμα εισόδου, παραμονής και πραγματοποίησης μέρους της ερευνητικής δραστηριότητας ή των σπουδών του σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την κινητικότητα δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(45)

Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους ερευνητές να μετακινούνται με ευκολία από έναν ερευνητικό οργανισμό σε άλλον για σκοπούς που συνδέονται με την έρευνα, η βραχεία κινητικότητά τους θα πρέπει να καλύπτει τις περιόδους παραμονής σε δεύτερα κράτη μέλη για διάστημα το πολύ 180 ημερών εντός κάθε περιόδου 360 ημερών ανά κράτος μέλος. Η μακρά κινητικότητα των ερευνητών θα πρέπει να καλύπτει τις περιόδους παραμονής σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη για διάστημα μεγαλύτερο των 180 ημερών ανά κράτος μέλος. Τα μέλη της οικογένειας των ερευνητών θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συνοδεύουν τον ερευνητή κατά την περίοδο κινητικότητας. Η διαδικασία για την κινητικότητά τους θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τη διαδικασία για τον ερευνητή που συνοδεύουν.

(46)

Όσον αφορά τους σπουδαστές που καλύπτονται από ενωσιακά ή πολυμερή προγράμματα ή από συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των σπουδών τους, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει κινητικότητα σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη για χρονικό διάστημα 360 ημερών το πολύ ανά κράτος μέλος.

(47)

Σε περίπτωση που ο ερευνητής ή ο σπουδαστής μετακινείται σε δεύτερο κράτος μέλος με βάση διαδικασία κοινοποίησης και απαιτείται έγγραφο για να διευκολυνθεί η πρόσβασή του σε υπηρεσίες και δικαιώματα, το δεύτερο κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να χορηγεί έγγραφο για να βεβαιώσει ότι ο ερευνητής ή ο σπουδαστής έχει δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Ένα τέτοιο έγγραφο δεν θα πρέπει να αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση για την απόλαυση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και θα πρέπει να έχει απλώς δηλωτικό χαρακτήρα.

(48)

Μολονότι το ειδικό καθεστώς κινητικότητας που καθιερώνεται με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίζει αυτόνομους κανόνες για την είσοδο και διαμονή με σκοπό την έρευνα ή τις σπουδές σε άλλα κράτη μέλη πλην εκείνου που εξέδωσε την αρχική άδεια, εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι άλλοι κανόνες που διέπουν τη διέλευση προσώπων από τα σύνορα, όπως θεσπίζονται από τις σχετικές διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν.

(49)

Όταν η άδεια εκδίδεται από κράτος μέλος που δεν εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν και ο ερευνητής ή τα μέλη της οικογένειάς του ή ο σπουδαστής, στο πλαίσιο κινητικότητας εντός της ΕΕ, διασχίζει εξωτερικά σύνορα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕE) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ένα κράτος μέλος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητά αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ερευνητής ή ο σπουδαστής μετακινείται στην επικράτειά του για τους σκοπούς της έρευνας ή των σπουδών ή ότι τα μέλη της οικογένειας μετακινούνται στην επικράτειά του με σκοπό να συνοδεύσουν τον ερευνητή στο πλαίσιο της κινητικότητας. Επιπλέον, στην περίπτωση διέλευσης από εξωτερικά σύνορα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕE) 2016/399, τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν θα πρέπει να συμβουλεύονται το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν και θα πρέπει να αρνούνται την είσοδο ή να αντιτίθενται στην κινητικότητα προσώπων για τα οποία το σύστημα αυτό περιέχει καταχωρίσεις με σκοπό την άρνηση εισόδου ή διαμονής, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(50)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτρέπει στα δεύτερα κράτη μέλη να ζητούν να εγκαταλείπουν το έδαφός τους οι ερευνητές ή σπουδαστές οι οποίοι μετακινούνται βάσει άδειας που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις για την κινητικότητα. Όταν ο ερευνητής ή ο σπουδαστής έχει έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος, το δεύτερο κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει στον εν λόγω ερευνητή ή σπουδαστή να επιστρέψει στο πρώτο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Όταν η κινητικότητα έχει επιτραπεί από το δεύτερο κράτος μέλος βάσει της άδειας που εκδόθηκε από το πρώτο κράτος μέλος και η άδεια αυτή ανακαλείται ή λήγει κατά τη διάρκεια της κινητικότητας, το δεύτερο κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να αποφασίσει είτε να επιστρέψει ο ερευνητής ή ο σπουδαστής σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ, ή να ζητήσει χωρίς καθυστέρηση από το πρώτο κράτος μέλος να επιτρέψει την επανείσοδο του ερευνητή ή σπουδαστή στο έδαφός του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το πρώτο κράτος μέλος θα πρέπει να χορηγήσει έγγραφο που να επιτρέπει στον ερευνητή ή σπουδαστή την επανείσοδο στο έδαφός του.

(51)

Οι πολιτικές και οι κανόνες της Ένωσης για τη μετανάστευση αφενός και οι πολιτικές και τα προγράμματα της Ένωσης που ευνοούν την κινητικότητα των ερευνητών και των φοιτητών σε επίπεδο Ένωσης αφετέρου πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται. Για τον καθορισμό της διάρκειας ισχύος της άδειας που εκδίδεται για τους ερευνητές και τους σπουδαστές, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την προγραμματισμένη κινητικότητα σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις σχετικά με την κινητικότητα. Ερευνητές και σπουδαστές που καλύπτονται από ενωσιακά ή πολυμερή προγράμματα που περιλαμβάνουν μέτρα κινητικότητας ή συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άδειες που καλύπτουν τουλάχιστον δύο έτη, υπό τον όρο ότι πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις εισδοχής για την εν λόγω περίοδο.

(52)

Προκειμένου να επιτραπεί στους σπουδαστές να καλύψουν μέρος του κόστους των σπουδών τους και, ει δυνατόν, να αποκομίσουν πρακτική εμπειρία, πρέπει να τους δίνεται κατά τη διάρκεια των σπουδών τους πρόσβαση στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους όπου πραγματοποιούνται οι σπουδές, υπό τους όρους που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να επιτρέπεται στους σπουδαστές ορισμένος ελάχιστος αριθμός ωρών εργασίας, όπως καθορίζεται στην παρούσα οδηγία. Η αρχή της πρόσβασης των σπουδαστών στην αγορά εργασίας θα πρέπει να είναι ο γενικός κανόνας. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση των εθνικών αγορών εργασίας τους.

(53)

Στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξασφαλιστεί ικανοποιητικά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό για το μέλλον, οι σπουδαστές που αποφοιτούν στην Ένωση θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους για τη χρονική περίοδο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, εφόσον προτίθενται να αναζητήσουν ευκαιρίες απασχόλησης ή να ιδρύσουν επιχείρηση. Οι ερευνητές θα πρέπει να έχουν την εν λόγω δυνατότητα παραμονής μετά την ολοκλήρωση της ερευνητικής τους δραστηριότητας, όπως ορίζεται στη σχετική σύμβαση υποδοχής. Για να τους χορηγηθεί η άδεια διαμονής για τον εν λόγω σκοπό, σπουδαστές και ερευνητές ενδέχεται να κληθούν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Από τη στιγμή που τα κράτη μέλη τους χορηγούν αυτή την άδεια διαμονής, παύουν να θεωρούνται ως ερευνητές ή σπουδαστές κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν, μετά από μια ελάχιστη χρονική περίοδο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, εάν έχουν πραγματικές πιθανότητες να απασχοληθούν ή να ιδρύσουν επιχείρηση. Η δυνατότητα αυτή δεν θίγει τις λοιπές υποχρεώσεις δήλωσης που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο για άλλους σκοπούς. Η άδεια που εκδίδεται με σκοπό τον εντοπισμό ευκαιριών απασχόλησης ή την ίδρυση επιχείρησης δεν θα πρέπει να παρέχει αυτομάτως κανένα δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας ή ίδρυσης επιχείρησης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν το δικαίωμά τους να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση της αγοράς εργασίας τους όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίον εκδόθηκε άδεια να παραμείνει στην επικράτεια με σκοπό την αναζήτηση εργασίας ή την ίδρυση επιχείρησης υποβάλλει αίτηση για άδεια εργασίας προκειμένου να καταλάβει θέση.

(54)

Η δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίζεται σύμφωνα με το άρθρο 79 ΣΛΕΕ. Οι ερευνητές θα πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 4 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), με την επιφύλαξη της δυνατότητας του εν λόγω κράτους μέλους να περιορίζει την ίση μεταχείριση στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Η οδηγία 2011/98/ΕΕ θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει για τους σπουδαστές, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία. Η οδηγία 2011/98/ΕΕ θα πρέπει να ισχύει για τους ασκούμενους, τους εθελοντές και τους εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) όταν θεωρούνται ότι διατελούν σε σχέση απασχόλησης στο οικείο κράτος μέλος. Οι ασκούμενοι, οι εθελοντές και οι εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair), όταν δεν θεωρούνται ότι διατελούν σε σχέση απασχόλησης στο οικείο κράτος μέλος, καθώς και οι μαθητές, θα πρέπει να απολαμβάνουν ίση μεταχείριση με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά ένα ελάχιστο σύνολο δικαιωμάτων, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Σε αυτό περιλαμβάνεται η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, που δεν καλύπτει υποτροφίες σπουδών ή επαγγελματικές υποτροφίες ή δάνεια.

(55)

Η ίση μεταχείριση, όπως χορηγείται στους ερευνητές και στους σπουδαστές, καθώς και σε ασκούμενους, εθελοντές και εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) όταν θεωρούνται ότι διατελούν σε σχέση απασχόλησης στο οικείο κράτος μέλος, περιλαμβάνει την ίση μεταχείριση όσον αφορά τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που απαριθμούνται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Η παρούσα οδηγία δεν εναρμονίζει τη νομοθεσία των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Περιορίζεται στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης στους υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Επίσης, η παρούσα οδηγία δεν παρέχει δικαιώματα σε σχέση με καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, όπως στην περίπτωση μελών της οικογένειας που διαμένουν σε τρίτη χώρα. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα επιζώντων που έλκουν δικαιώματα από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ανάλογα με την περίπτωση, να λαμβάνουν σύνταξη επιζώντος όταν διαμένουν σε τρίτη χώρα.

(56)

Σε πολλά κράτη μέλη προϋπόθεση για το δικαίωμα επί οικογενειακών παροχών είναι να υπάρχει κάποιος δεσμός με το εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον οι παροχές αποβλέπουν στη στήριξη μιας θετικής δημογραφικής εξέλιξης ώστε να διασφαλίζεται το μελλοντικό εργατικό δυναμικό στο εν λόγω κράτος μέλος. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα κράτους μέλους να περιορίζει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ίση μεταχείριση όσον αφορά τις οικογενειακές παροχές όταν ο ερευνητής και τα μέλη της οικογένειάς του που τον συνοδεύουν διαμένουν προσωρινά στο εν λόγω κράτος μέλος.

(57)

Στην περίπτωση κινητικότητας μεταξύ κρατών μελών ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14). Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αναγνωρίζει περισσότερα δικαιώματα από τα ήδη προβλεπόμενα στην ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης για υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν διασυνοριακά συμφέροντα μεταξύ κρατών μελών.

(58)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων που περιλαμβάνονται στο δίκαιο της Ένωσης και στις ισχύουσες διεθνείς πράξεις.

(59)

Οι άδειες διαμονής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία πρέπει να εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους με χρήση του ενιαίου μορφότυπου όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου (15).

(60)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι διατίθενται στο κοινό, ιδίως μέσω του διαδικτύου, κατάλληλες πληροφορίες, που επικαιροποιούνται τακτικά, όσον αφορά τους φορείς υποδοχής που εγκρίνονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, καθώς και τους όρους και τις διαδικασίες εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος των κρατών μελών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

(61)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

(62)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού.

(63)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (16), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύσουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί τη διαβίβαση αυτών των εγγράφων δικαιολογημένη.

(64)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι ο καθορισμός προϋποθέσεων για την είσοδο και διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση και την ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία, ως υποχρεωτικές διατάξεις, και την ανταλλαγή μαθητών, την εθελοντική υπηρεσία πλην της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας ή την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair), ως προαιρετικές διατάξεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχου αυτού.

(65)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 και το άρθρο 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, τα εν λόγω κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύονται από αυτήν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή της.

(66)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(67)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σύγκριση με τις οδηγίες 2004/114/ΕΚ και 2005/71/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται απορρέει από τις εν λόγω οδηγίες.

(68)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και τις ημερομηνίες εφαρμογής των οδηγιών όπως καθορίζονται στο παράρτημα Ι μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία καθορίζει:

α)

τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής για περίοδο που υπερβαίνει τις 90 ημέρες στο έδαφος των κρατών μελών, καθώς και τα δικαιώματα υπηκόων τρίτων χωρών και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειάς τους για τους σκοπούς της έρευνας, των σπουδών, της πρακτικής άσκησης ή της εθελοντικής υπηρεσίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας, και, εφόσον το αποφασίσουν τα κράτη μέλη, για τους σκοπούς προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικών προγραμμάτων, εθελοντικής υπηρεσίας διαφορετικής από την ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία ή απασχόλησης ως εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair)·

β)

τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής και τα δικαιώματα των ερευνητών, και, όπου ισχύει, των μελών της οικογένειάς τους, και των σπουδαστών που αναφέρονται στο στοιχείο α) σε κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους το οποίο χορηγεί πρώτο άδεια στον υπήκοο τρίτης χώρας βάσει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που αιτούνται να γίνουν δεκτοί ή που έχουν γίνει δεκτοί στο έδαφος κράτους μέλους για τον σκοπό της έρευνας, των σπουδών, της πρακτικής άσκησης ή εθελοντικής υπηρεσίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να αποφασίζουν να εφαρμόσουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στους υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί στο πλαίσιο προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικού προγράμματος, εθελοντικής υπηρεσίας διαφορετικής από την ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία ή απασχόλησης ως εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair).

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών:

α)

που ζητούν διεθνή προστασία ή δικαιούνται διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) ή δικαιούνται προσωρινή προστασία σύμφωνα με την οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου (18) σε ένα κράτος μέλος·

β)

η απομάκρυνση των οποίων έχει ανασταλεί για πραγματικούς ή νομικούς λόγους·

γ)

που είναι μέλη οικογενειών πολιτών της Ένωσης και έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης·

δ)

που απολαύουν καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου (19)·

ε)

οι οποίοι, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς τους και ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους, απολαύουν δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας ισοδύναμων με τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης δυνάμει συμφωνιών είτε μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της και τρίτων χωρών είτε μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών·

στ)

που έρχονται στην Ένωση ως ασκούμενοι στο πλαίσιο ενδοεταιρικής μετάθεσης δυνάμει της οδηγίας 2014/66/ΕΕ·

ζ)

που έχουν γίνει δεκτοί ως εργαζόμενοι υψηλής ειδίκευσης σύμφωνα με την οδηγία 2009/50/ΕΚ του Συμβουλίου (20).

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«υπήκοος τρίτης χώρας», πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ·

2)

«ερευνητής», υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος κατέχει διδακτορικό πτυχίο ή κατάλληλο τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που δίνει πρόσβαση στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας σε διδακτορικά προγράμματα και ο οποίος επιλέγεται από ερευνητικό οργανισμό και γίνεται δεκτός στο έδαφος κράτους μέλους για να υλοποιήσει ερευνητική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται συνήθως ο ανωτέρω τίτλος·

3)

«σπουδαστής», υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον οποίον επετράπη η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους για να έχει ως κύρια δραστηριότητα την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος, ήτοι διπλώματος, πιστοποιητικού ή διδακτορικού σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ενδεχομένως συμπεριλαμβάνει προπαιδευτικό κύκλο για τις εν λόγω σπουδές βάσει του εθνικού δικαίου ή υποχρεωτική πρακτική άσκηση·

4)

«μαθητής», υπήκοος τρίτης χώρας που έχει γίνει δεκτός στο έδαφος κράτους μέλους για να παρακολουθήσει αναγνωρισμένο κρατικό ή περιφερειακό πρόγραμμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που αντιστοιχεί στο επίπεδο 2 ή 3 της διεθνούς πρότυπης ταξινόμησης της εκπαίδευσης, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ανταλλαγών μαθητών ή εκπαιδευτικού προγράμματος που παρέχεται από εκπαιδευτικό ίδρυμα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τη διοικητική πρακτική·

5)

«ασκούμενος», υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή συνεχίζει έναν κύκλο σπουδών σε τρίτη χώρα με σκοπό την απόκτηση πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο οποίος γίνεται δεκτός στο έδαφος κράτους μέλους στο πλαίσιο προγράμματος πρακτικής άσκησης για τον σκοπό της απόκτησης γνώσεων, πρακτικής εξάσκησης και εμπειρίας σε επαγγελματικό περιβάλλον·

6)

«εθελοντής», ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει γίνει δεκτός στο έδαφος κράτους μέλους για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας·

7)

«πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας», πρόγραμμα δραστηριοτήτων έμπρακτης αλληλεγγύης το οποίο βασίζεται σε πρόγραμμα που αναγνωρίζεται από το αντίστοιχο κράτος μέλος ή την Ένωση, επιδιώκει στόχους γενικού ενδιαφέροντος και έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο του οποίου οι δραστηριότητες δεν αμείβονται, εκτός από την επιστροφή των εξόδων και/ή την αποζημίωση για μικροέξοδα·

8)

«εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair)», ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει γίνει δεκτός στο έδαφος κράτους μέλους και φιλοξενείται προσωρινά από οικογένεια με σκοπό να βελτιώσει τις γλωσσικές δεξιότητες και τις γνώσεις του ως προς το συγκεκριμένο κράτος μέλος, προσφέροντας σε αντάλλαγμα ελαφρές οικιακές εργασίες και φροντίδα των παιδιών·

9)

«έρευνα», η πρωτότυπη εργασία που αναλαμβάνεται με συστηματικό τρόπο για να αυξηθεί το σύνολο των γνώσεων, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας, καθώς και η χρησιμοποίηση αυτού του συνόλου γνώσεων για νέες εφαρμογές·

10)

«ερευνητικός οργανισμός», κάθε ιδιωτικός ή δημόσιος οργανισμός που πραγματοποιεί έρευνα·

11)

«εκπαιδευτικό ίδρυμα», δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είναι αναγνωρισμένο από το οικείο κράτος μέλος ή του οποίου τα προγράμματα σπουδών είναι αναγνωρισμένα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τη διοικητική πρακτική βάσει διαφανών κριτηρίων και το οποίο συμμετέχει σε πρόγραμμα ανταλλαγών μαθητών ή σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους σκοπούς που ορίζει η παρούσα οδηγία·

12)

«εκπαιδευτικό πρόγραμμα», το σύνολο των εκπαιδευτικών δράσεων που αναπτύσσονται από εκπαιδευτικό ίδρυμα κράτους μέλους σε συνεργασία με παρόμοια ιδρύματα σε τρίτη χώρα, με σκοπό την ανταλλαγή πολιτισμού και γνώσεων·

13)

«ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», κάθε είδος ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που είναι ή θεωρείται αναγνωρισμένο δυνάμει του εθνικού δικαίου και το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, παρέχει αναγνωρισμένα πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλα αναγνωρισμένα προσόντα τριτοβάθμιου επιπέδου, ανεξάρτητα από την ονομασία των ιδρυμάτων αυτών, ή κάθε ίδρυμα το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, παρέχει επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση τριτοβάθμιου επιπέδου·

14)

«φορέας υποδοχής», ο ερευνητικός οργανισμός, το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το εκπαιδευτικό ίδρυμα, ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για το πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας ή ο φορέας υποδοχής ασκουμένων στον οποίο ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει τοποθετηθεί για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, ανεξάρτητα από τη νομική του μορφή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·

15)

«οικογένεια υποδοχής», η οικογένεια που υποδέχεται προσωρινά τον εσωτερικό άμισθο βοηθό (au pair) και μοιράζεται την καθημερινή οικογενειακή της ζωή στο έδαφος κράτους μέλους, βάσει σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ της εν λόγω οικογένειας και του εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair)·

16)

«απασχόληση», η άσκηση δραστηριοτήτων που καλύπτουν κάθε μορφή έργου ή εργασίας η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο ή από ισχύουσες συλλογικές συμφωνίες ή σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, υπό τη διεύθυνση ή την εποπτεία εργοδότη·

17)

«εργοδότης», οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο ή υπό τη διεύθυνση ή την εποπτεία του οποίου ασκείται η απασχόληση·

18)

«πρώτο κράτος μέλος», το κράτος μέλος το οποίο πρώτο χορηγεί σε υπήκοο τρίτης χώρας άδεια βάσει της παρούσας οδηγίας·

19)

«δεύτερο κράτος μέλος», οποιοδήποτε κράτος μέλος εκτός του πρώτου κράτους μέλους·

20)

«ενωσιακά ή πολυμερή προγράμματα που περιλαμβάνουν μέτρα κινητικότητας», τα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη προγράμματα για την προώθηση της κινητικότητας των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ένωση ή στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στα αντίστοιχα προγράμματα·

21)

«άδεια», η άδεια διαμονής ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, η θεώρηση μακράς διαμονής που εκδίδεται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας·

22)

«άδεια διαμονής», η άδεια που εκδίδεται με χρήση του μορφότυπου που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 και η οποία επιτρέπει στον κάτοχό της να διαμένει νόμιμα στο έδαφος κράτους μέλους·

23)

«θεώρηση μακράς διαμονής», η άδεια που εκδίδεται από κράτος μέλος όπως προβλέπει το άρθρο 18 της Σύμβασης Σένγκεν (21) ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κρατών μελών που δεν εφαρμόζουν πλήρως το κεκτημένο Σένγκεν·

24)

«μέλη της οικογένειας» ή «μέλη οικογενείας», οι υπήκοοι τρίτων χωρών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/86/ΕΚ.

Άρθρο 4

Ευνοϊκότερες διατάξεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει ευνοϊκότερες διατάξεις:

α)

διμερών ή πολυμερών συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης ή της Ένωσης και των κρατών μελών της και ενός ή περισσότερων τρίτων χωρών· ή

β)

διμερών ή πολυμερών συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών και ενός ή περισσότερων τρίτων χωρών.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για τους υπηκόους τρίτης χώρας στους οποίους η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε σχέση με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) και τα άρθρα 18, 22, 23, 24, 25, 26, 34 και 35.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΕΙΣΔΟΧΗ

Άρθρο 5

Αρχές

1.   Η εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε έλεγχο δικαιολογητικών που αποδεικνύουν ότι ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας πληροί:

α)

τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 7· και

β)

τις σχετικές ειδικές προϋποθέσεις των άρθρων 8, 11, 12, 13, 14 ή 16.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον αιτούντα να παρέχει τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 δικαιολογητικά σε μία από τις επίσημες γλώσσες του οικείου κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

3.   Όταν πληρούνται όλες οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, οι υπήκοοι τρίτων χωρών δικαιούνται να λάβουν άδεια.

Όταν ένα κράτος μέλος εκδίδει άδεια διαμονής μόνο στο έδαφός του και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εισδοχής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χορηγεί στον υπήκοο τρίτης χώρας την απαιτούμενη θεώρηση.

Άρθρο 6

Όγκοι εισδοχής

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, τους όγκους εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, με την εξαίρεση των σπουδαστών, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ότι διατελούν ή θα διατελέσουν σε σχέση απασχόλησης. Με βάση τα ανωτέρω, μια αίτηση για άδεια μπορεί είτε να θεωρηθεί απαράδεκτη είτε να απορριφθεί.

Άρθρο 7

Γενικές προϋποθέσεις

1.   Όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ο αιτών:

α)

προσκομίζει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο, και, εφόσον απαιτείται, αίτηση θεώρησης ή ισχύουσα θεώρηση ή, κατά περίπτωση, ισχύουσα άδεια διαμονής ή ισχύουσα θεώρηση μακράς διαμονής· τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν η διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου να καλύπτει τουλάχιστον τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·

β)

προσκομίζει γονική άδεια ή ισοδύναμο έγγραφο για την προβλεπόμενη διαμονή σε περίπτωση που ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι ανήλικος(-η) σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους·

γ)

προσκομίζει τα αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος της τρίτης χώρας διαθέτει ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, ότι έχει υποβάλει αίτηση για ασφάλιση ασθένειας για όλους τους κινδύνους που καλύπτονται συνήθως για τους πολίτες του αντίστοιχου κράτους μέλους. Η ασφάλιση πρέπει να ισχύει για τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·

δ)

προσκομίζει, αν το ζητήσει το κράτος μέλος, την απόδειξη πληρωμής του τέλους για τη διεκπεραίωση της αίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 36·

ε)

προσκομίζει τα ζητούμενα από το οικείο κράτος μέλος αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι κατά τη προβλεπόμενη διαμονή του ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσής του χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, καθώς και για την κάλυψη των εξόδων ταξιδίου επιστροφής. Η αξιολόγηση των επαρκών πόρων πρέπει να βασίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης και να λαμβάνει υπόψη τους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από επιχορήγηση, υποτροφία για σπουδαστές ή άλλη υποτροφία, έγκυρη σύμβαση εργασίας ή δεσμευτική προσφορά εργασίας ή χρηματοδοτική δέσμευση από οργανισμό διαχείρισης προγράμματος ανταλλαγής μαθητών, φορέα υποδοχής ασκουμένων, οργανισμό αρμόδιο για πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας, οικογένεια υποδοχής ή οργανισμό που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair).

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον αιτούντα να παράσχει τη διεύθυνση που έχει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας στο έδαφός τους.

Όταν το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους απαιτεί την παροχή διεύθυνσης κατά την υποβολή της αίτησης και ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν γνωρίζει ακόμη τη μελλοντική του διεύθυνση, τα κράτη μέλη αποδέχονται μια προσωρινή διεύθυνση. Στην περίπτωση αυτή ο υπήκοος τρίτης χώρας παρέχει τη μόνιμη διεύθυνσή του το αργότερο κατά τον χρόνο έκδοσης της άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 17.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα ποσό αναφοράς το οποίο θεωρούν ότι συνιστά «επαρκείς πόρους» όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε). Η αξιολόγηση των επαρκών πόρων πρέπει να βασίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης.

4.   Η αίτηση υποβάλλεται και εξετάζεται είτε όταν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει εκτός του εδάφους του κράτους μέλους στο οποίο ο υπήκοος τρίτης χώρας επιθυμεί την εισδοχή του είτε όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει ήδη στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ως κάτοχος ισχύουσας άδειας διαμονής ή θεώρησης μακράς διαμονής.

Κατ' εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να δεχτούν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, αίτηση που υποβάλλεται όταν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας διαμονής ή θεώρησης μακράς διάρκειας, αλλά βρίσκεται νόμιμα στο έδαφός τους.

5.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν αν οι αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται από τον υπήκοο τρίτης χώρας, από τον φορέα υποδοχής ή από οποιονδήποτε από αυτούς.

6.   Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που θεωρούνται απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία δεν γίνονται δεκτοί.

Άρθρο 8

Ειδικές προϋποθέσεις για τους ερευνητές

1.   Επιπλέον των γενικών προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας για τους σκοπούς της άσκησης ερευνητικής δραστηριότητας, ο αιτών προσκομίζει σύμβαση υποδοχής ή, αν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, σύμβαση η οποία είναι υπογεγραμμένη από ερευνητικό οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 10.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να απαιτούν γραπτή δέσμευση του ερευνητικού οργανισμού ότι, σε περίπτωση που ένας ερευνητής παραμείνει παράνομα στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ο εν λόγω ερευνητικός οργανισμός ευθύνεται για την επιστροφή των εξόδων διαμονής και επιστροφής που βαρύνουν το Δημόσιο. Η οικονομική ευθύνη του ερευνητικού οργανισμού λήγει το αργότερο έξι μήνες μετά τη λήξη της σύμβασης υποδοχής.

Όταν το δικαίωμα διαμονής του ερευνητή παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 25, η ευθύνη του ερευνητικού οργανισμού όπως αυτή αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιορίζεται μέχρι την ημερομηνία έναρξης της άδειας διαμονής για τον σκοπό αναζήτησης εργασίας ή ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

3.   Το κράτος μέλος που έχει καθιερώσει διαδικασία έγκρισης για τους ερευνητικούς οργανισμούς σύμφωνα με το άρθρο 9, απαλλάσσει τους αιτούντες από την υποβολή ενός ή περισσότερων εγγράφων ή αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) ή ε) ή στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στην περίπτωση που υπήκοοι τρίτων χωρών πρόκειται να γίνουν δεκτοί από εγκεκριμένους ερευνητικούς οργανισμούς.

Άρθρο 9

Έγκριση ερευνητικών οργανισμών

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την πρόβλεψη διαδικασίας έγκρισης για τους δημόσιους και/ή ιδιωτικούς ερευνητικούς οργανισμούς που επιθυμούν να υποδεχτούν ερευνητή στο πλαίσιο της διαδικασίας εισδοχής που ορίζεται στην παρούσα οδηγία.

2.   Οι ερευνητικοί οργανισμοί εγκρίνονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή στη διοικητική πρακτική του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Οι αιτήσεις προς έγκριση των ερευνητικών οργανισμών υποβάλλονται σύμφωνα με τις εν λόγω διαδικασίες και βασίζονται στη δυνάμει του καταστατικού αποστολή τους ή, ανάλογα, στον εταιρικό σκοπό τους και στην απόδειξη ότι πραγματοποιούν έρευνα.

Η έγκριση που χορηγείται σε ερευνητικό οργανισμό διαρκεί τουλάχιστον πέντε έτη. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν έγκριση συντομότερης διάρκειας.

3.   Ένα κράτος μέλος μπορεί, μεταξύ άλλων μέτρων, να αρνείται την ανανέωση ή να αποφασίζει την ανάκληση της έγκρισης όταν:

α)

ο ερευνητικός οργανισμός δεν πληροί πλέον τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 10 παράγραφος 7·

β)

η έγκριση αποκτήθηκε δολίως· ή

γ)

ο ερευνητικός οργανισμός έχει υπογράψει σύμβαση υποδοχής με υπήκοο τρίτης χώρας εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

Εάν η αίτηση ανανέωσης έχει απορριφθεί ή εάν η έγκριση έχει ανακληθεί, μπορεί να απαγορευτεί στον συγκεκριμένο οργανισμό να ζητήσει εκ νέου έγκριση για χρονικό διάστημα μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης ανάκλησης ή μη ανανέωσης.

Άρθρο 10

Σύμβαση υποδοχής

1.   Ο ερευνητικός οργανισμός που επιθυμεί να υποδεχτεί έναν υπήκοο τρίτης χώρας για τους σκοπούς της έρευνας υπογράφει μαζί του σύμβαση υποδοχής. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι συμβάσεις που περιέχουν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 3 θεωρούνται ισοδύναμες με τις συμβάσεις υποδοχής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

2.   Η σύμβαση υποδοχής περιέχει:

α)

τον τίτλο ή τον σκοπό της ερευνητικής δραστηριότητας ή το ερευνητικό πεδίο·

β)

την ανάληψη δέσμευσης από τον υπήκοο τρίτης χώρας ότι θα επιδιώξει την ολοκλήρωση της ερευνητικής δραστηριότητας·

γ)

την ανάληψη δέσμευσης από τον ερευνητικό οργανισμό ότι θα υποδεχτεί τον υπήκοο τρίτης χώρας με σκοπό την ολοκλήρωση της ερευνητικής δραστηριότητας·

δ)

τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης ή την εκτιμώμενη διάρκεια της ερευνητικής δραστηριότητας·

ε)

πληροφορίες σχετικά με την πρόθεση κινητικότητας σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη εάν η κινητικότητα είναι γνωστή κατά τη στιγμή υποβολής της αίτησης στο πρώτο κράτος μέλος.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ζητήσουν να περιλαμβάνονται στη σύμβαση υποδοχής τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

πληροφορίες για τη νομική σχέση μεταξύ του ερευνητικού οργανισμού και του ερευνητή·

β)

πληροφορίες για τους όρους εργασίας του ερευνητή.

4.   Οι ερευνητικοί οργανισμοί μπορούν να υπογράφουν συμβάσεις υποδοχής μόνον εάν η ερευνητική δραστηριότητα έχει γίνει δεκτή από τα αρμόδια όργανα του οργανισμού, αφού ελεγχθούν τα ακόλουθα:

α)

ο σκοπός και η εκτιμώμενη διάρκεια της ερευνητικής δραστηριότητας και η διαθεσιμότητα των απαραίτητων χρηματοοικονομικών πόρων για τη διεξαγωγή της·

β)

τα προσόντα του υπηκόου τρίτης χώρας υπό το πρίσμα των στόχων της έρευνας, όπως αυτά επιβεβαιώνονται με επικυρωμένο αντίγραφο των προσόντων.

5.   Η σύμβαση υποδοχής λήγει αυτομάτως εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν γίνει δεκτός ή όταν λήγει η νομική σχέση μεταξύ του ερευνητή και του ερευνητικού οργανισμού.

6.   Οι ερευνητικοί οργανισμοί ειδοποιούν αμέσως την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους για κάθε γεγονός το οποίο θεωρείται ότι εμποδίζει την εκτέλεση της σύμβασης υποδοχής.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήξης της σύμβασης υποδοχής, ο ερευνητικός οργανισμός παρέχει στις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτό επιβεβαίωση ότι η ερευνητική δραστηριότητα έχει πραγματοποιηθεί.

8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν στο εθνικό τους δίκαιο τις συνέπειες που θα έχει η ανάκληση της έγκρισης ή η άρνηση ανανέωσης της έγκρισης για τις υφιστάμενες συμβάσεις υποδοχής, οι οποίες συνάπτονται βάσει του παρόντος άρθρου, καθώς και τις συνέπειες ως προς τις άδειες των συγκεκριμένων ερευνητών.

Άρθρο 11

Ειδικές προϋποθέσεις για τους σπουδαστές

1.   Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό τις σπουδές, ο αιτών προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία:

α)

ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να παρακολουθήσει πρόγραμμα σπουδών·

β)

σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι έχει καταβάλει τα τέλη εγγραφής που χρεώνει το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·

γ)

σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας του προγράμματος σπουδών το οποίο θα παρακολουθήσει·

δ)

σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων σπουδών.

2.   Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που καλύπτονται αυτομάτως από ασφάλιση ασθένειας για όλους τους κινδύνους για τους οποίους καλύπτονται συνήθως οι πολίτες του αντίστοιχου κράτους μέλους, λόγω της εγγραφής τους σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θεωρείται ότι πληρούν την προϋπόθεση του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

3.   Το κράτος μέλος που έχει καθιερώσει διαδικασία έγκρισης για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 απαλλάσσει τους αιτούντες από την υποβολή ενός ή περισσότερων εγγράφων ή αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β), γ) ή δ) του παρόντος άρθρου ή στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στην περίπτωση που οι υπήκοοι τρίτων χωρών πρόκειται να γίνουν δεκτοί από εγκεκριμένα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Άρθρο 12

Ειδικές προϋποθέσεις για τους μαθητές

1.   Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας για τους σκοπούς ενός προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικού προγράμματος, ο αιτών προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία:

α)

ότι ο υπήκοος της τρίτης χώρας έχει το ελάχιστο και δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ηλικίας ή βαθμίδας που έχει καθορίσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

β)

ότι έγινε δεκτός σε εκπαιδευτικό ίδρυμα·

γ)

συμμετοχής του σε αναγνωρισμένο κρατικό ή περιφερειακό πρόγραμμα εκπαίδευσης, στο πλαίσιο προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικού προγράμματος που διαχειρίζεται εκπαιδευτικό ίδρυμα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τη διοικητική πρακτική·

δ)

ότι το εκπαιδευτικό ίδρυμα ή, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, το τρίτο μέρος αποδέχεται την ευθύνη για τον υπήκοο τρίτης χώρας καθ' όλη την διάρκεια της διαμονής του στο έδαφος του αντίστοιχου κράτους μέλους, ειδικότερα σε ό, τι αφορά τα έξοδα σπουδών·

ε)

ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας φιλοξενείται καθ' όλη τη διάρκεια της διαμονής του από οικογένεια, σε ειδικό κατάλυμα εντός του εκπαιδευτικού ιδρύματος ή —εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο— σε οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση που πληροί τις καθορισθείσες από το αντίστοιχο κράτος μέλος προϋποθέσεις και επιλέγεται σύμφωνα με τους κανόνες του προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή του εκπαιδευτικού προγράμματος στο οποίο συμμετέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν την εισδοχή μαθητών που συμμετέχουν σε πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών ή σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα αποκλειστικά στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίες παρέχουν την ίδια δυνατότητα και για τους δικούς τους υπηκόους.

Άρθρο 13

Ειδικές προϋποθέσεις για τους ασκούμενους

1.   Επιπλέον των γενικών προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας για να γίνει δεκτός ως ασκούμενος, ο αιτών:

α)

προσκομίζει σύμβαση πρακτικής άσκησης, η οποία προβλέπει θεωρητική και πρακτική άσκηση, με έναν φορέα υποδοχής. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η σύμβαση πρακτικής άσκησης να εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή και οι όροι στους οποίους βασίστηκε η σύμβαση να πληρούν τις απαιτήσεις που έχουν θεσπιστεί από το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμφωνίες ή την πρακτική του αντίστοιχου κράτους μέλους. Η σύμβαση πρακτικής άσκησης περιλαμβάνει:

i)

περιγραφή του προγράμματος πρακτικής άσκησης, συμπεριλαμβανομένου του εκπαιδευτικού στόχου ή των στοιχείων κατάρτισης·

ii)

τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης·

iii)

την καλυπτόμενη θέση και τους όρους εποπτείας της πρακτικής άσκησης·

iv)

το ωράριο της πρακτικής άσκησης· και

v)

τη νομική σχέση μεταξύ του ασκουμένου και του φορέα υποδοχής·

β)

προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι έχει αποκτήσει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εντός των δύο ετών που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησης ή ότι συνεχίζει την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών με σκοπό την απόκτηση πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·

γ)

προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι κατά τη διάρκεια της διαμονής του ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων της πρακτικής άσκησης·

δ)

προσκομίζει, σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, αποδεικτικά στοιχεία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει παρακολουθήσει ή πρόκειται να παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας ώστε να αποκτήσει τις αναγκαίες γνώσεις για τη συγκεκριμένη πρακτική άσκηση·

ε)

προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι ο φορέας υποδοχής αποδέχεται την ευθύνη για τον υπήκοο τρίτης χώρας καθ' όλη την περίοδο της διαμονής του στο έδαφος του αντίστοιχου κράτους μέλους, ιδίως σε ό,τι αφορά τα έξοδα διαβίωσης και στέγασης·

στ)

προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας φιλοξενείται καθ' όλη τη διάρκεια της διαμονής του από τον φορέα υποδοχής και ότι το κατάλυμα πληροί τις προϋποθέσεις που έχει ορίσει το αντίστοιχο κράτος μέλος.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η περίοδος πρακτικής άσκησης να αφορά τον ίδιο τομέα και το ίδιο επίπεδο πιστοποίησης με το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή το πρόγραμμα σπουδών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον φορέα υποδοχής να δηλώσει ότι η πρακτική άσκηση δεν υποκαθιστά θέση εργασίας.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να απαιτούν γραπτή δέσμευση του φορέα υποδοχής ότι, σε περίπτωση που ένας ασκούμενος παραμείνει παράνομα στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ο φορέας υποδοχής ευθύνεται για την επιστροφή των εξόδων διαμονής και/ή επιστροφής που βαρύνουν το Δημόσιο. Η οικονομική ευθύνη του φορέα υποδοχής λήγει το αργότερο έξι μήνες μετά τη λήξη της σύμβασης πρακτικής άσκησης.

Άρθρο 14

Ειδικές προϋποθέσεις για τους εθελοντές

1.   Επιπλέον των γενικών προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας για τον σκοπό εθελοντικής υπηρεσίας, ο αιτών:

α)

προσκομίζει συμφωνία με τον φορέα υποδοχής ή, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, άλλον αρμόδιο φορέα του οικείου κράτους μέλους για το πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας στο οποίο συμμετέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας. Η συμφωνία περιλαμβάνει:

i)

περιγραφή του προγράμματος εθελοντικής υπηρεσίας·

ii)

τη διάρκεια της εθελοντικής υπηρεσίας·

iii)

την τοποθέτηση και τους όρους εποπτείας της εθελοντικής υπηρεσίας·

iv)

τις ώρες εθελοντικής υπηρεσίας·

v)

τους διαθέσιμους πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης και στέγασης του υπηκόου τρίτης χώρας και το ελάχιστο χρηματικό ποσό ως συμβολική αμοιβή καθ' όλη τη διάρκεια της διαμονής· και

vi)

κατά περίπτωση, την εκπαίδευση που θα παρακολουθήσει ο υπήκοος τρίτης χώρας για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του·

β)

προσκομίζει, σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, αποδεικτικά στοιχεία ότι, εφόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας φιλοξενείται καθ' όλη τη διάρκεια της διαμονής του από τον φορέα υποδοχής, το κατάλυμα πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το οικείο κράτος μέλος·

γ)

προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο φορέας υποδοχής ή, εφόσον το προβλέπει το εθνικό δίκαιο, άλλος οργανισμός αρμόδιος για το πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας έχει συνάψει ασφαλιστήριο αστικής ευθύνης·

δ)

προσκομίζει, σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, αποδεικτικά στοιχεία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει παρακολουθήσει ή πρόκειται να παρακολουθήσει βασικά μαθήματα εισαγωγής στη γλώσσα, την ιστορία, τις πολιτικές και τις κοινωνικές δομές του εν λόγω κράτους μέλους.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν το ελάχιστο και μέγιστο όριο ηλικίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί σε πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας, με την επιφύλαξη των ισχυόντων κανόνων της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας.

3.   Οι εθελοντές που συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία δεν υποχρεούνται να προσκομίζουν αποδείξεις βάσει του στοιχείου γ) και, κατά περίπτωση, του στοιχείου δ) της παραγράφου 1.

Άρθρο 15

Έγκριση ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οργανισμών αρμόδιων για πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας ή φορέων υποδοχής ασκουμένων

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να προβλέψουν διαδικασία έγκρισης για ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικά ιδρύματα, οργανισμούς αρμόδιους για πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας ή φορείς υποδοχής ασκουμένων.

2.   Η έγκριση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο ή η διοικητική πρακτική του οικείου κράτους μέλους.

3.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να θεσπίσει διαδικασία έγκρισης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, πρέπει να παρέχει σαφείς και διαφανείς πληροφορίες στους ενδιαφερόμενους φορείς υποδοχής όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους όρους και τα κριτήρια της έγκρισης, τη διάρκεια ισχύος της, τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανάκλησης και μη ανανέωσης, καθώς και τις τυχόν επιβαλλόμενες κυρώσεις.

Άρθρο 16

Ειδικές προϋποθέσεις για εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair)

1.   Εκτός των γενικών όρων που καθορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό να εργαστεί ως εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair), ο υπήκοος τρίτης χώρας:

α)

προσκομίζει συμφωνία μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και της οικογένειας υποδοχής, στην οποία καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του υπηκόου τρίτης χώρας ως εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair), συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών ρυθμίσεων για το ποσό για μικροέξοδα που προβλέπεται να λάβει, των κατάλληλων ρυθμίσεων που επιτρέπουν στον εσωτερικό άμισθο βοηθό (au pair) να παρακολουθεί μαθήματα και του μέγιστου αριθμού ωρών συμμετοχής στα οικογενειακά καθήκοντα·

β)

είναι ηλικίας από 18 έως 30. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπερβαίνει το ανώτατο όριο ηλικίας ως εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair)·

γ)

προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι, εφόσον προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, η οικογένεια υποδοχής ή οργανισμός που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) αποδέχεται την ευθύνη για τον υπήκοο τρίτης χώρας καθ' όλη τη διάρκεια διαμονής του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, ειδικότερα σε ό, τι αφορά τα έξοδα διαβίωσης, το κατάλυμα και τους κινδύνους ατυχημάτων.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους υπηκόους τρίτης χώρας που υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία:

α)

βασικής γνώσης της γλώσσας του οικείου κράτους μέλους· ή

β)

ότι έχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επαγγελματικά προσόντα ή, κατά περίπτωση, ότι πληρούν τους όρους για την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος που απαιτεί το εθνικό δίκαιο.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν ότι η τοποθέτηση εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) πρέπει να διενεργείται μόνον από οργανισμό που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το εθνικό τους δίκαιο.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν τα μέλη της οικογένειας υποδοχής να έχουν διαφορετική ιθαγένεια από τον υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος υποβάλλει αίτηση για να γίνει δεκτός ως εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair) και να μην έχουν οικογενειακούς δεσμούς με τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας.

5.   Ο μέγιστος αριθμός ωρών την εβδομάδα για την εκτέλεση καθηκόντων εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair) δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 25 ώρες. Οι εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) έχουν τουλάχιστον μία ημέρα την εβδομάδα αργία από τα σχετικά καθήκοντά τους.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ελάχιστο χρηματικό ποσό ως ποσό για μικροέξοδα που θα καταβάλλεται στον εσωτερικό άμισθο βοηθό (au pair).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

Άρθρο 17

Άδειες

1.   Όταν η άδεια χορηγείται υπό μορφή άδειας διαμονής, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το μορφότυπο που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 και αναγράφουν τους όρους «ερευνητής», «σπουδαστής», «μαθητής», «ασκούμενος», «εθελοντής» ή «εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair)» επί της άδειας διαμονής.

2.   Όταν η άδεια χορηγείται υπό μορφή θεώρησης μακράς διαμονής, τα κράτη μέλη αναγράφουν ως μνεία ότι χορηγείται στον «ερευνητή», «σπουδαστή», «μαθητή», «ασκούμενο», «εθελοντή» ή «εσωτερικό άμισθο βοηθό (au pair)» κάτω από την επικεφαλίδα «παρατηρήσεις» της αυτοκόλλητης θεώρησης.

3.   Για τους ερευνητές και τους σπουδαστές που έρχονται στην Ένωση στο πλαίσιο συγκεκριμένου ενωσιακού προγράμματος ή πολυμερούς προγράμματος που περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας ή συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων αναγνωρισμένων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η άδεια αναγράφει μνεία αυτού του συγκεκριμένου προγράμματος ή της συμφωνίας.

4.   Όταν η άδεια μακράς κινητικότητας χορηγείται σε ερευνητή υπό μορφή άδειας διαμονής, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το μορφότυπο που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 και αναγράφουν την ένδειξη «κινητικότητα ερευνητών» επί της άδειας διαμονής. Όταν η άδεια μακράς κινητικότητας εκδίδεται για τον ερευνητή υπό τον τύπο θεώρησης μακράς διαμονής, τα κράτη μέλη αναγράφουν την ένδειξη «κινητικότητα ερευνητών» κάτω από την επικεφαλίδα «παρατηρήσεις» της αυτοκόλλητης θεώρησης.

Άρθρο 18

Διάρκεια της άδειας

1.   Η περίοδος ισχύος της άδειας για ερευνητές είναι ένα τουλάχιστον έτος, ή ίση με τη διάρκεια της σύμβασης υποδοχής σε περίπτωση που αυτή είναι μικρότερη. Η άδεια ανανεώνεται εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 21.

Η διάρκεια της άδειας για ερευνητές που καλύπτονται από ενωσιακά ή πολυμερή προγράμματα που περιλαμβάνουν μέτρα κινητικότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο έτη, ή για την περίοδο της σύμβασης υποδοχής σε περίπτωση που αυτή είναι μικρότερη. Εφόσον οι γενικοί όροι που ορίζει το άρθρο 7 δεν πληρούνται για τα δύο έτη ή για τη συνολική διάρκεια της σύμβασης υποδοχής, εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να εξακριβώνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 21.

2.   Η περίοδος ισχύος της άδειας για σπουδαστές είναι ένα τουλάχιστον έτος, ή για τη περίοδο των σπουδών σε περίπτωση που αυτή είναι μικρότερη. Η άδεια ανανεώνεται εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 21.

Η διάρκεια της άδειας για σπουδαστές που καλύπτονται από ενωσιακά ή πολυμερή προγράμματα που περιλαμβάνουν μέτρα κινητικότητας ή από συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο έτη, ή για τη διάρκεια των σπουδών τους σε περίπτωση που αυτή είναι μικρότερη. Εφόσον οι γενικοί όροι που ορίζει το άρθρο 7 δεν πληρούνται για τα δύο έτη ή για τη συνολική διάρκεια των σπουδών, εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να εξακριβώνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 21.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η συνολική διάρκεια διαμονής για σπουδές δεν υπερβαίνει τη μέγιστη διάρκεια των σπουδών κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

4.   Η περίοδος ισχύος της άδειας για μαθητές είναι ίσης διάρκειας με το πρόγραμμα ανταλλαγής ή με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα μαθητών σε περίπτωση που είναι μικρότερο του έτους ή για μέγιστο χρονικό διάστημα ενός έτους. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να επιτρέψουν άπαξ ανανέωση της άδειας για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση του προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ή του εκπαιδευτικού προγράμματος, εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 21.

5.   Η περίοδος ισχύος της άδειας για εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) είναι ίσης διάρκειας με τη σύμβαση μεταξύ του εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair) και της οικογένειας υποδοχής σε περίπτωση που είναι μικρότερη του έτους ή για μέγιστο χρονικό διάστημα ενός έτους. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να επιτρέψουν άπαξ ανανέωση της άδειας για μέγιστο διάστημα έξι μηνών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της οικογένειας υποδοχής, εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 21.

6.   Η περίοδος ισχύος της άδειας για ασκουμένους είναι ίσης διάρκειας με τη σύμβαση πρακτικής άσκησης σε περίπτωση που είναι μικρότερη των έξι μηνών ή για μέγιστη διάρκεια έξι μηνών. Εάν η διάρκεια της σύμβασης είναι μεγαλύτερη των έξι μηνών, η διάρκεια ισχύος της άδειας είναι δυνατόν να αντιστοιχεί προς τη διάρκεια της σύμβασης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να επιτρέψουν άπαξ ανανέωση της άδειας για το διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση της πρακτικής άσκησης, εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 21.

7.   Η περίοδος ισχύος της άδειας για εθελοντές είναι ίσης διάρκειας με τη συμφωνία του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε περίπτωση που είναι μικρότερη του έτους ή για μέγιστο χρονικό διάστημα ενός έτους. Εάν η διάρκεια της συμφωνίας είναι μεγαλύτερη του έτους, η διάρκεια ισχύος της άδειας είναι δυνατόν να αντιστοιχεί προς τη διάρκεια της συμφωνίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

8.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν ότι, σε περίπτωση που η διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας είναι μικρότερη του έτους ή μικρότερη των δύο ετών σε περιπτώσεις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 και 2, η διάρκεια ισχύος της άδειας δεν υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου.

9.   Όπου τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και διαμονή κατά το πρώτο έτος με βάση θεώρηση μακράς διαμονής, η αίτηση για άδεια διαμονής υποβάλλεται προτού εκπνεύσει η θεώρηση μακράς διαμονής. Η άδεια διαμονής εκδίδεται εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 21.

Άρθρο 19

Πρόσθετες πληροφορίες

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγράφουν πρόσθετες πληροφορίες σε έντυπη μορφή ή να αποθηκεύουν τις πληροφορίες αυτές σε ηλεκτρονική μορφή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 και στο στοιχείο α) σημείο 16 του παραρτήματός του. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι δυνατόν να αφορούν τη διαμονή και, σε περιπτώσεις υπαγόμενες στο άρθρο 24 της παρούσας οδηγίας, τις οικονομικές δραστηριότητες του σπουδαστή και να περιλαμβάνουν ειδικότερα πλήρη κατάλογο των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να μεταβεί ο ερευνητής ή ο σπουδαστής στο πλαίσιο της κινητικότητας, ή σχετικές πληροφορίες για συγκεκριμένο ενωσιακό ή πολυμερές πρόγραμμα που περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας, ή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να προβλέπουν ότι οι πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αναγράφονται στη θεώρηση μακράς διαμονής, κατά τα οριζόμενα στο σημείο 12 του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου (22).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΟΓΟΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ, ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Ή ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ

Άρθρο 20

Λόγοι απόρριψης

1.   Τα κράτη μέλη απορρίπτουν αίτηση όταν:

α)

δεν πληρούνται οι γενικοί όροι που προβλέπει το άρθρο 7 ή οι σχετικοί ειδικοί όροι που προβλέπονται στα άρθρα 8, 11, 12, 13, 14 ή 16·

β)

τα προσκομισθέντα έγγραφα έχουν αποκτηθεί δολίως ή έχουν πλαστογραφηθεί ή άλλως νοθευτεί·

γ)

το οικείο κράτος μέλος επιτρέπει την εισδοχή μόνο μέσω εγκεκριμένου φορέα υποδοχής και ο φορέας υποδοχής δεν είναι εγκεκριμένος.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απορρίπτουν αίτηση όταν:

α)

ο φορέας υποδοχής, άλλος οργανισμός κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α), ένας τρίτος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η οικογένεια υποδοχής ή ο οργανισμός που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) δεν έχει εκπληρώσει τις κατά τον νόμο υποχρεώσεις του όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, τη φορολογία, τα εργατικά δικαιώματα ή τις εργασιακές συνθήκες·

β)

όπου ισχύει, οι όροι απασχόλησης που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή στις συλλογικές συμφωνίες ή πρακτικές του οικείου κράτους μέλους δεν πληρούνται από τον φορέα υποδοχής ή την οικογένεια υποδοχής που θα απασχολήσει τον υπήκοο τρίτης χώρας·

γ)

ο φορέας υποδοχής, άλλος οργανισμός κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α), ένας τρίτος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η οικογένεια υποδοχής ή ο οργανισμός που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) έχει υποστεί κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο για αδήλωτη εργασία ή παράνομη απασχόληση·

δ)

ο φορέας υποδοχής συστάθηκε ή δραστηριοποιείται με κύριο σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

ε)

κατά περίπτωση, η επιχείρηση του φορέα υποδοχής τελεί υπό εκκαθάριση ή έχει εκκαθαριστεί βάσει των εθνικών νόμων περί αφερεγγυότητας ή δεν πραγματοποιεί καμία οικονομική δραστηριότητα·

στ)

το κράτος μέλος έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής.

3.   Όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση εισδοχής για σύναψη σχέσης απασχόλησης σε ένα κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να εξακριβώνει κατά πόσο η εν λόγω θέση απασχόλησης θα μπορούσε να καταληφθεί από υπηκόους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους ή από άλλους υπηκόους της Ένωσης ή από υπηκόους της εν λόγω τρίτης χώρας που διαμένουν νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, και στην περίπτωση αυτή δύναται να απορρίπτει την αίτηση. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της αρχής της προτίμησης των πολιτών της Ένωσης, κατά τα δηλούμενα στις οικείες διατάξεις των σχετικών πράξεων προσχώρησης.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, κάθε απόφαση απόρριψης μιας αίτησης λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης και σέβεται την αρχή της αναλογικότητας.

Άρθρο 21

Λόγοι ανάκλησης ή μη ανανέωσης της άδειας

1.   Τα κράτη μέλη ανακαλούν ή, κατά περίπτωση, αρνούνται να ανανεώσουν άδεια όταν:

α)

ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν πληροί πλέον τους γενικούς όρους του άρθρου 7, εξαιρουμένου του άρθρου 7 παράγραφος 6, ή τους σχετικούς ειδικούς όρους που προβλέπονται στα άρθρα 8, 11, 12, 13, 14, 16 ή όρους που καθορίζονται στο άρθρο18·

β)

οι άδειες ή τα προσκομισθέντα έγγραφα έχουν αποκτηθεί δολίως ή έχουν πλαστογραφηθεί ή άλλως νοθευτεί·

γ)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιτρέπει την εισδοχή μόνο μέσω εγκεκριμένου φορέα υποδοχής και ο φορέας υποδοχής δεν είναι εγκεκριμένος·

δ)

ο υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έλαβε την άδεια διαμονής.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν την άδεια ή να αρνούνται την ανανέωσή της όταν:

α)

ο φορέας υποδοχής ή άλλος οργανισμός κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή ένας τρίτος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η οικογένεια υποδοχής ή ο οργανισμός που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) δεν έχει εκπληρώσει τις κατά τον νόμο υποχρεώσεις του όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, τη φορολογία, τα εργατικά δικαιώματα ή τις εργασιακές συνθήκες·

β)

όπου ισχύει, οι όροι απασχόλησης που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή στις συλλογικές συμφωνίες ή πρακτικές του οικείου κράτους μέλους δεν πληρούνται από τον φορέα υποδοχής ή την οικογένεια υποδοχής που απασχολεί τον υπήκοο τρίτης χώρας·

γ)

ο φορέας υποδοχής, άλλος οργανισμός κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α), ένας τρίτος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η οικογένεια υποδοχής ή ο οργανισμός που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair) έχει υποστεί κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο για αδήλωτη εργασία, ή παράνομη απασχόληση·

δ)

ο φορέας υποδοχής συστάθηκε ή δραστηριοποιείται με κύριο σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

ε)

κατά περίπτωση, η επιχείρηση του φορέα υποδοχής τελεί υπό εκκαθάριση ή έχει εκκαθαριστεί βάσει των εθνικών νόμων περί αφερεγγυότητας ή δεν πραγματοποιεί καμία οικονομική δραστηριότητα·

στ)

για τους σπουδαστές, όταν δεν τηρούνται οι προθεσμίες που επιβάλλονται για την πρόσβαση σε οικονομική δραστηριότητα δυνάμει του άρθρου 24 ή όταν ο σπουδαστής δεν σημειώνει ικανοποιητική πρόοδο στις σχετικές σπουδές κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο ή τη διοικητική πρακτική.

3.   Σε περίπτωση ανάκλησης, όταν διαπιστώνεται η έλλειψη προόδου στις σχετικές σπουδές κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 στοιχείο στ), το κράτος μέλος δύναται να ζητήσει τη γνώμη του φορέα υποδοχής.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν την άδεια ή να αρνούνται την ανανέωσή της για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

5.   Όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση ανανέωσης της άδειας με σκοπό να συνάψει ή να συνεχίσει να διατελεί σε σχέση απασχόλησης εντός κράτους μέλους, με εξαίρεση τον ερευνητή ο οποίος συνεχίζει τη σχέση απασχόλησης με τον ίδιο φορέα υποδοχής, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να εξακριβώνει κατά πόσον η εν λόγω θέση απασχόλησης θα μπορούσε να καταληφθεί από υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους ή από άλλους υπηκόους της Ένωσης ή από υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν επί μακρόν στο εν λόγω κράτος μέλος, και στην περίπτωση αυτή δύναται να αρνείται την ανανέωση της αίτησης. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της αρχής της προτίμησης των πολιτών της Ένωσης, κατά τα δηλούμενα στις οικείες διατάξεις των σχετικών πράξεων προσχώρησης.

6.   Σε περίπτωση που το κράτος μέλος σκοπεύει να ανακαλέσει ή να μην ανανεώσει την άδεια σπουδαστή κατά τα οριζόμενα στα σημεία α), γ), δ) ή ε) της παραγράφου 2, επιτρέπεται στον σπουδαστή να υποβάλει αίτηση προκειμένου να γίνει δεκτός από διαφορετικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για ισοδύναμο πρόγραμμα σπουδών, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Επιτρέπεται στον σπουδαστή να διαμείνει στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους έως ότου οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν σχετικά με την αίτησή του.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, κάθε απόφαση ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης μιας αίτησης λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης και σέβεται την αρχή της αναλογικότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Άρθρο 22

Ίση μεταχείριση

1.   Οι ερευνητές έχουν δικαίωμα ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 4 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν την ίση μεταχείριση όσον αφορά τους ερευνητές:

α)

βάσει του στοιχείου γ) του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ, αποκλείοντας επιδόματα και δάνεια σπουδών και διαβίωσης ή άλλα επιδόματα και δάνεια·

β)

βάσει του στοιχείου ε) του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ, μη χορηγώντας οικογενειακές παροχές στους ερευνητές που έχουν άδεια διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες·

γ)

βάσει του στοιχείου στ) του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ, περιορίζοντας την εφαρμογή της στις περιπτώσεις όπου ο δηλούμενος ή ο συνήθης τόπος διαμονής των μελών της οικογένειας του ερευνητή για τα οποία αξιώνει παροχές βρίσκεται στην επικράτεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

δ)

βάσει του στοιχείου ζ) του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ, περιορίζοντας την πρόσβαση στη στέγαση.

3.   Οι ασκούμενοι, οι εθελοντές και οι εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair), οσάκις θεωρούνται ότι διατελούν σε σχέση απασχόλησης εντός του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, και οι σπουδαστές δικαιούνται ίση μεταχείριση με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 4 της οδηγίας 2011/98/ΕΕ, υπό τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου.

4.   Οι ασκούμενοι, οι εθελοντές και οι εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair), όταν δεν θεωρούνται ότι διατελούν σε σχέση απασχόλησης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, και οι μαθητές δικαιούνται ίση μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών που τίθενται στη διάθεση του κοινού κατά τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο, καθώς και, κατά περίπτωση, όσον αφορά την αναγνώριση διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων επαγγελματικών προσόντων κατά τα προβλεπόμενα στις σχετικές εθνικές διαδικασίες.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην τους χορηγήσουν ίση μεταχείριση όσον αφορά τις διαδικασίες για απόκτηση στέγης και/ή υπηρεσίες που παρέχονται από δημόσιους οργανισμούς απασχόλησης κατά τα προβλεπόμενα στο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 23

Διδασκαλία από ερευνητές

Οι ερευνητές έχουν, πέραν των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων, τη δυνατότητα να διδάσκουν κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν έναν μέγιστο αριθμό ωρών ή ημερών για τη διδακτική δραστηριότητα.

Άρθρο 24

Οικονομικές δραστηριότητες σπουδαστών

1.   Εκτός ωραρίου σπουδών και με την επιφύλαξη των κανονισμών και προϋποθέσεων που εφαρμόζονται στη σχετική δραστηριότητα εντός του οικείου κράτους μέλους, επιτρέπεται στους σπουδαστές να ασκούν έμμισθη δραστηριότητα, ενδέχεται δε επίσης να τους επιτρέπεται η άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπει η παράγραφος 3.

2.   Εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα κράτη μέλη χορηγούν στους σπουδαστές και/ή στους εργοδότες εκ των προτέρων άδεια κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

3.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τον ανώτατο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών ή ετήσιο αριθμό ημερών ή μηνών κατά τις οποίες επιτρέπεται η δραστηριότητα αυτή και οι οποίες δεν είναι λιγότερες από 15 ώρες την εβδομάδα, ή το αντίστοιχό τους σε ημέρες ή μήνες κατ' έτος. Η κατάσταση της αγοράς εργασίας στο οικείο κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη.

Άρθρο 25

Παραμονή με σκοπό την αναζήτηση εργασίας ή την επιχειρηματικότητα για ερευνητές και σπουδαστές

1.   Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας ή των σπουδών, οι ερευνητές και οι σπουδαστές έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν στο έδαφος του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια δυνάμει του άρθρου 17, με βάση την άδεια διαμονής που προβλέπει η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου, για περίοδο εννέα τουλάχιστον μηνών προκειμένου να αναζητήσουν απασχόληση ή να συστήσουν επιχείρηση.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να καθορίσουν την ελάχιστη βαθμίδα σπουδών που θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει οι σπουδαστές ώστε να ωφεληθούν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω βαθμίδα δεν είναι ανώτερη από το επίπεδο 7 του ευρωπαϊκού πλαισίου επαγγελματικών προσόντων (23).

3.   Με σκοπό τη διαμονή σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη χορηγούν, κατόπιν αίτησης του ερευνητή ή του σπουδαστή, άδεια διαμονής στον υπήκοο τρίτης χώρας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του άρθρου 7 παράγραφος 1, του άρθρου 7 παράγραφος 6 και, κατά περίπτωση, του άρθρου 7 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη απαιτούν, για τους ερευνητές, επιβεβαίωση από τον φορέα υποδοχής για την ολοκλήρωση της ερευνητικής δραστηριότητας ή, για τους σπουδαστές, αποδεικτικό στοιχείο ότι απέκτησαν δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πιστοποιητικό ή άλλον τίτλο τυπικών προσόντων. Κατά περίπτωση και εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 26 εξακολουθούν να πληρούνται, η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο άδεια διαμονής ανανεώνεται αναλόγως.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απορρίπτουν μια αίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου όταν:

α)

δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 και, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 5·

β)

τα προσκομισθέντα έγγραφα έχουν αποκτηθεί δολίως ή έχουν πλαστογραφηθεί ή έχουν άλλως νοθευτεί.

5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν δυνάμει του παρόντος άρθρου η αίτηση του ερευνητή ή του σπουδαστή ή, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειας του ερευνητή να υποβάλλεται τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη λήξη της άδειας που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 17 ή 26.

6.   Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία της απόκτησης διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου τυπικών προσόντων ή η επιβεβαίωση του ερευνητικού οργανισμού για την ολοκλήρωση της ερευνητικής δραστηριότητας δεν είναι διαθέσιμα πριν από τη λήξη της άδειας που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 17, ενώ πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον υπήκοο τρίτης χώρας να παραμείνει στο έδαφός τους προκειμένου να υποβάλει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

7.   Μετά από τουλάχιστον τρεις μήνες από την έκδοση της άδειας διαμονής δυνάμει του παρόντος άρθρου από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το τελευταίο δύναται να απαιτεί από τους υπηκόους τρίτων χωρών να αποδείξουν ότι έχουν πραγματική πιθανότητα να προσληφθούν ή να συστήσουν επιχείρηση.

Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν η απασχόληση που αναζητεί ο υπήκοος τρίτης χώρας ή η επιχείρηση την οποία πρόκειται να συστήσει να αντιστοιχεί στη βαθμίδα της έρευνας ή των σπουδών που ολοκληρώθηκαν.

8.   Εφόσον οι όροι της παραγράφου 3 ή 7 δεν πληρούνται πλέον, τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειάς του κατά τα οριζόμενα στο εθνικό τους δίκαιο.

9.   Τα δεύτερα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν το παρόν άρθρο στους ερευνητές και, κατά περίπτωση, στα μέλη της οικογένειάς τους ή στους σπουδαστές που διαμένουν ή έχουν διαμείνει στο οικείο δεύτερο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 28, 29, 30 ή 31.

Άρθρο 26

Μέλη της οικογένειας ερευνητών

1.   Προκειμένου να επιτρέπεται στα μέλη της οικογένειας του ερευνητή να επανενωθούν με τον ερευνητή στο πρώτο κράτος μέλος ή, στην περίπτωση μακράς κινητικότητας, στο δεύτερο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 2003/86/ΕΚ με τις παρεκκλίσεις που ορίζει το παρόν άρθρο.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, η χορήγηση άδειας διαμονής στα μέλη της οικογένειας δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει ο ερευνητής εύλογη προοπτική απόκτησης δικαιώματος μόνιμης διαμονής και να έχει ελάχιστη περίοδο διαμονής.

3.   Κατά παρέκκλιση από το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 1 και από το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, οι προϋποθέσεις και τα μέτρα ενσωμάτωσης στα οποία αναφέρονται οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να εφαρμόζονται μόνον εφόσον έχει χορηγηθεί στους ενδιαφερομένους άδεια διαμονής.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, οι άδειες διαμονής για τα μέλη της οικογένειας χορηγούνται από κράτος μέλος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για οικογενειακή επανένωση, εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους εξετάζει την πλήρη αίτηση για τα μέλη της οικογένειας ταυτόχρονα με την αίτηση εισδοχής ή μακράς κινητικότητας για τον ερευνητή, σε περίπτωση που η αίτηση για τα μέλη της οικογένειας υποβάλλεται ταυτόχρονα. Η άδεια διαμονής για τα μέλη της οικογένειας χορηγείται μόνον εάν έχει χορηγηθεί στον ερευνητή άδεια σύμφωνα με το άρθρο 17.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, η διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας λήγει, κατά γενικό κανόνα, την ημερομηνία λήξης της άδειας του ερευνητή. Αυτό περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, άδειες που χορηγούνται στον ερευνητή προκειμένου για αναζήτηση απασχόλησης ή για επιχειρηματικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 25. Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν η διάρκεια ισχύος των ταξιδιωτικών εγγράφων των μελών της οικογένειας να καλύπτει τουλάχιστον τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής.

6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, το πρώτο κράτος μέλος ή, σε περίπτωση μακράς κινητικότητας, το δεύτερο κράτος μέλος δεν εφαρμόζει καμία προθεσμία όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας για τα μέλη οικογένειας, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως π.χ. ιδιαιτέρως υψηλά επίπεδα ανεργίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 27

Κινητικότητα εντός της ΕΕ

1.   Υπήκοος τρίτης χώρας κάτοχος έγκυρης άδειας διαμονής εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος με σκοπό τις σπουδές στο πλαίσιο ενωσιακού ή πολυμερούς προγράμματος που περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας, ή συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ή με σκοπό την έρευνα, επιτρέπεται να εισέλθει και να διαμείνει προκειμένου να πραγματοποιήσει μέρος των σπουδών ή της έρευνας σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη βάσει της εν λόγω άδειας και έγκυρου ταξιδιωτικού εγγράφου υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 28, 29 και 31 και με την επιφύλαξη του άρθρου 32.

2.   Κατά τη διάρκεια της κινητικότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι ερευνητές έχουν, πέραν των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων, τη δυνατότητα να διδάσκουν, οι δε σπουδαστές έχουν τη δυνατότητα, πέραν των σπουδών τους, να εργάζονται, σε ένα ή σε περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζουν τα άρθρα 23 και 24 αντιστοίχως.

3.   Όταν ο ερευνητής μετακινείται σε δεύτερο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 28 ή 29, τα μέλη της οικογένειας που διαθέτουν άδεια διαμονής εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 26 επιτρέπεται να συνοδεύουν τον ερευνητή στο πλαίσιο της κινητικότητας του ερευνητή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 30.

Άρθρο 28

Βραχεία κινητικότητα των ερευνητών

1.   Ερευνητές κάτοχοι έγκυρης άδειας εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δικαιούνται να διαμείνουν προκειμένου να πραγματοποιήσουν μέρος της έρευνάς τους σε οποιονδήποτε ερευνητικό οργανισμό ενός ή περισσότερων δεύτερων κρατών μελών για διάστημα το πολύ 180 ημερών εντός κάθε περιόδου 360 ημερών ανά κράτος μέλος, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζει το παρόν άρθρο.

2.   Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον ερευνητή, τον ερευνητικό οργανισμό στο πρώτο κράτος μέλος ή τον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος να κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του πρώτου κράτους μέλους και του δεύτερου κράτους μέλους την πρόθεση του ερευνητή να πραγματοποιήσει μέρος της έρευνάς του στον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος.

Στις περιπτώσεις αυτές το δεύτερο κράτος μέλος επιτρέπει να πραγματοποιείται η κοινοποίηση είτε:

α)

κατά τη στιγμή υποβολής της αίτησης στο πρώτο κράτος μέλος, εφόσον η κινητικότητα προς το δεύτερο κράτος μέλος προβλέπεται ήδη σε αυτό το στάδιο· ή

β)

αφού ο ερευνητής έχει γίνει δεκτός στο πρώτο κράτος μέλος, μόλις γίνει γνωστή η πρόθεση κινητικότητας προς το δεύτερο κράτος μέλος.

3.   Σε περίπτωση που η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), και εφόσον το δεύτερο κράτος μέλος δεν προβάλλει αντίρρηση ενώπιον του πρώτου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 7, η κινητικότητα του ερευνητή προς το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή εντός της διάρκειας ισχύος της άδειας.

4.   Σε περίπτωση που η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β), η κινητικότητα μπορεί να αρχίσει μετά την κοινοποίηση στο δεύτερο κράτος μέλος, άμεσα ή οποτεδήποτε στη συνέχεια, εντός της διάρκειας ισχύος της άδειας.

5.   Η κοινοποίηση περιλαμβάνει το έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), και την έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και καλύπτει το διάστημα της κινητικότητας.

6.   Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί η κοινοποίηση να περιλαμβάνει τη διαβίβαση των ακόλουθων εγγράφων και πληροφοριών:

α)

τη σύμβαση υποδοχής στο πρώτο κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10, ή, εάν το απαιτεί το δεύτερο κράτος μέλος, τη σύμβαση υποδοχής που έχει συναφθεί με τον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος·

β)

όταν δεν προσδιορίζεται στη σύμβαση υποδοχής, την προβλεπόμενη διάρκεια και τις ημερομηνίες της κινητικότητας·

γ)

αποδεικτικά στοιχεία ότι ο ερευνητής διαθέτει ασφάλιση ασθένειας για όλους τους κινδύνους που συνήθως καλύπτονται για τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

δ)

αποδεικτικά στοιχεία ότι κατά τη διαμονή του ο ερευνητής θα διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε), καθώς επίσης και για να καλύπτει τα έξοδα ταξιδίου τους προς το πρώτο κράτος μέλος, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο β).

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον κοινοποιούντα να γνωστοποιεί, πριν από την έναρξη της κινητικότητας, τη διεύθυνση του ερευνητή στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον κοινοποιούντα να υποβάλει τα έγγραφα σε επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

7.   Βάσει της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να διατυπώσει αντίρρηση όσον αφορά την κινητικότητα του ερευνητή προς το έδαφός του εντός 30 ημερών από την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης, εφόσον:

α)

δεν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 5 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 6·

β)

ισχύει ένας από τους λόγους απόρριψης που προβλέπονται στα στοιχεία β) ή γ) του άρθρου 20 παράγραφος 1 ή στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου·

γ)

έχει συμπληρωθεί η μέγιστη διάρκεια διαμονής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

8.   Οι ερευνητές που θεωρείται ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία δεν επιτρέπεται να εισέλθουν ή να διαμείνουν στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

9.   Οι αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του πρώτου κράτους μέλους και τον κοινοποιούντα γραπτώς σχετικά με την αντίρρησή τους για την κινητικότητα. Όταν το δεύτερο κράτος μέλος έχει αντίρρηση για την κινητικότητα σύμφωνα με την παράγραφο 7 και η κινητικότητα δεν έχει ακόμη λάβει χώρα, ο ερευνητής δεν επιτρέπεται να πραγματοποιήσει μέρος της έρευνας του στον ερευνητικό οργανισμό του δεύτερου κράτους μέλους. Σε περίπτωση που η κινητικότητα έχει ήδη αρχίσει, εφαρμόζεται το άρθρο 32 παράγραφος 4.

10.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την διατύπωση αντιρρήσεων, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει έγγραφο στον ερευνητή που βεβαιώνει ότι δικαιούται να παραμείνει στο έδαφός του και ότι απολαμβάνει τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 29

Μακρά κινητικότητα των ερευνητών

1.   Αναφορικά με τους ερευνητές που είναι κάτοχοι έγκυρης άδειας που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και οι οποίοι προτίθενται να παραμείνουν προκειμένου να πραγματοποιήσουν μέρος της έρευνάς τους σε ερευνητικό οργανισμό σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη για περισσότερες από 180 ημέρες ανά κράτος μέλος, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί:

α)

να εφαρμόσει το άρθρο 28 και να επιτρέψει στον ερευνητή να παραμείνει και να εργαστεί στο έδαφός του με βάση την άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και κατά τη διάρκεια ισχύος της· ή

β)

να εφαρμόσει τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 7.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να ορίζει μέγιστο χρονικό διάστημα της μακράς κινητικότητας του ερευνητή, το οποίο δεν είναι μικρότερο από 360 ημέρες.

2.   Σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτηση μακράς κινητικότητας:

α)

το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον ερευνητή, τον ερευνητικό οργανισμό στο πρώτο κράτος μέλος ή τον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος να διαβιβάσει τα ακόλουθα έγγραφα:

i)

έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), και έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος·

ii)

αποδεικτικά στοιχεία ότι ο ερευνητής διαθέτει ασφάλιση ασθένειας για όλους τους κινδύνους που συνήθως καλύπτονται για τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

iii)

αποδεικτικά στοιχεία ότι κατά τη διαμονή του ο ερευνητής θα διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε), καθώς επίσης και για να καλύπτει τα έξοδα ταξιδίου του προς το πρώτο κράτος μέλος, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο β)·

iv)

τη σύμβαση υποδοχής στο πρώτο κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10, ή, εάν το απαιτεί το δεύτερο κράτος μέλος, τη σύμβαση υποδοχής που έχει συναφθεί με τον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος·

v)

εφόσον δεν προσδιορίζεται σε κανένα από τα έγγραφα που υποβάλλει ο αιτών, την προβλεπόμενη διάρκεια και τις ημερομηνίες της κινητικότητας.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον αιτούντα να γνωστοποιήσει τη διεύθυνση του ενδιαφερόμενου ερευνητή στο έδαφός του. Όταν το εθνικό δίκαιο του δεύτερου κράτους μέλους απαιτεί να δηλωθεί διεύθυνση τη στιγμή της αίτησης και ο ερευνητής δεν γνωρίζει ακόμη τη μελλοντική του διεύθυνση, το εν λόγω κράτος μέλος αποδέχεται μια προσωρινή διεύθυνση. Σε αυτήν την περίπτωση ο ερευνητής γνωστοποιεί τη μόνιμη διεύθυνσή του το αργότερο κατά τον χρόνο έκδοσης της άδειας για μακρά κινητικότητα.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον αιτούντα να υποβάλει τα έγγραφα σε επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος·

β)

το δεύτερο κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση για την αίτηση μακράς κινητικότητας και κοινοποιεί την απόφαση γραπτώς στον αιτούντα το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 90 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η πλήρης αίτηση υποβλήθηκε στις αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους·

γ)

ο ερευνητής δεν υποχρεούται να εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών προκειμένου να υποβάλει την αίτηση και δεν υπόκειται σε υποχρέωση θεώρησης·

δ)

ο ερευνητής επιτρέπεται να πραγματοποιήσει τμήμα από την έρευνά του στον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος έως ότου ληφθεί απόφαση σχετικά με την αίτηση μακράς κινητικότητας από τις αρμόδιες αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

δεν έχουν λήξει ούτε η χρονική περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 ούτε η περίοδος ισχύος της άδειας που εκδόθηκε από το πρώτο κράτος μέλος· και

ii)

εάν το απαιτεί το δεύτερο κράτος μέλος, η πλήρης αίτηση έχει διαβιβαστεί στο δεύτερο κράτος μέλος τουλάχιστον 30 ημέρες πριν αρχίσει η μακρά κινητικότητα του ερευνητή·

ε)

η αίτηση μακράς κινητικότητας δεν μπορεί να υποβάλλεται ταυτόχρονα με την κοινοποίηση βραχείας κινητικότητας. Σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη για μακρά κινητικότητα μετά από την έναρξη της βραχείας κινητικότητας του ερευνητή, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί η αίτηση μακράς κινητικότητας τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη λήξη της βραχείας κινητικότητας.

3.   Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απορρίπτει αίτηση μακράς κινητικότητας όταν:

α)

δεν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 2 στοιχείο α)·

β)

ισχύει ένας από τους λόγους απόρριψης που προβλέπονται στο άρθρο 20, με την εξαίρεση της παραγράφου 1 στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου·

γ)

η άδεια του ερευνητή στο πρώτο κράτος μέλος λήγει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας· ή

δ)

ενδεχομένως, έχει συμπληρωθεί η μέγιστη διάρκεια διαμονής που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.

4.   Οι ερευνητές που θεωρείται ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία δεν επιτρέπεται να εισέλθουν ή να διαμείνουν στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

5.   Εφόσον το δεύτερο κράτος μέλος λάβει θετική απόφαση για την αίτηση μακράς κινητικότητας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο ερευνητής λαμβάνει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4. Το δεύτερο κράτος μέλος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές στο πρώτο κράτος μέλος σε περίπτωση που εκδώσει άδεια μακράς κινητικότητας.

6.   Το δεύτερο κράτος μέλους μπορεί να ανακαλέσει άδεια μακράς κινητικότητας όταν:

α)

δεν πληρούνται πλέον οι όροι της παραγράφου 2 στοιχείο α) ή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου· ή

β)

ισχύει ένας από τους λόγους ανάκλησης της άδειας που προβλέπονται στο άρθρο 21, με την εξαίρεση της παραγράφου 1 στοιχείο α), της παραγράφου 2 στοιχείο στ) και των παραγράφων 3, 5 και 6 του εν λόγω άρθρου.

7.   Όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση για μακρά κινητικότητα, εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 2 έως 5 του άρθρου 34.

Άρθρο 30

Κινητικότητα των μελών οικογενείας ερευνητών

1.   Τα μέλη της οικογένειας ερευνητή που είναι κάτοχος έγκυρης άδειας διαμονής που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος δικαιούνται να εισέρχονται και να διαμένουν σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη προκειμένου να συνοδεύουν τον ερευνητή.

2.   Όταν το δεύτερο κράτος μέλος εφαρμόζει τη διαδικασία κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2, απαιτεί τη διαβίβαση των ακολούθων εγγράφων και πληροφοριών:

α)

τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και τα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 6 του άρθρου 28 σχετικά με τα μέλη οικογενείας που συνοδεύουν τον ερευνητή·

β)

αποδεικτικά στοιχεία ότι το μέλος οικογενείας έχει διαμείνει ως μέλος της οικογένειας του ερευνητή στο πρώτο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 26.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον κοινοποιούντα να υποβάλει τα έγγραφα σε επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να διατυπώσει αντίρρηση όσον αφορά την κινητικότητα του μέλους της οικογένειας στο έδαφός του, όταν δεν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. Η παράγραφος 7 στοιχεία β) και γ) και η παράγραφος 9 του άρθρου 28 εφαρμόζονται σε αυτά τα μέλη οικογενείας αναλόγως.

3.   Όταν το δεύτερο κράτος μέλος εφαρμόζει τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο β), υποβάλλεται αίτηση από τον ερευνητή ή από τα μέλη της οικογένειάς του στις αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους. Το δεύτερο κράτος μέλος ζητεί από τον αιτούντα να διαβιβάσει τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες σε σχέση με τα μέλη της οικογένειάς του:

α)

τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημεία i), ii), iii) και v) σχετικά με τα μέλη οικογενείας που συνοδεύουν τον ερευνητή·

β)

αποδεικτικά στοιχεία ότι το μέλος οικογενείας έχει διαμείνει ως μέλος της οικογένειας του ερευνητή στο πρώτο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 26.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον αιτούντα να υποβάλει τα έγγραφα σε επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απορρίψει την αίτηση μακράς κινητικότητας του μέλους οικογενείας στην επικράτειά του, όταν δεν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. Τα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 2, τα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 3, η παράγραφος 5, το στοιχείο β) της παραγράφου 6 και η παράγραφος 7 του άρθρου 29 εφαρμόζονται σε αυτά τα μέλη οικογενείας αναλόγως.

Η διάρκεια ισχύος της άδειας κινητικότητας μακράς διάρκειας για τα μέλη οικογενείας, κατά γενικό κανόνα, λήγει την ημερομηνία λήξης της άδειας του ερευνητή που έχει εκδοθεί από το δεύτερο κράτος μέλος.

Η άδεια μακράς κινητικότητας για μέλη οικογενείας μπορεί να ανακαλείται ή να μην ανανεώνεται, εάν η άδεια μακράς κινητικότητας του ερευνητή που συνοδεύουν ανακληθεί ή δεν ανανεωθεί και δεν απολαμβάνουν αυτοτελές δικαίωμα διαμονής.

4.   Τα μέλη οικογενείας που θεωρείται ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία δεν επιτρέπεται να εισέλθουν ή να διαμείνουν στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

Άρθρο 31

Κινητικότητα των σπουδαστών

1.   Οι σπουδαστές που διαθέτουν έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και οι οποίοι συμμετέχουν σε ενωσιακό ή πολυμερές πρόγραμμα που περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας ή καλύπτονται από συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν το δικαίωμα να εισέρχονται και να διαμένουν προκειμένου να πραγματοποιήσουν μέρος των σπουδών τους σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ένα ή περισσότερα δεύτερα κράτη μέλη για περίοδο έως 360 ημερών ανά κράτος μέλος, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 10.

Σπουδαστής ο οποίος δεν καλύπτεται από ενωσιακό ή πολυμερές πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας ή από συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας για είσοδο και διαμονή σε δεύτερο κράτος μέλος με σκοπό να πραγματοποιήσει μέρος των σπουδών του σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 11.

2.   Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο πρώτο κράτος μέλος, το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο δεύτερο κράτος μέλος ή τον σπουδαστή να κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του πρώτου και του δεύτερου κράτους μέλους την πρόθεση του σπουδαστή να πραγματοποιήσει μέρος των σπουδών του στο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο δεύτερο κράτος μέλος.

Στις περιπτώσεις αυτές το δεύτερο κράτος μέλος επιτρέπει να πραγματοποιείται η κοινοποίηση είτε:

α)

κατά τη στιγμή υποβολής της αίτησης στο πρώτο κράτος μέλος, εφόσον η κινητικότητα προς το δεύτερο κράτος μέλος προβλέπεται ήδη σε αυτό το στάδιο· ή

β)

αφού ο σπουδαστής έχει γίνει δεκτός στο πρώτο κράτος μέλος, μόλις γίνει γνωστή η πρόθεση κινητικότητας προς το δεύτερο κράτος μέλος.

3.   Σε περίπτωση που η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), και εφόσον το δεύτερο κράτος μέλος δεν προβάλλει αντίρρηση ενώπιον του πρώτου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 7, η κινητικότητα του σπουδαστή προς το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να πραγματοποιηθεί οποτεδήποτε εντός της διάρκειας ισχύος της άδειας.

4.   Σε περίπτωση που η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β), και εφόσον το δεύτερο κράτος μέλος δεν προβάλλει αντίρρηση για την κινητικότητα του σπουδαστή σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 9, η κινητικότητα προς το δεύτερο κράτος μέλος θεωρείται ότι έχει εγκριθεί και μπορεί να πραγματοποιηθεί.

5.   Η κοινοποίηση περιλαμβάνει το έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), και την έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και καλύπτει το συνολικό διάστημα της κινητικότητας.

6.   Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί η κοινοποίηση να περιλαμβάνει τη διαβίβαση των ακόλουθων εγγράφων και πληροφοριών:

α)

αποδεικτικά στοιχεία ότι ο σπουδαστής πραγματοποιεί μέρος των σπουδών του στο δεύτερο κράτος μέλος στο πλαίσιο ενωσιακού ή πολυμερούς προγράμματος το οποίο περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας ή στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία ότι ο σπουδαστής έχει γίνει δεκτός από ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο δεύτερο κράτος μέλος·

β)

όταν δεν προσδιορίζεται στο πλαίσιο του στοιχείου α), την προβλεπόμενη διάρκεια και τις ημερομηνίες της κινητικότητας·

γ)

αποδεικτικά στοιχεία ότι ο σπουδαστής διαθέτει ασφάλιση ασθένειας για όλους τους κινδύνους που συνήθως καλύπτονται για τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

δ)

αποδεικτικά στοιχεία ότι κατά τη διαμονή του ο σπουδαστής θα διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε), τα έξοδα σπουδών του καθώς επίσης και τα έξοδα ταξιδίου του προς το πρώτο κράτος μέλος στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο β)·

ε)

αποδεικτικά στοιχεία ότι έχει καταβάλει τα τέλη εγγραφής που χρεώνει το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατά περίπτωση.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον κοινοποιούντα να γνωστοποιεί, πριν από την έναρξη της κινητικότητας, τη διεύθυνση του ενδιαφερόμενου σπουδαστή στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον κοινοποιούντα να υποβάλει τα έγγραφα σε επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

7.   Βάσει της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να διατυπώσει αντίρρηση όσον αφορά την κινητικότητα του σπουδαστή προς το έδαφός του εντός 30 ημερών από την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης, εφόσον:

α)

δεν πληρούνται οι όροι των παραγράφων 5 ή 6·

β)

ισχύει ένας από τους λόγους απόρριψης που προβλέπονται στα στοιχεία β) ή γ) του άρθρου 20 παράγραφος 1 ή στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου·

γ)

έχει συμπληρωθεί η μέγιστη διάρκεια διαμονής που ορίζεται στην παράγραφο 1.

8.   Οι σπουδαστές που θεωρείται ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία δεν επιτρέπεται να εισέλθουν ή να διαμείνουν στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους.

9.   Οι αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του πρώτου κράτους μέλους και τον κοινοποιούντα γραπτώς σχετικά με την αντίρρησή τους για την κινητικότητα. Όταν το δεύτερο κράτος μέλος έχει αντίρρηση για την κινητικότητα σύμφωνα με την παράγραφο 7, ο σπουδαστής δεν επιτρέπεται να πραγματοποιήσει μέρος των σπουδών του στο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του δεύτερου κράτους μέλους.

10.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη διατύπωση αντιρρήσεων, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει έγγραφο στον σπουδαστή που βεβαιώνει ότι δικαιούται να παραμείνει στο έδαφός του και απολαμβάνει τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 32

Διασφαλίσεις και κυρώσεις σε περιπτώσεις κινητικότητας

1.   Όταν η άδεια διαμονής με σκοπό την έρευνα ή τις σπουδές έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους που δεν εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν και ο ερευνητής ή ο σπουδαστής διέρχεται εξωτερικά σύνορα για να εισέλθει σε δεύτερο κράτος μέλος στο πλαίσιο κινητικότητας, οι αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους έχουν δικαίωμα να απαιτούν, ως αποδεικτικά στοιχεία της κινητικότητας, την έγκυρη άδεια που έχει εκδώσει το πρώτο κράτος μέλος και:

α)

αντίγραφο της κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 ή το άρθρο 31 παράγραφος 2· ή

β)

στην περίπτωση που το δεύτερο κράτος μέλος επιτρέπει κινητικότητα χωρίς κοινοποίηση, αποδεικτικά στοιχεία ότι ο σπουδαστής πραγματοποιεί μέρος των σπουδών του στο δεύτερο κράτος μέλος στο πλαίσιο ενωσιακού ή πολυμερούς προγράμματος το οποίο περιλαμβάνει μέτρα κινητικότητας ή στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή, όταν πρόκειται για ερευνητές, είτε αντίγραφο της σύμβασης υποδοχής που διευκρινίζει τις λεπτομέρειες όσον αφορά την κινητικότητα του ερευνητή είτε, όταν οι λεπτομέρειες της κινητικότητας δεν προσδιορίζονται στη σύμβαση υποδοχής, επιστολή από τον ερευνητικό οργανισμό στο δεύτερο κράτος μέλος η οποία προσδιορίζει τουλάχιστον τη διάρκεια της κινητικότητας εντός της Ένωσης και τον τόπο εγκατάστασης του ερευνητικού οργανισμού στο δεύτερο κράτος μέλος.

Όσον αφορά τα μέλη οικογενείας του ερευνητή, οι αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους έχουν δικαίωμα να απαιτούν ως απόδειξη της κινητικότητας την έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος και αντίγραφο της κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ή αποδεικτικά στοιχεία ότι συνοδεύουν τον ερευνητή.

2.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του πρώτου κράτους μέλους ανακαλέσουν την άδεια, ενημερώνουν, κατά περίπτωση, τις αρχές του δεύτερου κράτους μέλους.

3.   Το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί να ενημερώνεται από τον φορέα υποδοχής στο δεύτερο κράτος μέλος ή από τον ερευνητή ή από τον σπουδαστή για κάθε τροποποίηση που επηρεάζει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων έχει επιτραπεί η κινητικότητα.

4.   Σε περίπτωση που ο ερευνητής ή, κατά περίπτωση, τα μέλη της οικογένειάς του ή ο σπουδαστής δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις κινητικότητας:

α)

το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από τον ερευνητή και, κατά περίπτωση, τα μέλη της οικογένειάς του ή από τον σπουδαστή να παύσουν αμέσως κάθε δραστηριότητα και να εγκαταλείψουν το έδαφός του·

β)

το πρώτο κράτος μέλος, κατόπιν αιτήματος του δεύτερου κράτους μέλους, επιτρέπει την επιστροφή του ερευνητή και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειάς του ή του σπουδαστή χωρίς διατυπώσεις και χωρίς καθυστέρηση. Αυτό ισχύει και σε περίπτωση που η άδεια που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος έχει λήξει ή έχει ανακληθεί κατά τη διάρκεια της κινητικότητας στο δεύτερο κράτος μέλος.

5.   Όταν ο ερευνητής ή τα μέλη της οικογένειάς του ή ο σπουδαστής διέρχεται τα εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους που εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν, το εν λόγω κράτος μέλος συμβουλεύεται το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος αρνείται την είσοδο ή διατυπώνει αντίρρηση για την κινητικότητα προσώπων για τα οποία το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν περιέχει καταχωρίσεις με σκοπό την άρνηση εισόδου ή διαμονής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Άρθρο 33

Κυρώσεις κατά φορέων υποδοχής

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κυρώσεις κατά φορέων υποδοχής ή, στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 24, εργοδοτών που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 34

Διαδικαστικές εγγυήσεις και διαφάνεια

1.   Οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους εκδίδουν απόφαση σχετικά με την αίτηση χορήγησης ή ανανέωσης αδείας διαμονής και κοινοποιούν την απόφασή τους γραπτώς στον αιτούντα, σύμφωνα με τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία, το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της πλήρους αίτησης.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στην περίπτωση που η διαδικασία εισδοχής αφορά εγκεκριμένο φορέα υποδοχής, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 15, η απόφαση επί της πλήρους αιτήσεως λαμβάνεται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 60 ημερών.

3.   Εάν οι πληροφορίες ή τα δικαιολογητικά που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον αιτούντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, για τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται και ορίζουν εύλογη προθεσμία υποβολής τους. Η περίοδος που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2 αναστέλλεται μέχρις ότου οι αρμόδιες αρχές λάβουν τις απαιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες. Εάν οι συμπληρωματικές πληροφορίες ή τα συμπληρωματικά έγγραφα δεν προσκομισθούν εντός της προθεσμίας αυτής, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.

4.   Οι λόγοι της απόφασης με την οποία κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται αίτηση ή με την οποία δεν ανανεώνεται άδεια παρέχονται γραπτώς στον αιτούντα. Οι λόγοι για την απόφαση ανάκλησης αδείας παρέχονται γραπτώς στον υπήκοο τρίτης χώρας. Οι λόγοι για την απόφαση ανάκλησης αδείας μπορούν επίσης να παρέχονται γραπτώς στον φορέα υποδοχής.

5.   Κάθε απόφαση με την οποία κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται αίτηση ή με την οποία δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται άδεια υπόκειται σε ένδικα μέσα στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η γραπτή κοινοποίηση προσδιορίζει το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή ενώπιον των οποίων ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκήσει την προσφυγή.

Άρθρο 35

Διαφάνεια και πρόσβαση σε πληροφορίες

Τα κράτη μέλη καθιστούν εύκολα διαθέσιμες στους αιτούντες τις πληροφορίες σχετικά με όλα τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την υποβολή της αίτησης και πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεις και των διαδικαστικών εγγυήσεων για τους υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειάς τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, το επίπεδο των επαρκών μηνιαίων πόρων, συμπεριλαμβανομένων των πόρων που απαιτούνται για την κάλυψη του κόστους των σπουδών ή της πρακτικής άσκησης —χωρίς να θίγεται η εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης— και των σχετικών τελών.

Οι αρμόδιες αρχές σε κάθε κράτος μέλος δημοσιεύουν καταλόγους των εγκεκριμένων φορέων υποδοχής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Επικαιροποιημένες εκδόσεις των εν λόγω καταλόγων πρέπει να δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατόν μετά από κάθε μεταβολή τους.

Άρθρο 36

Τέλη

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους υπηκόους τρίτων χωρών και, κατά περίπτωση, τα μέλη των οικογενειών τους ή τους φορείς υποδοχής την καταβολή τελών για τη διεκπεραίωση των κοινοποιήσεων ή την εξέταση των αιτήσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Το ύψος αυτών των τελών δεν πρέπει να είναι υπερβολικό ή δυσανάλογο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 37

Συνεργασία μεταξύ σημείων επαφής

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν σημεία επαφής τα οποία συνεργάζονται αποτελεσματικά και είναι αρμόδια για την παραλαβή και τη διαβίβαση των πληροφοριών που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων 28 έως 32. Τα κράτη μέλη προκρίνουν την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών.

2.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη μέσω των εθνικών σημείων επαφής που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

σχετικά με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την κινητικότητα που προβλέπεται στα άρθρα 28 έως 31·

β)

κατά πόσον το συγκεκριμένο κράτος μέλος επιτρέπει μόνον την εισδοχή σπουδαστών και ερευνητών μέσω εγκεκριμένων ερευνητικών οργανισμών ή ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·

γ)

σχετικά με πολυμερή προγράμματα για σπουδαστές και ερευνητές που περιλαμβάνουν μέτρα κινητικότητας και συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Άρθρο 38

Στατιστικές

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των αδειών που εξέδωσαν για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και των κοινοποιήσεων που παρέλαβαν σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 ή το άρθρο 31 παράγραφος 2 και, στο μέτρο του δυνατού, σχετικά με τον αριθμό των υπηκόων τρίτων χωρών των οποίων οι άδειες ανανεώθηκαν ή ανακλήθηκαν. Με τον ίδιο τρόπο κοινοποιούνται στατιστικά στοιχεία για τα μέλη οικογενείας ερευνητών που έγιναν δεκτά. Τα στατιστικά στοιχεία κατανέμονται ανά ιθαγένεια και, στο μέτρο του δυνατού, ανά διάρκεια ισχύος των αδειών.

2.   Οι στατιστικές της παραγράφου 1 έχουν περίοδο αναφοράς ένα ημερολογιακό έτος και κοινοποιούνται στην Επιτροπή εντός έξι μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς. Το πρώτο έτος αναφοράς είναι το 2019.

3.   Οι στατιστικές της παραγράφου 1 κοινοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 862/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24).

Άρθρο 39

Υποβολή εκθέσεων

Ανά τακτά χρονικά διαστήματα και για πρώτη φορά στις 23 Μαΐου 2023 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη και προτείνει τροποποιήσεις, εφόσον κριθεί αναγκαίο.

Άρθρο 40

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο 23 Μαΐου 2018. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της αναφοράς και η διατύπωση της δήλωσης αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 41

Κατάργηση

Οι οδηγίες 2004/114/EΚ και 2005/71/ΕΚ καταργούνται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία από την τις 24 Μαΐου 2018, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα Ι μέρος B της παρούσας οδηγίας.

Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στις καταργηθείσες οδηγίες νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 43

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 341 της 21.11.2013, σ. 50.

(2)  ΕΕ C 114 της 15.4.2014, σ. 42.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 25 Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, της 10ης Μαρτίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία (ΕΕ L 375 της 23.12.2004, σ. 12).

(5)  Οδηγία 2005/71/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας (ΕΕ L 289 της 3.11.2005, σ. 15).

(6)  Οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ L 251 της 3.10.2003, σ. 12).

(7)  ΕΕ C 372 της 20.12.2011, σ. 36.

(8)  Οδηγία 2014/66/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεταιρικής μετάθεσης (ΕΕ L 157 της 27.5.2014, σ. 1).

(9)  Κανονισμος (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου της 9ης Μαρτίου 2016 περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 77 της 23.3.2016, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 381 της 28.12.2006, σ. 4).

(11)  Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98).

(12)  Οδηγία 2011/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους υπηκόους τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος (ΕΕ L 343 της 23.12.2011, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 344 της 29.12.2010, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών (ΕΕ L 157 της 15.6.2002, σ.1).

(16)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(17)  Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ L 337 της 20.12.2011, σ. 9).

(18)  Οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (ΕΕ L 212 της 7.8.2001, σ. 12).

(19)  Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ L 16 της 23.1.2004, σ. 44).

(20)  Οδηγία 2009/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης (ΕΕ L 155 της 18.6.2009, σ. 17).

(21)  Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1683/95 τον Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1995, για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου (ΕΕ L 164 της 14.7.1995, σ. 1).

(23)  Σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση του ευρωπαϊκού πλαισίου επαγγελματικών προσόντων για τη διά βίου μάθηση (ΕΕ C 111 της 6.5.2008, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 862/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 311/76 του Συμβουλίου περί τηρήσεως στατιστικών για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους (ΕΕ L 199 της 31.7.2007, σ. 23).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Μέρος Α

Καταργούμενες οδηγίες

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 41)

Οδηγία 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 375 της 23.12.2004, σ. 12)

Οδηγία 2005/71/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 289 της 3.11.2005, σ. 15)

Μέρος Β

Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και ημερομηνίες εφαρμογής

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 41)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

Ημερομηνία εφαρμογής

2004/114/ΕΚ

12.1.2007

 

2005/71/ΕΚ

12.10.2007

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακες αντιστοιχίας

Οδηγία 2004/114/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 στοιχείο β)

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 3 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 3 παράγραφοι 11 και 13

Άρθρο 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 3 παράγραφος 7

Άρθρο 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 3 παράγραφος 22

Άρθρο 3 παράγραφος 8

Άρθρο 3 παράγραφος 12

Άρθρο 3 παράγραφοι 14 έως 21

Άρθρο 3 παράγραφοι 23 και 24

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία ε) έως ζ)

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 6

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) και ε)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 7 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 8

Άρθρο 31

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 10 εισαγωγική φράση

Άρθρο 13 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 10 στοιχείο α)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 10 στοιχείο β)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 στοιχείο γ)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ)

Άρθρο 13 παράγραφοι 2 έως 4

Άρθρο 11 εισαγωγική φράση

Άρθρο 14 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση

Άρθρο 11 στοιχείο α)

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 11 στοιχείο β)

Άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 11 στοιχείο γ)

Άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 11 στοιχείο δ)

Άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 13

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Άρθρο 14

Άρθρο 18 παράγραφος 6

Άρθρο 15

Άρθρο 18 παράγραφος 7

Άρθρο 18 παράγραφοι 3, 5, 8 και 9

Άρθρα 16, 17 και 19

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Άρθρο 21 παράγραφοι 5 έως 7

Άρθρο 22 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 17 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 24

Άρθρο 27

Άρθρο 30

Άρθρα 32 και 33

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 34 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 19

Άρθρο 35 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 20

Άρθρο 36

Άρθρα 37 και 38

Άρθρο 21

Άρθρο 39

Άρθρα 22 έως 25

Άρθρα 40 έως 42

Άρθρο 26

Άρθρο 43

Παραρτήματα Ι και ΙΙ


Οδηγία 2005/71/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1 στοιχείο α)

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 3 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 9

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 10

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 3 παράγραφος 22

Άρθροs 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 7

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 35 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 6

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 7

Άρθρο 10 παράγραφος 8

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 10 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος (1)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 1 τελευταίο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 8

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 9

Άρθρο 26

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 23

Άρθρο 12

Άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 13

Άρθρα 28 και 29

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 34 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 34 παράγραφος 5

Άρθρο 16

Άρθρο 39

Άρθρα 17 έως 20

Άρθρο 21

Άρθρο 43


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/58


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/802 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (4) και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Στους στόχους της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ένωσης, όπως ορίζεται στα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον και, ιδίως, στο έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), και στο έβδομο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 1386/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), συγκαταλέγεται η επίτευξη επιπέδων ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα που δεν θα έχουν ουσιαστικές αρνητικές επιπτώσεις και κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

(3)

Το άρθρο 191 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος πρέπει να αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης.

(4)

Η παρούσα οδηγία ορίζει τη μέγιστη επιτρεπτή περιεκτικότητα σε θείο του βαρέος μαζούτ, του πετρελαίου εσωτερικής καύσης και των καυσίμων πλοίων που χρησιμοποιούνται στην Ένωση.

(5)

Οι εκπομπές από τη ναυτιλία που οφείλονται στη χρήση καυσίμων πλοίων με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο συντελούν στην ατμοσφαιρική ρύπανση με τη μορφή διοξειδίου του θείου και αιωρούμενων σωματιδίων, η οποία βλάπτει την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον και συμβάλλει στον σχηματισμό όξινων ιζημάτων. Χωρίς τα μέτρα που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, τα επίπεδα εκπομπών από τη ναυτιλία σύντομα θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα όλων των χερσαίων πηγών.

(6)

Η οξίνιση και το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του θείου βλάπτουν ευαίσθητα οικοσυστήματα, μειώνουν τη βιοποικιλότητα και υποβαθμίζουν τα ευχάριστα στοιχεία του περιβάλλοντος ενώ επίσης έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή και στην ανάπτυξη των δασών. Η όξινη βροχή στις πόλεις μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες στα κτίρια και στην αρχιτεκτονική κληρονομιά. H ρύπανση από το διοξείδιο του θείου μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στην ανθρώπινη υγεία, ιδίως στα τμήματα του πληθυσμού που υποφέρουν από αναπνευστικές παθήσεις.

(7)

Η οξίνιση είναι ένα διαμεθοριακό φαινόμενο το οποίο απαιτεί λύσεις σε ενωσιακό καθώς και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.

(8)

Οι εκπομπές διοξειδίου του θείου συμβάλλουν στον σχηματισμό αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα.

(9)

Η ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλούν τα ελλιμενισμένα πλοία αποτελεί μείζον πρόβλημα για τις πόλεις-λιμένες στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις οριακές τιμές της Ένωσης για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα.

(10)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ηλεκτροδότηση από την ξηρά, δεδομένου ότι η τροφοδότηση των σημερινών πλοίων με ηλεκτρική ενέργεια πραγματοποιείται κατά κανόνα από βοηθητικούς κινητήρες.

(11)

Η Ένωση και κάθε κράτος μέλος αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση της UNECE της 13ης Νοεμβρίου 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση. Το δεύτερο πρωτόκολλο UNECE για τη διαμεθοριακή ρύπανση από διοξείδιο του θείου ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του θείου σύμφωνα ή πέραν της μείωσης του 30 % που ορίζεται στο πρώτο πρωτόκολλο, και το δεύτερο πρωτόκολλο UNECE βασίζεται στην υπόθεση ότι θα συνεχισθεί η υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων και επιπέδων σε μερικές ευαίσθητες περιοχές. Θα χρειασθεί να ληφθούν και άλλα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου. Τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν συνεπώς να μειώσουν περαιτέρω σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του θείου.

(12)

Η φυσική παρουσία μικρών ποσοτήτων θείου στο πετρέλαιο και τους γαιάνθρακες έχει από δεκαετίες αναγνωρισθεί ως η σημαντικότερη πηγή εκπομπών διοξειδίου του θείου, οι οποίες αποτελούν μία από τις σπουδαιότερες αιτίες του φαινομένου της όξινης βροχής και μία από τις κύριες αιτίες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που εμφανίζεται σε πολλές αστικές και βιομηχανικές περιοχές.

(13)

Μελέτες κατέδειξαν ότι τα πλεονεκτήματα από τη μείωση των εκπομπών θείου διά της μειώσεως της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο θα είναι σε πολλές περιπτώσεις σημαντικά μεγαλύτερα σε σχέση με το κόστος για τη βιομηχανία δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η τεχνολογία για τη μείωση του επιπέδου του θείου των υγρών καυσίμων υπάρχει και είναι καλά εδραιωμένη.

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 193 ΣΛΕΕ, η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας προκειμένου να ενθαρρύνει την επίσπευση της εφαρμογής της όσον αφορά τη μέγιστη περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο, για παράδειγμα με την εφαρμογή μεθόδων μείωσης εκπομπών εκτός περιοχών ελέγχου των εκπομπών οξειδίων του θείου (SOx). Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με τις Συνθήκες και πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

(15)

Ένα κράτος μέλος, πριν τη θέσπιση νέων μέτρων ενισχυμένης προστασίας, θα πρέπει να κοινοποιεί τα σχέδια μέτρων στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(16)

Η ΣΛΕΕ απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εξόχως απόκεντρων περιοχών της Ένωσης, και κυρίως των γαλλικών υπερπόντιων διαμερισμάτων, των Αζορών, της Μαδέρας και των Καναρίων Νήσων.

(17)

Όσον αφορά το όριο περιεκτικότητας του βαρέος μαζούτ σε θείο, ενδείκνυται να προβλεφθούν παρεκκλίσεις για τα κράτη μέλη και τις περιοχές των οποίων οι περιβαλλοντικές συνθήκες επιτρέπουν παρόμοια παρέκκλιση.

(18)

Όσον αφορά τη θέσπιση ορίου περιεκτικότητας του βαρέος μαζούτ σε θείο, ενδείκνυται να προβλεφθούν επίσης παρεκκλίσεις για τη χρησιμοποίησή του σε εγκαταστάσεις καύσης οι οποίες συμμορφούνται με τις οριακές τιμές εκπομπών που θέτει η οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ή το παράρτημα V της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(19)

Όσον αφορά τις μονάδες καύσης διυλιστηρίων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) ή του άρθρου 3 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας, ο μέσος όρος εκπομπών διοξειδίων θείου αυτών των μονάδων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται από την οδηγία 2001/80/ΕΚ, ή το παράρτημα V της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, ή οποιασδήποτε μελλοντικής αναθεωρημένης μορφής των εν λόγω οδηγιών. Κατά την εφαρμογή αυτής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η αντικατάσταση από καύσιμα άλλα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν θα πρέπει να επιφέρει αύξηση εκπομπών των όξινων ρυπογόνων ουσιών.

(20)

Το 2008 ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΔΝΟ) εξέδωσε ψήφισμα για την τροποποίηση του παραρτήματος VI του πρωτοκόλλου του 1997 περί τροποποίησης της διεθνούς σύμβασης για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία, του 1973, όπως τροποποιήθηκε με το σχετικό πρωτόκολλο του 1978 (MARPOL), που περιλαμβάνει κανονισμούς για την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τα πλοία. Το αναθεωρημένο παράρτημα VI της MARPOL άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 2010.

(21)

Το αναθεωρημένο παράρτημα VI της MARPOL επιβάλλει, μεταξύ άλλων, αυστηρότερα όρια περιεκτικότητας των καυσίμων πλοίων σε θείο, τόσο στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx (1,00 % από την 1η Ιουλίου 2010 και 0,10 % από την 1η Ιανουαρίου 2015), όσο και στις θαλάσσιες περιοχές εκτός των περιοχών ελέγχου των εκπομπών SOx (3,50 % από την 1η Ιανουαρίου 2012 και, καταρχήν, 0,50 % από την 1η Ιανουαρίου 2020). Τα περισσότερα κράτη μέλη οφείλουν, βάσει των διεθνών τους δεσμεύσεων, να απαιτούν από τα πλοία να χρησιμοποιούν στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx καύσιμα μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο 1,00 % από την 1η Ιουλίου 2010. Για να διασφαλιστούν η συνοχή με το διεθνές δίκαιο και η ορθή εφαρμογή στην Ένωση των νέων προτύπων για το θείο που θεσπίστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συνάδει με το αναθεωρημένο παράρτημα VI της MARPOL. Για να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας των καυσίμων που χρησιμοποιούν τα πλοία προκειμένου να συμμορφωθούν με ρυθμίσεις που αφορούν είτε τα καύσιμα είτε την τεχνολογία, θα πρέπει να μην επιτρέπεται η χρήση στην Ένωση καυσίμων πλοίων των οποίων η περιεκτικότητα σε θείο υπερβαίνει το γενικό πρότυπο των 3,50 % κατά μάζα, εκτός αν αυτά τα καύσιμα παρέχονται σε πλοία τα οποία χρησιμοποιούν μεθόδους μείωσης των εκπομπών σε κλειστό σύστημα.

(22)

Η τροποποίηση του παραρτήματος VI της MARPOL όσον αφορά τις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx είναι δυνατή με βάση τις διαδικασίες του ΔΝΟ. Σε περίπτωση που επέλθουν περαιτέρω αλλαγές, συμπεριλαμβανομένων εξαιρέσεων, σε σχέση με την εφαρμογή των ορίων που ισχύουν στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, στο παράρτημα VI της MARPOL, η Επιτροπή θα πρέπει να τις εξετάσει και, αν είναι σκόπιμο, να υποβάλει χωρίς καθυστέρηση την αναγκαία πρόταση σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, προκειμένου η παρούσα οδηγία να ευθυγραμμιστεί πλήρως προς τους κανόνες του ΔΝΟ όσον αφορά τις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx.

(23)

Ο ορισμός νέων περιοχών ελέγχου των εκπομπών θα πρέπει να υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπει ο ΔΝΟ σύμφωνα με το παράρτημα VI της MARPOL, θα πρέπει να υποστηρίζεται με ισχυρά περιβαλλοντικά και οικονομικά επιχειρήματα και να τεκμηριώνεται με επιστημονικά στοιχεία.

(24)

Σύμφωνα με τον κανονισμό 18 του αναθεωρημένου παραρτήματος VI της MARPOL, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα καυσίμων πλοίων συμβατών με την παρούσα οδηγία.

(25)

Δεδομένης της παγκόσμιας διάστασης της περιβαλλοντικής πολιτικής και λαμβανομένων υπόψη των εκπομπών που προκαλούνται από τη ναυτιλία, θα πρέπει να οριστούν φιλόδοξα πρότυπα εκπομπών σε παγκόσμιο επίπεδο.

(26)

Στο πλαίσιο του ΔΝΟ, η Ένωση θα συνεχίζει να προωθεί περισσότερο αποτελεσματική προστασία των περιοχών που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις εκπομπές SOx καθώς και μείωση της γενικά καθιερωμένης οριακής τιμής για το πετρέλαιο δεξαμενών πλοίων.

(27)

Καθώς τα επιβατηγά πλοία δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον σε λιμένες ή κοντά σε παράκτιες περιοχές, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στα λιμάνια και στις ακτές, τα πλοία αυτά οφείλουν να χρησιμοποιούν καύσιμα με μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο 1,50 %, έως ότου ισχύουν αυστηρότερα πρότυπα για το θείο σε όλα τα πλοία που βρίσκονται σε χωρικά ύδατα, αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και ζώνες ελέγχου της ρύπανσης των κρατών μελών.

(28)

Για να διευκολυνθεί η μετάβαση σε νέες τεχνολογίες κινητήρων, με τους οποίους μπορούν να επιτευχθούν σημαντικές περαιτέρω μειώσεις των εκπομπών στον ναυτιλιακό κλάδο, η Επιτροπή θα πρέπει να διερευνήσει περαιτέρω δυνατότητες για να καταστεί δυνατή και να ενθαρρυνθεί η χρησιμοποίηση κινητήρων υγραερίου στα πλοία.

(29)

Για να επιτευχθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, είναι αναγκαία η ορθή επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων που αφορούν την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο. Η πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας 1999/32/ΕΚ έχει δείξει ότι είναι αναγκαίο να καταστεί αυστηρότερο το καθεστώς παρακολούθησης και επιβολής της τήρησής τους για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Προς τούτο, είναι απαραίτητο να διασφαλίσουν τα κράτη μέλη τη δειγματοληψία, με επαρκή συχνότητα και ακρίβεια, των καυσίμων πλοίων που διατίθενται στην αγορά ή χρησιμοποιούνται επί των πλοίων, καθώς και τον τακτικό έλεγχο των ημερολογίων και των δελτίων παράδοσης καυσίμου πλοίων. Είναι επίσης απαραίτητο τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σύστημα επιβολής αποτελεσματικών, ανάλογων με τον επιδιωκόμενο σκοπό και αποτρεπτικών κυρώσεων για μη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Για να εξασφαλιστεί περισσότερο διαφανής πληροφόρηση, είναι επίσης σκόπιμο να προβλεφθεί η δημοσιοποίηση του μητρώου τοπικών προμηθευτών καυσίμων πλοίων.

(30)

Η συμμόρφωση με τα χαμηλά όρια περιεκτικότητας των καυσίμων πλοίων σε θείο, ιδίως για τις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική άνοδο της τιμής των εν λόγω καυσίμων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, και να επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, τόσο των θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων έναντι άλλων τρόπων μεταφοράς, όσο και των βιομηχανιών των παράκτιων χωρών των περιοχών ελέγχου των εκπομπών SOx. Απαιτούνται κατάλληλες λύσεις για τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης των επηρεαζόμενων βιομηχανιών, όπως η παροχή της δυνατότητας χρήσης εναλλακτικών μεθόδων συμμόρφωσης με καλύτερη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με την τήρηση προτύπων για τα καύσιμα, καθώς και η παροχή στήριξης, ανάλογα με τις ανάγκες. Με βάση, μεταξύ άλλων, τις εκθέσεις των κρατών μελών, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο της συμμόρφωσης του ναυτιλιακού κλάδου με τα νέα ποιοτικά πρότυπα για τα καύσιμα, ιδίως ως προς τη δυνατότητα στροφής από τις θαλάσσιες στις χερσαίες μεταφορές, και θα πρέπει να προτείνει, αν είναι σκόπιμο, κατάλληλα μέτρα για την αναχαίτιση της τάσης αυτής.

(31)

Ο περιορισμός της μεταστροφής από τις θαλάσσιες στις χερσαίες μεταφορές έχει σημασία, δεδομένου ότι μια ενδεχόμενη αύξηση του μεριδίου των οδικών μεταφορών στο σύνολο των μεταφερόμενων εμπορευμάτων θα ήταν αντίθετη στους στόχους της Ένωσης όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και θα επιδείνωνε την κυκλοφοριακή συμφόρηση.

(32)

Το κόστος των νέων απαιτήσεων για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη στροφή από τις θαλάσσιες στις χερσαίες μεταφορές και θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών. Η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει πλήρως τα υπάρχοντα μέσα, όπως το Marco Polo και το διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών, για να προσφέρει στοχευμένη βοήθεια με στόχο την ελαχιστοποίηση του κινδύνου από την αλλαγή μεταφορικού μέσου. Τα κράτη μέλη μπορεί να κρίνουν αναγκαίο να προσφέρουν στήριξη στους φορείς εκμετάλλευσης που επηρεάζονται από την παρούσα οδηγία, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

(33)

Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, και με την επιφύλαξη μελλοντικών αλλαγών τους, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις σε φορείς εκμετάλλευσης που ζημιώνονται από την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων ενισχύσεων για τη μετασκευή υπαρχόντων πλοίων, εφόσον τα σχετικά μέτρα κριθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, ιδιαίτερα υπό το φως των ισχυουσών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη ότι η χρήση ορισμένων μεθόδων μείωσης των εκπομπών υπερβαίνει τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, διότι δεν μειώνει μόνο τις εκπομπές διοξειδίου του θείου αλλά και άλλες εκπομπές.

(34)

Θα πρέπει να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις μεθόδους μείωσης εκπομπών. Με τις εν λόγω μεθόδους είναι δυνατόν να επιτευχθούν τουλάχιστον ισοδύναμες ή και μεγαλύτερες μειώσεις εκπομπών απ' ό,τι με τη χρήση καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως, για παράδειγμα, στα θαλάσσια οικοσυστήματα, και ότι η ανάπτυξή τους υπόκειται στους κατάλληλους μηχανισμούς έγκρισης και ελέγχου. Θα πρέπει να αναγνωριστούν στην Ένωση οι ήδη γνωστές εναλλακτικές μέθοδοι, όπως είναι η χρήση συστημάτων καθαρισμού καυσαερίων επί των πλοίων, η χρήση μειγμάτων καυσίμου με υγροποιημένο φυσικό αέριο ή η χρήση βιοκαυσίμων. Είναι σημαντικό να προωθηθούν οι δοκιμές και η ανάπτυξη νέων μεθόδων μείωσης εκπομπών, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να περιοριστεί η στροφή από τις θαλάσσιες στις χερσαίες μεταφορές.

(35)

Οι μέθοδοι μείωσης των εκπομπών προσφέρουν δυνατότητες για σημαντικές μειώσεις εκπομπών. Η Επιτροπή θα πρέπει επομένως να προωθήσει τη δοκιμή και την ανάπτυξη τέτοιων τεχνολογιών, μεταξύ άλλων εξετάζοντας τη θέσπιση ενός συγχρηματοδοτούμενου κοινού προγράμματος με τη βιομηχανία, βασισμένου στις αρχές παρόμοιων προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα Clean Sky.

(36)

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους, θα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω μέτρα, τα οποία προσδιορίζονται στο έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, με τίτλο «Pollutant emission reduction from maritime transport and the sustainable waterborne transport toolbox» (Η μείωση των εκπομπών ρύπων από τις θαλάσσιες μεταφορές και τα μέσα για βιώσιμες πλωτές μεταφορές).

(37)

Σε περίπτωση διατάραξης της προσφοράς αργού πετρελαίου, προϊόντων πετρελαίου ή άλλων υδρογονανθράκων, η Επιτροπή ενδέχεται να επιτρέψει την εφαρμογή υψηλότερου ορίου στην επικράτεια ενός κράτους μέλους.

(38)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Θα πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή τακτικές εκθέσεις σχετικά με την περιεκτικότητα των υγρών καυσίμων σε θείο.

(39)

Η παρούσα οδηγία είναι σκόπιμο να περιλαμβάνει λεπτομερείς κατευθύνσεις όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή των εν λόγω εκθέσεων, ώστε να εξασφαλιστεί εναρμόνιση των υποβαλλόμενων στοιχείων.

(40)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά την τροποποίηση των ισοδύναμων τιμών εκπομπών και των κριτηρίων για τη χρήση των μεθόδων μείωσης των εκπομπών οι οποίες καθορίζονται στα παραρτήματα I και ΙΙ της παρούσας οδηγίας, ούτως ώστε να προσαρμόζονται με βάση την επιστημονική και τεχνική πρόοδο με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται απόλυτη συνέπεια προς τα αντίστοιχα μέσα του ΔΝΟ, καθώς και όσον αφορά την τροποποίηση του άρθρου 2 στοιχεία α) έως ε) και ιστ), του άρθρου 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i) και του άρθρου 13 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας προκειμένου να προσαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις με βάση την επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(41)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(42)

Είναι σκόπιμο η επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), να επικουρεί την Επιτροπή σε θέματα έγκρισης μεθόδων μείωσης των εκπομπών που δεν υπάγονται στην οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (12).

(43)

Η ύπαρξη αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων είναι σημαντική για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να περιλαμβάνουν στις κυρώσεις αυτές πρόστιμα υπολογιζόμενα με τρόπο που να εξασφαλίζει την αφαίρεση από τους υπευθύνους τουλάχιστον του οικονομικού οφέλους από την παράβασή τους και τη σταδιακή αύξηση των προστίμων αυτών σε περιπτώσεις υποτροπής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν τις σχετικές με τα πρόστιμα διατάξεις στην Επιτροπή.

(44)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα III μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου οι οποίες οφείλονται στην καύση ορισμένων τύπων υγρών καυσίμων και, εξ αυτού, η μείωση των επιβλαβών συνεπειών των εκπομπών αυτών στον άνθρωπο και το περιβάλλον.

2.   Η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου, οι οποίες οφείλονται στην καύση ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων πετρελαίου, επιτυγχάνεται με την επιβολή ορίων περιεκτικότητας των εν λόγω καυσίμων σε θείο, ως προϋπόθεση για τη χρήση τους εντός της επικράτειας, των χωρικών υδάτων και των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών ή των ζωνών ελέγχου της ρύπανσης των κρατών μελών.

Ωστόσο, οι περιορισμοί στην περιεκτικότητα σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων πετρελαίου, οι οποίοι θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν για:

α)

τα καύσιμα που προορίζονται για έρευνα και δοκιμές·

β)

τα καύσιμα που προορίζονται να υποστούν επεξεργασία πριν από την τελική καύση·

γ)

τα καύσιμα που προορίζονται να υποστούν επεξεργασία στη βιομηχανία διύλισης·

δ)

τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται και διατίθενται στην αγορά στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, εφόσον τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν ότι στις περιοχές αυτές:

i)

τηρούνται τα πρότυπα ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα,

ii)

το βαρύ μαζούτ δεν χρησιμοποιείται εάν η περιεκτικότητά του σε θείο υπερβαίνει το 3 % κατά μάζα·

ε)

τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται από πολεμικά πλοία και άλλα σκάφη που εκτελούν στρατιωτική υπηρεσία. Ωστόσο, με τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων τα οποία δεν δυσχεραίνουν την επιχειρησιακή δραστηριότητα ή ικανότητα των εν λόγω πλοίων, τα κράτη μέλη επιδιώκουν να διασφαλίζουν ότι τα πλοία αυτά λειτουργούν κατά τρόπο συμβιβαζόμενο με την παρούσα οδηγία, εφόσον αυτό είναι εύλογο και πρακτικά εφικτό·

στ)

οιαδήποτε χρήση καυσίμων σε σκάφος που είναι αναγκαία ειδικά για την ασφάλεια του πλοίου ή για τη διάσωση ανθρώπινων ζωών στη θάλασσα·

ζ)

οιαδήποτε χρήση καυσίμων σε πλοίο που καθίσταται αναγκαία λόγω βλάβης του σκάφους ή του εξοπλισμού του, υπό τον όρο ότι, μετά την εμφάνιση της βλάβης, έχουν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση των υπερβολικών εκπομπών και ότι λαμβάνονται, το ταχύτερο δυνατό, μέτρα για την αποκατάσταση της βλάβης. Τούτο δεν εφαρμόζεται εάν ο πλοιοκτήτης ή ο πλοίαρχος προκάλεσαν τη βλάβη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας·

η)

με την επιφύλαξη του άρθρου 5, τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται σε πλοία τα οποία εφαρμόζουν μεθόδους μείωσης των εκπομπών σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 10.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «βαρύ μαζούτ»:

i)

κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται σε κωδικό ΣΟ από 2710 19 51 έως 2710 19 68, 2710 20 31, 2710 20 35 ή 2710 20 39, ή

ii)

κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου [εκτός από το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που ορίζεται στο στοιχείο β) και εκτός από καύσιμα πλοίων όπως ορίζονται στα στοιχεία γ), δ) και ε), το οποίο, λόγω των ορίων απόσταξής του, υπάγεται στην κατηγορία των βαρέων ελαίων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα και του οποίου λιγότερο από 65 % κατ' όγκο (περιλαμβανομένων των απωλειών] αποστάζει σε θερμοκρασία 250 °C, με τη μέθοδο ASTM D86. Εάν η απόσταξη δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τη μέθοδο ΑSΤΜ D86, το πετρελαϊκό προϊόν ομοίως κατατάσσεται στην κατηγορία του βαρέος μαζούτ·

β)   «πετρέλαιο εσωτερικής καύσης»:

i)

κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 19 25, 2710 19 29, 2710 19 47, 2710 19 48, 2710 20 17 ή 2710 20 19, ή

ii)

κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, του οποίου λιγότερο από το 65 % κατ' όγκο (συμπεριλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 250 °C και του οποίου τουλάχιστον 85 % κατ' όγκο (συμπεριλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 350 °C με τη μέθοδο ASTM D86.

Τα πετρέλαια ντίζελ που ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) αποκλείονται από τον παρόντα ορισμό. Επίσης εξαιρούνται από τον ορισμό αυτό τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται από μη οδικά κινητά μηχανήματα και γεωργικούς ελκυστήρες·

γ)   «καύσιμο πλοίων»: κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που προορίζεται για πλοία ή χρησιμοποιείται επ' αυτών, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων που ορίζονται στο πρότυπο ISO 8217. Περιλαμβάνει κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που χρησιμοποιείται σε σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας ή σκάφη αναψυχής, όπως ορίζονται αντιστοίχως στο άρθρο 2 της οδηγίας 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 94/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), όταν τα σκάφη αυτά βρίσκονται στη θάλασσα·

δ)   «ντίζελ πλοίων»: κάθε καύσιμο πλοίων, όπως ορίζεται για την ποιότητα DMB στον πίνακα I του προτύπου ISO 8217, εξαιρουμένης της αναφοράς στην περιεκτικότητα σε θείο·

ε)   «πετρέλαιο εσωτερικής καύσης πλοίων: κάθε καύσιμο πλοίων, όπως ορίζεται για τις ποιό»τητες DMX, DMA και DMZ στον πίνακα I του προτύπου ISO 8217, εξαιρουμένης της αναφοράς στην περιεκτικότητα σε θείο·

στ)   «MARPOL»: η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία του 1973, όπως τροποποιήθηκε από το σχετικό πρωτόκολλο του 1978·

ζ)   «παράρτημα VI της MARPOL»: το παράρτημα, με τίτλο «Κανονισμοί για την πρόληψη ρύπανσης του αέρα από πλοία», το οποίο προστέθηκε από το πρωτόκολλο του 1997 στη MARPOL·

η)   «περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx»: θαλάσσιες περιοχές που ορίζονται με αυτό τον τρόπο από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) δυνάμει του παραρτήματος VI της MARPOL·

θ)   «επιβατηγά πλοία»: πλοία που μεταφέρουν περισσότερους από 12 επιβάτες· ως επιβάτης νοείται οιοδήποτε άτομο, εκτός από:

i)

τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος ή άλλα άτομα που απασχολούνται ή έχουν προσληφθεί υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στο πλοίο για τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου, και

ii)

παιδιά κάτω του ενός έτους·

ι)   «τακτικό δρομολόγιο»: σειρά διαπλεύσεων επιβατηγού πλοίου που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία μεταξύ των αυτών δύο ή περισσότερων λιμανιών, ή σειρά ταξιδιών από και προς το ίδιο λιμάνι χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, είτε:

i)

σύμφωνα με δημοσιευμένο πρόγραμμα δρομολογίων, είτε

ii)

όταν οι διαπλεύσεις είναι τόσο τακτικές ή συχνές που να συνιστούν αναγνωρίσιμο πρόγραμμα·

ια)   «πολεμικό πλοίο»: πλοίο το οποίο ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους και φέρει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τέτοια πλοία της εθνικότητάς του, υπό τη διοίκηση αξιωματικού δεόντως τοποθετημένου από την κυβέρνηση του κράτους και του οποίου το όνομα εμφαίνεται στη σχετική επετηρίδα ή ανάλογο πίνακα, και το οποίο πλοίο είναι επανδρωμένο με πλήρωμα που τελεί υπό κανονική στρατιωτική πειθαρχία·

ιβ)   «ελλιμενισμένα πλοία»: πλοία που βρίσκονται ασφαλώς προσδεδεμένα ή αγκυροβολημένα σε ενωσιακό λιμένα κατά τη διάρκεια της παραμονής τους για φόρτωση, εκφόρτωση ή διανυκτέρευση, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που διανύουν όταν δεν εκτελούν εργασίες φορτοεκφόρτωσης·

ιγ)   «διάθεση στην αγορά»: η προμήθεια ή η διάθεση σε τρίτους, επί πληρωμή ή δωρεάν, οπουδήποτε εντός της δικαιοδοσίας των κρατών μελών, καυσίμων πλοίων προς καύση επ' αυτών. Εξαιρείται η προμήθεια ή η διάθεση καυσίμων πλοίων προς εξαγωγή στις δεξαμενές φορτίου των πλοίων·

ιδ)   «εξόχως απόκεντρες περιοχές»: τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα, οι Αζόρες, η Μαδέρα και οι Κανάριες Νήσοι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 349 ΣΛΕΕ ·

ιε)   «μέθοδος μείωσης εκπομπών»: κάθε εξάρτημα, υλικό, συσκευή ή όργανο προς εγκατάσταση σε πλοίο, ή άλλη διαδικασία, εναλλακτικό καύσιμο ή μέθοδος συμμόρφωσης, τα οποία χρησιμοποιούνται αντί του καυσίμου χαμηλής περιεκτικότητας σε πλοίο που πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και είναι δυνατόν να εξακριβωθούν, να ποσοτικοποιηθούν και να επιβληθούν·

ιστ)   «μέθοδος ASTM»: οι μέθοδοι οι οποίες έχουν καθοριστεί από την αμερικανική εταιρεία δοκιμών υλικών στην έκδοση 1976 των προτύπων ορισμών και προδιαγραφών για τα πετρελαϊκά και τα λιπαντικά προϊόντα·

ιζ)   «μονάδα καύσης»: οποιαδήποτε τεχνική συσκευή εντός της οποίας διενεργείται η οξείδωση των καυσίμων προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η εκλυόμενη θερμότητα.

Άρθρο 3

Μέγιστη περιεκτικότητα του βαρέος μαζούτ σε θείο

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν χρησιμοποιείται στην επικράτειά τους βαρύ μαζούτ περιεκτικότητας σε θείο άνω του 1,00 %κατά μάζα.

2.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 και με την επιφύλαξη της κατάλληλης παρακολούθησης των εκπομπών από τις αρμόδιες αρχές, η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στο βαρύ μαζούτ που χρησιμοποιείται:

α)

σε μονάδες καύσης οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/80/ΕΚ, υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 ή 2 ή του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχείο α) της εν λόγω οδηγίας και τηρούν τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου που καθορίζονται για τις εγκαταστάσεις αυτές στην ίδια οδηγία·

β)

σε μονάδες καύσης οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/80/ΕΚ και υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχείο β) και του άρθρου 4 παράγραφος 6 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον ο μηνιαίος μέσος όρος των οικείων εκπομπών διοξειδίου του θείου δεν υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3, με κατ' όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο 3 % επί ξηρού·

γ)

σε μονάδες καύσης οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των στοιχείων α) και β), εφόσον ο μηνιαίος μέσος όρος των οικείων εκπομπών διοξειδίου του θείου δεν υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3, με κατ' όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο 3 % επί ξηρού·

δ)

για καύση σε διυλιστήρια, εφόσον ο μηνιαίος μέσος όρος των εκπομπών διοξειδίου του θείου όλων των μονάδων καύσης που περιλαμβάνει το διυλιστήριο, εξαιρουμένων εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των στοιχείων α) και β), των αεριοστροβίλων και των αεριοκίνητων μηχανών, δεν υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3, με κατ' όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο 3 % επί ξηρού, ανεξαρτήτως του τύπου του χρησιμοποιούμενου καυσίμου ή συνδυασμού καυσίμων.

3.   Από την 1η Ιανουαρίου 2016 και με την επιφύλαξη της κατάλληλης παρακολούθησης των εκπομπών από τις αρμόδιες αρχές, η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στο βαρύ μαζούτ που χρησιμοποιείται:

α)

σε μονάδες καύσης οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2010/75/ΕΕ και τηρούν τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου που καθορίζονται για τις εγκαταστάσεις αυτές στο παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας ή, στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με την ίδια οδηγία, δεν έχουν εφαρμογή οι οριακές αυτές τιμές εκπομπών, εφόσον ο μηνιαίος μέσος όρος των οικείων εκπομπών διοξειδίου του θείου δεν υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3, με κατ' όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο 3 % επί ξηρού·

β)

σε μονάδες καύσης οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου α), εφόσον ο μηνιαίος μέσος όρος των οικείων εκπομπών διοξειδίου του θείου δεν υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3, με κατ' όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο 3 % επί ξηρού·

γ)

για καύση σε διυλιστήρια, εφόσον ο μηνιαίος μέσος όρος των εκπομπών διοξειδίου του θείου όλων των μονάδων καύσης που περιλαμβάνει το διυλιστήριο, εξαιρουμένων εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου α), των αεριοστροβίλων και των αεριοκίνητων μηχανών, δεν υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3, με κατ' όγκο περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο 3 % επί ξηρού, ανεξαρτήτως του τύπου του χρησιμοποιούμενου καυσίμου ή συνδυασμού καυσίμων.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι καμία μονάδα καύσης στην οποία χρησιμοποιείται βαρύ μαζούτ με συγκέντρωση θείου μεγαλύτερη από την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 δεν λειτουργεί χωρίς άδεια εκδιδόμενη από αρμόδια αρχή, στην οποία καθορίζονται οι οριακές τιμές εκπομπών.

Άρθρο 4

Μέγιστη περιεκτικότητα του πετρελαίου εσωτερικής καύσης σε θείο

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν χρησιμοποιείται στην επικράτειά τους πετρέλαιο εσωτερικής καύσης περιεκτικότητας σε θείο άνω του 0,10 % κατά μάζα.

Άρθρο 5

Μέγιστη περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν χρησιμοποιούνται στην επικράτειά τους καύσιμα πλοίων περιεκτικότητας σε θείο άνω του 3,50 % κατά μάζα, εκτός από τα καύσιμα που προορίζονται για τον εφοδιασμό πλοίων τα οποία χρησιμοποιούν τις μεθόδους μείωσης των εκπομπών που αναφέρονται στο άρθρο 8, σε κλειστό σύστημα.

Άρθρο 6

Μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων πλοίων που χρησιμοποιούνται στα χωρικά ύδατα στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και στις ζώνες ελέγχου της ρύπανσης των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών ελέγχου των εκπομπών SΟx, καθώς και από επιβατηγά πλοία που εκτελούν τακτικά δρομολόγια προς ή από λιμένες της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι στα οικεία χωρικά ύδατα, αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και ζώνες ελέγχου της ρύπανσης, δεν χρησιμοποιούνται καύσιμα πλοίων με κατά μάζα περιεκτικότητα σε θείο άνω του:

α)

3,50 % από την 18η Ιουνίου 2014·

β)

0,50 % από την 1η Ιανουαρίου 2020.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 5 του παρόντος άρθρου, και του άρθρου 7, η παρούσα παράγραφος ισχύει για όλα τα σκάφη ανεξαρτήτως σημαίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων o πλους αρχίζει εκτός της Ένωσης.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι στα οικεία χωρικά ύδατα, αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και ζώνες ελέγχου της ρύπανσης που ανήκουν σε περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx δεν χρησιμοποιούνται καύσιμα πλοίων με κατά μάζα περιεκτικότητα σε θείο άνω του:

α)

1,00 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014·

β)

0,10 % από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει για όλα τα σκάφη ανεξαρτήτως σημαίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων o πλους αρχίζει εκτός της Ένωσης.

Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιεσδήποτε μελλοντικές αλλαγές στις απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο VI της MARPOL, που εφαρμόζονται μέσα στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, και, αν είναι σκόπιμο, υποβάλλει προτάσεις για την αντίστοιχη τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.

3.   Η ημερομηνία εφαρμογής για την παράγραφο 2 για οιεσδήποτε νέες θαλάσσιες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων, οι οποίες καθορίζονται από τον ΔΝΟ ως περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx σύμφωνα με τον κανονισμό 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παραρτήματος VI της MARPOL είναι 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθορισμού.

4.   Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την επιβολή της εφαρμογής της παραγράφου 2 τουλάχιστον όσον αφορά:

τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους, και

στην περίπτωση κρατών μελών που συνορεύουν με περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, τα σκάφη κάθε σημαίας ενόσω βρίσκονται στους λιμένες τους.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβαίνουν σε πρόσθετες ενέργειες επιβολής του νόμου για άλλα σκάφη, σύμφωνα με το διεθνές ναυτιλιακό δίκαιο.

5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι στα οικεία χωρικά ύδατα, αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και ζώνες ελέγχου της ρύπανσης που δεν ανήκουν σε περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν τακτικά δρομολόγια προς ή από λιμένες της Ένωσης δεν χρησιμοποιούν καύσιμα πλοίων με περιεκτικότητα σε θείο άνω του 1,50 % κατά μάζα έως την 1η Ιανουαρίου 2020.

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την επιβολή της εφαρμογής της απαίτησης αυτής τουλάχιστον όσον αφορά τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους και τα σκάφη κάθε σημαίας ενόσω βρίσκονται στους λιμένες τους.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν την ορθή συμπλήρωση των ημερολογίων των πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών αλλαγής καυσίμου.

7.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα προώθησης της διαθεσιμότητας καυσίμων πλοίων που συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία και πληροφορούν την Επιτροπή για τη διαθεσιμότητα των εν λόγω καυσίμων πλοίων στους λιμένες και τους σταθμούς τους.

8.   Εάν κράτος μέλος διαπιστώσει ότι κάποιο πλοίο δεν συμμορφώνεται με τα πρότυπα για καύσιμα πλοίων με την παρούσα οδηγία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους δικαιούται να απαιτήσει από το πλοίο:

α)

να παρουσιάσει μητρώο των ενεργειών που αναλήφθησαν στην προσπάθεια για επίτευξη συμμόρφωσης· και

β)

να παρέχει στοιχεία ότι προσπάθησε να αγοράσει καύσιμα πλοίου που συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, ακολουθώντας το σχέδιο πλου του και, αν δεν υπήρχαν διαθέσιμα καύσιμα εκεί όπου είχε σχεδιασθεί, ότι έγιναν προσπάθειες να εντοπιστούν εναλλακτικές πηγές για αυτά τα καύσιμα και ότι, παρά τις βέλτιστες προσπάθειες να ληφθούν καύσιμα πλοίων που συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, δεν υπήρχαν διαθέσιμα για αγορά παρόμοια καύσιμα πλοίων.

Δεν απαιτείται από το πλοίο να παρεκκλίνει από τον σχεδιασμένο πλου του ή να καθυστερεί αδικαιολόγητα το ταξίδι του για να επιτύχει τη συμμόρφωση.

Αν ένα πλοίο παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη όλες τις συναφείς περιστάσεις και τα στοιχεία που υποβάλλονται ώστε να προσδιορισθούν οι κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να γίνουν, συμπεριλαμβανομένης της μη λήψης μέτρων ελέγχου.

Όταν ένα πλοίο αδυνατεί να αγοράσει καύσιμα που συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, ενημερώνει τη διοίκηση της χώρας στην οποία είναι νηολογημένο και τις αρμόδιες αρχές του λιμένα προορισμού.

Το κράτος στο οποίο ανήκει ο λιμένας ενημερώνει την Επιτροπή όταν ένα πλοίο έχει χορηγήσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την έλλειψη διαθεσιμότητας καυσίμων πλοίων που συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία.

9.   Σύμφωνα με τον κανονισμό 18 του παραρτήματος VI της MARPOL, τα κράτη μέλη:

α)

διατηρούν μητρώο τοπικών προμηθευτών καυσίμων πλοίων, το οποίο δημοσιοποιείται·

β)

εξασφαλίζουν ότι η περιεκτικότητα σε θείο όλων των καυσίμων πλοίων που πωλούνται στην επικράτειά τους βεβαιώνεται από τον προμηθευτή σε δελτίο παράδοσης καυσίμων, το οποίο συνοδεύεται από σφραγισμένο δείγμα που φέρει την υπογραφή του αντιπροσώπου του παραλαμβάνοντος πλοίου·

γ)

λαμβάνουν μέτρα κατά των προμηθευτών καυσίμων πλοίων για τους οποίους διαπιστώνεται ότι παραδίδουν καύσιμα τα οποία δεν συμμορφώνονται με όσα δηλώνονται στο δελτίο παράδοσης καυσίμων·

δ)

εξασφαλίζουν τη λήψη διορθωτικών μέτρων ώστε τα καύσιμα πλοίων που δεν πληρούν τις προδιαγραφές να συμμορφώνονται με αυτές.

10.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν διατίθεται στην αγορά της επικράτειάς τους ντίζελ πλοίων με περιεκτικότητα σε θείο άνω του 1,50 % κατά μάζα.

Άρθρο 7

Μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων πλοίων που χρησιμοποιούνται από σκάφη ελλιμενισμένα σε λιμένες της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι στα σκάφη που είναι ελλιμενισμένα σε λιμένες της Ένωσης δεν χρησιμοποιούνται καύσιμα πλοίων περιεκτικότητας σε θείο άνω του 0,10 % κατά μάζα, παρέχοντας επαρκή χρόνο ώστε το πλήρωμα να ολοκληρώνει κάθε αναγκαία εργασία αλλαγής καυσίμου το συντομότερο δυνατόν μετά την άφιξη στη θέση ελλιμενισμού και όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην αναχώρηση.

Τα κράτη μέλη απαιτούν να καταχωρίζεται στα ημερολόγια των πλοίων ο χρόνος εκτέλεσης κάθε εργασίας αλλαγής καυσίμων.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:

α)

όταν, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα προγράμματα δρομολογίων, τα πλοία αναμένεται να παραμείνουν ελλιμενισμένα για διάστημα μικρότερο από δύο ώρες·

β)

στα πλοία που, κατά τη διάρκεια του ελλιμενισμού τους, διακόπτουν τη λειτουργία όλων των μηχανών και τροφοδοτούνται με ηλεκτρική ενέργεια από την ξηρά.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν διατίθεται στην αγορά της επικράτειάς τους πετρέλαιο εσωτερικής καύσης για πλοία με περιεκτικότητα σε θείο άνω του 0,10 % κατά μάζα.

Άρθρο 8

Μέθοδοι μείωσης εκπομπών

1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη χρήση μεθόδων μείωσης εκπομπών από τα πλοία με οποιαδήποτε σημαία που βρίσκονται στους λιμένες, στα χωρικά ύδατα, στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και στις ζώνες ελέγχου της ρύπανσης αυτών, εναλλακτικά της χρήσης καυσίμων πλοίων που πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 7.

2.   Τα πλοία που χρησιμοποιούν τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 μεθόδους μείωσης εκπομπών επιτυγχάνουν συνεχώς μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του θείου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη χρήση καυσίμων πλοίων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 7. Οι ισοδύναμες τιμές εκπομπών προσδιορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I.

3.   Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, ως εναλλακτική λύση για τη μείωση των εκπομπών, τη χρήση συστημάτων παροχής ενέργειας από την ξηρά για τα ελλιμενισμένα πλοία.

4.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 μέθοδοι μείωσης των εκπομπών πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις του παραρτήματος II.

5.   Όταν αυτό δικαιολογείται με βάση την επιστημονική και την τεχνική πρόοδο όσον αφορά εναλλακτικές μεθόδους μείωσης των εκπομπών και με τρόπο που να εξασφαλίζει αυστηρή συμμόρφωση προς τα αντίστοιχα μέσα και πρότυπα που έχει υιοθετήσει ο ΔΝΟ:

α)

ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων κατ' εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 16, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ·

β)

η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των λεπτομερών απαιτήσεων παρακολούθησης των εκπομπών, όπου είναι σκόπιμο. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Έγκριση μεθόδων μείωσης εκπομπών προς χρήση σε πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους

1.   Οι μέθοδοι μείωσης εκπομπών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/98/ΕΚ εγκρίνονται σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

2.   Οι μέθοδοι μείωσης των εκπομπών που δεν υπάγονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, λαμβανομένων υπόψη:

α)

των κατευθυντήριων γραμμών του ΔΝΟ·

β)

των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών που έχουν διεξαχθεί δυνάμει του άρθρου 10·

γ)

των αποτελεσμάτων στο περιβάλλον, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι εφικτές μειώσεις των εκπομπών, και των επιπτώσεων στα οικοσυστήματα περίκλειστων λιμένων, αγκυροβολίων και εκβολών ποταμών· και

δ)

της δυνατότητας παρακολούθησης και εξακρίβωσης.

Άρθρο 10

Δοκιμές νέων μεθόδων μείωσης των εκπομπών

Τα κράτη μέλη μπορούν, σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη, όταν είναι σκόπιμο, να εγκρίνουν δοκιμές μεθόδων μείωσης των εκπομπών σε σκάφη που φέρουν τη σημαία τους ή σε θαλάσσιες περιοχές που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. Κατά τις δοκιμές αυτές, δεν είναι υποχρεωτική η χρήση καυσίμων πλοίων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 7, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή και κάθε ενδιαφερόμενο κράτος λιμένα ειδοποιούνται εγγράφως, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την έναρξη των δοκιμών·

β)

η διάρκεια ισχύος των αδειών για τις δοκιμές δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες·

γ)

όλα τα πλοία που συμμετέχουν στις δοκιμές είναι εφοδιασμένα με απαραβίαστο εξοπλισμό για τη συνεχή παρακολούθηση των εκπομπών αερίων από την καπνοδόχο, τον οποίο χρησιμοποιούν σε όλη τη διάρκεια των δοκιμών·

δ)

όλα τα πλοία που συμμετέχουν στις δοκιμές επιτυγχάνουν μειώσεις των εκπομπών τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω των ορίων περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο τα οποία καθορίζονται στην παρούσα οδηγία·

ε)

εφαρμόζονται κατάλληλα συστήματα διαχείρισης αποβλήτων, για όλα τα απόβλητα που προκύπτουν από τις μεθόδους μείωσης των εκπομπών σε όλη τη διάρκεια των δοκιμών·

στ)

διενεργείται εκτίμηση των επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον, ιδίως στα οικοσυστήματα περίκλειστων λιμένων, αγκυροβολίων και εκβολών ποταμών σε όλη τη διάρκεια των δοκιμών· και

ζ)

παρέχονται στην Επιτροπή και δημοσιεύονται πλήρη αποτελέσματα εντός έξι μηνών από το τέλος των δοκιμών.

Άρθρο 11

Οικονομικά μέτρα

Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν οικονομικά μέτρα υπέρ των φορέων εκμετάλλευσης που ζημιώνονται από την παρούσα οδηγία, εφόσον τα μέτρα αυτά είναι σύμφωνα προς τους ισχύοντες και τους υπό έγκριση εθνικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις στον συγκεκριμένο τομέα.

Άρθρο 12

Αλλαγή στην προμήθεια καυσίμων

Εάν, ως αποτέλεσμα ξαφνικής αλλαγής στην προμήθεια αργού πετρελαίου, προϊόντων πετρελαίου ή άλλων υδρογονανθράκων καταστεί δυσχερής για ένα κράτος μέλος η εφαρμογή των ορίων μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4, το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει την εφαρμογή υψηλότερου ορίου εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους για περίοδο όχι μεγαλύτερη των έξι μηνών. Η Επιτροπή κοινοποιεί την απόφασή της στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να παραπέμψει την ανωτέρω απόφαση στο Συμβούλιο εντός ενός μήνα. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, μπορεί να εκδώσει διαφορετική απόφαση εντός δύο μηνών.

Άρθρο 13

Δειγματοληψία και ανάλυση

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ελέγχεται με δειγματοληψία αν η περιεκτικότητα των χρησιμοποιούμενων καυσίμων σε θείο είναι σύμφωνη με τα άρθρα 3 έως 7. Η δειγματοληψία αρχίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος του αντίστοιχου ανώτατου ορίου περιεκτικότητας του καυσίμου σε θείο. Διεξάγεται περιοδικά, με επαρκή συχνότητα και σε επαρκείς ποσότητες, κατά τρόπο ώστε τα δείγματα να είναι αντιπροσωπευτικά του εξεταζόμενου καυσίμου και, στην περίπτωση των καυσίμων πλοίων, του καυσίμου που χρησιμοποιείται από τα σκάφη ενώ βρίσκονται στις οικείες θαλάσσιες περιοχές και λιμένες. Τα δείγματα αναλύονται χωρίς χρονοτριβή.

2.   Χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα μέσα δειγματοληψίας, ανάλυσης και επιθεώρησης καυσίμων πλοίων:

α)

επιθεώρηση των ημερολογίων των πλοίων και των δελτίων παράδοσης των αποθηκών καυσίμων· και

β)

όταν είναι σκόπιμο, τα ακόλουθα μέτρα δειγματοληψίας και ανάλυσης:

i)

δειγματοληψία των καυσίμων πλοίων που προορίζονται για καύση επί των πλοίων, κατά την παράδοσή τους στα πλοία, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δειγματοληψία καύσιμου πετρελαίου με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με το αναθεωρημένο παράρτημα VI της MARPOL, το οποίο εγκρίθηκε στις 17 Ιουλίου 2009 σύμφωνα με το ψήφισμα 182(59) της Επιτροπής Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος (MEPC) του ΔΝΟ και ανάλυση της περιεκτικότητάς τους σε θείο, ή

ii)

δειγματοληψία και ανάλυση της περιεκτικότητας σε θείο των καυσίμων πλοίων που προορίζονται για καύση επί των πλοίων, όταν είναι τεχνικά εφικτό και οικονομικά σκόπιμο, και σε σφραγισμένα δείγματα από τις δεξαμενές.

3.   Η μέθοδος αναφοράς για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε θείο είναι η μέθοδος ISO 8754 (2003) ή EN ISO 14596:2007.

Για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των καυσίμων πλοίων που παραδίδονται σε πλοία και χρησιμοποιούνται επ' αυτών προς τα όρια περιεκτικότητας σε θείο που επιβάλλουν τα άρθρα 4 έως 7, εφαρμόζεται η διαδικασία ελέγχου καυσίμων για τα δείγματα καύσιμου πετρελαίου που προβλέπονται στο προσάρτημα VI του παραρτήματος VI της MARPOL.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστικών πράξεων όσον αφορά:

α)

τη συχνότητα δειγματοληψίας,

β)

τις μεθόδους δειγματοληψίας,

γ)

τον ορισμό του αντιπροσωπευτικού δείγματος του εξεταζόμενου καυσίμου.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Σύνταξη εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Με βάση τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας, της ανάλυσης και των επιθεωρήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 13, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, έως τις 30 Ιουνίου κάθε έτους, έκθεση σχετικά με την τήρηση των προτύπων για το θείο που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία κατά το προηγούμενο έτος.

Με βάση τις εκθέσεις που λαμβάνει σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και τις κοινοποιήσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη μη διαθεσιμότητα καυσίμων πλοίων σύμφωνων προς την παρούσα οδηγία, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 8 πέμπτο εδάφιο, η Επιτροπή καταρτίζει και δημοσιεύει, μέσα σε 12 μήνες από την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή αξιολογεί την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση των σχετικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας και, αν είναι σκόπιμο, υποβάλλει σχετικές νομοθετικές προτάσεις.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από νομοθετικές προτάσεις. Η Επιτροπή εξετάζει στην έκθεσή της τις δυνατότητες για μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων: τις ετήσιες εκθέσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3, τις παρατηρήσεις σχετικά με την ποιότητα και την οξίνιση του ατμοσφαιρικού αέρα, το κόστος καυσίμων, τον ενδεχόμενο οικονομικό αντίκτυπο, και τις παρατηρήσεις σχετικά με την αλλαγή τρόπου μεταφοράς και την πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών από τα πλοία.

3.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται και τη μορφή της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 15

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο του άρθρου 2 στοιχεία α) έως ε) και ιστ), του άρθρου 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i) και του άρθρου 13 παράγραφος 3. Οι προσαρμογές αυτές δεν οδηγούν σε άμεσες αλλαγές όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή τα όρια για την περιεκτικότητα των καυσίμων σε θείο, που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 16

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 5 και στο άρθρο 15 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από της 17ης Δεκεμβρίου 2012. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 και στο άρθρο 15 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κάθε κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 και του άρθρου 15 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την κοινοποίησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

Άρθρο 17

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώνει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 18

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη ορίζουν τις κυρώσεις που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και μπορεί να περιλαμβάνουν πρόστιμα υπολογιζόμενα με τρόπο που να εξασφαλίζει την αφαίρεση από τους υπευθύνους τουλάχιστον του οικονομικού οφέλους από την παράβαση των εθνικών διατάξεων όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και τη σταδιακή αύξηση των προστίμων αυτών σε περιπτώσεις υποτροπής.

Άρθρο 19

Κατάργηση

Η οδηγία 1999/32/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με τις πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα III μέρος Α καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα III μέρος Β.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV.

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 21

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 12 της 15.1.2015, σ. 117.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Απριλίου 2016.

(3)  Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ (ΕΕ L 121 της 11.5.1999, σ. 13).

(4)  Βλέπε παράρτημα III μέρος Α.

(5)  Απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1).

(6)  Απόφαση αριθ. 1386/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, σχετικά με γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας» (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 171).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1).

(12)  Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25).

(13)  Οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 350 της 28.12.1998, σ. 58).

(14)  Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα (ΕΕ L 59 της 27.2.1998, σ. 1).

(15)  Οδηγία 94/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες αφορούν τα σκάφη αναψυχής (ΕΕ L 164 της 30.6.1994, σ. 15).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ, ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όρια περιεκτικότητας των καυσίμων πλοίων σε θείο, όπως αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7 της παρούσας οδηγίας και στους κανονισμούς 14.1 και 14.4 του παραρτήματος VI της MARPOL, και οι αντίστοιχες τιμές εκπομπών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2:

Περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο (% m/m)

Αναλογία εκπομπών SO2 (ppm)/CO2 (% v/v)

3,50

151,7

1,50

65,0

1,00

43,3

0,50

21,7

0,10

4,3

Σημείωση:

Τα όρια αναλογίας εκπομπών εφαρμόζονται μόνο όταν χρησιμοποιούνται καύσιμα που είναι αποστάγματα ή υπολείμματα απόσταξης πετρελαίου.

Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις όπου η συγκέντρωση του CO2 μειώνεται από τη μονάδα καθαρισμού καυσαερίων (ΜΚΚ), η μέτρησή της δύναται να γίνεται στην είσοδο της μονάδας, εφόσον μπορεί να αποδειχτεί σαφώς η ορθότητα μιας τέτοιας μεθοδολογίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΜΕΘΟΔΩΝ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ, ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι αναφερόμενες στο άρθρο 8 μέθοδοι μείωσης των εκπομπών πληρούν τουλάχιστον τα κριτήρια που καθορίζονται στις ακόλουθες νομοθετικές πράξεις, κατά περίπτωση:

Μέθοδος μείωσης των εκπομπών

Κριτήρια χρήσης

Μείγμα καυσίμου πλοίων και απαερίων δεξαμενών ΥΦΑ

Απόφαση 2010/769/ΕΕ της Επιτροπής (1)

Συστήματα καθαρισμού καυσαερίων

Ψήφισμα MEPC.184(59), που εκδόθηκε στις 17 Ιουλίου 2009

«Τα λύματα από τα συστήματα καθαρισμού καυσαερίων που χρησιμοποιούν χημικές ουσίες, πρόσθετα, παρασκευάσματα και σχετικά χημικά που δημιουργούνται επιτόπου», τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 10.1.6.1 του ψηφίσματος MEPC.184(59), δεν απορρίπτονται στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των περίκλειστων λιμένων, αγκυροβολίων και εκβολών ποταμών, εκτός αν ο φορέας εκμετάλλευσης του πλοίου αποδείξει ότι η απόρριψη των λυμάτων αυτών δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις και δεν εγκυμονεί κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Αν η χρησιμοποιούμενη χημική ουσία είναι καυστική σόδα, αρκεί τα λύματα να ικανοποιούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο ψήφισμα MEPC.184(59) και το pH να μην είναι μεγαλύτερο από 8,0.

Βιοκαύσιμα

Η χρήση βιοκαυσίμων όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) που συμμορφώνεται προς τα αντίστοιχα πρότυπα CEN και ISO.

Τα μείγματα βιοκαυσίμων και καυσίμων πλοίων συμμορφώνονται προς τα πρότυπα για το θείο που καθορίζονται στο άρθρο 5, στο άρθρο 6 παράγραφοι 1, 2 και 5, και στο άρθρο 7 της παρούσας οδηγίας.


(1)  Απόφαση 2010/769/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση κριτηρίων όσον αφορά τη χρήση από τα πλοία μεταφοράς υγροποιημένου αερίου τεχνολογικών μεθόδων ως εναλλακτικών λύσεων εκπομπών, αντί της χρήσης καυσίμων πλοίων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 4β της οδηγίας 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο (ΕΕ L 328 της 14.12.2010, σ. 15).

(2)  Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών της

(αναφέρονται στο άρθρο 19)

Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 121 της 11.5.1999, σ. 13)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1)

Μόνον το παράρτημα I σημείο 19

Οδηγία 2005/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 59)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 219/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 109)

Μόνον το σημείο 3.4 του παραρτήματος

Οδηγία 2009/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 88)

Μόνον το άρθρο 2

Οδηγία 2012/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 327 της 27.11.2012, σ. 1)

 

ΜΕΡΟΣ Β

Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(αναφέρονται στο άρθρο 19)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

1999/32/ΕΚ

1η Ιουλίου 2000

2005/33/ΕΚ

11 Αυγούστου 2006

2009/30/ΕΚ

31 Δεκεμβρίου 2010

2012/33/ΕΕ

18 Ιουνίου 2014


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 1999/32/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) σημείο i)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) σημείο ii)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία ε) έως η)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία ε) έως η)

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 σημείο 1

Άρθρο 2 στοιχείο α)

Άρθρο 2 σημείο 1 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο α) σημείο i)

Άρθρο 2 σημείο 1 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο α) σημείο ii)

Άρθρο 2 σημείο 2

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 2 σημείο 2 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο β) σημείο i)

Άρθρο 2 σημείο 2 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 2 στοιχείο β) σημείο ii)

Άρθρο 2 σημείο 2 τελική φράση

Άρθρο 2 στοιχείο β) τελική φράση

Άρθρο 2 σημείο 3

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 σημείο 3α

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 σημείο 3β

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 σημείο 3γ

Άρθρο 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 σημείο 3δ

Άρθρο 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 σημείο 3ε

Άρθρο 2 στοιχείο η)

Άρθρο 2 σημείο 3στ

Άρθρο 2 στοιχείο θ)

Άρθρο 2 σημείο 3ζ

Άρθρο 2 στοιχείο ι)

Άρθρο 2 σημείο 3η

Άρθρο 2 στοιχείο ια)

Άρθρο 2 σημείο 3θ

Άρθρο 2 στοιχείο ιβ)

Άρθρο 2 σημείο 3ια

Άρθρο 2 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 2 σημείο 3ιβ

Άρθρο 2 στοιχείο ιδ)

Άρθρο 2 σημείο 3ιγ

Άρθρο 2 στοιχείο ιε)

Άρθρο 2 σημείο 4

Άρθρο 2 στοιχείο ιστ)

Άρθρο 2 σημείο 5

Άρθρο 2 στοιχείο ιζ)

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 3α

Άρθρο 5

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 4α παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 4α παράγραφος 1α

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 4α παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 4α παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 4α παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 4α παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 4α παράγραφος 5α

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 4α παράγραφος 5β

Άρθρο 6 παράγραφος 8

Άρθρο 4α παράγραφος 6

Άρθρο 6 παράγραφος 9

Άρθρο 4α παράγραφος 7

Άρθρο 6 παράγραφος 10

Άρθρο 4β

Άρθρο 7

Άρθρο 4γ παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 4γ παράγραφος 2α

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 4γ παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 4γ παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 5

Άρθρο 4δ

Άρθρο 9

Άρθρο 4ε

Άρθρο 10

Άρθρο 4στ

Άρθρο 11

Άρθρο 5

Άρθρο 12

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1α

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 1β

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφος 1α

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 15

Άρθρο 9

Άρθρο 17

Άρθρο 9α

Άρθρο 16

Άρθρο 10

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 18 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 18 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 19

Άρθρο 12

Άρθρο 20

Άρθρο 13

Άρθρο 21

Παραρτήματα I και II

Παραρτήματα I και II

Παράρτημα III

Παράρτημα IV


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/79


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/803 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 7ης Μαΐου 2015

σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και την προσωρινή εφαρμογή πρωτοκόλλου τροποποίησης της ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου, ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 5,

Έχοντας υπόψη την πράξη προσχώρησης της Κροατίας, και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Δημοκρατίας της Κροατίας, για τη σύναψη πρωτοκόλλου τροποποίησης της ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου (1), ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση («το πρωτόκολλο»).

(2)

Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν επιτυχώς στις 24 Απριλίου 2014.

(3)

Το πρωτόκολλο θα πρέπει να υπογραφεί εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, με την επιφύλαξη μεταγενέστερης σύναψής του.

(4)

Το πρωτόκολλο θα πρέπει να εφαρμοστεί προσωρινά.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, η υπογραφή του πρωτοκόλλου τροποποίησης της ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου, ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την επιφύλαξη της σύναψης του εν λόγω πρωτοκόλλου.

Το κείμενο του πρωτοκόλλου επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το (τα) πρόσωπο(-α) που είναι αρμόδιο(-α) να υπογράψει(-ουν) το πρωτόκολλο εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

Άρθρο 3

Το πρωτόκολλο εφαρμόζεται προσωρινά, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, από την υπογραφή του από τα συμβαλλόμενα μέρη (2) εν αναμονή της έναρξης ισχύος του.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 7 Μαΐου 2015.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. RINKĒVIČS


(1)  Το κείμενο της συμφωνίας έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ L 334 της 6.12.2012, σ. 3.

(2)  Η ημερομηνία από την οποία το πρωτόκολλο εφαρμόζεται προσωρινά θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/81


ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟ

τροποποίησης της ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου, ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ,

Η ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ,

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΣΘΟΝΙΑΣ,

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ,

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΤΟΝΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΙΘΟΥΑΝΙΑΣ,

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,

Η ΟΥΓΓΑΡΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ,

Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,

Η ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ,

ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,

συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής τα «κράτη μέλη») και

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ,

αφενός, και

ΤΟ ΧΑΣΕΜΙΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΟΡΔΑΝΙΑΣ,

αφετέρου,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιουλίου 2013,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

Άρθρο 1

Η Δημοκρατία της Κροατίας είναι συμβαλλόμενο μέρος της Ευρωμεσογειακής συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου (1), που υπογράφηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2010 (εφεξής «η συμφωνία»).

Άρθρο 2

Το κείμενο της συμφωνίας στην κροατική γλώσσα (2) είναι αυθεντικό υπό τους ίδιους όρους με εκείνους των εκδόσεων στις υπόλοιπες γλώσσες.

Άρθρο 3

1.   Το παρόν πρωτόκολλο εγκρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους. Τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας. Ωστόσο, σε περίπτωση που το παρόν πρωτόκολλο εγκριθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας, τότε το πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 της συμφωνίας, ένα μήνα μετά την ημερομηνία της τελευταίας διπλωματικής διακοίνωσης με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν ότι έχουν ολοκληρωθεί όλες οι διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου.

2.   Το παρόν πρωτόκολλο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας και εφαρμόζεται σε προσωρινή βάση από την υπογραφή του από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 3 Μαΐου 2016, εις διπλούν, στην αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική, φινλανδική και αραβική γλώσσα, καθένα δε από τα κείμενα αυτά είναι εξίσου αυθεντικό.

За държавите-членки

Por los Estados miembros

Za členské státy

For medlemsstaterne

Für die Mitgliedstaaten

Liikmesriikide nimel

Για τα κράτη μέλη

For the Member States

Pour les États membres

Za države članice

Per gli Stati membri

Dalībvalstu vārdā –

Valstybių narių vardu

A tagállamok részéről

Għall-Istati Membri

Voor de lidstaten

W imieniu Państw Członkowskich

Pelos Estados-Membros

Pentru statele membre

Za členské štáty

Za države članice

Jäsenvaltioiden puolesta

För medlemsstaterna

Image

Image

За Европейския съюз

Рог la Unión Europea

Za Evropskou unii

For Den Europæiske Union

Für die Europäische Union

Euroopa Liidu nimel

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση

For the European Union

Pour l'Union européenne

Za Europsku uniju

Per l'Unione europea

Eiropas Savienības vārdā –

Europos Sąjungos vardu

Az Európai Unió részéről

Għall-Unjoni Ewropea

Voor de Europese Unie

W imieniu Unii Europejskiej

Pela União Europeia

Pentru Uniunea Europeană

Za Európsku úniu

Za Evropsko unijo

Euroopan unionin puolesta

För Europeiska unionen

Image

Image

За Хашемитското кралство Йордания

Por el Reino Hachemí de Jordania

Za Jordánské hášimovské království

For Det Hashemitiske Kongerige Jordan

Für das Haschemitische Königreich Jordanien

Jordaania Hašimiidi Kuningriigi nimel

Για το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας

For the Hashemite Kingdom of Jordan

Pour le Royaume hachémite de Jordanie

Za Hašemitsku Kraljevinu Jordan

Per il Regno hascemita di Giordania

Jordānijas Hāšimītu Karalistes vārdā –

Jordanijos Hašimitų Karalystės vardu

A Jordán Hásimita Királyság részéről

Għar-Renju Ħaxemita tal-Ġordan

Voor het Hasjemitisch Koninkrijk Jordanië

W imieniu Jordańskiego Królestwa Haszymidzkiego

Pelo Reino Hachemita da Jordânia

Pentru Regatul Hașemit al Iordaniei

Za Jordánske hášimovské kráľovstvo

Za Hašemitsko kraljevino Jordanijo

Jordanian hašemiittisen kuningaskunnan puolesta

För Hashemitiska konungariket Jordanien

Image

Image


(1)  Το κείμενο της συμφωνίας δημοσιεύεται στην ΕΕ L 334 της 6.12.2012, σ. 3.

(2)  Ειδική έκδοση στα κροατικά, κεφάλαιο 7, τόμος 24, σ. 280.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/85


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/804 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2016

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 322 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου (3) αναδιατυπώθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 του Συμβουλίου (4). Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 τίθεται σε ισχύ την ημέρα της έναρξης ισχύος της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (5). Η εν λόγω απόφαση δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ.

(2)

Προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στην Επιτροπή (Eurostat) για την αξιολόγηση των σχετικών στοιχείων του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ) και προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στην επιτροπή για το ΑΕΕ ώστε αυτή να σχηματίσει γνώμη σχετικά με τα στοιχεία του ΑΕΕ, τυχόν τροποποιήσεις στο ΑΕΕ συγκεκριμένου οικονομικού έτους θα πρέπει να μπορούν να γίνουν μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του τέταρτου έτους μετά από το εν λόγω οικονομικό έτος. Κατά συνέπεια, η προθεσμία για τη φύλαξη των δικαιολογητικών που σχετίζονται με τους ίδιους πόρους οι οποίοι βασίζονται στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και το ΑΕΕ θα πρέπει επίσης να παραταθεί από τις 30 Σεπτεμβρίου στις 30 Νοεμβρίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί το οικονομικό έτος στο οποίο αναφέρονται.

(3)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να αντανακλά την υπάρχουσα πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι λογαριασμοί ιδίων πόρων της Επιτροπής που αναφέρονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 («Λογαριασμοί ιδίων πόρων της Επιτροπής») τηρούνται στα Δημόσια Ταμεία των κρατών μελών ή στις οικείες εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η έννοια του Δημόσιου Ταμείου θα πρέπει να καλύπτει επίσης και άλλες δημόσιες οντότητες που ασκούν αντίστοιχες λειτουργίες.

(4)

Οι λογαριασμοί ιδίων πόρων της Επιτροπής θα πρέπει να τηρούνται χωρίς επιβολή τελών και τόκων. Η επιβολή τελών ή αρνητικών τόκων θα μπορούσε να μειώσει τον προϋπολογισμό της Ένωσης και να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, όταν είναι εφαρμοστέος αρνητικός τόκος σε λογαριασμούς ιδίων πόρων της Επιτροπής, τα σχετικά κράτη μέλη θα πρέπει να πιστώνουν ποσό ίσο με το ποσό του αρνητικού τόκου. Δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν τη δημοσιονομική επίπτωση της υποχρέωσης να πιστώνουν τα εν λόγω ποσά του αρνητικού τόκου στους λογαριασμούς ιδίων πόρων της Επιτροπής, ενδείκνυται να θέτει η Επιτροπή ως στόχο, όταν καλύπτει τις ταμειακές ανάγκες της, τη μείωση της εν λόγω επίπτωσης πραγματοποιώντας κατά προτεραιότητα αναλήψεις από τα ποσά που εγγράφονται σε πίστωση των σχετικών λογαριασμών.

(5)

Οι λογαριασμοί ιδίων πόρων της Επιτροπής θα πρέπει να χρεώνονται μόνον κατόπιν εντολής της Επιτροπής. Αυτό θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη της επιβολής αρνητικού τόκου.

(6)

Για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 θα πρέπει να διαιρεθεί σε περισσότερα άρθρα.

(7)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει ανά πάσα στιγμή επαρκή ταμειακά αποθέματα για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για πληρωμές που απορρέουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού, οι οποίες είναι συγκεντρωμένες ιδίως στους πρώτους μήνες του έτους. Η Επιτροπή έχει ήδη τη δυνατότητα να καλεί τα κράτη μέλη να επισπεύσουν την πληρωμή έως και δύο πρόσθετων δωδεκατημορίων για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο κίνδυνος καθυστερήσεων πληρωμών λόγω προσωρινών ελλείψεων ταμειακών πόρων, θα πρέπει να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να καλεί τα κράτη μέλη να επισπεύσουν την πληρωμή πρόσθετου ποσού που δεν θα υπερβαίνει το ήμισυ του δωδεκατημορίου, για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), στον βαθμό που δικαιολογείται από ταμειακές ανάγκες. Εντούτοις, προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρμετρη πίεση στα εθνικά δημόσια ταμεία, το συνολικό ποσό του οποίου η πληρωμή μπορεί να επισπευσθεί για τον ίδιο μήνα θα πρέπει να μην υπερβαίνει τα δύο πρόσθετα δωδεκατημόρια. Επιπλέον, λόγω των ειδικών απαιτήσεων πληρωμών που ισχύουν για το ΕΓΤΕ, η εφαρμογή του ανωτέρω δεν γίνεται εις βάρος του ΕΓΤΕ.

(8)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000, η Επιτροπή θα υπολογίζει το υπόλοιπο για τις προσαρμογές των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και θα ενημερώνει εγκαίρως τα κράτη μέλη, προκειμένου να εγγράψουν τις προσαρμογές αυτές στον λογαριασμό ιδίων πόρων της Επιτροπής κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Δεκεμβρίου. Τα ποσά των προσαρμογών που έπρεπε να διατεθούν την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Δεκεμβρίου 2014 ήταν πρωτοφανή. Για να αποφευχθούν οι αδικαιολόγητα επαχθείς δημοσιονομικοί περιορισμοί στα κράτη μέλη λίγο πριν από το τέλος του έτους, ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1377/2014 του Συμβουλίου (8) τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000, ώστε να επιτρέψει στα κράτη μέλη να αναβάλλουν, υπό ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, την εγγραφή των προσαρμογών αυτών στον λογαριασμό ιδίων πόρων της Επιτροπής.

(9)

Ο ούτως τροποποιημένος κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 θα παύσει να ισχύει μόλις τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014. Εντούτοις, αυτό δεν θα πρέπει να θίξει την εγκυρότητα των αναβολών που αφορούν την εγγραφή προσαρμογών που έχει ήδη ζητηθεί επισήμως βάσει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1377/2014, για όσο χρόνο ισχύει ακόμη ο τελευταίος αυτός κανονισμός.

(10)

Για λόγους απλούστευσης και προκειμένου να περιοριστεί η δημοσιονομική πίεση για τα κράτη μέλη και την Επιτροπή, ιδίως προς το τέλος του έτους, θα πρέπει να εξορθολογιστεί η διαδικασία για την προσαρμογή των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ. Θα πρέπει να μεσολαβεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ της επίσημης γνωστοποίησης των απαιτούμενων προσαρμογών στα κράτη μέλη και της εγγραφής τους στον λογαριασμό ιδίων πόρων της Επιτροπής. Η εν λόγω γνωστοποίηση και η εγγραφή θα πρέπει να πραγματοποιούνται το ίδιο έτος, και το εν λόγω έτος θα είναι επίσης σημαντικό για την καταγραφή της επίπτωσης στους κρατικούς λογαριασμούς και για τους σκοπούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα πρέπει να υπάρχει άμεση ανακατανομή του συνολικού ποσού των προσαρμογών μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τα αντίστοιχα μερίδιά τους, όσον αφορά τους ιδίους πόρους που βασίζονται στο ΑΕΕ. Αυτό θα εξαλείψει την ανάγκη για την παρέκκλιση που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1377/2014.

(11)

Για την επίτευξη των στόχων της Ένωσης, η διαδικασία για τον υπολογισμό του τόκου θα πρέπει να διασφαλίζει, ιδίως, την έγκαιρη και στο ακέραιο απόδοση των ιδίων πόρων.

(12)

Προκειμένου να βελτιωθεί η ασφάλεια δικαίου και η σαφήνεια, θα πρέπει να ορίζονται περιπτώσεις στις οποίες οφείλεται τόκος υπερημερίας όσον αφορά τους ιδίους πόρους που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΠ. Δεδομένων των ειδικών χαρακτηριστικών των εν λόγω ιδίων πόρων, οι οποίοι έχουν κύκλο επαλήθευσης που επιτρέπει διορθώσεις και προσαρμογές αντίστοιχα εντός περιόδου τεσσάρων ετών, τυχόν αλλαγές των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ οι οποίες προκύπτουν από τις εν λόγω διορθώσεις ή προσαρμογές δεν θα πρέπει να οδηγούν στον αναδρομικό υπολογισμό τόκου. Ο τόκος όσον αφορά τους εν λόγω πόρους θα πρέπει επομένως να καταβάλλεται μόνο σε καθυστερήσεις στην εγγραφή ποσών που αφορούν μηνιαία δωδεκατημόρια και ποσών που προκύπτουν από τον ετήσιο υπολογισμό των προσαρμογών για προηγούμενα οικονομικά έτη. Επιπλέον, προκειμένου να διατηρηθεί το κίνητρο για διορθωτικές ενέργειες, θα πρέπει επίσης να καταβάλλεται τόκος σε περίπτωση υπερημερίας στην εγγραφή ποσών που προκύπτουν από συγκεκριμένες διορθώσεις των καταστάσεων ΦΠΑ την οριζόμενη ημερομηνία σύμφωνα με μέτρα που έχουν ληφθεί από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου (9). Περαιτέρω, όταν κράτος μέλος δεν παρέχει, εντός της ρητής προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή, τις διορθώσεις των στοιχείων του ΑΕΕ που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση σημείων που έχουν γνωστοποιηθεί από την Επιτροπή ή από κράτος μέλος, θα πρέπει επίσης να επιβάλλεται τόκος και σε οποιαδήποτε αύξηση των ιδίων πόρων προκύπτει από προσαρμογή η οποία πραγματοποιήθηκε λόγω της αντιμετώπισης του γνωστοποιηθέντος σημείου. Ο τόκος αυτός θα πρέπει να επιβάλλεται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα έπρεπε να είχε εγγραφεί το ποσό της προσαρμογής, δηλαδή την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Ιουνίου του έτους που ακολουθεί το έτος κατά το οποίο εξέπνευσε η ρητή προθεσμία, μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενεγράφη στον λογαριασμό το ποσό της προσαρμογής. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και την υπάρχουσα πρακτική, οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εγγραφή, σε ό,τι αφορά τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους, θα πρέπει να οδηγεί σε υπολογισμό τόκου.

(13)

Το σύστημα επιτοκίου που ορίζεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 περιλαμβάνει σταθερή αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες και προοδευτική αύξηση κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε μήνα καθυστέρησης, ενώ το αυξημένο επιτόκιο εφαρμόζεται σε όλη την περίοδο υπερημερίας. Το εν λόγω σύστημα επιτοκίου έχει συμβάλει καίρια στη διασφάλιση της έγκαιρης και στο ακέραιο απόδοσης των ιδίων πόρων και, συνεπώς, τα κύρια στοιχεία του θα πρέπει να διατηρηθούν.

(14)

Εντούτοις, οι ισχύοντες κανόνες που προβλέπουν ολοένα αυξανόμενο επιτόκιο οδήγησαν στην πληρωμή εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες αφορούσαν πολυετείς καθυστερήσεις. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναλογικότητα του συστήματος, με παράλληλη διατήρηση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, η σωρευτική αύξηση του εν λόγω βασικού επιτοκίου θα πρέπει να περιορίζεται στις 16 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως κατ' ανώτατο όριο.

(15)

Από την άλλη πλευρά, η υπάρχουσα σταθερή αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες,, ειδικότερα για σύντομα χρονικά διαστήματα καθυστέρησης, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία αντικινήτρου για την έγκαιρη απόδοση των ιδίων πόρων, σε περιστάσεις όπου το κόστος αναχρηματοδότησης στην αγορά χρήματος είναι υψηλότερο από τον καταβλητέο τόκο. Προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η ομαλή λειτουργία του συστήματος, η σταθερή αύξηση στο βασικό ποσοστό θα πρέπει να αυξηθεί στις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και το επιτόκιο που προκύπτει, το οποίο επιβάλλεται, δεν θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από το ποσοστό αυτό, ακόμη και όταν το εφαρμοστέο βασικό επιτόκιο είναι αρνητικό. Αυτό θα πρέπει ιδίως να εμποδίζει τις καθυστερήσεις στην απόδοση των μηνιαίων δωδεκατημορίων των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ, που αποτελούν σήμερα πάνω από το 80 % των εσόδων του προϋπολογισμού της Ένωσης.

(16)

Προκειμένου να προωθηθεί η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και να ληφθούν υπόψη οι νεοεισαχθείσες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), θα πρέπει να μπορούν τα κράτη μέλη να απαλλάσσονται από την υποχρέωση να αποδίδουν στον προϋπολογισμό της Ένωσης τα ποσά των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να ανακτηθούν λόγω αναβολής της εγγραφής στους λογαριασμούς ή αναβολής της γνωστοποίησης των τελωνειακών οφειλών, ώστε να μην τίθενται σε κίνδυνο οι ποινικές έρευνες που αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να γνωστοποιεί στα κράτη μέλη με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση τα κριτήρια τα οποία θα διέπουν την αξιολόγηση των περιπτώσεων που αφορούν αυτή τη δυνατότητα και, όταν κρίνεται απαραίτητο, να τα επικαιροποιεί.

(17)

Το κατώτατο όριο για την αναφορά περιπτώσεων οι οποίες αφορούν παραδοσιακούς ιδίους πόρους που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμοι θα πρέπει να αυξηθεί, προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

(18)

Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η δυνατότητα της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014, να προβαίνει σε αναλήψεις πέραν του συνόλου των διαθεσίμων για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της Ένωσης και αποκλειστικά στην περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του λήπτη δανείου που έχει συναφθεί ή έχει τύχει εγγύησης βάσει των κανονισμών και των αποφάσεων του Συμβουλίου, καλύπτει επίσης και τους κανονισμούς και τις αποφάσεις που, κατόπιν της Συνθήκης της Λισαβόνας, δεν εγκρίνονται μόνο από το Συμβούλιο, αλλά από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(19)

Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να γνωστοποιεί στα κράτη μέλη, ή στις οικείες εθνικές κεντρικές τράπεζες, τις εντολές της για πράξεις σχετικές με ταμειακές κινήσεις οι οποίες έχουν επίπτωση στους λογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί για τους σκοπούς που αφορούν τους ιδίους πόρους, τουλάχιστον μία ημέρα πριν από την εκτέλεση των εν λόγω εντολών.

(20)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014.

(21)

Για λόγους συνέπειας, ο κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την ίδια ημέρα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014. Η κατά τον παρόντα κανονισμό τροποποίηση του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 θα πρέπει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014, ώστε να διαφυλαχθεί η συνεχής εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1377/2014, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. H κατά τον παρόντα κανονισμό τροποποίηση του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 θα πρέπει να εφαρμόζεται εφόσον η ημερομηνία λήξης του ιδίου πόρου είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, για λόγους αναλογικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να επωφελούνται από τον περιορισμό της συνολικής αύξησης των επιτοκίων, καθώς και από τον περιορισμό της πληρωμής τόκου για τους ιδίους πόρους που βασίζονται στον ΦΠΑ, μόνον σε ό,τι αφορά τις καθυστερήσεις που ορίζονται στο τροποποιημένο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ,Ευρατόμ) αριθ. 609/2014, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, για ιδίους πόρους που οφείλονταν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, όταν οι εν λόγω ίδιοι πόροι κατέστησαν γνωστοί μετά την εν λόγω ημερομηνία,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα δικαιολογητικά που αφορούν τις διαδικασίες και τις στατιστικές βάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 φυλάσσονται από τα κράτη μέλη έως τις 30 Νοεμβρίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί το συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Τα δικαιολογητικά της βάσης των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ φυλάσσονται για το ίδιο διάστημα.».

2)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Λογαριασμοί των ιδίων πόρων τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή σε δημόσια οντότητα που ασκεί ανάλογα καθήκοντα («Δημόσιο Ταμείο») ή στην εθνική κεντρική τράπεζα κάθε κράτους μέλους. Οι εν λόγω λογαριασμοί υποδιαιρούνται κατά είδος πόρων.»·

β)

στην παράγραφο 3, το τρίτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

i)

στην πρώτη περίπτωση, η αναφορά στο «άρθρο 10 παράγραφος 3» αντικαθίσταται από αναφορά στο «άρθρο 10α παράγραφος 1»·

ii)

η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

το αποτέλεσμα του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 10β παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο εγγράφεται κατ' έτος, με εξαίρεση τις συγκεκριμένες προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10β παράγραφος 2 στοιχείο β), οι οποίες εγγράφονται στα λογιστικά βιβλία την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη συμφωνία μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και της Επιτροπής.».

3)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο και δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 10, 10α και 10β, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στην εθνική κεντρική τράπεζά του. Με την επιφύλαξη της επιβολής αρνητικού τόκου όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, ο εν λόγω λογαριασμός μπορεί να χρεωθεί μόνο κατόπιν εντολής της Επιτροπής.

Ο εν λόγω λογαριασμός τηρείται σε εθνικό νόμισμα και χωρίς την επιβολή οποιουδήποτε τέλους ή επιτοκίου.»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν επιβάλλεται αρνητικός τόκος στον εν λόγω λογαριασμό, το οικείο κράτος μέλος πιστώνει τον λογαριασμό με ποσό που αντιστοιχεί στο ύψος του εν λόγω αρνητικού τόκου που εφαρμόσθηκε, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την επιβολή του εν λόγω αρνητικού τόκου.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη ή οι εθνικές κεντρικές τους τράπεζες διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού τα εξής:

α)

την εργάσιμη ημέρα κατά την οποία οι ίδιοι πόροι πιστώθηκαν στον λογαριασμό της Επιτροπής, αντίγραφο λογαριασμού ή αναγγελία πίστωσης λογαριασμού από τα οποία να προκύπτει η εγγραφή των ιδίων πόρων·

β)

με την επιφύλαξη του στοιχείου α), το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την πίστωση του λογαριασμού, αντίγραφο λογαριασμού με τις εγγραφές των ιδίων πόρων.».

4)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Απόδοση των παραδοσιακών ιδίων πόρων

1.   Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 παράγραφος 3 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, η εγγραφή των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης αυτής διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού.

Πάντως, για τις απαιτήσεις που βάσει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 6 καταχωρούνται σε χωριστά λογιστικά βιβλία, η εγγραφή πρέπει να γίνει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα της είσπραξης των απαιτήσεων.

2.   Αν παραστεί ανάγκη, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά έναν μήνα την εγγραφή των πόρων, εκτός του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ και του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν στις δεκαπέντε του ίδιου μήνα.

Η προσαρμογή κάθε προκαταβολικής εγγραφής διενεργείται τον επόμενο μήνα, κατά την εγγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Συνίσταται στην αρνητική εγγραφή ποσού ίσου με εκείνο που κατέστη αντικείμενο της προκαταβολικής εγγραφής.

Άρθρο 10α

Απόδοση των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ

1.   Η εγγραφή του ίδιου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ και του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία, διενεργείται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μηνός, και τούτο ανά δωδεκατημόριο των ποσών που προκύπτουν από τον προϋπολογισμό για τον σκοπό αυτό, μετά τη μετατροπή τους σε εθνικά νομίσματα με την ισοτιμία της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

2.   Για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του ΕΓΤΕ, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), και σε συνάρτηση με την ταμειακή κατάσταση της Κοινότητας, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά διάστημα έως και δύο μηνών, εντός του πρώτου τριμήνου του οικονομικού έτους, την εγγραφή ενός δωδεκατημορίου ή ενός κλάσματος δωδεκατημορίου των ποσών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό στα πλαίσια του ίδιου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ και του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία.

Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**), και σε συνάρτηση με την ταμειακή κατάσταση της Κοινότητας, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν, εντός του πρώτου εξαμήνου του οικονομικού έτους, την εγγραφή πρόσθετου ποσού που δεν θα υπερβαίνει το ήμισυ του δωδεκατημορίου των ποσών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό στα πλαίσια του ίδιου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ και του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία.

Το συνολικό ποσό του οποίου την επίσπευση δύναται να ζητήσει η Επιτροπή από τα κράτη μέλη εντός του ίδιου μήνα δυνάμει του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τα δύο επιπλέον δωδεκατημόρια.

Μετά την παρέλευση του πρώτου εξαμήνου, η αιτούμενη μηνιαία εγγραφή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα δωδεκατημόριο των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ, πάντοτε εντός των ορίων των ποσών που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό για τον σκοπό αυτό.

Η Επιτροπή ενημερώνει εκ των προτέρων τα κράτη μέλη, το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από εγγραφή που ζητείται δυνάμει του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου.

Η Επιτροπή κοινοποιεί εγκαίρως στα κράτη μέλη, το αργότερο έξι εβδομάδες πριν από εγγραφή που ζητείται δυνάμει του δεύτερου εδαφίου, την πρόθεσή της να ζητήσει την εν λόγω εγγραφή.

Η παράγραφος 4, που αφορά την εγγραφή για τον μήνα Ιανουάριο κάθε οικονομικού έτους, και η παράγραφος 5, που εφαρμόζεται όταν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί οριστικά πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, εφαρμόζονται για τις επισπευθείσες εγγραφές.

3.   Κάθε τροποποίηση του ενιαίου συντελεστή του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ, του συντελεστή του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, της διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χρηματοδότησής της που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, καθώς και της χρηματοδότησης της ακαθάριστης μείωσης που παρέχεται στη Δανία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και τη Σουηδία, προϋποθέτει την οριστική έγκριση διορθωτικού προϋπολογισμού και οδηγεί στην αναπροσαρμογή των δωδεκατημορίων που έχουν εγγραφεί από την αρχή του οικονομικού έτους.

Οι αναπροσαρμογές αυτές διενεργούνται κατά την πρώτη εγγραφή που ακολουθεί την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού, αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις δεκαέξι του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, οι αναπροσαρμογές διενεργούνται κατά τη δεύτερη εγγραφή μετά την οριστική έγκριση αυτού. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναπροσαρμογές αυτές εγγράφονται στους λογαριασμούς στο πλαίσιο του οικονομικού έτους του εν λόγω διορθωτικού προϋπολογισμού.

4.   Τα δωδεκατημόρια που αφορούν στην εγγραφή του μηνός Ιανουαρίου κάθε οικονομικού έτους υπολογίζονται βάσει των ποσών που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 314 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), μετατρεπομένων σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της πρώτης ημέρας συναλλαγών που ακολουθεί τη 15η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους· η προσαρμογή διενεργείται κατά την εγγραφή που αντιστοιχεί στον επόμενο μήνα.

5.   Αν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί οριστικά το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την εγγραφή του Ιανουαρίου του επομένου οικονομικού έτους, τα κράτη μέλη εγγράφουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου, ένα δωδεκατημόριο του ποσού του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ και του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στον εν λόγω πόρο από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία, ως έχουν στο τελευταίο οριστικά εγκεκριμένο προϋπολογισμό· η προσαρμογή γίνεται κατά την πρώτη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις δεκαέξι του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, η προσαρμογή διενεργείται κατά τη δεύτερη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού.

6.   Δεν πραγματοποιείται καμία μεταγενέστερη αναθεώρηση της χρηματοδότησης της ακαθάριστης μείωσης που δίδεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία, σε περίπτωση τροποποίησης των στοιχείων για το ΑΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003.

Άρθρο 10β

Προσαρμογές στους ιδίους πόρους που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ προηγούμενων οικονομικών ετών

1.   Βάσει της ετήσιας κατάστασης της βάσης του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται, κατά το έτος που έπεται του έτους στη διάρκεια του οποίου διαβιβάστηκε η κατάσταση αυτή, με το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν λόγω κατάσταση με την εφαρμογή του ενιαίου συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε για το οικονομικό έτος με το οποίο σχετίζεται η κατάσταση και πιστώνεται με τις 12 εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Η βάση όμως του πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ ενός κράτους μέλους, στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του ΑΕΕ του κράτους αυτού που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 παράγραφος 7 της εν λόγω απόφασης.

2.   Οι ενδεχόμενες διορθώσεις της βάσης του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, του οποίου η βάση, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω διορθώσεων, δεν υπερβαίνει τα ποσοστά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, να προβαίνει στις ακόλουθες προσαρμογές του υπολοίπου που προσδιορίζεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:

α)

οι διορθώσεις δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 που πραγματοποιούνται έως τις 31 Ιουλίου συνεπάγονται γενική προσαρμογή κατά το επόμενο έτος·

β)

μια συγκεκριμένη προσαρμογή μπορεί να εγγραφεί ανά πάσα στιγμή, εάν συμφωνήσουν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89·

γ)

όταν τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή για τη διόρθωση της βάσης, δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οδηγούν σε συγκεκριμένη προσαρμογή των εγγραφών στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η προσαρμογή αυτή πραγματοποιείται κατά την ημερομηνία που έχει ορίσει η Επιτροπή κατ' εφαρμογή των μέτρων αυτών.

Οι τροποποιήσεις του ΑΕΕ που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου συνεπάγονται επίσης την προσαρμογή του υπολοίπου κάθε κράτους μέλους, του οποίου η βάση του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, προσδιορίζεται στα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ.

3.   Με βάση τα στοιχεία για το μακροοικονομικό μέγεθος ΑΕΕ σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του για το παρελθόν έτος που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται, κατά το έτος που έπεται του έτους παροχής των στοιχείων, με το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή στο ΑΕΕ του συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε κατά το έτος που προηγείται του έτους παροχής των στοιχείων και πιστώνεται με τις εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εν λόγω οικονομικού έτους.

4.   Οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ΑΕΕ των προηγούμενων οικονομικών ετών κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 συνεπάγονται, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού, για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, προσαρμογή του υπολοίπου που καθορίστηκε κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Μετά τις 30 Νοεμβρίου του τέταρτου έτους που έπεται ενός συγκεκριμένου οικονομικού έτους, οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του ΑΕΕ δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη, εκτός αν αφορούν σημεία που επισημάνθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής είτε από την Επιτροπή είτε από το κράτος μέλος.

5.   Για κάθε κράτος μέλος, η Επιτροπή υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ των ποσών που προκύπτουν από τις προσαρμογές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, εξαιρουμένων συγκεκριμένων προσαρμογών σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία β) και γ), και του γινομένου που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των συνολικών ποσών των προσαρμογών με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ΑΕΕ του κράτους μέλους σε σχέση με το ΑΕΕ του συνόλου των κρατών μελών, όπως ισχύει στις 15 Ιανουαρίου στον εκάστοτε ισχύοντα προϋπολογισμό για το έτος που έπεται εκείνου κατά το οποίο έχουν παρασχεθεί τα στοιχεία των προσαρμογών («καθαρό ποσό»).

Για τους σκοπούς του υπολογισμού της προσαρμογής, η μετατροπή των ποσών από εθνικό νόμισμα σε ευρώ διενεργείται με τον συντελεστή ισοτιμίας της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται της εγγραφής των λογαριασμών, όπως έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη τα ποσά που προκύπτουν από τον υπολογισμό αυτόν πριν από την 1η Φεβρουαρίου του έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο έχουν παρασχεθεί τα στοιχεία των προσαρμογών. Κάθε κράτος μέλος εγγράφει το καθαρό ποσό στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Ιουνίου του ίδιου έτους.

6.   Οι πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου συνιστούν πράξεις εσόδων του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου εγγράφονται στον λογαριασμό όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

(*)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 608)."

(**)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 320).»."

5)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή προβαίνει στον υπολογισμό της προσαρμογής κατά τη διάρκεια του έτους που έπεται του εξεταζόμενου οικονομικού έτους.

Ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα ακόλουθα στοιχεία που αφορούν το σχετικό οικονομικό έτος:

α)

το μακροοικονομικό μέγεθος ΑΕΕ σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του, που παρασχέθηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003·

β)

την εκτέλεση των επιχειρησιακών δαπανών του προϋπολογισμού που ανταποκρίνονται στην εν λόγω δράση ή πολιτική.

Για τον υπολογισμό της προσαρμογής, το συνολικό ποσό των εν λόγω δαπανών, με εξαίρεση τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τρίτες συμμετέχουσες χώρες, πολλαπλασιάζεται με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ΑΕΕ του κράτους μέλους που δικαιούται προσαρμογής σε σχέση με το ΑΕΕ του συνόλου των κρατών μελών. Η προσαρμογή χρηματοδοτείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με την κλίμακα που προσδιορίζεται, διαιρώντας το αντίστοιχο ΑΕΕ τους με το ΑΕΕ του συνόλου των συμμετεχόντων κρατών μελών. Για τους σκοπούς του υπολογισμού της προσαρμογής, η μετατροπή των ποσών από εθνικό νόμισμα σε ευρώ διενεργείται με τον συντελεστή ισοτιμίας της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του υπό εξέταση οικονομικού έτους, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωση, σειρά C.

Η προσαρμογή για κάθε σχετικό έτος έχει ενιαίο και οριστικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε.».

6)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Τόκοι υπερημερίας επί καθυστερημένης απόδοσης

1.   Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δημιουργεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

2.   Για τους ιδίους πόρους που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ, οι τόκοι υπερημερίας πρέπει να καταβάλλονται μόνο σε σχέση με τις καθυστερήσεις κατά την εγγραφή ποσών:

α)

που αναφέρονται στο άρθρο 10α·

β)

που προκύπτουν από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 10β παράγραφος 5, κατά τη χρονική στιγμή που καθορίζεται στο τρίτο εδάφιο·

γ)

που προκύπτουν από συγκεκριμένες προσαρμογές των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 10β παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τα μέτρα που λαμβάνονται από αυτήν δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89·

δ)

που προκύπτουν από την αδυναμία ενός κράτους μέλους να παράσχει διορθώσεις για τα στοιχεία για το ΑΕΕ που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση σημείων που κοινοποιήθηκαν από την Επιτροπή ή από το κράτος μέλος όπως αναφέρεται στο άρθρο 10β παράγραφος 4, εντός της ρητής προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή. Οι τόκοι από τις προσαρμογές που προκύπτουν από τις εν λόγω διορθώσεις υπολογίζονται από την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Ιουνίου του έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο έληξε η ρητή προθεσμία που θέτει η Επιτροπή.

3.   Η ανάκτηση ποσών τόκων κάτω των 500 EUR δεν απαιτείται.

4.   Όσον αφορά τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο είναι ίσο προς το επιτόκιο της πρώτης ημέρας του μήνα λήξης της προθεσμίας, ή είναι μηδενικό, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, προσαυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 ποσοστιαίας μονάδος ανά μήνα καθυστέρησης.

Η συνολική αύξηση σύμφωνα με το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο δεν υπερβαίνει τις 16 ποσοστιαίες μονάδες. Το αυξημένο κατ' αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

5.   Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο είναι ίσο προς το επιτόκιο που εφαρμόζεται την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα από τις κεντρικές τράπεζες για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης, ή είναι μηδενικό, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, προσαυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Για τα κράτη μέλη για τα οποία το επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας δεν είναι διαθέσιμο, το επιτόκιο ισούται προς το ισοδύναμο επιτόκιο που ισχύει την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα στη χρηματαγορά του κράτους μέλους, ή είναι μηδενικό, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, αυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 ποσοστιαίας μονάδος ανά μήνα καθυστέρησης.

Η συνολική αύξηση σύμφωνα με το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο δεν υπερβαίνει τις 16 ποσοστιαίες μονάδες. Το αυξημένο κατ' αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

6.   Για την καταβολή των τόκων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται αναλόγως.».

7)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσονται της υποχρέωσης να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν βάσει του άρθρου 2, όταν τα εν λόγω οφειλόμενα ποσά αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να ανακτηθούν λόγω αναβολής της εγγραφής στους λογαριασμούς ή της γνωστοποίησης της τελωνειακής οφειλής, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ποινική έρευνα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.»·

β)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της παραγράφου 2, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 100 000 EUR.».

8)

Στο άρθρο 14 οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Αποκλειστικώς για την περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του λήπτη δανείου που έχει συναφθεί ή έχει τύχει εγγυήσεως βάσει των κανονισμών και αποφάσεων του Συμβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και εφόσον οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν στην Επιτροπή να προσφύγει εγκαίρως σε άλλα μέτρα προβλεπόμενα από τις δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στα δάνεια αυτά προκειμένου να τηρηθούν οι νομικές υποχρεώσεις της Ένωσης έναντι των χρηματοδοτών, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 είναι δυνατόν να εφαρμοστούν προσωρινά, ανεξάρτητα από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, ώστε να εξασφαλισθεί η εξυπηρέτηση των χρεών της Ένωσης.

4.   Υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, η διαφορά μεταξύ του συνολικού ενεργητικού και των ταμειακών αναγκών κατανέμεται μεταξύ των κρατών μελών, αυτό δε γίνεται κατά το δυνατόν ανάλογα με τα έσοδα του προϋπολογισμού που προβλέπεται να προέλθουν από καθένα από αυτά.

Η Επιτροπή, κατά την κάλυψη των ταμειακών αναγκών της, αποσκοπεί στη μείωση των επιπτώσεων στα κράτη μέλη της υποχρέωσης εγγραφής των ποσών του αρνητικού τόκου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, χρησιμοποιώντας κατά προτεραιότητα τα ποσά που εγγράφονται εις πίστωση των λογαριασμών.».

9)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Εκτέλεση εντολών πληρωμών

1.   Τα κράτη μέλη ή η εθνική κεντρική τράπεζά τους, εκτελούν τις εντολές πληρωμών της Επιτροπής σύμφωνα με τις οδηγίες της τελευταίας και το αργότερο εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη των εντολών. Στην περίπτωση πράξεων σχετικών με ταμειακές κινήσεις, τα κράτη μέλη ή η εθνική κεντρική τράπεζά τους, εκτελούν τις εντολές εντός της περιόδου που έχει ζητηθεί από την Επιτροπή, η οποία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, τις κοινοποιεί τουλάχιστον μία ημέρα πριν από την εκτέλεση της διαταγής.

2.   Τα κράτη μέλη ή η εθνική κεντρική τράπεζά τους διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού, και το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ολοκλήρωση της κάθε πράξης, αντίγραφο του λογαριασμού στο οποίο παρουσιάζονται οι σχετικές κινήσεις.».

10)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Κατάργηση

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

2.   Το άρθρο 10 παράγραφος 7α του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 καταργείται αρχής γενομένης από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

3.   Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014.

Με την επιφύλαξη του τρίτου και του τέταρτου εδαφίου, εφαρμόζεται από την ίδια ημερομηνία.

Το άρθρο 1 σημείο 6 εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας των ιδίων πόρων που οφείλονται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, ο περιορισμός όσον αφορά τη συνολική αύξηση του επιτοκίου κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς και ο περιορισμός σχετικά με την καταβολή τόκων για τους ιδίους πόρους που βασίζονται στον ΦΠΑ μόνο σε σχέση με καθυστερήσεις κατά την εγγραφή ποσών που προκύπτουν από συγκεκριμένες προσαρμογές του εν λόγω κανονισμού, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την Επιτροπή, ισχύουν επίσης για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας των ιδίων πόρων που οφείλονται πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, εφόσον οι εν λόγω ίδιοι πόροι κατέστησαν γνωστοί στην Επιτροπή ή στο οικείο κράτος μέλος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Το άρθρο 1 σημείο 10 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M.H.P. VAN DAM


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2015.

(2)  ΕΕ C 5 της 8.1.2016, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών (ΕΕ L 168 της 7.6.2014, σ. 39).

(5)  Απόφαση 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 168 της 7.6.2014, σ. 105).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 608).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 320).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1377/2014 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 για την εφαρμογή της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 367 της 23.12.2014, σ. 14).

(9)  Κανονισμός (ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1989 για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθεμένης αξίας (ΕΕ L 155 της 7.6.1989, σ. 9).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/95


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/805 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2016

για την τροποποίηση του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις δραστικές ουσίες Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis), Candida oleophila στέλεχος O, FEN 560 (αποκαλείται και μοσχοσίταρο ή σπόροι μοσχοσίταρου σε σκόνη), δεκανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 110-42-9), οκτανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 111-11-5) και μείγμα τερπενοειδών QRD 460

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για τις δραστικές ουσίες Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis), Candida oleophila στέλεχος O, FEN 560 (αποκαλείται και μοσχοσίταρο ή σπόροι μοσχοσίταρου σε σκόνη) και μείγμα τερπενοειδών QRD 460 δεν είχαν καθοριστεί ειδικά ΑΟΚ. Δεδομένου ότι οι εν λόγω ουσίες δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005, ισχύει η εξ ορισμού τιμή 0,01 mg/kg που προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού. Το δεκανοϊκό μεθύλιο (CAS 110-42-9) και το οκτανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 111-11-5) ανήκουν στην ομάδα λιπαρών οξέων C7-C20 που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005.

(2)

Όσον αφορά τη δραστική ουσία FEN 560 (αποκαλείται και μοσχοσίταρο ή σπόροι μοσχοσίταρου σε σκόνη), η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή») κατέληξε στο συμπέρασμα (2) ότι είναι ενδεδειγμένο να περιληφθεί η εν λόγω ουσία στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005.

(3)

Όσον αφορά τη δραστική ουσία μείγμα τερπενοειδών QRD 460, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα (3) ότι είναι ενδεδειγμένο να περιληφθεί η εν λόγω ουσία στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005.

(4)

Όσον αφορά τη δραστική ουσία Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis) (4), η Αρχή δεν μπόρεσε να καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με την εκτίμηση του διατροφικού κινδύνου για τους καταναλωτές, επειδή ορισμένες πληροφορίες δεν ήταν διαθέσιμες και ήταν αναγκαία περαιτέρω μελέτη από τους διαχειριστές κινδύνου. Αυτή η περαιτέρω μελέτη αντικατοπτρίζεται στην έκθεση εξέτασης (5) η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος για τον άνθρωπο από την εν λόγω ουσία μέσω των μεταβολιτών της είναι αμελητέος. Συνεπώς, είναι ενδεδειγμένο να περιληφθεί η εν λόγω ουσία στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005.

(5)

Όσον αφορά τη δραστική ουσία Candida oleophila στέλεχος O (6), η Αρχή δεν μπόρεσε να καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με την εκτίμηση του διατροφικού κινδύνου για τους καταναλωτές, επειδή ορισμένες πληροφορίες δεν ήταν διαθέσιμες και ήταν αναγκαία περαιτέρω μελέτη από τους διαχειριστές κινδύνου. Αυτή η περαιτέρω μελέτη αντικατοπτρίζεται στην έκθεση εξέτασης (7) η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος για τον άνθρωπο από την εν λόγω ουσία μέσω των μεταβολιτών της είναι αμελητέος. Συνεπώς, είναι ενδεδειγμένο να περιληφθεί η εν λόγω ουσία στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005.

(6)

Το δεκανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 110-42-9) είχε συμπεριληφθεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (8) με την οδηγία 2008/127/ΕΚ της Επιτροπής (9) και θεωρείται ότι έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Δεν εντοπίστηκαν σχετικές προσμείξεις για την εν λόγω ουσία. Επιπλέον, η φυσική έκθεση στο δεκανοϊκό μεθύλιο είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη που συνδέεται με τη χρήση της εν λόγω ουσίας ως φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί η εν λόγω ουσία στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005, αλλά χωριστά από την ομάδα λιπαρών οξέων C7-C20, ώστε να εξασφαλίζεται η διαφάνεια.

(7)

Το οκτανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 111-11-5) συμπεριλήφθηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ με την οδηγία 2008/127/ΕΚ και θεωρείται ότι έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009. Δεν εντοπίστηκαν σχετικές προσμείξεις για την εν λόγω ουσία. Επιπλέον, η φυσική έκθεση στο οκτανοϊκό μεθύλιο είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη που συνδέεται με τη χρήση της εν λόγω ουσίας ως φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί η εν λόγω ουσία στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005, αλλά χωριστά από την ομάδα λιπαρών οξέων C7-C20, ώστε να εξασφαλίζεται η διαφάνεια.

(8)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 396/2005 παρεμβάλλονται οι ακόλουθες εγγραφές με αλφαβητική σειρά: «Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis)», «Candida oleophila στέλεχος O», «FEN 560 (αποκαλείται και μοσχοσίταρο ή σπόροι μοσχοσίταρου σε σκόνη)», «δεκανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 110-42-9)», «οκτανοϊκό μεθύλιο (αριθ. CAS 111-11-5)» και «μείγμα τερπενοειδών QRD 460».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1.

(2)  Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων· συμπέρασμα σχετικά με την επιστημονική εξέταση της εκτίμησης επικινδυνότητας φυτοφαρμάκων όσον αφορά τη δραστική ουσία σπόροι μοσχοσίταρου σε σκόνη (FEN 560). EFSA Journal 2010· 8(3):1448, σ. 50.

(3)  Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕFSA), 2014· συμπέρασμα σχετικά με την επιστημονική εξέταση της εκτίμησης επικινδυνότητας φυτοφαρμάκων όσον αφορά τη δραστική ουσία μείγμα τερπενοειδών QRD-460. EFSA Journal 2014·12(10):3816, σ. 41.

(4)  Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων· συμπέρασμα σχετικά με την επιστημονική εξέταση της εκτίμησης επικινδυνότητας φυτοφαρμάκων όσον αφορά τη δραστική ουσία Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis). EFSA Journal 2013·11(1):3061, σ. 40.

(5)  Η έκθεση εξέτασης της δραστικής ουσίας Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis) οριστικοποιήθηκε στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων κατά τη συνεδρίασή της στις 11 Ιουλίου 2008, με σκοπό την καταχώριση της ουσίας Streptomyces K61 (πρώην S. griseoviridis) στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. SANCO/1865/08 — αναθ. 5, 11 Ιουλίου 2014.

(6)  Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων· συμπέρασμα σχετικά με την επιστημονική εξέταση της εκτίμησης επικινδυνότητας φυτοφαρμάκων όσον αφορά τη δραστική ουσία Candida oleophila στέλεχος Ο. EFSA Journal 2012·10 (11):2944, σ. 27.

(7)  Η έκθεση εξέτασης για τη δραστική ουσία Candida oleophila στέλεχος O οριστικοποιήθηκε στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων κατά τη συνεδρίασή της στις 15 Μαρτίου 2013, με σκοπό την έγκριση της ουσίας Candida oleophila στέλεχος O σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009. SANCO/10395/2013 — αναθ. 1, 15 Μαρτίου 2014.

(8)  Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2008/127/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου ώστε να συμπεριληφθούν διάφορες δραστικές ουσίες (ΕΕ L 344 της 20.12.2008, σ. 89).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1).


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/97


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/806 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2016

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

MA

104,4

TR

63,7

ZZ

84,1

0707 00 05

TR

105,8

ZZ

105,8

0709 93 10

TR

138,4

ZZ

138,4

0805 10 20

EG

47,0

IL

62,4

MA

54,9

TR

41,8

ZA

75,5

ZZ

56,3

0805 50 10

AR

166,2

TR

143,1

ZA

190,7

ZZ

166,7

0808 10 80

AR

111,7

BR

101,6

CL

124,4

CN

107,2

NZ

157,8

US

198,5

ZA

103,2

ZZ

129,2


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/99


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/807 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαρτίου 2016

για τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ) στην 40ή σύνοδο της Επιτροπής Διευκολύνσεων, στην 69η σύνοδο της Επιτροπής Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος και την 96η σύνοδο της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας σχετικά με την έκδοση τροποποιήσεων στο παράρτημα IV της σύμβασης MARPOL περί διευκολύνσεων, τους κανονισμούς II-2/13 και II-2/18 της σύμβασης SOLAS, τον κώδικα συστημάτων πυρασφάλειας και τον κώδικα του προγράμματος ενισχυμένων επιθεωρήσεων του 2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ανάληψη δράσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών θα πρέπει να αποσκοπεί στη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και τη διευκόλυνση της διεθνούς θαλάσσιας κυκλοφορίας.

(2)

Η Επιτροπή Διευκολύνσεων του ΔΝΟ (FAL) ενέκρινε στην 39η σύνοδό της τροποποιήσεις στη σύμβαση του 1965 περί διευκολύνσεως της διεθνούς ναυτιλιακής κινήσεως («σύμβαση FAL»). Οι τροποποιήσεις αυτές αναμένεται ότι θα εκδοθούν κατά την 40ή σύνοδο της FAL που θα πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο του 2016.

(3)

Η Επιτροπή Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος (MEPC) του ΔΝΟ συμφώνησε στην 68η σύνοδό της (MEPC 68) ότι έχουν παραληφθεί επαρκείς κοινοποιήσεις σύμφωνα με τον κανονισμό 13 του παραρτήματος IV της διεθνούς σύμβασης για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία («παράρτημα IV της σύμβασης MARPOL»), ώστε τμήμα της Βαλτικής θάλασσας να χαρακτηρισθεί ειδική περιοχή. Κατά συνέπεια, μπορούν να καθορισθούν για αυτή την ειδική περιοχή ημερομηνίες έναρξης ισχύος του χαρακτηρισμού, κατά τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 11.3 του παραρτήματος IV της σύμβασης MARPOL. Η 68η σύνοδος της MEPC κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα χρειασθεί να τροποποιηθούν οι κανονισμοί 1 και 11 του παραρτήματος IV της σύμβασης MARPOL για να τεθεί σε ισχύ ο χαρακτηρισμός αυτού του τμήματος της ειδικής περιοχής και ότι προς τον σκοπό αυτό πρέπει να προταθούν τροποποιήσεις του παραρτήματος IV της σύμβασης MARPOL. Οι τροποποιήσεις αυτές αναμένεται ότι θα εκδοθούν κατά την 69η σύνοδο της MEPC που θα πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο του 2016.

(4)

Στην 95η σύνοδό της, η Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας (MSC) του ΔΝΟ ενέκρινε τροπολογίες στους κανονισμούς II-2/13 και II-2/18 της διεθνούς σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), στον διεθνή κώδικα συστημάτων πυρασφάλειας («κώδικας FSS») και στον κώδικα για το πρόγραμμα ενισχυμένων επιθεωρήσεων του 2011 («κώδικας ESP του 2011»). Οι τροποποιήσεις αυτές αναμένεται ότι θα εκδοθούν κατά την 96η σύνοδο της MSC που θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο του 2016.

(5)

Με τη γενική επανεξέταση της σύμβασης FAL εκσυγχρονίζονται οι διατάξεις της με βάση τις εξελίξεις στον τομέα της ηλεκτρονικής διαβίβασης πληροφοριών και δεδομένων και την έννοια της ενιαίας θυρίδας. Εισάγονται ιδίως μέτρα σημαντικά για την Ένωση τα οποία αφορούν την προσθήκη των αριθμών θεωρήσεων στους καταλόγους επιβατών, όχι όμως στους καταλόγους των μελών πληρώματος, και το δικαίωμα των αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική την ηλεκτρονική υποβολή των εντύπων. Τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2010/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) προβλέπουν ότι από την 1η Ιουνίου 2015 οι διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία που καταπλέουν και αποπλέουν από λιμένες των κρατών μελών πρέπει να γίνονται δεκτές μόνον σε ηλεκτρονική μορφή μέσω ενιαίας θυρίδας και ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αποδέχονται έντυπα FAL για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων υποβολής δηλώσεων μέχρι την εν λόγω ημερομηνία. Επιπλέον, σύμφωνα με την οδηγία 2010/65/ΕΕ, οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με νομική πράξη της Ένωσης πρέπει να παρέχονται σε ηλεκτρονική μορφή από την 1η Ιουνίου 2015. Η απαίτηση να περιληφθεί ο αριθμός της θεώρησης, κατά περίπτωση, στους καταλόγους μελών του πληρώματος και επιβατών προκύπτει από το σημείο 3.1.2 του παραρτήματος VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(6)

Το άρθρο VIII της σύμβασης FAL επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω σύμβασης, για τα οποία είναι πρακτικώς αδύνατο να συμμορφωθούν με οποιοδήποτε πρότυπό της ή που, για ειδικούς λόγους, το θεωρούν απαραίτητο, να εγκρίνουν διαφορετικές απαιτήσεις τεκμηρίωσης ή διαδικασίες κοινοποίησης των διαφορών αυτών στον γενικό γραμματέα. Ορισμένες απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 2010/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 562/2006 επιβάλλουν αυστηρότερες υποχρεώσεις ως προς τους σχετικούς κανόνες που προβλέπονται από τη σύμβαση FAL και, συνεπώς, συνιστούν διαφορά κατά την έννοια του άρθρου VIII της εν λόγω σύμβασης, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί.

(7)

Σκοπός των τροποποιήσεων του παραρτήματος IV της σύμβασης MARPOL είναι να δημιουργηθεί για την 68η σύνοδο της MEPC το νομικό πλαίσιο εφαρμογής του συμφωνηθέντος ότι έχουν ήδη παραληφθεί επαρκείς κοινοποιήσεις για τη διάθεση λιμενικών εγκαταστάσεων παραλαβής, ώστε να επιτραπεί η έναρξη ισχύος των διατάξεων περί της ειδικής περιοχής της Βαλτικής θάλασσας και ότι, κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να καθορισθούν ημερομηνίες έναρξης ισχύος του χαρακτηρισμού τμήματος της Βαλτικής θάλασσας ως ειδικής περιοχής, σύμφωνα με τις εν λόγω κοινοποιήσεις. Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) προβλέπει τη διαθεσιμότητα των λιμενικών εγκαταστάσεων παραλαβής, που καλύπτεται επίσης από τον κανονισμό 12α της απόφασης MEPC.200(62) του ΔΝΟ, με στόχο τη μείωση των απορρίψεων αποβλήτων πλοίων και καταλοίπων φορτίου στη θάλασσα, και ιδίως των παράνομων απορρίψεων, από πλοία που χρησιμοποιούν τους λιμένες της Ένωσης.

(8)

Με τις τροποποιήσεις του κανονισμού II-2/13 της σύμβασης SOLAS εισάγονται απαιτήσεις για την αξιολόγηση των οδών διαφυγής με ανάλυση της εκκένωσης στο στάδιο του σχεδιασμού, οι οποίες πρόκειται να ισχύουν για τα νέα επιβατηγά οχηματαγωγά και άλλα επιβατηγά πλοία που μεταφέρουν περισσότερους από 36 επιβάτες. Η οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ισχύει για τα επιβατηγά πλοία και τα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια. Το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα νέα επιβατηγά πλοία της κατηγορίας Α πρέπει να πληρούν εξ ολοκλήρου τις απαιτήσεις της σύμβασης SOLAS του 1974, όπως έχει τροποποιηθεί. Πέραν αυτού, η οδηγία 2009/45/ΕΚ προβλέπει λεπτομερείς κανόνες για τις οδούς διαφυγής στα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία των κατηγοριών Β, Γ και Δ, όπως ορίζονται στο παράρτημα I κεφάλαιο II μέρος Β παράγραφος 6-1.

(9)

Οι τροποποιήσεις στον κανονισμό II-2/18 της σύμβασης SOLAS για τους χώρους προσγείωσης ελικοπτέρων για τα νέα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία θα καταστήσουν υποχρεωτικές τις διατάξεις της εγκυκλίου MSC.1/Circ.1431 του ΔΝΟ, της 31ης Μαΐου 2012, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την έγκριση της εγκατάστασης πυροσβεστήρων αφρού για χώρους προσγείωσης ελικοπτέρων. Ο κανονισμός 18 μέρος B κεφάλαιο II-2 του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/45/ΕΚ προβλέπει ότι τα πλοία που διαθέτουν ελικοδρόμια οφείλουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του κανονισμού SOLAS, όπως θα ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2003, οι οποίες αναμένεται τώρα να τροποποιηθούν.

(10)

Το αναθεωρημένο κεφάλαιο 8 του κώδικα FSS θα προβλέπει ότι πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις προδιαγραφές ποιότητας του παρεχόμενου ύδατος από τον κατασκευαστή του συστήματος για την αποτροπή εσωτερικής διάβρωσης και εσωτερικής φραγής των καταιονιστήρων. Το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) της οδηγίας 2009/45/ΕΚ προβλέπει ότι τα νέα επιβατηγά πλοία της κατηγορίας Α πρέπει να πληρούν εξ ολοκλήρου τις απαιτήσεις της σύμβασης SOLAS του 1974, όπως έχει τροποποιηθεί, στην οποία έχει ενσωματωθεί ο κώδικας FSS που καθίσταται υποχρεωτικός βάσει της απόφασης MSC.99(73) του ΔΝΟ. Πέραν αυτού, η οδηγία 2009/45/ΕΚ προβλέπει λεπτομερείς κανόνες για την πυρόσβεση στα πλοία των κατηγοριών Β, Γ και Δ, όπως ορίζονται στο παράρτημα I κεφάλαιο II-2 μέρος Α παράγραφοι 4.5 και 4.8.

(11)

Το νέο κεφάλαιο 17 του κώδικα FSS θα αναλύει περαιτέρω τις προδιαγραφές για τις πυροσβεστικές συσκευές αφρού για την προστασία των χώρων προσγείωσης των ελικοπτέρων, όπως απαιτείται βάσει του κεφαλαίου ΙΙ-2 της σύμβασης SOLAS. Το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) της οδηγίας 2009/45/ΕΚ προβλέπει ότι τα νέα επιβατηγά πλοία της κατηγορίας Α πληρούν εξ ολοκλήρου τις απαιτήσεις της σύμβασης SOLAS του 1974, όπως έχει τροποποιηθεί, η οποία περιέχει τον κώδικα FSS που καθίσταται υποχρεωτικός βάσει της απόφασης MSC.99(73) του ΔΝΟ. Πέραν αυτού, η οδηγία 2009/45/ΕΚ προβλέπει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις ειδικές απαιτήσεις για τους χώρους προσγείωσης ελικοπτέρων στα πλοία των κατηγοριών Β, Γ και Δ, όπως ορίζονται στο παράρτημα I κεφάλαιο II μέρος Β παράγραφος 18.

(12)

Στον βαθμό που οι τροποποιήσεις στους κανονισμούς II-2/13 και II-2/18 της σύμβασης SOLAS, το αναθεωρημένο κεφάλαιο 8 του κώδικα FSS και το νέο κεφάλαιο 17 του κώδικα FSS ενδέχεται να επηρεάζουν τις διατάξεις της οδηγίας 2009/45/ΕΚ σχετικά με τα επιβατηγά πλοία και τα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια, οι τροποποιήσεις αυτές εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης.

(13)

Σκοπός των τροποποιήσεων του κώδικα ESP του 2011 είναι η εναρμονισμένη χρήση των όρων που σχετίζονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς. Τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 530/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) καθιστούν υποχρεωτική την εφαρμογή του προγράμματος εκτίμησης της κατάστασης των πλοίων (CAS) του ΔΝΟ για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους, ηλικίας άνω των 15 ετών. Το πρόγραμμα ενισχυμένων επιθεωρήσεων κατά τη διάρκεια ελέγχων πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου και πετρελαιοφόρων ή το πρόγραμμα ενισχυμένων επιθεωρήσεων (ESP) καθορίζει τον τρόπο διενέργειας της εν λόγω εντατικότερης εκτίμησης. Επειδή για την επίτευξη του στόχου του προγράμματος εκτίμησης της κατάστασης των πλοίων (CAS) χρησιμοποιείται το πρόγραμμα ενισχυμένων επιθεωρήσεων (ESP), οποιαδήποτε αλλαγή στις επιθεωρήσεις ESP θα καθίσταται αυτόματα εφαρμοστέα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 530/2012.

(14)

Η Ένωση δεν είναι ούτε μέλος του ΔΝΟ ούτε συμβαλλόμενο μέρος των σχετικών συμβάσεων και κωδίκων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξουσιοδοτήσει το Συμβούλιο τα κράτη μέλη να διατυπώσουν τη θέση της Ένωσης και να εκφράσουν τη συναίνεσή τους να δεσμευτούν από αυτές τις τροποποιήσεις, στο μέτρο που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στην 40ή σύνοδο της Επιτροπής Διευκολύνσεων του ΔΝΟ είναι ότι συμφωνεί με την έκδοση των τροποποιήσεων της σύμβασης περί διευκολύνσεων, όπως αυτές ορίζονται στο έγγραφο FAL 40/3 του ΔΝΟ.

Άρθρο 2

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στην 69η σύνοδο της Επιτροπής Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του ΔΝΟ είναι ότι συμφωνεί με την έκδοση των τροποποιήσεων των κανονισμών 1 και 11 του παραρτήματος IV της σύμβασης MARPOL, όπως αυτές ορίζονται στο παράρτημα του εγγράφου MEPC 69/3/3 του ΔΝΟ.

Άρθρο 3

Η θέση που θα εγκριθεί εξ ονόματος της Ένωσης κατά την 96η σύνοδο της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας του ΔΝΟ είναι ότι συμφωνεί με την έγκριση των ακόλουθων τροποποιήσεων που αφορούν τα εξής:

κανονισμός II-2/13 της σύμβασης SOLAS, όπως ορίζεται στο παράρτημα 14 του εγγράφου MSC 95/22/add.2. του ΔΝΟ,

κανονισμός II-2/18 της σύμβασης SOLAS, όπως ορίζεται στο παράρτημα 2 του εγγράφου SSE 2/20 του ΔΝΟ,

κεφάλαιο 8 του κώδικα FSS, όπως ορίζεται στο παράρτημα 18 σημείο 1 του εγγράφου 95/22/add.2 του ΔΝΟ,

κεφάλαιο 17 του κώδικα FSS, όπως ορίζεται στο παράρτημα 18 σημείο 2 του εγγράφου 95/22/add.2 του ΔΝΟ,

κώδικας ESP του 2011, όπως ορίζεται στο παράρτημα 15 του εγγράφου 95/22/add.2 του ΔΝΟ.

Άρθρο 4

1.   Η θέση που θα εγκριθεί εξ ονόματος της Ένωσης και παρατίθεται στα άρθρα 1, 2 και 3 εκφράζεται από τα κράτη μέλη, τα οποία είναι μέλη του ΔΝΟ και ενεργούν από κοινού προς το συμφέρον της Ένωσης.

2.   Ελάσσονος σημασίας αλλαγές των θέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3 μπορούν να συμφωνηθούν χωρίς περαιτέρω απόφαση του Συμβουλίου.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται με την παρούσα απόφαση να δώσουν τη συγκατάθεσή τους να δεσμευτούν, προς το συμφέρον της Ένωσης, από τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3, στο μέτρο που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  Οδηγία 2010/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ (ΕΕ L 283 της 29.10.2010, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου (ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 81).

(4)  Οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (ΕΕ L 163 της 25.6.2009, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 530/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους (ΕΕ L 172 της 30.6.2012, σ. 3).


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/103


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΚΕΠΠΑ) 2016/808 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΚΑΙ ΑΣΦΆΛΕΙΑΣ

της 18ης Μαΐου 2016

σχετικά με τον διορισμό του διοικητή επιχειρήσεων της ΕΕ για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας (Atalanta) (Atalanta/2/2016)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 38,

Έχοντας υπόψη την κοινή δράση 2008/851/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 2008, για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας (1), και ιδίως το άρθρο 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 της κοινής δράσης 2008/851/ΚΕΠΠΑ, η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) εξουσιοδοτήθηκε από το Συμβούλιο να λάβει αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό του διοικητή επιχειρήσεων της ΕΕ για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας («διοικητής επιχειρήσεων της ΕΕ»).

(2)

Στις 3 Ιουλίου 2014 η ΕΠΑ εξέδωσε την απόφαση 2014/433/ΚΕΠΠΑ (2), με την οποία ο υποστράτηγος Martin SMITH διορίστηκε διοικητής επιχειρήσεων της ΕΕ.

(3)

Το Ηνωμένο Βασίλειο πρότεινε τον ταξίαρχο Robert A. MAGOWAN ως διάδοχο του υποστρατήγου Martin SMITH για τη θέση του διοικητή επιχειρήσεων της ΕΕ.

(4)

Η στρατιωτική επιτροπή της ΕΕ υποστηρίζει την εν λόγω πρόταση.

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην εκπόνηση και την εφαρμογή των αποφάσεων και δράσεων της Ένωσης που έχουν συνέπειες στην άμυνα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ο ταξίαρχος Robert A. MAGOWAN διορίζεται διοικητής επιχειρήσεων της ΕΕ για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας (Atalanta) από τις 3 Ιουνίου 2016.

Άρθρο 2

Η απόφαση 2014/33/ΚΕΠΠΑ καταργείται.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία έκδοσής της.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιουνίου 2016.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας

Ο Πρόεδρος

W. STEVENS


(1)  ΕΕ L 301 της 12.11.2008, σ. 33.

(2)  Απόφαση Atalanta/3/2014 της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον διορισμό του διοικητή επιχειρήσεων της ΕΕ για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας (Atalanta) (2014/433/ΚΕΠΠΑ) (ΕΕ L 198 της 5.7.2014, σ. 5).


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/105


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/809 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2016

σχετικά με την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι επιθυμεί να συμμετέχει σε ορισμένες πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και δεν αποτελούν μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 5 αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και το άρθρο 331 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 10 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο, το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36, να κοινοποιήσει στο Συμβούλιο ότι δεν αποδέχεται, όσον αφορά τις πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, τις αρμοδιότητες της Επιτροπής και του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 36.

(2)

Με επιστολή του προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου στις 24 Ιουλίου 2013 το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας κοινοποιώντας τη μη αποδοχή των εν λόγω αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του Δικαστηρίου, με συνέπεια να παύσουν να εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο οι συναφείς πράξεις στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις από την 1η Δεκεμβρίου 2014.

(3)

Το άρθρο 10 παράγραφος 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 επιτρέπει στο Ηνωμένο Βασίλειο να κοινοποιήσει ότι επιθυμεί να συμμετέχει σε πράξεις που έχουν παύσει να ισχύουν καθόσον το αφορά.

(4)

Η απόφαση 2014/858/ΕΕ της Επιτροπής (1) επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου σε ορισμένες πράξεις.

(5)

Η απόφαση 2014/836/ΕΕ του Συμβουλίου (2) επιβεβαίωσε ότι η απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου (3), η απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου (4) και η απόφαση-πλαίσιο 2009/905/ΔΕΥ του Συμβουλίου (5) (εφεξής «αποφάσεις Prüm») παύουν να ισχύουν καθόσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο από την 1η Δεκεμβρίου 2014 και αποκλείουν το Ηνωμένο Βασίλειο από την πρόσβαση στη βάση δεδομένων Eurodac για σκοπούς επιβολής του νόμου, έως ότου η χώρα αυτή συμμετάσχει εκ νέου στις αποφάσεις Prüm. Επίσης, η απόφαση 2014/836/ΕΕ κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να εκπονήσει πλήρη μελέτη σκοπιμότητας και εφαρμογής, προκειμένου να εκτιμηθούν τα πλεονεκτήματα και τα πρακτικά οφέλη που απορρέουν από την εκ νέου συμμετοχή του στις αποφάσεις Prüm. Το Ηνωμένο Βασίλειο εκπόνησε τη μελέτη σκοπιμότητας και εφαρμογής και το Κοινοβούλιό του ψήφισε υπέρ της εκ νέου συμμετοχής στις αποφάσεις Prüm.

(6)

Η απόφαση 2014/857/ΕΕ του Συμβουλίου (6) επιβεβαίωσε την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι επιθυμεί να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου Σένγκεν που περιέχονται σε πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά ζητήματα.

(7)

Με επιστολή του προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου στις 22 Ιανουαρίου 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε περαιτέρω χρήση του άρθρου 10 παράγραφος 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 36, για να κοινοποιήσει την επιθυμία του να συμμετέχει στην απόφαση 2008/615/ΔΕΥ, στην απόφαση 2008/616/ΔΕΥ και στην απόφαση-πλαίσιο 2009/905/ΔΕΥ.

(8)

Για πράξεις που δεν αποτελούν μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν, το άρθρο 10 παράγραφος 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 παραπέμπει στο πρωτόκολλο αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 αναφέρεται στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 331 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η εν λόγω τελευταία διάταξη προβλέπει ότι η Επιτροπή επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του κράτους μέλους που επιθυμεί να συμμετάσχει, και διαπιστώνει, κατά περίπτωση, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις συμμετοχής.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 τέταρτη περίοδος του πρωτοκόλλου αριθ. 36, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκουν την επαναφορά του μεγαλύτερου δυνατού βαθμού συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στο κεκτημένο της Ένωσης στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, χωρίς να επηρεάζεται σημαντικά η πρακτική λειτουργία των διαφόρων μερών του κεκτημένου, και διατηρώντας, παράλληλα, τη συνοχή τους.

(10)

Οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 5 τέταρτη περίοδος του πρωτοκόλλου αριθ. 36 πληρούνται όσον αφορά τις πράξεις για τις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε την επιθυμία του να συμμετέχει.

(11)

Επομένως, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στις πράξεις που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 7,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Επιβεβαιώνεται η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στις ακόλουθες αποφάσεις του Συμβουλίου:

 

απόφαση 2008/615/ΔΕΥ,

 

απόφαση 2008/616/ΔΕΥ,

 

απόφαση-πλαίσιο 2009/905/ΔΕΥ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αρχίζει να ισχύει την 21η Μαΐου 2016.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  Απόφαση 2014/858/ΕΕ της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι επιθυμεί να προσχωρήσει σε πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που εγκρίθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και δεν αποτελούν μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 345 της 1.12.2014, σ. 6).

(2)  Απόφαση 2014/836/ΕΕ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό ορισμένων επακόλουθων και μεταβατικών ρυθμίσεων που αφορούν την παύση συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας σε ορισμένες πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας (ΕΕ L 343 της 28.11.2014, σ. 11).

(3)  Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 1).

(4)  Απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 12).

(5)  Απόφαση-πλαίσιο 2009/905/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη διαπίστευση των παρόχων δικανικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν εργασίες εργαστηρίου (ΕΕ L 322 της 9.12.2009, σ. 14).

(6)  Απόφαση 2014/857/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2014, όσον αφορά την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι επιθυμεί να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου Σένγκεν που περιέχονται σε πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά ζητήματα και για την τροποποίηση των αποφάσεων 2000/365/ΕΚ και 2004/926/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 1.12.2014, σ. 1).


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/107


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/810 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 28ης Απριλίου 2016

σχετικά με τη δεύτερη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2016/10)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 12.1, το άρθρο 18.1 δεύτερη περίπτωση και το άρθρο 34.1 δεύτερη περίπτωση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση ΕΚΤ/2014/34 (1) προβλέπει τη διενέργεια σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι από το 2014 έως το 2016.

(2)

Στις 10 Μαρτίου 2016 το διοικητικό συμβούλιο, ενεργώντας εντός των ορίων της αποστολής του για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, αποφάσισε να εισαγάγει μία νέα σειρά τεσσάρων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ-II) με σκοπό την περαιτέρω χαλάρωση των όρων πιστοδότησης του ιδιωτικού τομέα και την τόνωση της πιστωτικής επέκτασης. Οι ΣΠΠΜΑ-II σκοπό έχουν να ενισχύσουν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, παρέχοντας περαιτέρω κίνητρα για χορήγηση τραπεζικών δανείων προς τον μη χρηματοοικονομικό ιδιωτικό τομέα, ήτοι προς νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ. Το συγκεκριμένο μέτρο δεν έχει στόχο να στηρίξει τη χορήγηση τραπεζικών δανείων προς νοικοκυριά για την αγορά κατοικίας. Συνεπώς, τα δάνεια προς νοικοκυριά για την αγορά κατοικίας εξαιρούνται από τις αποδεκτές χορηγήσεις προς τον μη χρηματοοικονομικό ιδιωτικό τομέα στο πλαίσιο του εν λόγω μέτρου. Σε συνδυασμό και με άλλα μη συμβατικά μέτρα, οι ΣΠΠΜΑ-II στόχο έχουν να συμβάλουν στην επάνοδο των ρυθμών του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα.

(3)

Όπως και στην πρώτη σειρά ΣΠΠΜΑ και προς διευκόλυνση της συμμετοχής ιδρυμάτων που για οργανωτικούς λόγους δανείζονται από το Ευρωσύστημα υπό τη μορφή ομίλου, η συμμετοχή σε ΣΠΠΜΑ-II σε επίπεδο ομίλου θα είναι δυνατή εφόσον η μεταχείριση των οικείων ιδρυμάτων ως ομίλου δικαιολογείται από τους μεταξύ τους δεσμούς. Η συμμετοχή σε επίπεδο ομίλου θα πραγματοποιείται μέσω ενός συγκεκριμένου μέλους του ομίλου και εφόσον πληρούνται ορισμένοι προκαθορισμένοι όροι. Εξάλλου, προς αντιμετώπιση τυχόν ζητημάτων κατανομής ρευστότητας εντός του ομίλου, στην περίπτωση ομίλων που δημιουργούνται με βάση τους στενούς δεσμούς που συνδέουν τα μέλη τους, όλα τα μέλη του ομίλου θα πρέπει να επιβεβαιώνουν ρητά και εγγράφως τη συμμετοχή τους σε αυτόν. Όμιλος ΣΠΠΜΑ ο οποίος είχε αναγνωριστεί για τους σκοπούς των ΣΠΠΜΑ βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 μπορεί να συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II ως όμιλος ΣΠΠΜΑ-II υπό την επιφύλαξη συγκεκριμένων διαδικασιών που αφορούν σχετική κοινοποίηση, καθώς και την αναγνώρισή του.

(4)

Το συνολικό ποσό που μπορεί να δανειστεί συγκεκριμένος συμμετέχων στο πλαίσιο όλων των ΣΠΠΜΑ-II θα καθορίζεται με βάση το συνολικό ποσό των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων του προς τον μη χρηματοοικονομικό ιδιωτικό τομέα, μείον τα ποσά τα οποία τυχόν δανείστηκε ο εν λόγω συμμετέχων κατά τις δύο πρώτες ΣΠΠΜΑ που διενεργήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2014 βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 και τα οποία παραμένουν ανεξόφλητα την ημερομηνία διακανονισμού ΣΠΠΜΑ-II.

(5)

Το εφαρμοστέο σε κάθε ΣΠΠΜΑ-II επιτόκιο θα καθορίζεται με βάση το ιστορικό χορηγήσεων του συμμετέχοντα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2016 και της 31ης Ιανουαρίου 2018, σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.

(6)

Με την παρέλευση είκοσι τεσσάρων μηνών από τον διακανονισμό της εκάστοτε ΣΠΠΜΑ-II, οι συμμετέχοντες θα δύνανται σε τριμηνιαία βάση να επιλέγουν την αποπληρωμή ποσών που τους κατανεμήθηκαν σύμφωνα με προκαθορισμένες διαδικασίες.

(7)

Τα ιδρύματα που επιθυμούν να συμμετέχουν σε ΣΠΠΜΑ-II θα υπόκεινται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις παροχής στοιχείων. Τα παρεχόμενα στοιχεία θα χρησιμοποιούνται: α) για τον καθορισμό του ορίου δανεισμού· β) για τον υπολογισμό του εφαρμοστέου ορίου αναφοράς· γ) για την αξιολόγηση της δραστηριότητας των συμμετεχόντων σε σχέση με τα όρια αναφοράς τους· και δ) για τους σκοπούς άλλων αναλύσεων που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος. Προβλέπεται περαιτέρω ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (εφεξής «ΕθνΚΤ») που λαμβάνουν τα παρεχόμενα στοιχεία μπορούν να τα ανταλλάσσουν εντός του Ευρωσυστήματος, στον αναγκαίο βαθμό και επίπεδο, για την ορθή εφαρμογή του πλαισίου ΣΠΠΜΑ-II και την ανάλυση της αποτελεσματικότητάς του, καθώς και για τους σκοπούς άλλων αναλύσεων που διενεργεί το Ευρωσύστημα. Επιτρέπεται η ανταλλαγή των παρεχόμενων στοιχείων εντός του Ευρωσυστήματος για τους σκοπούς της επαλήθευσής τους.

(8)

Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ χωρίς περιττή καθυστέρηση, έτσι ώστε να εξασφαλίσει στα πιστωτικά ιδρύματα επαρκή χρόνο για την επιχειρησιακή τους προετοιμασία ενόψει της πρώτης ΣΠΠΜΑ-ΙΙ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων»: το ύψος των αποδεκτών καθαρών χορηγήσεων το οποίο ο συμμετέχων θα πρέπει να υπερβαίνει κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2016 και της 31ης Ιανουαρίου 2018, προκειμένου να δικαιούται επιτόκιο δανεισμού χαμηλότερο από το αρχικό στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II, και το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις αρχές και τις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 4 και του παραρτήματος I αντίστοιχα·

2)   «όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου»: το άθροισμα των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων ορισμένου συμμετέχοντα και του ορίου αναφοράς καθαρών χορηγήσεών του, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις αρχές και τις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 4 και του παραρτήματος I αντίστοιχα·

3)   «όριο προσφοράς»: το ανώτατο ποσό το οποίο μπορεί να δανειστεί ο συμμετέχων σε οποιαδήποτε ΣΠΠΜΑ-II, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις αρχές και τις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 4 και του παραρτήματος I αντίστοιχα·

4)   «όριο δανεισμού»: το συνολικό ποσό το οποίο μπορεί να δανειστεί ο συμμετέχων σε όλες τις ΣΠΠΜΑ-II, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις αρχές και τις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 4 και του παραρτήματος I αντίστοιχα·

5)   «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/60) (2)·

6)   «αποδεκτά δάνεια»: δάνεια τα οποία χορηγούνται σε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά) που είναι κάτοικοι —κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου (3) — κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, εξαιρουμένων των δανείων που χορηγούνται σε νοικοκυριά για αγορά κατοικίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο παράρτημα II·

7)   «αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις»: ακαθάριστες χορηγήσεις αποδεκτών δανείων στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, κατόπιν αφαίρεσης τυχόν αποπληρωμών ανεξόφλητων υπολοίπων των εν λόγω δανείων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο παράρτημα II·

8)   «πρώτη περίοδος αναφοράς»: το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2015 και της 31ης Ιανουαρίου 2016·

9)   «νομισματικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα» (ΝΧΙ): νομισματικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2013/33) (4)·

10)   «κωδικός ΝΧΙ»: αποκλειστικός κωδικός αναγνώρισης ΝΧΙ περιλαμβανόμενου στον κατάλογο των ΝΧΙ τον οποίο τηρεί και δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33)·

11)   «ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων»: ανεξόφλητα αποδεκτά δάνεια που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, εξαιρουμένων των αποδεκτών δανείων που έχουν τιτλοποιηθεί ή με άλλον τρόπο μεταβιβαστεί χωρίς να έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο παράρτημα II·

12)   «συμμετέχων»: αποδεκτός αντισυμβαλλόμενος σε πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα για τους σκοπούς άσκησης της νομισματικής πολιτικής, σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60), ο οποίος υποβάλλει προσφορές σε δημοπρασίες ΣΠΠΜΑ-II, είτε σε ατομική βάση είτε σε επίπεδο ομίλου ως το επικεφαλής ίδρυμα, και ο οποίος υπόκειται στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή του στις ως άνω δημοπρασίες·

13)   «οικεία ΕθνΚΤ»: όσον αφορά συγκεκριμένο συμμετέχοντα, η ΕθνΚΤ του κράτους μέλους στο οποίο αυτός είναι εγκατεστημένος·

14)   «δεύτερη περίοδος αναφοράς»: το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2016 και της 31ης Ιανουαρίου 2018.

Άρθρο 2

Δεύτερη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης

1.   Το Ευρωσύστημα διενεργεί τέσσερις ΣΠΠΜΑ-II σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

2.   Κάθε ΣΠΠΜΑ-II λήγει τέσσερα έτη μετά την αντίστοιχη ημερομηνία διακανονισμού, σε ημέρα που συμπίπτει με την ημερομηνία διακανονισμού πράξης κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

3.   Οι ΣΠΠΜΑ-II:

α)

είναι αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας·

β)

διενεργούνται σε αποκεντρωμένη βάση από τις ΕθνΚΤ·

γ)

διενεργούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών· και

δ)

διενεργούνται υπό τη μορφή δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου.

4.   Όσον αφορά τις ΣΠΠΜΑ-II ισχύουν οι γενικοί όροι υπό τους οποίους οι ΕθνΚΤ είναι διατεθειμένες να διενεργούν πιστοδοτικές πράξεις, εκτός εάν άλλως ορίζεται στην παρούσα απόφαση. Στους εν λόγω όρους συμπεριλαμβάνονται οι διαδικασίες διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς, τα κριτήρια καθορισμού της καταλληλότητας των αντισυμβαλλομένων και των ασφαλειών για τους σκοπούς των πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος, καθώς και οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αντισυμβαλλομένων με τις υποχρεώσεις τους. Οι ως άνω όροι καθορίζονται στα γενικής και προσωρινής εφαρμογής νομικά πλαίσια που διέπουν τις πράξεις αναχρηματοδότησης και ενσωματώνονται στα συμβατικά και/ή κανονιστικά εθνικά πλαίσια των ΕθνΚΤ.

5.   Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των διατάξεων της παρούσας απόφασης και της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60) ή κάθε άλλης νομικής πράξης της ΕΚΤ η οποία καθορίζει το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται σε πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και/ή τυχόν μέτρων που ενσωματώνουν το εν λόγω πλαίσιο σε εθνικό επίπεδο, κατισχύει η παρούσα απόφαση.

Άρθρο 3

Συμμετοχή

1.   Κάθε ίδρυμα μπορεί να συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II σε ατομική βάση, εφόσον αποτελεί αποδεκτό αντισυμβαλλόμενο για τις πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα για τους σκοπούς άσκησης της νομισματικής πολιτικής.

2.   Τα ιδρύματα μπορούν να συμμετέχουν σε ΣΠΠΜΑ-II σε επίπεδο ομίλου, συστήνοντας όμιλο ΣΠΠΜΑ-II. Η συμμετοχή σε επίπεδο ομίλου έχει σημασία για τον υπολογισμό των εφαρμοστέων ορίων δανεισμού και ορίων αναφοράς σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 και για τις σχετικές υποχρεώσεις παροχής στοιχείων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7. Η συμμετοχή σε επίπεδο ομίλου υπόκειται στους ακόλουθους περιορισμούς:

α)

ένα ίδρυμα δεν μπορεί να αποτελεί μέλος περισσότερων του ενός ομίλων ΣΠΠΜΑ-II·

β)

ένα ίδρυμα που συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II σε επίπεδο ομίλου δεν μπορεί να συμμετέχει και σε ατομική βάση·

γ)

το ίδρυμα που ορίζεται ως επικεφαλής ίδρυμα αποτελεί το μόνο μέλος του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II που μπορεί να συμμετέχει σε δημοπρασίες ΣΠΠΜΑ-II· και

δ)

η σύνθεση και το επικεφαλής ίδρυμα του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II παραμένουν αμετάβλητα για όλες τις ΣΠΠΜΑ-II, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος άρθρου.

3.   Για τη συμμετοχή σε ΣΠΠΜΑ-II μέσω ομίλου ΣΠΠΜΑ-II πρέπει πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

α)

Από την τελευταία ημέρα του μήνα που προηγείται της αίτησης του στοιχείου δ) της παρούσας παραγράφου, κάθε μέλος συγκεκριμένου ομίλου:

i)

έχει στενό δεσμό με άλλο μέλος του ομίλου, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «στενός δεσμός» στο άρθρο 138 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60), οι δε αναφορές στους όρους «αντισυμβαλλόμενος», «εγγυητής», «εκδότης» ή «οφειλέτης» νοούνται ως αναφορές σε μέλος του ομίλου· ή

ii)

τηρεί υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά στο Ευρωσύστημα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2003/9) (5) με έμμεσο τρόπο, μέσω άλλου μέλους του ομίλου, ή χρησιμοποιείται από άλλο μέλος του ομίλου για την έμμεση τήρηση υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών στο Ευρωσύστημα.

β)

Ο όμιλος ορίζει ένα μέλος του ως επικεφαλής ίδρυμα του ομίλου. Το επικεφαλής ίδρυμα αποτελεί αποδεκτό αντισυμβαλλόμενο σε πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα για τους σκοπούς άσκησης της νομισματικής πολιτικής.

γ)

Κάθε μέλος του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, πληροί δε τα κριτήρια που καθορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 55 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60).

δ)

Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου ε), το επικεφαλής ίδρυμα υποβάλλει στην οικεία ΕθνΚΤ αίτηση συμμετοχής σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Η αίτηση περιέχει:

i)

την επωνυμία του επικεφαλής ιδρύματος·

ii)

κατάλογο των κωδικών ΝΧΙ και των επωνυμιών όλων των ιδρυμάτων που πρόκειται να συμπεριληφθούν στον όμιλο ΣΠΠΜΑ-II·

iii)

την αιτιολογική βάση για την υποβολή της αίτησης σε επίπεδο ομίλου, καθώς και αναφορά των υφιστάμενων στενών δεσμών και/ή των σχέσεων έμμεσης τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών μεταξύ των μελών του ομίλου, προσδιορίζοντας κάθε μέλος με τον αντίστοιχο κωδικό ΝΧΙ·

iv)

στην περίπτωση μελών ομίλου τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) σημείο ii): έγγραφη επιβεβαίωση του επικεφαλής ιδρύματος ότι κάθε μέλος του οικείου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II έχει ρητά αποφασίσει να αποτελεί μέλος του συγκεκριμένου ομίλου και να μην συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II ως μεμονωμένος αντισυμβαλλόμενος ή ως μέλος άλλου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, συνοδευόμενη από επαρκή στοιχεία που τεκμηριώνουν την υπογραφή της από δεόντως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Το επικεφαλής ίδρυμα μπορεί να προβαίνει στην απαραίτητη επιβεβαίωση για τα μέλη του οικείου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II εφόσον υπάρχουν συμφωνίες, π.χ. για την έμμεση τήρηση υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), οι οποίες ορίζουν ρητά ότι τα οικεία μέλη του ομίλου συμμετέχουν σε πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος αποκλειστικά μέσω του επικεφαλής ιδρύματος. Η οικεία ΕθνΚΤ, σε συνεργασία με τις ΕθνΚΤ των οικείων μελών του ομίλου, μπορούν να ελέγχουν την εγκυρότητα της σχετικής έγγραφης επιβεβαίωσης· και

v)

στην περίπτωση μέλους ομίλου στο οποίο έχει εφαρμογή το στοιχείο α) σημείο i): 1) έγγραφη επιβεβαίωση του εν λόγω μέλους σχετικά με τη ρητή απόφασή του να αποτελεί μέλος του συγκεκριμένου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II και να μην συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II ως μεμονωμένος αντισυμβαλλόμενος ή ως μέλος άλλου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II· και 2) επαρκή στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνει η ΕθνΚΤ του εν λόγω μέλους και τα οποία τεκμηριώνουν τη λήψη της εν λόγω απόφασης από το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της εταιρικής δομής του μέλους, π.χ. από το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο ανάλογο όργανο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο.

ε)

Όμιλος ΣΠΠΜΑ ο οποίος έχει αναγνωριστεί βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 για τους σκοπούς των ΣΠΠΜΑ μπορεί να συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II ως όμιλος ΣΠΠΜΑ-II, υπό την προϋπόθεση ότι το επικεφαλής ίδρυμά του υποβάλλει σχετική έγγραφη κοινοποίηση στην οικεία ΕθνΚΤ σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II το οποίο δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Η κοινοποίηση περιέχει:

i)

κατάλογο των μελών του ομίλου ΣΠΠΜΑ τα οποία έχουν ρητά αποφασίσει να αποτελούν μέλη του συγκεκριμένου ομίλου ΣΠΠΜΑ-ΙΙ και να μην συμμετέχουν σε ΣΠΠΜΑ-II ως μεμονωμένοι αντισυμβαλλόμενοι ή ως μέλη άλλου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II. Στην περίπτωση μελών ομίλου τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) σημείο ii), το επικεφαλής ίδρυμα μπορεί να προβαίνει στην απαραίτητη κοινοποίηση εφόσον υπάρχουν συμφωνίες, κατά τα αναφερόμενα στο στοιχείο δ) σημείο iv), οι οποίες ορίζουν ρητά ότι τα οικεία μέλη του ομίλου συμμετέχουν σε πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος αποκλειστικά μέσω του επικεφαλής ιδρύματος. Η οικεία ΕθνΚΤ, σε συνεργασία με τις ΕθνΚΤ των οικείων μελών του ομίλου, μπορούν να ελέγχουν την εγκυρότητα του καταλόγου· και

ii)

επαρκή στοιχεία, τα οποία μπορεί να ζητήσει η ΕθνΚΤ του επικεφαλής ιδρύματος και τα οποία τεκμηριώνουν την υπογραφή της κοινοποίησης από δεόντως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα.

στ)

Το επικεφαλής ίδρυμα λαμβάνει επιβεβαίωση από την οικεία ΕθνΚΤ για την αναγνώριση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II. Πριν από την έκδοση της σχετικής επιβεβαίωσης, η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να ζητήσει από το επικεφαλής ίδρυμα την παροχή πρόσθετων πληροφοριών οι οποίες είναι κρίσιμες για την από μέρους της αξιολόγηση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II που ενδεχομένως δημιουργηθεί. Κατά την αξιολόγηση της αίτησης συμμετοχής σε επίπεδο ομίλου, η οικεία ΕθνΚΤ λαμβάνει επίσης υπόψη και αξιολογήσεις των ΕθνΚΤ μελών του ομίλου που ενδεχομένως είναι απαραίτητες, π.χ. επαληθεύσεις των παρεχόμενων σύμφωνα με τα στοιχεία δ) ή ε) εγγράφων, κατά περίπτωση.

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, περιλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος, θεωρούνται επίσης κατάλληλα για την υποβολή αίτησης αναγνώρισης ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, υποχρεούνται δε να πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, τηρουμένων των αναλογιών. Αυτό διευκολύνει τη δημιουργία ομίλων ΣΠΠΜΑ-II μεταξύ των ανωτέρω ιδρυμάτων, στην περίπτωση που αυτά αποτελούν μέρος της ίδιας νομικής οντότητας. Για τους σκοπούς της επιβεβαίωσης της δημιουργίας ή της μεταβολής της σύνθεσης ομίλου ΣΠΠΜΑ-II τέτοιου είδους, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 στοιχείο δ) σημείο iv) και της παραγράφου 6 στοιχείο β) σημείο ii) περίπτωση 4) αντίστοιχα.

4.   Εφόσον ένα ή περισσότερα από τα ιδρύματα που περιλαμβάνονται στην αίτηση αναγνώρισης ομίλου ΣΠΠΜΑ-II δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να απορρίψει εν μέρει τη σχετική αίτηση. Στην περίπτωση αυτή τα ιδρύματα που υποβάλλουν την αίτηση μπορούν να αποφασίσουν είτε να ενεργήσουν ως όμιλος ΣΠΠΜΑ-II με σύνθεση που περιλαμβάνει μόνον τα μέλη του ομίλου που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις είτε να αποσύρουν την αίτηση αναγνώρισής τους ως ομίλου ΣΠΠΜΑ-II.

5.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρεκκλίνει από τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 2 και 3 προϋποθέσεις.

6.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 5, η σύνθεση ομίλου που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 3 μπορεί να μεταβληθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

Μέλος ομίλου ΣΠΠΜΑ-II αποβάλλεται από αυτόν εφόσον παύει να πληροί τις προϋποθέσεις των στοιχείων α) ή γ) της παραγράφου 3. Η ΕθνΚΤ του εν λόγω μέλους ενημερώνει το επικεφαλής ίδρυμα ότι το συγκεκριμένο μέλος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις.

Στις περιπτώσεις αυτές το επικεφαλής ίδρυμα του ομίλου ενημερώνει την οικεία ΕθνΚΤ σχετικά με τη μεταβολή της κατάστασης του συγκεκριμένου μέλους.

β)

Εάν δημιουργηθούν περαιτέρω στενοί δεσμοί ή σχέσεις έμμεσης τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών στο Ευρωσύστημα σε σχέση με τον όμιλο ΣΠΠΜΑ-II μετά την τελευταία ημέρα του μήνα που προηγείται της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ), η σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II μπορεί να μεταβληθεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση νέου μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

το επικεφαλής ίδρυμα υποβάλλει αίτηση στην οικεία του ΕθνΚΤ για αναγνώριση της μεταβολής στη σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II·

ii)

η αίτηση του σημείου i) περιλαμβάνει:

1)

την επωνυμία του επικεφαλής ιδρύματος·

2)

τον κατάλογο των κωδικών ΝΧΙ και των επωνυμιών όλων των ιδρυμάτων που πρόκειται να συμπεριληφθούν στη νέα σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II·

3)

την αιτιολογική βάση της, περιλαμβανομένων λεπτομερειών για τις μεταβολές στους στενούς δεσμούς και/ή στις σχέσεις έμμεσης τήρησης αποθεματικών μεταξύ των μελών του ομίλου, προσδιορίζοντας κάθε μέλος με τον αντίστοιχο κωδικό ΝΧΙ·

4)

στην περίπτωση μελών ομίλου στα οποία έχει εφαρμογή η παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο ii): έγγραφη επιβεβαίωση παρεχόμενη από το επικεφαλής ίδρυμα ότι κάθε μέλος του οικείου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II έχει ρητά αποφασίσει να αποτελεί μέλος του συγκεκριμένου ομίλου και να μην συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II ως μεμονωμένος αντισυμβαλλόμενος ή ως μέλος άλλου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II. Το επικεφαλής ίδρυμα μπορεί να προβαίνει στην απαραίτητη επιβεβαίωση για τα μέλη του οικείου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II εφόσον υπάρχουν συμφωνίες, π.χ. για την έμμεση τήρηση υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), οι οποίες ορίζουν ρητά ότι τα οικεία μέλη του ομίλου συμμετέχουν σε πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος αποκλειστικά μέσω του επικεφαλής ιδρύματος. Η οικεία ΕθνΚΤ, σε συνεργασία με τις ΕθνΚΤ των οικείων μελών του ομίλου, μπορούν να ελέγχουν την εγκυρότητα της σχετικής έγγραφης επιβεβαίωσης· και

5)

στην περίπτωση μελών ομίλου στα οποία έχει εφαρμογή η παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο i), έγγραφη επιβεβαίωση παρεχόμενη από κάθε νέο μέλος σχετικά με τη ρητή απόφασή του να αποτελεί μέλος του συγκεκριμένου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II και να μην συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ-II ως μεμονωμένος αντισυμβαλλόμενος ή ως μέλος άλλου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, καθώς και έγγραφη επιβεβαίωση παρεχόμενη από κάθε μέλος του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, τόσο υπό την παλαιά όσο και υπό τη νέα σύνθεσή του, σχετικά με τη ρητή απόφασή του ότι συμφωνεί με τη νέα σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, συνοδευόμενες από επαρκή στοιχεία τεκμηρίωσης που επιβεβαιώνονται από την ΕθνΚΤ του οικείου μέλους του ομίλου, όπως λεπτομερώς ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) σημείο v)· και

iii)

το επικεφαλής ίδρυμα έχει λάβει επιβεβαίωση από την οικεία του ΕθνΚΤ ότι ο όμιλος ΣΠΠΜΑ-II υπό τη νέα του σύνθεση έχει αναγνωριστεί. Πριν από την έκδοση της σχετικής επιβεβαίωσης, η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να ζητήσει από το επικεφαλής ίδρυμα την παροχή πρόσθετων πληροφοριών οι οποίες είναι κρίσιμες για την από μέρους της αξιολόγηση της νέας σύνθεσης του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II. Κατά την αξιολόγηση της αίτησης συμμετοχής σε επίπεδο ομίλου, η οικεία ΕθνΚΤ πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τυχόν απαραίτητες αξιολογήσεις των ΕθνΚΤ των μελών του ομίλου, π.χ. επαληθεύσεις των παρεχόμενων σύμφωνα με το σημείο ii) εγγράφων.

γ)

Εάν μετά την τελευταία ημέρα του μήνα που προηγείται της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) αίτησης λάβει χώρα συγχώνευση, εξαγορά ή διάσπαση στο πλαίσιο ενός ομίλου ΣΠΠΜΑ-II η οποία αφορά μέλη του, η δε πράξη αυτή δεν συνεπάγεται μεταβολή στο σύνολο των αποδεκτών δανείων, η σύνθεση του συγκεκριμένου ομίλου μπορεί να μεταβληθεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η συγχώνευση, εξαγορά ή διάσπαση, κατά περίπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο στοιχείο β).

7.   Εφόσον έχουν γίνει δεκτές από το διοικητικό συμβούλιο μεταβολές στη σύνθεση ενός ομίλου ΣΠΠΜΑ-II σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή έχουν λάβει χώρα μεταβολές στη σύνθεσή του σύμφωνα με την παράγραφο 6, ισχύουν τα ακόλουθα, εκτός εάν άλλως αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο:

α)

όσον αφορά μεταβολές στις οποίες έχει εφαρμογή η παράγραφος 5 ή η παράγραφος 6 στοιχείο β), το επικεφαλής ίδρυμα μπορεί να συμμετάσχει για πρώτη φορά σε ΣΠΠΜΑ-II με βάση τη νέα σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II μετά την παρέλευση έξι εβδομάδων από την υποβολή στην οικεία ΕθνΚΤ αίτησης για την αναγνώριση της νέας σύνθεσης του ομίλου, εφόσον η εν λόγω αίτηση έχει ευδοκιμήσει· και

β)

ίδρυμα το οποίο παύει να είναι μέλος ομίλου ΣΠΠΜΑ-II δεν συμμετέχει σε άλλη ΣΠΠΜΑ-II ούτε σε ατομική βάση ούτε ως μέλος άλλου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, εκτός εάν υποβάλει νέα αίτηση συμμετοχής σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3 ή 6.

8.   Εφόσον το επικεφαλής ίδρυμα παύσει να είναι αποδεκτός αντισυμβαλλόμενος σε πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα για τους σκοπούς άσκησης της νομισματικής πολιτικής, ο οικείος όμιλος ΣΠΠΜΑ-II παύει πλέον να αναγνωρίζεται και το επικεφαλής ίδρυμα υποχρεούται να αποπληρώσει όλα τα ποσά δανεισμού στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II.

Άρθρο 4

Όριο δανεισμού, όριο προσφοράς και όρια αναφοράς

1.   Το όριο δανεισμού που ισχύει για έναν μεμονωμένο συμμετέχοντα υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία ανεξόφλητων υπολοίπων αποδεκτών δανείων του εν λόγω συμμετέχοντα. Το όριο δανεισμού που ισχύει για τον συμμετέχοντα που είναι το επικεφαλής ίδρυμα ομίλου ΣΠΠΜΑ-II υπολογίζεται με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία ανεξόφλητων υπολοίπων αποδεκτών δανείων όλων των μελών του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II.

2.   Το όριο δανεισμού κάθε συμμετέχοντα ισούται με το 30 % του συνολικού ύψους των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων του, αφαιρουμένου τυχόν ποσού που ο συμμετέχων στην ΣΠΠΜΑ-II δανείστηκε προηγουμένως κατά τις δύο πρώτες ΣΠΠΜΑ που διενεργήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2014 βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 και το οποίο παραμένει ανεξόφλητο την ημερομηνία διακανονισμού ΣΠΠΜΑ-II, λαμβανομένης υπόψη τυχόν νομικά δεσμευτικής κοινοποίησης υποβληθείσας από τον συμμετέχοντα για πρόωρη αποπληρωμή σύμφωνα με το άρθρο 6 της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 ή τυχόν νομικά δεσμευτικής κοινοποίησης από την οικεία ΕθνΚΤ για υποχρεωτική πρόωρη αποπληρωμή σύμφωνα με το άρθρο 7 της απόφασης ΕΚΤ/2014/34. Οι σχετικοί τεχνικοί υπολογισμοί περιγράφονται στο παράρτημα I.

3.   Σε περίπτωση που μέλος ομίλου ΣΠΠΜΑ ο οποίος έχει αναγνωριστεί βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 για τους σκοπούς των ΣΠΠΜΑ δεν επιθυμεί να είναι μέλος του αντίστοιχου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II, για τον υπολογισμό του ορίου δανεισμού στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος ως μεμονωμένου συμμετέχοντος το εν λόγω ίδρυμα θεωρείται ότι έχει δανειστεί σε ΣΠΠΜΑ που διενεργήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2014 ποσό ίσο με αυτό που δανείστηκε το επικεφαλής ίδρυμα του ομίλου ΣΠΠΜΑ στις δύο αυτές πράξεις και το οποίο παραμένει ανεξόφλητο κατά την ημερομηνία διακανονισμού ΣΠΠΜΑ-II, πολλαπλασιαζόμενο επί του μεριδίου του μέλους στα αποδεκτά δάνεια του ομίλου ΣΠΠΜΑ κατά την 30ή Απριλίου 2014. Για τους σκοπούς του υπολογισμού του ορίου δανεισμού του επικεφαλής ιδρύματος στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II, το τελευταίο αυτό ποσό θα αφαιρεθεί από το ποσό που θεωρείται ότι έχει δανειστεί ο αντίστοιχος όμιλος ΣΠΠΜΑ-II στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ που διενεργήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2014.

4.   Το όριο προσφοράς κάθε συμμετέχοντα ισούται με το όριο δανεισμού του μετά την αφαίρεση των ποσών δανεισμού στο πλαίσιο προηγούμενων ΣΠΠΜΑ-II. Το εν λόγω ποσό θεωρείται ότι αποτελεί ένα ανώτατο όριο προσφοράς για κάθε συμμετέχοντα, ενώ ισχύουν οι κανόνες που εφαρμόζονται στις προσφορές που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο προσφοράς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60). Οι σχετικοί τεχνικοί υπολογισμοί περιγράφονται στο παράρτημα I.

5.   Το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων του συμμετέχοντα καθορίζεται με βάση τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς, ως ακολούθως:

α)

για τους συμμετέχοντες που αναφέρουν θετικές ή μηδενικές αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς, το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων είναι μηδενικό·

β)

για τους συμμετέχοντες που αναφέρουν αρνητικές αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς, το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων ισούται με τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις της πρώτης περιόδου αναφοράς.

Οι σχετικοί τεχνικοί υπολογισμοί περιγράφονται στο παράρτημα I. Το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων είναι μηδενικό για τους συμμετέχοντες στους οποίους έχει χορηγηθεί τραπεζική άδεια μετά τις 31 Ιανουαρίου 2015, εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά σε αντικειμενικά δικαιολογημένες περιπτώσεις.

6.   Το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου του συμμετέχοντα αποτελεί το άθροισμα των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων και του ορίου αναφοράς καθαρών χορηγήσεων. Οι σχετικοί τεχνικοί υπολογισμοί περιγράφονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 5

Τόκοι

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, το επιτόκιο που εφαρμόζεται στο ποσό δανεισμού στο πλαίσιο κάθε ΣΠΠΜΑ-II είναι το επιτόκιο της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης που ισχύει κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού της δημοπρασίας όσον αφορά την οικεία ΣΠΠΜΑ-II.

2.   Το επιτόκιο που εφαρμόζεται στα ποσά που δανείζονται οι συμμετέχοντες των οποίων οι αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς υπερβαίνουν το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεών τους συνδέεται επίσης με το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων που ισχύει κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού κάθε ΣΠΠΜΑ-II, σύμφωνα με τις λεπτομερείς διατάξεις και τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παράρτημα I. Το επιτόκιο ανακοινώνεται στους συμμετέχοντες πριν από την πρώτη ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής τον Ιούνιο του 2018, σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

3.   Οι τόκοι εξοφλούνται εκ των υστέρων με τη λήξη κάθε ΣΠΠΜΑ-II ή την πρόωρη αποπληρωμή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, κατά περίπτωση.

4.   Εάν, λόγω της λήψης των μέτρων αποκατάστασης που διαθέτει η ΕθνΚΤ σύμφωνα με τις συμβατικές ή κανονιστικές της ρυθμίσεις, ο συμμετέχων υποχρεούται να αποπληρώσει τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II πριν από την ανακοίνωση σε αυτόν του εφαρμοστέου επιτοκίου, το επιτόκιο που εφαρμόζεται στα ποσά που δανείστηκε ο συγκεκριμένος συμμετέχων σε κάθε ΣΠΠΜΑ-II είναι το επιτόκιο της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης που ισχύει κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού της δημοπρασίας όσον αφορά την οικεία ΣΠΠΜΑ-II.

Άρθρο 6

Πρόωρη αποπληρωμή

1.   Με την παρέλευση είκοσι τεσσάρων μηνών από τον διακανονισμό της εκάστοτε ΣΠΠΜΑ-II οι συμμετέχοντες σε αυτή διαθέτουν σε τριμηνιαία βάση τη δυνατότητα μείωσης του ποσού αυτής ή διακοπής της πριν από τη λήξη της.

2.   Οι ημερομηνίες πρόωρης αποπληρωμής συμπίπτουν με την ημερομηνία διακανονισμού πράξης κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος και ορίζονται από το Ευρωσύστημα.

3.   Προκειμένου να κάνει χρήση της διαδικασίας πρόωρης αποπληρωμής, ο συμμετέχων κοινοποιεί στην οικεία ΕθνΚΤ την πρόθεσή του να προβεί σε αποπληρωμή βάσει της εν λόγω διαδικασίας κατά την ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής, μία τουλάχιστον εβδομάδα πριν από την ημερομηνία αυτή.

4.   Η κατά την παράγραφο 3 κοινοποίηση καθίσταται δεσμευτική για τον συμμετέχοντα μία εβδομάδα πριν από τη σχετική ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής. Ο μη διακανονισμός από τον συμμετέχοντα ολόκληρου ή μέρους του οφειλόμενου ποσού βάσει της διαδικασίας πρόωρης αποπληρωμής έως την ημερομηνία αποπληρωμής μπορεί να συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής. Η ποινή αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60) και αντιστοιχεί στη χρηματική ποινή που επιβάλλεται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του συμμετέχοντα με την υποχρέωσή του να παρέχει επαρκή ασφάλεια και να διακανονίζει το κατανεμηθέν σε αυτόν ποσό όσον αφορά τις αντιστρεπτέες συναλλαγές που διενεργούνται για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής. Η επιβολή χρηματικής ποινής δεν θίγει το δικαίωμα της ΕθνΚΤ να λάβει τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 166 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60).

Άρθρο 7

Υποχρεώσεις παροχής στοιχείων

1.   Κάθε συμμετέχων σε ΣΠΠΜΑ-II υποβάλλει στην οικεία ΕθνΚΤ τα στοιχεία που προσδιορίζονται στο υπόδειγμα παροχής στοιχείων του παραρτήματος II ως ακολούθως:

α)

στοιχεία που αφορούν την πρώτη περίοδο αναφοράς, προκειμένου να καθοριστούν το όριο δανεισμού, τα όρια προσφοράς και τα όρια αναφοράς του συμμετέχοντα (εφεξής «πρώτη αναφορά»)· και

β)

στοιχεία που αφορούν τη δεύτερη περίοδο αναφοράς, προκειμένου να καθοριστούν τα εφαρμοστέα επιτόκια (εφεξής «δεύτερη αναφορά»).

2.   Τα στοιχεία παρέχονται σύμφωνα με:

α)

το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ·

β)

τις οδηγίες του παραρτήματος II· και

γ)

τα ελάχιστα πρότυπα ακρίβειας και εννοιολογικής συμβατότητας που καθορίζονται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33).

3.   Οι όροι που χρησιμοποιούνται στις αναφορές που υποβάλλουν οι συμμετέχοντες ερμηνεύονται σύμφωνα με τους αντίστοιχους ορισμούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33).

4.   Τα επικεφαλής ιδρύματα ομίλων ΣΠΠΜΑ-II υποβάλλουν αναφορές που αποτυπώνουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία όλων των μελών του οικείου ομίλου. Επίσης, η ΕθνΚΤ του επικεφαλής ιδρύματος, ή η ΕθνΚΤ μέλους του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II συντονιζόμενη με την ΕθνΚΤ του επικεφαλής ιδρύματος, μπορεί να απαιτεί από το επικεφαλής ίδρυμα την υποβολή αναλυτικών στοιχείων για καθένα από τα μέλη του ομίλου χωριστά.

5.   Κάθε συμμετέχων διασφαλίζει την αξιολόγηση της ποιότητας των υποβαλλόμενων βάσει των παραγράφων 1 και 2 στοιχείων από εξωτερικό ελεγκτή, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

ο ελεγκτής μπορεί να αξιολογεί τα στοιχεία της πρώτης αναφοράς στο πλαίσιο του ελέγχου που διενεργεί στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του συμμετέχοντα, τα δε αποτελέσματα της αξιολόγησής του υποβάλλονται έως τη λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται στο ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II το οποίο δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ·

β)

τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του ελεγκτή που αφορούν τη δεύτερη αναφορά υποβάλλονται μαζί με αυτή, εκτός εάν η οικεία ΕθνΚΤ εγκρίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, άλλη προθεσμία· στην περίπτωση αυτή το επιτόκιο που εφαρμόζεται στα ποσά που δανείζεται ο συμμετέχων που ζήτησε την παράταση κοινοποιείται μόνο μετά την υποβολή των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του ελεγκτή· εάν, κατόπιν έγκρισης της οικείας ΕθνΚΤ, ο συμμετέχων αποφασίσει να μειώσει το ποσό της οικείας ΣΠΠΜΑ-II ή να τη διακόψει πριν από την υποβολή των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του ελεγκτή, το επιτόκιο που εφαρμόζεται στα ποσά που θα πρέπει να αποπληρώσει ο συγκεκριμένος συμμετέχων είναι το επιτόκιο της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης που ισχύει κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού της δημοπρασίας όσον αφορά την οικεία ΣΠΠΜΑ-II·

γ)

οι αξιολογήσεις του ελεγκτή επικεντρώνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 3. Συγκεκριμένα, ο ελεγκτής:

i)

αξιολογεί την ακρίβεια των παρεχόμενων στοιχείων, επιβεβαιώνοντας ότι το σύνολο των αποδεκτών δανείων του συμμετέχοντα και, στην περίπτωση επικεφαλής ιδρύματος, των αποδεκτών δανείων των μελών του οικείου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας·

ii)

ελέγχει τη συμμόρφωση των παρεχόμενων στοιχείων με τις λεπτομερώς περιγραφόμενες οδηγίες του παραρτήματος II και με τις έννοιες που καθιερώνει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33)·

iii)

ελέγχει τη συνέπεια των παρεχόμενων στοιχείων με αυτά που καταρτίζονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33)· και

iv)

εξακριβώνει την ύπαρξη ελέγχων και διαδικασιών για την επαλήθευση της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της συνοχής των στοιχείων.

Στην περίπτωση συμμετοχής σε επίπεδο ομίλου τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων του ελεγκτή τίθενται υπόψη και των ΕθνΚΤ των λοιπών μελών του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II. Κατόπιν αιτήματος της ΕθνΚΤ του συμμετέχοντα, παρέχονται σε αυτή τα λεπτομερή αποτελέσματα των αξιολογήσεων που διενεργήθηκαν βάσει της παρούσας παραγράφου και, στην περίπτωση συμμετοχής σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω αποτελέσματα τίθενται στη συνέχεια υπόψη και των ΕθνΚΤ των μελών του ομίλου.

Το Ευρωσύστημα μπορεί να παρέχει περαιτέρω οδηγίες σχετικά με τον τρόπο διενέργειας της αξιολόγησης του ελεγκτή. Στην περίπτωση αυτή οι συμμετέχοντες διασφαλίζουν την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών από τον ελεγκτή κατά τη διενέργεια της αξιολόγησής του.

6.   Κατόπιν μεταβολής στη σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II ή εταιρικής αναδιοργάνωσης, π.χ. συγχώνευσης, εξαγοράς ή διάσπασης, η οποία επηρεάζει το σύνολο των αποδεκτών δανείων του συμμετέχοντα, υποβάλλεται αναθεωρημένη πρώτη αναφορά σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕθνΚΤ του συμμετέχοντα. Η οικεία ΕθνΚΤ αξιολογεί τον αντίκτυπο της αναθεώρησης και λαμβάνει κατάλληλα μέτρα. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν και την υποχρέωση αποπληρωμής ποσών δανεισμού τα οποία, λαμβανομένης υπόψη της μεταβολής στη σύνθεση του ομίλου ΣΠΠΜΑ-II ή της εταιρικής αναδιοργάνωσης, υπερβαίνουν το σχετικό όριο δανεισμού. Ο οικείος συμμετέχων (ο οποίος μπορεί να αποτελεί και νέα οντότητα που ιδρύθηκε μετά την εταιρική αναδιοργάνωση) παρέχει οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία τού ζητηθεί από την οικεία ΕθνΚΤ προκειμένου να συνδράμει στην αξιολόγηση του αντικτύπου της αναθεώρησης.

7.   Τα στοιχεία που παρέχουν οι συμμετέχοντες βάσει του παρόντος άρθρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το Ευρωσύστημα για την εφαρμογή του πλαισίου ΣΠΠΜΑ-II και την ανάλυση της αποτελεσματικότητάς του, καθώς και για τους σκοπούς άλλων αναλύσεων που διενεργεί το Ευρωσύστημα.

Άρθρο 8

Μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων

1.   Στην περίπτωση που ο συμμετέχων δεν υποβάλλει αναφορά, δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις ελέγχου ή παρέχει στοιχεία στα οποία εντοπίζονται σφάλματα, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

Εάν ο συμμετέχων δεν υποβάλει την πρώτη αναφορά εντός της σχετικής προθεσμίας, το όριο δανεισμού του καθίσταται μηδενικό.

β)

Εάν ο συμμετέχων δεν υποβάλει τη δεύτερη αναφορά εντός της σχετικής προθεσμίας ή δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του άρθρου 7 παράγραφος 5 ή 6, στα ποσά που δανείζεται ο συγκεκριμένος συμμετέχων στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II εφαρμόζεται το επιτόκιο της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης που ισχύει κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού της δημοπρασίας όσον αφορά την οικεία ΣΠΠΜΑ-II.

γ)

Εάν στο πλαίσιο του ελέγχου του άρθρου 7 παράγραφος 5 ή άλλου ελέγχου ο συμμετέχων εντοπίσει σφάλματα στα υποβαλλόμενα στις αναφορές στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων ανακριβειών ή ελλείψεων, ενημερώνει την οικεία ΕθνΚΤ το συντομότερο δυνατό. Εφόσον η ΕθνΚΤ ενημερωθεί για τα σφάλματα ή αυτά περιέλθουν με άλλο τρόπο σε γνώση της: i) ο συμμετέχων παρέχει σε εκείνη και κάθε πρόσθετη πληροφορία που του ζητεί προκειμένου να τη συνδράμει στην αξιολόγηση του αντικτύπου του σφάλματος, ενώ ii) η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να λάβει κατάλληλα μέτρα, τα οποία είναι δυνατό να περιλαμβάνουν και προσαρμογή του επιτοκίου που εφαρμόζεται στα ποσά δανεισμού του συμμετέχοντα στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II, καθώς και υποχρέωση αποπληρωμής των ποσών δανεισμού που εξαιτίας του σφάλματος υπερβαίνουν το όριο δανεισμού του συμμετέχοντα.

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν θίγουν τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2010/10 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (6) σε σχέση με τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33).

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 3η Μαΐου 2016.

Φρανκφούρτη, 28 Απριλίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/34, της 29ης Ιουλίου 2014, σχετικά με μέτρα που αφορούν στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΕ L 258 της 29.8.2014, σ. 11).

(2)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2013/33) (ΕΕ L 297 της 7.11.2013, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (ΕΕ L 250 της 2.10.2003, σ. 10).

(6)  Απόφαση ΕΚΤ/2010/10 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Αυγούστου 2010, σχετικά με τη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, (ΕΕ L 226 της 28.8.2010, σ. 48).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΙΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΑΝΑΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ

1.   Υπολογισμός ορίου δανεισμού και ορίου προσφοράς

Κάθε συμμετέχων σε μία από τις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της δεύτερης σειράς (ΣΠΠΜΑ-II) υπόκειται σε όριο δανεισμού, είτε ενεργεί ατομικά είτε ως το επικεφαλής ίδρυμα ομίλου ΣΠΠΜΑ-II. Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό του ορίου δανεισμού θα στρογγυλοποιείται στο επόμενο πολλαπλάσιο των 10 000 ευρώ.

Το όριο δανεισμού που ισχύει για έναν μεμονωμένο συμμετέχοντα στις ΣΠΠΜΑ-II υπολογίζεται με βάση το ποσό των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων. Το όριο δανεισμού που ισχύει για το επικεφαλής ίδρυμα ομίλου ΣΠΠΜΑ-II υπολογίζεται με βάση το ποσό των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων που αφορούν όλα τα μέλη του συγκεκριμένου ομίλου ΣΠΠΜΑ-II.

Το όριο δανεισμού ισούται με το 30 % του ανεξόφλητου ποσού αποδεκτών δανείων που αφορούν τον συμμετέχοντα (1) κατά την 31η Ιανουαρίου 2016, μείον τα ποσά που ο τελευταίος δανείστηκε στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) που διενεργήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2014 βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/34 και παραμένουν ανεξόφλητα κατά την ημερομηνία διακανονισμού της ΣΠΠΜΑ-II, ήτοι:

BAk = 0,3 × OLJan 2016OBk όπου k = 1,…,4

Όπου BAk το όριο δανεισμού στην ΣΠΠΜΑ-II k (όπου k = 1,…,4), OLJan 2016 το ποσό αποδεκτών δανείων τα οποία διακρατεί ο συμμετέχων και τα οποία είναι ανεξόφλητα κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 και OB k το ποσό που δανείστηκε ο συμμετέχων στην ΣΠΠΜΑ1 και στην ΣΠΠΜΑ2 της πρώτης σειράς ΣΠΠΜΑ και το οποίο παραμένει ανεξόφλητο την ημερομηνία διακανονισμού της ΣΠΠΜΑ-II k.

Το όριο προσφοράς που ισχύει για κάθε συμμετέχοντα σε κάθε ΣΠΠΜΑ-II ισούται με το όριο δανεισμού, μείον το ποσό που ο τελευταίος δανείστηκε στις προηγούμενες ΣΠΠΜΑ-II.

Έστω ότι Ck ≥ 0 το ποσό δανεισμού ορισμένου συμμετέχοντα στην ΣΠΠΜΑ-II k. Το όριο προσφοράς BLk για τον συγκεκριμένο συμμετέχοντα στην πράξη k ισούται με:

 

BL 1 = BA 1 και

 

Formula, όπου k = 2, 3, 4.

2.   Υπολογισμός ορίων αναφοράς

Έστω ότι NLm οι αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις του συμμετέχοντα τον ημερολογιακό μήνα m, υπολογιζόμενες ως ακαθάριστες ροές νέων αποδεκτών δανείων του τον συγκεκριμένο μήνα, μείον τις αποπληρωμές αποδεκτών δανείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα II.

Έστω ότι NLB το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων για τον συγκεκριμένο συμμετέχοντα, το οποίο ορίζεται ως εξής:

NLB = min(NLFeb 2015 + NLMarch 2015 + … + NLJan 2016,0)

Αυτό σημαίνει ότι εάν ο συμμετέχων έχει θετικές ή μηδενικές αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς, τότε NLB = 0. Εάν ωστόσο ο συμμετέχων έχει αρνητικές αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς, τότε NLB = NLFeb 2015 + NLMarch 2015 + … + NLJan 2016.

Έστω ότι OAB το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου του συμμετέχοντα, το οποίο ορίζεται ως εξής:

OAB = max(OLJan 2016 + NLB,0)

3.   Υπολογισμός επιτοκίου

Έστω ότι NSJan 2018 το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των αποδεκτών καθαρών χορηγήσεων κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Φεβρουαρίου 2016 έως την 31η Ιανουαρίου 2018 και του ποσού των ανεξόφλητων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 αποδεκτών δανείων, το οποίο υπολογίζεται ως NSJan 2018 = OLJan 2016 + NLFeb 2016 + NLMarch 2016 + … + NLJan 2018

Έστω τώρα ότι EX η ποσοστιαία απόκλιση του από NSJan 2018 το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου, δηλαδή,

Formula

Όταν το OAB ισούται με μηδέν, το EX θεωρείται ότι ισούται με 2,5.

Έστω ότι rk το επιτόκιο που εφαρμόζεται στην ΣΠΠΜΑ-II k. Έστω ότι MROk και DFk το επιτόκιο της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης (MRO) και το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, εκφραζόμενα ως ετήσια ποσοστά, τα οποία ισχύουν κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού της ΣΠΠΜΑ-IΙ k, αντίστοιχα. Το επιτόκιο καθορίζεται ως εξής:

α)

Εάν ο συμμετέχων δεν υπερβαίνει το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων του κατά την 31η Ιανουαρίου 2018, το επιτόκιο που εφαρμόζεται σε όλα τα ποσά που αυτός δανείζεται στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II ισούται με το επιτόκιο MRO που εφαρμόζεται κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού κάθε ΣΠΠΜΑ-II, δηλαδή:

εάν EX ≤ 0, τότε rk = MROk .

β)

Εάν ο συμμετέχων υπερβαίνει το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων του κατά τουλάχιστον 2,5 % κατά την 31η Ιανουαρίου 2018, το επιτόκιο που εφαρμόζεται σε όλα τα ποσά που αυτός δανείζεται στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II ισούται με το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων που εφαρμόζεται κατά τον χρόνο κατανομής του ποσού κάθε ΣΠΠΜΑ-II, δηλαδή,

εάν EX ≥ 2,5, τότε rk = DFk .

γ)

Εάν ο συμμετέχων υπερβαίνει το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων, αλλά λιγότερο από 2,5 %, κατά την 31η Ιανουαρίου 2018, το επιτόκιο που εφαρμόζεται σε όλα τα ποσά που αυτός δανείζεται στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-II κλιμακώνεται γραμμικά, ανάλογα με το ποσοστό κατά το οποίο ο ίδιος υπερβαίνει το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων, δηλαδή,

εάν 0 < EX < 2,5, τότεFormula.

Το επιτόκιο θα εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό, στρογγυλοποιούμενο προς τα κάτω έως το τέταρτο δεκαδικό ψηφίο.


(1)  Κάθε αναφορά στον όρο «συμμετέχων» θα πρέπει να νοείται ως αναφορά τόσο σε μεμονωμένο συμμετέχοντα όσο και σε όμιλο ΣΠΠΜΑ-ΙΙ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΙΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΑΝΑΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ — ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

1.   Εισαγωγή  (1)

Στο παρόν παράρτημα παρέχονται οδηγίες για την κατάρτιση των αναφορών παροχής στοιχείων που πρέπει να υποβάλλουν οι συμμετέχοντες στις ΣΠΠΜΑ-II σύμφωνα με το άρθρο 7. Οι υποχρεώσεις παροχής στοιχείων παρουσιάζονται στο υπόδειγμα παροχής στοιχείων το οποίο παρατίθεται στο τέλος του παρόντος παραρτήματος. Οι οδηγίες ορίζουν λεπτομερώς και τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων των επικεφαλής ιδρυμάτων των ομίλων ΣΠΠΜΑ-II που συμμετέχουν στις πράξεις.

Οι ενότητες 2 και 3 παρέχουν γενικές πληροφορίες για την κατάρτιση και διαβίβαση των στοιχείων, ενώ η ενότητα 4 εξηγεί τους παρεχόμενους δείκτες.

2.   Γενικές πληροφορίες

Τα μέτρα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ορίου δανεισμού αφορούν δάνεια των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΝΧΙ) προς μη χρηματοοικονομικές εταιρείες της ζώνης του ευρώ και δάνεια ΝΧΙ προς νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ (2), εξαιρουμένων των δανείων για αγορά κατοικίας, σε όλα τα νομίσματα. Σύμφωνα με το άρθρο 7, οι αναφορές παροχής στοιχείων πρέπει να υποβάλλονται για τις δύο περιόδους αναφοράς που καθορίζονται στο άρθρο 1. Συγκεκριμένα, πρέπει να παρέχονται πληροφορίες για τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των αποδεκτών δανείων στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων και στο τέλος της περιόδου παροχής στοιχείων, καθώς και για τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου (υπολογιζόμενες ως ακαθάριστες χορηγήσεις μείον τις αποπληρωμές δανείων) χωριστά για τις μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και για τα νοικοκυριά. Τα στοιχεία για τα ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων διορθώνονται προκειμένου να ληφθούν υπόψη τιτλοποιήσεις ή λοιπές μεταβιβάσεις δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση. Αναλυτικές πληροφορίες απαιτούνται επίσης και για τις σχετικές υποκατηγορίες, καθώς και για τις επιδράσεις που, χωρίς να σχετίζονται με αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις, συνεπάγονται μεταβολές στα ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων (εφεξής «διορθώσεις των ανεξόφλητων υπολοίπων») και οι οποίες επίσης καλύπτουν αγορές, πωλήσεις και λοιπές μεταβιβάσεις δανείων.

Όσον αφορά τις συλλεγόμενες πληροφορίες, τα στοιχεία σχετικά με τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των αποδεκτών δανείων κατά την 31η Ιανουαρίου 2016 θα χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του ορίου δανεισμού. Επίσης, τα στοιχεία σχετικά με τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς θα χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ορίου αναφοράς καθαρών χορηγήσεων και του ορίου αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου. Εν τω μεταξύ, τα στοιχεία σχετικά με τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς θα χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των εξελίξεων στις χορηγήσεις και, εν συνεχεία, των εφαρμοστέων επιτοκίων. Όλοι οι υπόλοιποι δείκτες που περιλαμβάνονται στο υπόδειγμα είναι απαραίτητοι για την επαλήθευση της εσωτερικής συνοχής των πληροφοριών και της συνοχής αυτών με τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται εντός του Ευρωσυστήματος, όπως και για την εμπεριστατωμένη παρακολούθηση του αντικτύπου του προγράμματος ΣΠΠΜΑ-II.

Το γενικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η συμπλήρωση των αναφορών παροχής στοιχείων εκκινεί από τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ της ζώνης του ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33). Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα δάνεια, το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) απαιτεί αυτά να «παρέχονται ως ανεξόφλητο ποσό του αρχικού κεφαλαίου στο τέλος του μήνα. Στο συγκεκριμένο ποσό δεν περιλαμβάνονται υποτιμήσεις και διαγραφές δανείων, όπως καθορίζονται από τις συναφείς λογιστικές πρακτικές. […] [Τα] δάνεια δεν συμψηφίζονται με άλλα στοιχεία του ενεργητικού ή με άλλες υποχρεώσεις». Ωστόσο, σε αντίθεση με τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, από τους οποίους προκύπτει επίσης ότι τα στοιχεία για τα δάνεια παρέχονται χωρίς να αφαιρεθούν οι προβλέψεις, το άρθρο 8 παράγραφος 4 ορίζει ότι οι«ΕθνΚΤ είναι δυνατόν να επιτρέπουν την παροχή στοιχείων για δάνεια που καλύπτονται από προβλέψεις μετά την αφαίρεση των προβλέψεων, καθώς και την παροχή στοιχείων για αγορασθέντα δάνεια στην τιμή που συμφωνείται κατά τον χρόνο κτήσεώς τους [δηλαδή την αξία συναλλαγής τους], υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πρακτικές παροχής στοιχείων εφαρμόζονται από όλες τις μονάδες παροχής στοιχείων που έχουν την ιδιότητα του κατοίκου». Οι συνέπειες που έχει για την κατάρτιση των αναφορών παροχής στοιχείων η απόκλιση από τη γενική καθοδήγηση που παρέχεται όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ εξετάζονται λεπτομερέστερα παρακάτω.

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) θα πρέπει επίσης να αποτελεί έγγραφο αναφοράς και για τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται κατά την κατάρτιση των αναφορών παροχής στοιχείων. Βλέπε ιδίως το άρθρο 1 για τους γενικούς ορισμούς και το δεύτερο και τρίτο μέρος του παραρτήματος II για τον ορισμό των μέσων που εμπίπτουν στα «δάνεια» και των τομέων των συμμετεχόντων, αντίστοιχα. Είναι σημαντικό ότι, σύμφωνα με το πλαίσιο που διέπει την παροχή στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης, οι εισπρακτέοι δεδουλευμένοι τόκοι δανείων κατά κανόνα καταγράφονται στη λογιστική κατάσταση όταν καθίστανται δεδουλευμένοι (δηλαδή βάσει της «αρχής του δεδουλευμένου» και όχι όταν εισπράττονται), αλλά δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα στοιχεία που αφορούν τα ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων. Ωστόσο, οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι θα πρέπει να καταγράφονται στα ανεξόφλητα υπόλοιπα.

Παρ' ότι πολλά από τα παρεχόμενα στοιχεία ήδη καταρτίζονται από τα ΝΧΙ σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33), οι συμμετέχοντες που υποβάλλουν προσφορές στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-ΙΙ θα πρέπει να καταρτίζουν και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία. Το μεθοδολογικό πλαίσιο που διέπει την κατάρτιση των στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης, όπως καθορίζεται στο εγχειρίδιο για τα στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ (3), παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για την κατάρτιση των εν λόγω πρόσθετων στοιχείων. Στην ενότητα 4, όπου εξετάζονται οι ορισμοί των επιμέρους δεικτών, παρέχονται περαιτέρω πληροφορίες.

3.   Γενικές οδηγίες παροχής στοιχείων

α)   Διάρθρωση του υποδείγματος παροχής στοιχείων

Το υπόδειγμα περιλαμβάνει ένδειξη της περιόδου στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία και ομαδοποιεί τους δείκτες σε δύο κατηγορίες: δάνεια ΝΧΙ προς μη χρηματοοικονομικές εταιρείες της ζώνης του ευρώ και δάνεια ΝΧΙ προς νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ, εξαιρουμένων των δανείων για αγορά κατοικίας. Τα στοιχεία των πεδίων που επισημαίνονται με κίτρινο χρώμα υπολογίζονται βάσει των στοιχείων που εισάγονται στα υπόλοιπα πεδία, με βάση τους σχετικούς τύπους που παρέχονται στο υπόδειγμα. Το υπόδειγμα περιλαμβάνει επίσης και κανόνα επαλήθευσης, με τον οποίο επαληθεύεται η αντιστοιχία μεταξύ ανεξόφλητων υπολοίπων και συναλλαγών.

β)   Ορισμός της έννοιας «περίοδος παροχής στοιχείων»

Με τον όρο «περίοδος παροχής στοιχείων» νοείται το φάσμα των ημερομηνιών στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία. Στις ΣΠΠΜΑ-II υφίστανται δύο περίοδοι παροχής στοιχείων, και συγκεκριμένα η «πρώτη περίοδος αναφοράς», από την 1η Φεβρουαρίου 2015 έως την 31η Ιανουαρίου 2016, και η «δεύτερη περίοδος αναφοράς», από την 1η Φεβρουαρίου 2016 έως την 31η Ιανουαρίου 2018. Δείκτες που αφορούν ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων, καθώς και ως έχουν στο τέλος αυτής. Συνεπώς, για την πρώτη περίοδο αναφοράς τα ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν την 31η Ιανουαρίου 2015 και την 31η Ιανουαρίου 2016, ενώ για τη δεύτερη περίοδο αναφοράς τα ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν την 31η Ιανουαρίου 2016 και την 31η Ιανουαρίου 2018. Αντίστοιχα, τα στοιχεία συναλλαγών και διορθώσεων πρέπει να καλύπτουν όλες τις σχετικές επιδράσεις που σημειώνονται στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων.

γ)   Παροχή στοιχείων όσον αφορά τους ομίλους ΣΠΠΜΑ-II

Τα στοιχεία που αφορούν τη συμμετοχή σε ΣΠΠΜΑ-ΙΙ σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει, κατά κανόνα, να παρέχονται σε συγκεντρωτική βάση. Ωστόσο, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (ΕθνΚΤ) δύνανται να επιλέξουν τη συλλογή των σχετικών πληροφοριών για κάθε ίδρυμα χωριστά, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

δ)   Διαβίβαση των αναφορών παροχής στοιχείων

Οι αναφορές παροχής στοιχείων θα πρέπει να διαβιβάζονται συμπληρωμένες στην οικεία ΕθνΚΤ κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 7 και σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-II το οποίο δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ και το οποίο ορίζει μάλιστα τις περιόδους αναφοράς τις οποίες καλύπτει κάθε διαβίβαση και τα στοιχεία που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται, αντίστοιχα, για την κατάρτιση των σχετικών αναφορών.

ε)   Μονάδα μέτρησης των στοιχείων

Τα ποσά στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία πρέπει να παρέχονται ως χιλιάδες ευρώ.

4.   Ορισμοί

Η παρούσα ενότητα περιέχει ορισμούς των παρεχόμενων κατηγοριών στοιχείων, ενώ σε παρενθέσεις εμφανίζεται και η σχετική αρίθμηση του υποδείγματος παροχής στοιχείων.

α)   Ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων (1 και 4)

Τα στοιχεία των εν λόγω πεδίων υπολογίζονται με βάση τα ποσά που παρέχονται για τις επόμενες κατηγορίες, και συγκεκριμένα τα «Ανεξόφλητα υπόλοιπα που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση» (1.1 και 4.1), μείον τα «Ανεξόφλητα υπόλοιπα τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση» (1.2 και 4.2), συν τις «Αχρησιμοποίητες προβλέψεις έναντι αποδεκτών δανείων» (1.3 και 4.3). Η τελευταία υποκατηγορία αφορά μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες, σε αντίθεση με τη γενική πρακτική που ακολουθείται όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης, παρέχονται στοιχεία για τα δάνεια αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις.

i)   Ανεξόφλητα υπόλοιπα που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση (1.1 και 4.1)

Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων που χορηγήθηκαν σε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ, εξαιρουμένων των δανείων για αγορά κατοικίας. Οι δεδουλευμένοι τόκοι, σε αντίθεση με τους κεφαλαιοποιημένους, δεν περιλαμβάνονται στους δείκτες.

Τα συγκεκριμένα πεδία του υποδείγματος συνδέονται άμεσα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I δεύτερο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) (ομάδα 2 του πίνακα 1 που αφορά τα μηνιαία υπόλοιπα).

Για έναν λεπτομερέστερο ορισμό των κατηγοριών των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις αναφορές παροχής στοιχείων, βλέπε παράρτημα II δεύτερο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) και ενότητα 2.1.4 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ.

ii)   Ανεξόφλητα υπόλοιπα τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση (1.2 και 4.2)

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει τα ανεξόφλητα υπόλοιπα τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση. Πρέπει να παρέχονται στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες τιτλοποίησης, ανεξαρτήτως της ιδιότητας κατοίκου των χρηματοοικονομικών εταιρειών ειδικού σκοπού. Δάνεια τα οποία παρέχονται ως ασφάλεια, υπό τη μορφή δανειακών απαιτήσεων, στο Ευρωσύστημα για πιστοδοτικές πράξεις στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και τα οποία συνεπάγονται μεταβίβαση χωρίς να παύουν να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή.

Το πέμπτο μέρος του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) (ομάδα 5.1 του πίνακα 5α που αφορά τα μηνιαία στοιχεία) καλύπτει τις απαιτούμενες πληροφορίες για τα τιτλοποιημένα δάνεια προς μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και νοικοκυριά τα οποία δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται, χωρίς όμως να απαιτεί την ανάλυσή τους με βάση τον σκοπό για τον οποίο χορηγήθηκαν. Επίσης, ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων τα οποία έχουν μεταβιβαστεί με άλλον τρόπο (δηλαδή όχι μέσω τιτλοποίησης) και δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33). Επομένως, για την κατάρτιση των αναφορών παροχής στοιχείων απαιτείται η εξαγωγή χωριστών στοιχείων από τις εσωτερικές βάσεις δεδομένων των ΝΧΙ.

Για περαιτέρω λεπτομέρειες όσον αφορά τις κατηγορίες των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις αναφορές παροχής στοιχείων, βλέπε παράρτημα I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) και ενότητα 2.3 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ.

iii)   Αχρησιμοποίητες προβλέψεις έναντι αποδεκτών δανείων (1.3 και 4.3)

Τα εν λόγω στοιχεία αφορούν μόνο τα ιδρύματα εκείνα τα οποία, σε αντίθεση με τη γενική πρακτική που ακολουθείται όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ, παρέχουν στοιχεία για τα δάνεια αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις. Στην περίπτωση ιδρυμάτων τα οποία υποβάλλουν προσφορές ως όμιλος ΣΠΠΜΑ-ΙΙ, η εν λόγω υποχρέωση ισχύει μόνο για τα ιδρύματα του ομίλου τα οποία καταγράφουν τα δάνεια αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις.

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει μεμονωμένες και συνολικές προβλέψεις για απομειώσεις και μη εξυπηρετήσεις δανείων (πριν λάβουν χώρα διαγραφές/υποτιμήσεις). Τα στοιχεία πρέπει να αφορούν ανεξόφλητα αποδεκτά δάνεια που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, δηλαδή εξαιρούνται οι τιτλοποιήσεις ή λοιπές μεταβιβάσεις δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση.

Όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της ενότητας 2, στο πλαίσιο των στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ τα στοιχεία για τα δάνεια θα πρέπει, κατ' αρχήν, να παρέχονται ως ανεξόφλητο υπόλοιπο του κεφαλαίου και οι αντίστοιχες προβλέψεις να καταγράφονται στην κατηγορία «Κεφάλαιο και αποθεματικά». Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θα πρέπει να παρέχονται χωριστές πληροφορίες για τις προβλέψεις. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που τα στοιχεία για τα δάνεια παρέχονται αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις, οι επιπρόσθετες αυτές πληροφορίες πρέπει να παρέχονται προκειμένου να συγκεντρώνονται πλήρως συγκρίσιμα στοιχεία για όλα τα ΝΧΙ.

Όταν ακολουθείται η πρακτική της παροχής των ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις, εναπόκειται στις ΕθνΚΤ να μην απαιτούν την παροχή των εν λόγω πληροφοριών. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές οι υπολογισμοί στο πλαίσιο των ΣΠΠΜΑ-ΙΙ θα βασίζονται στα ποσά των ανεξόφλητων δανείων που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις (4).

Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε την αναφορά η οποία γίνεται στις προβλέψεις στον ορισμό της έννοιας «Κεφάλαιο και αποθεματικά» στο παράρτημα II δεύτερο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33).

β)   Αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις (2)

Τα συγκεκριμένα πεδία του υποδείγματος παροχής στοιχείων καταγράφουν τις καθαρές χορηγήσεις (συναλλαγές) στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων. Τα στοιχεία υπολογίζονται με βάση τα ποσά που παρέχονται για τις σχετικές υποκατηγορίες, δηλαδή τις «Ακαθάριστες χορηγήσεις» (2.1) μείον τις «Αποπληρωμές» (2.2).

Τα στοιχεία σχετικά με τα δάνεια που υφίστανται επαναδιαπραγμάτευση στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων θα πρέπει να παρέχονται τόσο ως «Αποπληρωμές» όσο και ως «Ακαθάριστες χορηγήσεις» κατά τον χρόνο της επαναδιαπραγμάτευσης. Τα στοιχεία διορθώσεων πρέπει να περιλαμβάνουν επιδράσεις που σχετίζονται με την επαναδιαπραγμάτευση δανείων.

Τα στοιχεία σχετικά με συναλλαγές που αντιλογίσθηκαν στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων (δηλαδή δάνεια που χορηγήθηκαν και αποπληρώθηκαν στη διάρκειά της) θα πρέπει, κατ' αρχήν, να παρέχονται τόσο ως «Ακαθάριστες χορηγήσεις» όσο και ως «Αποπληρωμές». Ωστόσο, τα ΝΧΙ που υποβάλλουν προσφορές μπορούν να μην συμπεριλαμβάνουν τις εν λόγω πράξεις κατά την κατάρτιση των αναφορών παροχής στοιχείων, στο μέτρο που κάτι τέτοιο θα μείωνε τον φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η παροχή στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ενημερώνουν την οικεία ΕθνΚΤ, τα δε στοιχεία που αφορούν διορθώσεις των ανεξόφλητων υπολοίπων δεν πρέπει ούτε αυτά να περιλαμβάνουν επιδράσεις που σχετίζονται με τις εν λόγω αντιλογισθείσες πράξεις. Η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται σε δάνεια χορηγούμενα στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων, τα οποία τιτλοποιούνται ή με άλλον τρόπο μεταβιβάζονται.

Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη χρέη μέσω πιστωτικών καρτών, ανακυκλούμενα δάνεια και υπεραναλήψεις. Για τους σκοπούς παροχής στοιχείων για τα εν λόγω μέσα, οι μεταβολές των υπολοίπων που οφείλονται σε χρησιμοποιηθέντα ή αναληφθέντα ποσά στη διάρκεια των περιόδων παροχής στοιχείων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως προσεγγιστικές μεταβλητές για τις καθαρές χορηγήσεις. Τα θετικά ποσά θα πρέπει να παρέχονται ως «Ακαθάριστες χορηγήσεις» (2.1), ενώ τα αρνητικά θα πρέπει να παρέχονται (με θετικό πρόσημο) ως «Αποπληρωμές» (2.2).

i)   Ακαθάριστες χορηγήσεις (2.1)

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει τη ροή των ακαθάριστων νέων δανείων στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων, εξαιρουμένων τυχόν αποκτήσεων δανείων. Στοιχεία για χορηγούμενες πιστώσεις που αφορούν χρέη μέσω πιστωτικών καρτών, ανακυκλούμενα δάνεια και υπεραναλήψεις θα πρέπει επίσης να παρέχονται, σύμφωνα με τα παραπάνω.

Ποσά που προστίθενται κατά τη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων στα υπόλοιπα των πελατών και οφείλονται, παραδείγματος χάριν, σε κεφαλαιοποίηση τόκων (και όχι σε δεδουλευμένους τόκους) και σε έξοδα θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή.

ii)   Αποπληρωμές (2.2)

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει τη ροή των αποπληρωμών κεφαλαίου στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων, εξαιρουμένων αυτών που αφορούν τιτλοποιήσεις ή λοιπές μεταβιβάσεις δανείων τα οποία δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση. Αποπληρωμές που αφορούν χρέη μέσω πιστωτικών καρτών, ανακυκλούμενα δάνεια και υπεραναλήψεις θα πρέπει επίσης να παρέχονται, σύμφωνα με τα παραπάνω.

Δεν θα πρέπει να παρέχονται στοιχεία που αφορούν πληρωμές δεδουλευμένων τόκων που δεν έχουν ακόμη κεφαλαιοποιηθεί, διαθέσεις δανείων και λοιπές διορθώσεις των ανεξόφλητων υπολοίπων (συμπεριλαμβανομένων διαγραφών και υποτιμήσεων).

γ)   Διορθώσεις των ανεξόφλητων υπολοίπων

Τα συγκεκριμένα πεδία του υποδείγματος παροχής στοιχείων αφορούν την παροχή στοιχείων για τις μεταβολές στα ανεξόφλητα υπόλοιπα [μειώσεις (–) και αυξήσεις (+)] που λαμβάνουν χώρα κατά την περίοδο παροχής στοιχείων και δεν σχετίζονται με τις καθαρές χορηγήσεις. Οι εν λόγω μεταβολές προκύπτουν από πράξεις όπως τιτλοποιήσεις και λοιπές μεταβιβάσεις δανείων κατά την περίοδο παροχής στοιχείων και από λοιπές διορθώσεις που αφορούν αναπροσαρμογές αξίας λόγω μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών, διαγραφές και υποτιμήσεις δανείων και επανακατηγοριοποιήσεις. Τα στοιχεία των εν λόγω πεδίων υπολογίζονται αυτόματα με βάση τα ποσά που παρέχονται για τις σχετικές υποκατηγορίες, και συγκεκριμένα τις «Πωλήσεις, αγορές και λοιπές μεταβιβάσεις δανείων κατά την περίοδο παροχής στοιχείων» (3.1) συν τις «Λοιπές διορθώσεις» (3.2).

i)   Πωλήσεις, αγορές και λοιπές μεταβιβάσεις δανείων κατά την περίοδο παροχής στοιχείων (3.1)

—   Καθαρές ροές τιτλοποιημένων δανείων με επίδραση στα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων (3.1A)

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει το καθαρό υπόλοιπο των δανείων που τιτλοποιούνται κατά την περίοδο παροχής στοιχείων με επίδραση στα υποβληθέντα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων, υπολογιζόμενο με την αφαίρεση των διαθέσεων από τις αποκτήσεις (5). Πρέπει να παρέχονται στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες τιτλοποίησης, ανεξαρτήτως της ιδιότητας κατοίκου των χρηματοοικονομικών εταιρειών ειδικού σκοπού. Οι μεταβιβάσεις δανείων θα πρέπει να καταγράφονται κατά τον χρόνο της πώλησης στην ονομαστική τους αξία και αφού αφαιρεθούν διαγραφές και υποτιμήσεις. Τα στοιχεία για τις εν λόγω διαγραφές και υποτιμήσεις θα πρέπει να παρέχονται, εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν, υπό την κατηγορία 3.2B του υποδείγματος (βλέπε κατωτέρω). Στην περίπτωση ΝΧΙ που παρέχουν στοιχεία δανείων αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις, οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να καταγράφονται στην αξία τους στη λογιστική κατάσταση (δηλαδή με το ονομαστικό ποσό αφού αφαιρεθούν αχρησιμοποίητες προβλέψεις) (6).

Οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) (ομάδα 1.1 του πίνακα 5α για τα μηνιαία στοιχεία και ομάδα 1.1 του πίνακα 5β για τα τριμηνιαία στοιχεία) καλύπτουν τα εν λόγω στοιχεία.

Για έναν λεπτομερέστερο ορισμό των παρεχόμενων κατηγοριών, βλέπε το παράρτημα I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) και την ενότητα 2.3 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ.

—   Καθαρές ροές λοιπών μεταβιβάσεων δανείων με επίδραση στα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων (3.1B)

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει το καθαρό υπόλοιπο δανείων τα οποία έχουν διατεθεί ή αποκτηθεί κατά την περίοδο παροχής στοιχείων στο πλαίσιο πράξεων που δεν αφορούν δραστηριότητες τιτλοποίησης, με επίδραση στα υποβληθέντα στοιχεία υπολοίπων δανείων, και υπολογίζεται με την αφαίρεση των διαθέσεων από τις αποκτήσεις. Οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να καταγράφονται στην ονομαστική τους αξία κατά τον χρόνο της πώλησης αφού αφαιρεθούν διαγραφές και υποτιμήσεις. Τα στοιχεία για τις εν λόγω διαγραφές και υποτιμήσεις θα πρέπει να παρέχονται, εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν, υπό την κατηγορία 3.2B. Στην περίπτωση ΝΧΙ που παρέχουν στοιχεία δανείων αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις, οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να καταγράφονται στην αξία τους στη λογιστική κατάσταση (δηλαδή με το ονομαστικό ποσό αφού αφαιρεθούν αχρησιμοποίητες προβλέψεις).

Οι υποχρεώσεις του παραρτήματος I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) καλύπτουν μερικώς τα εν λόγω στοιχεία. Η ομάδα 1.2 του πίνακα 5α που αφορά τα μηνιαία στοιχεία και η ομάδα 1.2 του πίνακα 5β που αφορά τα τριμηνιαία στοιχεία καλύπτουν στοιχεία για τις καθαρές ροές λοιπών μεταβιβάσεων δανείων με επίδραση στα στοιχεία υπολοίπων δανείων, αλλά δεν περιλαμβάνουν:

1)

δάνεια που διατίθενται σε άλλο εγχώριο ΝΧΙ ή αποκτώνται από αυτό, συμπεριλαμβανομένων μεταβιβάσεων εντός του ομίλου που προκύπτουν στο πλαίσιο εταιρικών αναδιαρθρώσεων (π.χ. μεταβίβαση ομάδας δανείων από θυγατρική εγχώριου ΝΧΙ στη μητρική επιχείρηση)·

2)

μεταβιβάσεις δανείων στο πλαίσιο αναδιοργανώσεων εντός του ομίλου λόγω συγχωνεύσεων, εξαγορών και διασπάσεων.

Για τους σκοπούς της κατάρτισης των αναφορών παροχής στοιχείων, θα πρέπει να παρέχονται στοιχεία για όλες αυτές τις επιδράσεις. Για περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τις παρεχόμενες κατηγορίες στοιχείων, βλέπε το παράρτημα I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) και την ενότητα 2.3 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ. Όσον αφορά τις «Μεταβολές στη διάρθρωση του τομέα των ΝΧΙ», η ενότητα 1.6.3.4 του ως άνω εγχειριδίου (και η σχετική ενότητα 5.2 του παραρτήματος 1.1) παρέχει λεπτομερή περιγραφή των μεταβιβάσεων εντός του ομίλου, κάνοντας διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι μεταβιβάσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ χωριστών θεσμικών μονάδων (π.χ. πριν μία ή περισσότερες από τις μονάδες παύσει να υπάρχει λόγω συγχώνευσης ή εξαγοράς) και εκείνων κατά τις οποίες οι μεταβιβάσεις λαμβάνουν χώρα κατά τον χρόνο που ορισμένες μονάδες παύουν να υπάρχουν, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στατιστική επανακατηγοριοποίηση. Για τους σκοπούς της κατάρτισης των αναφορών παροχής στοιχείων, και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες είναι οι ίδιες και τα στοιχεία θα πρέπει να παρέχονται υπό την κατηγορία 3.1Γ (και όχι υπό την κατηγορία 3.2Γ).

—   Καθαρές ροές τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων χωρίς επίδραση στα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων (3.1Γ)

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει το καθαρό ποσό τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων κατά την περίοδο παροχής στοιχείων, χωρίς επίδραση στα υποβληθέντα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων, και υπολογίζεται με την αφαίρεση των διαθέσεων από τις αποκτήσεις. Οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να καταγράφονται κατά τον χρόνο της πώλησης στην ονομαστική τους αξία αφού αφαιρεθούν διαγραφές και υποτιμήσεις. Τα στοιχεία για τις εν λόγω διαγραφές και υποτιμήσεις θα πρέπει να παρέχονται, εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν, υπό την κατηγορία 3.2B. Στην περίπτωση ΝΧΙ που παρέχουν στοιχεία δανείων μετά την αφαίρεση των προβλέψεων, οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να καταγράφονται στην αξία τους στη λογιστική κατάσταση (δηλαδή με το ονομαστικό ποσό αφού αφαιρεθούν αχρησιμοποίητες προβλέψεις). Τα στοιχεία σχετικά με τις καθαρές ροές που αφορούν την παροχή δανείων ως ασφάλεια, υπό τη μορφή δανειακών απαιτήσεων, στο Ευρωσύστημα για πιστοδοτικές πράξεις στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και τα οποία συνεπάγονται μεταβίβαση χωρίς να παύσουν να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή.

Οι υποχρεώσεις του παραρτήματος I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) καλύπτουν μερικώς τα εν λόγω στοιχεία. Η ομάδα 2.1 του πίνακα 5α που αφορά τα μηνιαία στοιχεία και η ομάδα 2.1 του πίνακα 5β που αφορά τα τριμηνιαία στοιχεία καλύπτουν στοιχεία για τις καθαρές ροές τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων χωρίς επίδραση στα στοιχεία υπολοίπων δανείων, τα δάνεια όμως προς νοικοκυριά για αγορά κατοικίας δεν προσδιορίζονται χωριστά και, επομένως, απαιτείται η χωριστή εξαγωγή τους από τις εσωτερικές βάσεις δεδομένων των ΝΧΙ. Επίσης, σύμφωνα με τα παραπάνω ειδικότερα οριζόμενα, οι υποχρεώσεις δεν περιλαμβάνουν:

1)

δάνεια που διατίθενται σε άλλο εγχώριο ΝΧΙ ή αποκτώνται από αυτό, συμπεριλαμβανομένων μεταβιβάσεων εντός του ομίλου που προκύπτουν στο πλαίσιο εταιρικών αναδιαρθρώσεων (π.χ. όταν θυγατρική εγχώριου ΝΧΙ μεταβιβάζει ομάδα δανείων στη μητρική επιχείρηση)·

2)

μεταβιβάσεις δανείων στο πλαίσιο αναδιοργανώσεων εντός του ομίλου λόγω συγχωνεύσεων, εξαγορών και διασπάσεων.

Για τους σκοπούς της κατάρτισης των αναφορών παροχής στοιχείων, θα πρέπει να παρέχονται στοιχεία για όλες αυτές τις επιδράσεις.

Για περαιτέρω λεπτομέρειες όσον αφορά τις συμπεριλαμβανόμενες κατηγορίες στοιχείων, βλέπε παράρτημα I πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) και ενότητα 2.3 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ.

ii)   Λοιπές διορθώσεις (3.2)

Τα στοιχεία λοιπών διορθώσεων πρέπει να παρέχονται για τα ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, εξαιρουμένων των τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση.

—   Αναπροσαρμογές αξίας λόγω μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών (3.2A)

Λόγων των διακυμάνσεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ, η αξία των δανείων σε ξένα νομίσματα μεταβάλλεται όταν αυτά μετατρέπονται σε ευρώ. Τα στοιχεία για τις εν λόγω επιδράσεις θα πρέπει να παρέχονται με αρνητικό (θετικό) πρόσημο όταν έχουν ως αποτέλεσμα την καθαρή μείωση (αύξηση) των ανεξόφλητων υπολοίπων, είναι δε απαραίτητα προκειμένου να καθίσταται δυνατή η πλήρης συμφωνία μεταξύ των καθαρών χορηγήσεων και των μεταβολών στα ανεξόφλητα υπόλοιπα.

Οι εν λόγω διορθώσεις δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33). Για τους σκοπούς των αναφορών παροχής στοιχείων, εάν τα στοιχεία (ή έστω τα κατά προσέγγιση στοιχεία) δεν είναι άμεσα διαθέσιμα στα ΝΧΙ, μπορούν να υπολογίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες που παρέχονται στην ενότητα 4.2.2 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ. Η προτεινόμενη διαδικασία εκτίμησης περιορίζει την εμβέλεια των υπολογισμών στα σημαντικά νομίσματα και βασίζεται στα ακόλουθα στάδια:

1)

τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των αποδεκτών δανείων στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων και στο τέλος της εν λόγω περιόδου (κατηγορίες 1 και 4) αναλύονται κατά νόμισμα, με έμφαση στις ομάδες δανείων που εκφράζονται σε λίρες στερλίνες, δολάρια ΗΠΑ, ελβετικά φράγκα και γιεν. Εάν τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι άμεσα διαθέσιμα, μπορούν να χρησιμοποιούνται στοιχεία για τα συνολικά ανεξόφλητα υπόλοιπα που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται, δηλαδή οι κατηγορίες 1.1 και 4.1·

2)

κάθε ομάδα δανείων αντιμετωπίζεται ως ακολούθως. Σε αγκύλες παρατίθενται οι αριθμοί των σχετικών εξισώσεων του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ:

τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων και στο τέλος της εν λόγω περιόδου μετατρέπονται στο νόμισμα στο οποίο αρχικά εκφράζονταν, με βάση τις αντίστοιχες ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες (7) (εξισώσεις [4.2.2] και [4.2.3]),

υπολογίζεται το εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα ποσό της μεταβολής των ανεξόφλητων υπολοίπων κατά την περίοδο παροχής στοιχείων και μετατρέπεται σε ευρώ με βάση τον μέσο όρο των ημερήσιων συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά την περίοδο παροχής στοιχείων (εξίσωση [4.2.4]),

υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ της μεταβολής των ανεξόφλητων υπολοίπων που μετατράπηκαν σύμφωνα με το προηγούμενο στάδιο σε ευρώ και της μεταβολής των ανεξόφλητων υπολοίπων σε ευρώ (εξίσωση [4.2.5], με το αντίθετο πρόσημο)·

3)

η τελική διόρθωση λόγω μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών υπολογίζεται ως το άθροισμα των διορθώσεων για κάθε νόμισμα.

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε ενότητες 1.6.3.5 και 4.2.2 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ.

—   Διαγραφές/υποτιμήσεις (3.2B)

Σύμφωνα με το στοιχείο ζ) του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33), με τον όρο «υποτίμηση» νοείται η άμεση μείωση του απομένοντος ποσού ενός δανείου στη στατιστική λογιστική κατάσταση λόγω απομείωσης της αξίας του. Παρομοίως, σύμφωνα με το στοιχείο η) του άρθρου 1 του ίδιου κανονισμού, με τον όρο «διαγραφή» νοείται η υποτίμηση του συνολικού απομένοντος ποσού ενός δανείου που οδηγεί στην απόσβεσή του από τη λογιστική κατάσταση. Τα στοιχεία για τις επιδράσεις των υποτιμήσεων και των διαγραφών θα πρέπει να παρέχονται με αρνητικό ή θετικό πρόσημο όταν έχουν ως αποτέλεσμα την καθαρή μείωση ή αύξηση, κατά περίπτωση, των ανεξόφλητων υπολοίπων. Τα εν λόγω στοιχεία είναι απαραίτητα προκειμένου να καθίσταται δυνατή η πλήρης συμφωνία μεταξύ των καθαρών χορηγήσεων και των μεταβολών στα ανεξόφλητα υπόλοιπα.

Όσον αφορά τις διαγραφές και υποτιμήσεις που αφορούν ανεξόφλητα δάνεια που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, μπορούν να χρησιμοποιούνται τα στοιχεία που καταρτίζονται για την εκπλήρωση των ελάχιστων υποχρεώσεων που καθορίζονται στο παράρτημα I τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) (πίνακας 1A για τις διορθώσεις λόγω αναπροσαρμογών αξίας). Ωστόσο, για τον διαχωρισμό του αντίκτυπου των διαγραφών και υποτιμήσεων των τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται, απαιτείται η εξαγωγή χωριστών στοιχείων από τις εσωτερικές βάσεις δεδομένων των ΝΧΙ.

Τα στοιχεία ανεξόφλητων υπολοίπων αποδεκτών δανείων (κατηγορίες 1 και 4) διορθώνονται κατ' αρχήν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα αχρησιμοποίητα υπόλοιπα προβλέψεων στις περιπτώσεις που τα δάνεια καταγράφονται στη στατιστική λογιστική κατάσταση αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις.

Στις περιπτώσεις που οι συμμετέχοντες παρέχουν στοιχεία για τις κατηγορίες 1.3 και 4.3, τα στοιχεία για τις διαγραφές και υποτιμήσεις δανείων θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ακύρωση παλαιών προβλέψεων έναντι δανείων που έχουν καταστεί (μερικώς ή ολικώς) ακάλυπτα και, επιπροσθέτως, θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τυχόν ζημίες που υπερβαίνουν τις προβλέψεις, εφόσον συντρέχει περίπτωση. Παρομοίως, όταν δάνεια που καλύπτονται από προβλέψεις τιτλοποιούνται ή με άλλον τρόπο μεταβιβάζονται, θα πρέπει να καταγράφονται διαγραφές ή υποτιμήσεις οι οποίες ισούνται με τις αχρησιμοποίητες προβλέψεις, με το αντίθετο πρόσημο, προκειμένου να υπάρχει αντιστοιχία με τη μεταβολή της αξίας στη λογιστική κατάσταση, η οποία διορθώνεται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ύψος των προβλέψεων και η αξία της καθαρής ροής. Οι προβλέψεις μπορεί να μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου λόγω νέων προβλέψεων για απομειώσεις και μη εξυπηρετήσεις δανείων (αφαιρουμένων τυχόν αντιλογισμών, μεταξύ άλλων και αυτών που γίνονται όταν πραγματοποιείται αποπληρωμή του δανείου από τον δανειζόμενο). Στις αναφορές παροχής στοιχείων τέτοιου είδους μεταβολές δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις διαγραφές/υποτιμήσεις (καθώς στις εν λόγω αναφορές αποκαθίστανται οι αξίες πριν από την αφαίρεση των προβλέψεων) (8).

Ο διαχωρισμός του αντικτύπου των διαγραφών και υποτιμήσεων των τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται μπορεί να παραλείπεται εάν δεν είναι δυνατή η εξαγωγή χωριστών στοιχείων για τις προβλέψεις από τις εσωτερικές βάσεις δεδομένων των ΝΧΙ.

Όταν ακολουθείται η πρακτική της παροχής των ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις, πλην όμως τα στοιχεία των σχετικών κατηγοριών (1.3 και 4.3) που αφορούν τις προβλέψεις δεν παρέχονται [βλέπε ενότητα 4 στοιχείο α)], οι διαγραφές/υποτιμήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν και τυχόν νέες προβλέψεις για απομειώσεις και μη εξυπηρετήσεις δανείων στο χαρτοφυλάκιο του δανείου (αφαιρουμένων τυχόν αντιλογισμών, μεταξύ άλλων και αυτών που γίνονται όταν πραγματοποιείται αποπληρωμή του δανείου από τον δανειζόμενο) (9).

Δεν είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός του αντίκτυπου των διαγραφών και υποτιμήσεων των τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται εάν δεν είναι δυνατή η εξαγωγή χωριστών στοιχείων για τις προβλέψεις από τις εσωτερικές βάσεις δεδομένων των ΝΧΙ.

Κατ' αρχήν, οι εν λόγω κατηγορίες καλύπτουν και αναπροσαρμογές αξίας που προκύπτουν όταν δάνεια τιτλοποιούνται ή με άλλον τρόπο μεταβιβάζονται και η αξία συναλλαγής διαφέρει από το ονομαστικό υπόλοιπο που είναι ανεξόφλητο όταν λαμβάνει χώρα η μεταβίβαση. Τα στοιχεία για τις εν λόγω αναπροσαρμογές αξίας πρέπει να παρέχονται, εφόσον μπορούν να προσδιοριστούν, και θα πρέπει να υπολογίζονται ως διαφορά μεταξύ της αξίας συναλλαγής και του ανεξόφλητου ονομαστικού υπολοίπου κατά τον χρόνο της πώλησης.

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε παράρτημα I τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) και ενότητα 1.6.3.3 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ.

—   Επανακατηγοριοποιήσεις (3.2Γ)

Οι επανακατηγοριοποιήσεις καταγράφουν όλες τις λοιπές επιδράσεις οι οποίες χωρίς να σχετίζονται με τις καθαρές χορηγήσεις, κατά τα οριζόμενα στην ενότητα 4 στοιχείο β), συνεπάγονται μεταβολές στα ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, εξαιρουμένων των τιτλοποιήσεων και λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν πάψει να αναγνωρίζονται.

Οι εν λόγω επιδράσεις δεν καλύπτονται από τις σχετικές υποχρεώσεις που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33), ο δε αντίκτυπός τους συνήθως εκτιμάται σε συγκεντρωτική βάση κατά την κατάρτιση των μακροοικονομικών στατιστικών στοιχείων. Ωστόσο, είναι σημαντικές σε επίπεδο μεμονωμένων ιδρυμάτων (ή ομίλων ΣΠΠΜΑ-ΙΙ) για τη συμφωνία μεταξύ καθαρών χορηγήσεων και μεταβολών των ανεξόφλητων υπολοίπων.

Πρέπει να παρέχονται οι ακόλουθες επιδράσεις όσον αφορά τα ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση, εξαιρουμένων των τιτλοποιήσεων και λοιπών μεταβιβάσεων δανείων που δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται, εφαρμόζεται δε η συνήθης πρακτική της καταγραφής των επιδράσεων που συνεπάγονται μειώσεις (αυξήσεις) των ανεξόφλητων υπολοίπων με αρνητικό (θετικό) πρόσημο.

1)

Μεταβολές στην κατά τομέα κατάταξη ή στη χώρα κατοικίας των δανειζόμενων που συνεπάγονται μεταβολές στις παρεχόμενες ανεξόφλητες θέσεις οι οποίες δεν οφείλονται σε καθαρές χορηγήσεις και, επομένως, απαιτείται η καταγραφή τους.

2)

Μεταβολές στην κατάταξη των μέσων, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν και τους δείκτες στην περίπτωση που τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των δανείων αυξάνονται ή μειώνονται εξαιτίας της επανακατηγοριοποίησης, παραδείγματος χάριν ενός χρεογράφου ως δάνειο ή ενός δανείου ως χρεόγραφο.

3)

Διορθώσεις που απορρέουν από την εξάλειψη σφαλμάτων στην παροχή στοιχείων, σύμφωνα με τις οδηγίες της οικείας ΕθνΚΤ κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 6, εταιρικές αναδιοργανώσεις και μεταβολές στη σύνθεση των ομίλων ΣΠΠΜΑ-II συνεπάγονται συνήθως την ανάγκη επανυποβολής της πρώτης αναφοράς παροχής στοιχείων προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η νέα εταιρική δομή και σύνθεση του ομίλου. Για τον λόγο αυτό, δεν πραγματοποιούνται επανακατηγοριοποιήσεις για τα γεγονότα αυτά.

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε ενότητα 1.6.3.4 του εγχειριδίου για τα στατιστικά στοιχεία της λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ. Ωστόσο, οι εννοιολογικές διαφορές που επισημαίνονται πιο πάνω θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της εξαγωγής στοιχείων επανακατηγοριοποιήσεων σε επίπεδο μεμονωμένων ιδρυμάτων.

Παροχή στοιχείων ΣΠΠΜΑ-II

Περίοδος παροχής στοιχείων: …

Δάνεια προς μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και νοικοκυριά, εξαιρουμένων των δανείων προς νοικοκυριά για αγορά κατοικίας (σε χιλ. ευρώ)

 

Δάνεια προς μη χρηματοοικονομικές εταιρείες

Δάνεια προς νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά), εξαιρουμένων των δανείων για αγορά κατοικίας

 

 

κατηγορία

τύπος

επαλήθευση

Κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη

1

Ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων …

0

0

1

1 = 1.1 – 1.2 ( + 1.3)

 

2

Αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την περίοδο παροχής στοιχείων …

0

0

2

2 = 2.1 – 2.2

 

3

Διορθώσεις των ανεξόφλητων υπολοίπων: μειώσεις (–) και αυξήσεις (+) …

0

0

3

3 = 3.1 + 3.2

 

4

Ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων στο τέλος της περιόδου παροχής στοιχείων …

0

0

4

4 = 4.1 – 4.2 ( + 4.3)

4 = 1 + 2 + 3

Υποκείμενα στοιχεία

Ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων

1.1

Ανεξόφλητα υπόλοιπα που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση …

 

 

1.1

 

 

1.2

Ανεξόφλητα υπόλοιπα τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση …

 

 

1.2

 

 

1.3

Αχρησιμοποίητες προβλέψεις έναντι αποδεκτών δανείων (*)

 

 

1.3

 

 

Αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την περίοδο παροχής στοιχείων

2.1

Ακαθάριστες χορηγήσεις …

 

 

2.1

 

 

2.2

Αποπληρωμές …

 

 

2.2

 

 

Διορθώσεις των ανεξόφλητων υπολοίπων: μειώσεις (–) και αυξήσεις (+)

3.1

Πωλήσεις, αγορές και λοιπές μεταβιβάσεις δανείων κατά την περίοδο παροχής στοιχείων …

0

0

3.1

3.1 = 3.1A + 3.1B + 3.1Γ

 

3.1A

Καθαρές ροές τιτλοποιημένων δανείων με επίδραση στα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων …

 

 

3.1A

 

 

3.1B

Καθαρές ροές λοιπών μεταβιβάσεων δανείων με επίδραση στα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων …

 

 

3.1B

 

 

3.1Γ

Καθαρές ροές τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων χωρίς επίδραση στα στοιχεία που αφορούν υπόλοιπα δανείων …

 

 

3.1Γ

 

 

3.2

Λοιπές διορθώσεις …

0

0

3.2

3.2 = 3.2A + 3.2B + 3.2Γ

 

3.2A

Αναπροσαρμογές αξίας λόγω μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών …

 

 

3.2A

 

 

3.2B

Διαγραφές/υποτιμήσεις …

 

 

3.2B

 

 

3.2Γ

Επανακατηγοριοποιήσεις …

 

 

3.2Γ

 

 

Ανεξόφλητα υπόλοιπα αποδεκτών δανείων στο τέλος της περιόδου παροχής στοιχείων

4.1

Ανεξόφλητα υπόλοιπα που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση …

 

 

4.1

 

 

4.2

Ανεξόφλητα υπόλοιπα τιτλοποιήσεων ή λοιπών μεταβιβάσεων δανείων οι οποίες δεν έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στη λογιστική κατάσταση …

 

 

4.2

 

 

4.3

Αχρησιμοποίητες προβλέψεις έναντι αποδεκτών δανείων (*)

 

 

4.3

 

 


(1)  Το εννοιολογικό πλαίσιο των υποχρεώσεων παροχής στοιχείων παραμένει αμετάβλητο σε σχέση με εκείνο που καθορίζεται στην απόφαση ΕΚΤ/2014/34.

(2)  Για τους σκοπούς των αναφορών παροχής στοιχείων, ο όρος «νοικοκυριά» περιλαμβάνει και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά.

(3)  Βλέπε το σχετικό έγγραφο με τίτλο «Manual on MFI balance sheet statistics», ΕΚΤ, Απρίλιος 2012, το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu). Συγκεκριμένα, στην ενότητα 2.1.4, σ. 76, εξετάζεται το ζήτημα της παροχής στατιστικών στοιχείων για τα δάνεια.

(4)  Η εν λόγω εξαίρεση έχει επιπτώσεις και στην παροχή στοιχείων για τις διαγραφές και υποτιμήσεις, όπως διευκρινίζεται κατωτέρω.

(5)  Ο εν λόγω κανόνας χρήσης προσήμων [ο οποίος αντίκειται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33)] συνάδει με τη γενική υποχρέωση που ισχύει όσον αφορά τα στοιχεία διορθώσεων, όπως ειδικότερα ορίζεται πιο πάνω —δηλαδή οι επιδράσεις που οδηγούν σε αυξήσεις ή μειώσεις ανεξόφλητων υπολοίπων θα πρέπει να παρέχονται αντίστοιχα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο.

(6)  Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) επιτρέπει στα ΝΧΙ να παρέχουν στοιχεία για τα αγορασθέντα δάνεια στην αξία συναλλαγής τους, εφόσον αυτό αποτελεί εθνική πρακτική που ακολουθείται από όλα τα ΝΧΙ τα οποία είναι κάτοικοι της χώρας. Στις περιπτώσεις αυτές, στοιχεία που μπορεί να συνεπάγονται αναπροσαρμογές αξίας πρέπει να παρέχονται στο υπόδειγμα υπό την κατηγορία 3.2B.

(7)  Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς της ΕΚΤ. Βλέπε δελτίο Τύπου της 8ης Ιουλίου 1998 για τη θέσπιση κανόνων για την κοινή αγορά, το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (http://www.ecb.europa.eu).

(8)  Η εν λόγω υποχρέωση παρεκκλίνει από τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33).

(9)  Η συγκεκριμένη υποχρέωση είναι η ίδια με αυτή βάσει της οποίας παρέχονται πληροφορίες στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 (ΕΚΤ/2013/33) από ΝΧΙ που καταγράφουν τα δάνεια αφού αφαιρεθούν οι προβλέψεις.

(*)  Αφορά μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες παρέχονται στοιχεία για δάνεια αφού έχουν αφαιρεθεί οι προβλέψεις. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε τις οδηγίες παροχής στοιχείων.


21.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/129


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/811 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 28ης Απριλίου 2016

που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2014/34 σχετικά με μέτρα που αφορούν στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2016/11)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 12.1, το άρθρο 18.1 δεύτερη περίπτωση και το άρθρο 34.1 δεύτερη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη την κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (κατευθυντήρια γραμμή γενικής τεκμηρίωσης) (ΕΚΤ/2014/60) (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60), το διοικητικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί τα εργαλεία, τα μέσα, τις απαιτήσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες εκτέλεσης των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

(2)

Στις 29 Ιουλίου 2014 το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση ΕΚΤ/2014/34 (2), ενεργώντας εντός των ορίων της αποστολής του για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και στο πλαίσιο μέτρων για την ενίσχυση της λειτουργίας του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής μέσω της στήριξης των χορηγήσεων προς την πραγματική οικονομία. Η εν λόγω απόφαση προέβλεπε τη διενέργεια σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) για χρονικό διάστημα δύο ετών.

(3)

Στις 10 Μαρτίου 2016 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε τη διενέργεια νέας σειράς τεσσάρων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ-ΙΙ), προκειμένου να ενισχύσει τη διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και τη μετάδοση της εν λόγω πολιτικής μέσω της παροχής περαιτέρω κινήτρων για τραπεζικές χορηγήσεις προς την πραγματική οικονομία. Οι όροι διενέργειας των ΣΠΠΜΑ-ΙΙ πρόκειται να καθοριστούν σε διακριτή απόφαση. Το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να εισαγάγει τον Ιούνιο του 2016 μία πρόσθετη δυνατότητα εκούσιας αποπληρωμής για όλες τις εκκρεμείς ΣΠΠΜΑ, προκειμένου να επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα, αφενός, να αποπληρώσουν τα ποσά που έχουν ήδη δανειστεί βάσει αυτών και, αφετέρου, να δανείζονται βάσει των ΣΠΠΜΑ-ΙΙ.

(4)

Ακόμη, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε ότι συμμετέχοντες οι οποίοι υπέβαλαν τα απαιτούμενα στοιχεία για τον υπολογισμό της υποχρεωτικής πρόωρης αποπληρωμής τον Σεπτέμβριο του 2016 δεν πρόκειται να υπόκεινται σε περαιτέρω υποχρεώσεις παροχής στοιχείων.

(5)

Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ χωρίς περιττή καθυστέρηση, έτσι ώστε να εξασφαλίσει στα πιστωτικά ιδρύματα επαρκή χρόνο για την επιχειρησιακή τους προετοιμασία ενόψει της πρώτης ΣΠΠΜΑ-ΙΙ.

(6)

Ως εκ τούτου, η απόφαση ΕΚΤ/2014/34 θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η απόφαση ΕΚΤ/2014/34 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Πρόωρη αποπληρωμή

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, με την παρέλευση είκοσι τεσσάρων μηνών από ορισμένη ΣΠΠΜΑ οι συμμετέχοντες σε αυτή διαθέτουν δύο φορές ετησίως τη δυνατότητα διακοπής της ή μείωσης του ποσού αυτής πριν από τη λήξη της. Οι ημερομηνίες πρόωρης αποπληρωμής συμπίπτουν με την ημερομηνία διακανονισμού πράξης κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος και ορίζονται από το Ευρωσύστημα.

2.   Οι συμμετέχοντες διαθέτουν επίσης τη δυνατότητα διακοπής ή μείωσης του ποσού ορισμένης ΣΠΠΜΑ πριν από τη λήξη της σε ημερομηνία που συμπίπτει με την ημερομηνία διακανονισμού της πρώτης ΣΠΠΜΑ που διενεργείται βάσει της απόφασης (ΕΕ) 2016/810 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2016/10) (*). Συμμετέχων ο οποίος επιθυμεί να κάνει χρήση της διαδικασίας πρόωρης αποπληρωμής κατά την ως άνω πρώτη ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής κοινοποιεί στην οικεία ΕθνΚΤ την πρόθεσή του να προβεί στην αποπληρωμή κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία βάσει της εν λόγω διαδικασίας, τρεις τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Η κοινοποίηση καθίσταται δεσμευτική για τον συμμετέχοντα τρεις εβδομάδες πριν από τη σχετική ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής. Προς αποφυγή κάθε αμφιβολίας, το επιπρόσθετο όριο δανεισμού όσον αφορά την ΣΠΠΜΑ που θα διενεργηθεί τον Ιούνιο του 2016, το οποίο θα υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, θα καθοριστεί με βάση τα ποσά δανεισμού βάσει των ΣΠΠΜΑ που διενεργήθηκαν από τον Μάρτιο του 2015 κι έπειτα, χωρίς να αφαιρούνται τυχόν ποσά που αποπληρώνονται κατά την πρώτη ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής.

3.   Για όλες τις άλλες ημερομηνίες αποπληρωμής συμμετέχων ο οποίος επιθυμεί να κάνει χρήση της διαδικασίας πρόωρης αποπληρωμής κοινοποιεί στην οικεία ΕθνΚΤ την πρόθεσή του να προβεί στην αποπληρωμή κατά την ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής βάσει της εν λόγω διαδικασίας, δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Η κοινοποίηση καθίσταται δεσμευτική για τον συμμετέχοντα δύο εβδομάδες πριν από τη σχετική ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής.

4.   Ο μη διακανονισμός από τον συμμετέχοντα ολόκληρου ή μέρους του οφειλόμενου ποσού βάσει της διαδικασίας πρόωρης αποπληρωμής έως την ημερομηνία αποπληρωμής μπορεί να συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής. Η ποινή αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/60) (**) και αντιστοιχεί στη χρηματική ποινή που επιβάλλεται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του συμμετέχοντα με την υποχρέωσή του να παρέχει επαρκή ασφάλεια και να διακανονίζει το κατανεμηθέν σε αυτόν ποσό όσον αφορά τις αντιστρεπτέες συναλλαγές που διενεργούνται για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής. Η επιβολή χρηματικής ποινής δεν θίγει το δικαίωμα της ΕθνΚΤ να λάβει τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 166 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60).

(*)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/810 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 28ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη δεύτερη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2016/10) (ΕΕ L 132 της 21.5.2016, σ. 107)."

(**)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3).»."

2)

Στο άρθρο 7 οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι συμμετέχοντες στις ΣΠΠΜΑ, των οποίων οι συνολικές αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις στο διάστημα μεταξύ της 1ης Μαΐου 2014 και της 30ής Απριλίου 2016 υπολείπονται του ορίου αναφοράς που εφαρμόζεται σε αυτούς την 30ή Απριλίου 2016, υποχρεούνται να αποπληρώσουν στο ακέραιο τα αρχικά και επιπρόσθετα ποσά δανεισμού τους στο πλαίσιο των ΣΠΠΜΑ την 28η Σεπτεμβρίου 2016, εκτός εάν το Ευρωσύστημα ορίσει διαφορετική ημερομηνία. Οι σχετικοί τεχνικοί υπολογισμοί περιγράφονται στο παράρτημα I.

2.   Εάν το συνολικό ποσό δανεισμού συγκεκριμένου συμμετέχοντα σε σχέση με το οικείο επιπρόσθετο όριο στο πλαίσιο των ΣΠΠΜΑ που διενεργούνται από τον Μάρτιο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2016 υπερβαίνει το επιπρόσθετο όριο που υπολογίζεται κατά τον Απρίλιο του 2016 ως τον μήνα αναφοράς για τους σκοπούς της κατανομής, το υπερβάλλον ποσό του επιπρόσθετου δανεισμού καθίσταται πληρωτέο την 28η Σεπτεμβρίου 2016, εκτός εάν το Ευρωσύστημα ορίσει διαφορετική ημερομηνία. Οι σχετικοί τεχνικοί υπολογισμοί περιγράφονται στο παράρτημα I.».

3)

Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο μη διακανονισμός από τον συμμετέχοντα ολόκληρου ή μέρους του οφειλόμενου ποσού βάσει της διαδικασίας πρόωρης αποπληρωμής έως την ημερομηνία αποπληρωμής μπορεί να συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής. Η ποινή αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60) και αντιστοιχεί στη χρηματική ποινή που επιβάλλεται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του συμμετέχοντα με την υποχρέωσή του να παρέχει επαρκή ασφάλεια και να διακανονίζει το κατανεμηθέν σε αυτόν ποσό όσον αφορά τις αντιστρεπτέες συναλλαγές που διενεργούνται για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής. Η επιβολή χρηματικής ποινής δεν θίγει το δικαίωμα της ΕθνΚΤ να λάβει τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 166 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60).».

4)

Στο άρθρο 8 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ίδρυμα που συμμετέχει σε ΣΠΠΜΑ και έχει ανεξόφλητο ποσό πίστωσης στο πλαίσιο της εν λόγω πράξης υποχρεούται να υποβάλλει τριμηνιαίως υποδείγματα παροχής στοιχείων δεόντως συμπληρωμένα κατά την παράγραφο 1 έως ότου υποβληθούν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τον καθορισμό της υποχρέωσης αποπληρωμής κατά το άρθρο 7.».

5)

Στο άρθρο 8 η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Κάθε συμμετέχων σε ΣΠΠΜΑ απαιτείται να προβαίνει σε ετήσιο έλεγχο της ακρίβειας των στοιχείων που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός αν έχει αποπληρώσει το σύνολο των ανεξόφλητων ποσών των ΣΠΠΜΑ του σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2. Ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να διενεργείται από εξωτερικό ελεγκτή, ενδεχομένως στο πλαίσιο ετήσιου ελέγχου. Αντί της ανάθεσης του ελέγχου σε εξωτερικό ελεγκτή οι συμμετέχοντες μπορούν να μεριμνούν για τη λήψη ανάλογων μέτρων τα οποία εγκρίνει το Ευρωσύστημα. Η ΕθνΚΤ του συμμετέχοντα ενημερώνεται για το αποτέλεσμα του ελέγχου. Σε περίπτωση συμμετοχής σε ΣΠΠΜΑ σε επίπεδο ομίλου το αποτέλεσμα του ελέγχου κοινοποιείται στις ΕθνΚΤ των μελών του ομίλου ΣΠΠΜΑ. Κατόπιν αιτήματος της ΕθνΚΤ του συμμετέχοντα, παρέχονται σε αυτήν τα αναλυτικά αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργούνται βάσει της παρούσας παραγράφου τα οποία, σε περίπτωση συμμετοχής σε επίπεδο ομίλου, στη συνέχεια κοινοποιούνται και στις ΕθνΚΤ των μελών του ομίλου ΣΠΠΜΑ.».

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 3 Μαΐου 2016.

Φρανκφούρτη, 28 Απριλίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3.

(2)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/34, της 29ης Ιουλίου 2014, σχετικά με μέτρα που αφορούν στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΕ L 258 της 29.8.2014, σ. 11).