02016L1164 — EL — 01.01.2022 — 002.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2016/1164 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 12ης Ιουλίου 2016

για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

(ΕΕ L 193 της 19.7.2016, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2017/952 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Μαΐου 2017

  L 144

1

7.6.2017


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 039, 11.2.2019, σ.  28 (2016/1164)




▼B

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2016/1164 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 12ης Ιουλίου 2016

για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M1

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.  
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους φορολογουμένους που υπόκεινται σε φόρο επί των εταιρειών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων των μόνιμων εγκαταστάσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη οντοτήτων που εδρεύουν για φορολογικούς σκοπούς σε τρίτη χώρα.
2.  
Το άρθρο 9α εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις οντότητες οι οποίες αντιμετωπίζονται ως διαφανείς για φορολογικούς σκοπούς από κράτος μέλος.

▼B

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«κόστος δανεισμού» : οι δαπάνες για τόκους κάθε μορφής χρέους, άλλες δαπάνες οικονομικά ισοδύναμες με τόκους και έξοδα που προκύπτουν από την άντληση χρηματοδότησης κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο, περιλαμβανομένων, ενδεικτικά, των πληρωμών στο πλαίσιο δανείων με συμμετοχή στο κέρδος, των τεκμαρτών τόκων επί προϊόντων όπως τα μετατρέψιμα ομόλογα και τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, των χορηγήσεων στο πλαίσιο εναλλακτικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όπως η Ισλαμική χρηματοδότηση, του στοιχείου του χρηματοοικονομικού κόστους από χρηματοδοτικά μισθώματα, των κεφαλαιοποιημένων τόκων που καταχωρίζονται ως αξία στον ισολογισμό του αντίστοιχου περιουσιακού στοιχείου ή της απόσβεσης των κεφαλαιοποιημένων τόκων, των χορηγήσεων που υπολογίζονται με βάση την επιστροφή κεφαλαίων στο πλαίσιο των κανόνων για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση κατά περίπτωση, των πλασματικών τόκων βάσει παραγώγων ή συμφωνιών αντιστάθμισης κινδύνου σχετικά με τον δανεισμό μιας οντότητας, ορισμένων συναλλαγματικών κερδών και ζημιών επί δανείων και προϊόντων που συνδέονται με την άντληση χρηματοδότησης, των εγγυήσεων για χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, των τελών διακανονισμού και συναφών δαπανών που σχετίζονται με τον δανεισμό κεφαλαίων,

2)

«υπερβαίνον κόστος δανεισμού» : το ποσό κατά το οποίο το εκπιπτόμενο κόστος δανεισμού ενός φορολογουμένου υπερβαίνει τα φορολογητέα έσοδα από τόκους και άλλα οικονομικώς ισοδύναμα φορολογητέα έσοδα τα οποία προσπορίζεται ο φορολογούμενος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

3)

«φορολογική περίοδος» : ένα φορολογικό έτος, ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδος για φορολογικούς σκοπούς,

4)

«συνδεδεμένη επιχείρηση» :

α) 

οντότητα στην οποία ο φορολογούμενος συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα είτε με δικαιώματα ψήφου είτε με κεφάλαιο ανερχόμενο στο 25 τοις εκατό ή περισσότερο ή δικαιούται να εισπράττει το 25 τοις εκατό ή περισσότερο των κερδών της εν λόγω οντότητας,

β) 

άτομο ή οντότητα που συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα είτε με δικαιώματα ψήφου είτε με κεφάλαιο φορολογουμένου ανερχόμενο στο 25 τοις εκατό ή περισσότερο ή δικαιούται να εισπράττει το 25 τοις εκατό ή περισσότερο των κερδών του φορολογουμένου.

Εάν ένα άτομο ή μια οντότητα κατέχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή κατά 25 τοις εκατό ή περισσότερο σε φορολογούμενο και σε μία ή περισσότερες οντότητες, όλες οι σχετικές οντότητες, περιλαμβανομένου του φορολογουμένου, θεωρούνται επίσης συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

▼M1

Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 9α:

α) 

σε περίπτωση που το αποτέλεσμα ασυμφωνίας απορρέει από τα στοιχεία β), γ), δ), ε) ή ζ) του πρώτου εδαφίου του σημείου 9) του παρόντος άρθρου ή εάν απαιτείται προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 ή το άρθρο 9α, ο ορισμός της συνδεδεμένης επιχείρησης τροποποιείται ώστε η απαίτηση για 25 τοις εκατό να αντικαθίσταται από απαίτηση για 50 τοις εκατό·

β) 

πρόσωπο το οποίο ενεργεί από κοινού με άλλο πρόσωπο ως προς τα δικαιώματα ψήφου ή την ιδιοκτησία του κεφαλαίου μιας οντότητας θεωρείται ότι διατηρεί συμμετοχή στο σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου ή της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου της εν λόγω οντότητας που κατέχει το άλλο πρόσωπο·

γ) 

ως συνδεδεμένη επιχείρηση νοείται επίσης η οντότητα που ανήκει στον ίδιο ενοποιημένο όμιλο για λογιστικούς σκοπούς στον οποίο ανήκει και ο φορολογούμενος, η επιχείρηση στην οποία ο φορολογούμενος ασκεί σημαντική επιρροή στον τομέα της διαχείρισης ή η επιχείρηση που ασκεί σημαντική επιρροή στη διαχείριση του φορολογουμένου,

▼B

5)

«χρηματοπιστωτική επιχείρηση» :

μια από τις ακόλουθες οντότητες:

α) 

πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ), ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), ή επιχείρηση διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ),

β) 

ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ),

γ) 

αντασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

δ) 

ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ), εκτός εάν ένα κράτος μέλος έχει επιλέξει να μην εφαρμόσει την εν λόγω οδηγία εν όλω ή εν μέρει στο εν λόγω ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, ή ο εκπρόσωπος ενός ιδρύματος επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας,

ε) 

συνταξιοδοτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά προγράμματα τα οποία θεωρούνται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτοντα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7 ), καθώς και κάθε νομική οντότητα που συστάθηκε με σκοπό τις επενδύσεις τέτοιων προγραμμάτων,

στ) 

οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) τη διαχείριση του οποίου έχει ΔΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ή ΟΕΕ που εποπτεύεται βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

ζ) 

ΟΣΕΚΑ κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

η) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ),

θ) 

κεντρικό αποθετήριο αξιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ),

6)

«μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων» : η πράξη με την οποία ένα κράτος μέλος χάνει το δικαίωμα φορολόγησης των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν υπό τη νομική ή την οικονομική κυριότητα του ίδιου φορολογουμένου,

7)

«μεταφορά της φορολογικής κατοικίας» : η πράξη με την οποία ένας φορολογούμενος παύει να είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς σε ένα κράτος μέλος, ενώ αποκτά φορολογική κατοικία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα,

8)

«μεταφορά της δραστηριότητας που ασκείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης» : η πράξη με την οποία ένας φορολογούμενος παύει να έχει φορολογητέα παρουσία σε ένα κράτος μέλος, ενώ ταυτόχρονα αποκτά φορολογητέα παρουσία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, χωρίς να καθίσταται κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα,

▼M1

9)

ως «ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων» :

νοείται η κατάσταση στην οποία εμπλέκεται ένας φορολογούμενος ή, αναφορικά με το άρθρο 9 παράγραφος 3, μια οντότητα, όταν

α) 

η πληρωμή στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου οδηγεί σε αποτέλεσμα έκπτωσης χωρίς καταχώριση και:

i) 

η πληρωμή αυτή δεν περιλαμβάνεται στο εισόδημα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και

ii) 

το αποτέλεσμα της ασυμφωνίας οφείλεται στις διαφορές στον χαρακτηρισμό του μέσου ή της πληρωμής που πραγματοποιείται στο πλαίσιό του.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η πληρωμή στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στο εισόδημα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος όταν:

i) 

η πληρωμή συνοδεύεται από τη δικαιοδοσία του δικαιούχου φορολογικής περιόδου η οποία αρχίζει εντός 12 μηνών από τη λήξη της φορολογικής περιόδου του πληρωτή, ή

ii) 

είναι εύλογο να αναμένεται ότι οι πληρωμές θα συμπεριληφθούν από τη δικαιοδοσία του δικαιούχου σε μελλοντική φορολογική περίοδο και οι όροι πληρωμής είναι εκείνοι που αναμένεται να συμφωνηθούν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων·

β) 

η πληρωμή σε υβριδική οντότητα οδηγεί σε αποτέλεσμα έκπτωσης χωρίς καταχώριση και το εν λόγω αποτέλεσμα ασυμφωνίας είναι το αποτέλεσμα των διαφορών στην κατανομή των πληρωμών προς την υβριδική οντότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας που είναι εγκατεστημένη ή καταχωρισμένη η υβριδική οντότητα και της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε προσώπου με συμμετοχή στην εν λόγω υβριδική οντότητα·

γ) 

πληρωμή προς οντότητα με μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις συνεπάγεται έκπτωση χωρίς καταχώριση και αυτό το αποτέλεσμα ασυμφωνίας είναι το αποτέλεσμα των διαφορών όσον αφορά την κατανομή των πληρωμών μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων της ίδιας οντότητας σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου δραστηριοποιείται η οντότητα·

δ) 

μια πληρωμή οδηγεί σε αποτέλεσμα έκπτωσης χωρίς καταχώριση ως αποτέλεσμα πληρωμής προς μόνιμη εγκατάσταση που δεν λαμβάνεται υπόψη·

ε) 

πληρωμή από υβριδική οντότητα συνεπάγεται έκπτωση χωρίς καταχώριση, και η ασυμφωνία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η πληρωμή δεν λαμβάνεται υπόψη βάσει της νομοθεσίας του δικαιοδοτικού συστήματος του δικαιούχου·

στ) 

τεκμαιρόμενη πληρωμή μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων συνεπάγεται έκπτωση χωρίς καταχώριση και η ασυμφωνία οφείλεται στο γεγονός ότι η πληρωμή δεν λαμβάνεται υπόψη βάσει της νομοθεσίας της δικαιοδοσίας του δικαιούχου· ή

ζ) 

προκύπτει αποτέλεσμα διπλής έκπτωσης.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου 9):

α) 

πληρωμή που αντιπροσωπεύει την υποκείμενη απόδοση επί μεταβιβαζόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου δεν δημιουργεί υβριδική ασυμφωνία βάσει του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), όταν η πληρωμή γίνεται από χρηματιστή βάσει αγοραίας υβριδικής μεταβίβασης, εφόσον η δικαιοδοσία στην οποία υπάγεται ο πληρωτής απαιτεί από τον χρηματιστή να περιλαμβάνει ως εισόδημα όλα τα ποσά που εισέπραξε σε σχέση με το μεταβιβαζόμενο χρηματοοικονομικό μέσο·

β) 

ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων προκύπτει μόνο στο πλαίσιο του πρώτου εδαφίου στοιχεία ε), στ) ή ζ), στο μέτρο που η δικαιοδοσία του πληρωτή παρέχει τη δυνατότητα η έκπτωση να συμψηφιστεί έναντι ποσού που δεν είναι εισόδημα διπλής καταχώρισης·

γ) 

αποτέλεσμα ασυμφωνίας δεν θεωρείται ως ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων, εκτός εάν προκύψει μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, μεταξύ φορολογούμενου και συνδεδεμένης επιχείρησης, μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης, μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων της ίδιας οντότητας ή μέσω δομημένης ρύθμισης.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου 9) και των άρθρων 9, 9α και 9β:

α) 

ως «ασυμφωνία» νοείται η διπλή έκπτωση ή η έκπτωση χωρίς καταχώριση·

β) 

ως «διπλή έκπτωση» νοείται η έκπτωση της ίδιας πληρωμής, δαπανών ή ζημιών στη δικαιοδοσία στην οποία έγινε η πληρωμή, έχουν πραγματοποιηθεί οι δαπάνες ή προκύπτουν οι ζημίες (δικαιοδοσία του πληρωτή) και σε μία άλλη τη δικαιοδοσία (δικαιοδοσία του επενδυτή). Στην περίπτωση πληρωμής από υβριδική οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση, η δικαιοδοσία του πληρωτή είναι εκείνη στην οποία είναι εγκατεστημένη ή τοποθετημένη η υβριδική οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση·

γ) 

ως «έκπτωση χωρίς καταχώριση» νοείται η έκπτωση πληρωμής ή της τεκμαιρόμενης πληρωμής μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία στην οποία η πληρωμή αυτή ή η τεκμαιρόμενη πληρωμή) θεωρείται ότι έχει υλοποιηθεί (δικαιοδοσία του πληρωτή) χωρίς αντίστοιχη καταχώριση για φορολογικούς σκοπούς της εν λόγω πληρωμής ή της τεκμαιρόμενης πληρωμής στη δικαιοδοσία του δικαιούχου. Η δικαιοδοσία του δικαιούχου είναι οποιαδήποτε δικαιοδοσία στην οποία η πληρωμή ή η τεκμαιρόμενη πληρωμή εισπράττεται ή αντιμετωπίζεται ως εισπραχθείσα σύμφωνα με τη νομοθεσία οποιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας·

δ) 

ως «έκπτωση» νοείται το ποσό που αντιμετωπίζεται ως εκπίπτον από το φορολογητέο εισόδημα σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας του πληρωτή ή του επενδυτή. Ο όρος «εκπίπτων» ερμηνεύεται αναλόγως·

ε) 

ως «καταχώριση» νοείται το ποσό το οποίο λαμβάνεται υπόψη στο φορολογητέο εισόδημα σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας του πληρωτή. Πληρωμή στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου δεν αντιμετωπίζεται ως καταχωρισμένη, στον βαθμό που η πληρωμή δικαιολογεί οποιαδήποτε φορολογική ελάφρυνση που οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η πληρωμή χαρακτηρίζεται από τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας του πληρωτή. Ο όρος «καταχωρισμένος» ερμηνεύεται αναλόγως·

στ) 

ως «φορολογική ελάφρυνση» νοείται η φορολογική απαλλαγή, η μείωση του φορολογικού συντελεστή ή κάθε έκπτωση ή επιστροφή (πλην της πίστωσης φόρου για τους φόρους που παρακρατούνται στην πηγή)·

ζ) 

ως «διπλή καταχώριση εισοδήματος» νοείται κάθε σημείο εισοδήματος που περιλαμβάνεται στο πλαίσιο της νομοθεσίας και των δύο δικαιοδοσιών όπου έχει προκύψει αποτέλεσμα ασυμφωνίας·

η) 

ως «πρόσωπο» νοείται άτομο ή οντότητα·

θ) 

ως «υβριδική οντότητα» νοείται κάθε οντότητα ή ρύθμιση που θεωρείται ως φορολογητέα οντότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία μιας δικαιοδοσίας και της οποίας το εισόδημα ή οι δαπάνες θεωρούνται ως εισόδημα ή δαπάνες ενός ή περισσότερων άλλων προσώπων βάσει της νομοθεσίας άλλης δικαιοδοσίας·

ι) 

ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται κάθε μέσο στον βαθμό που οδηγεί σε χρηματοδότηση ή απόδοση των ίδιων κεφαλαίων που φορολογείται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τη φορολόγηση του χρέους, των μετοχικών κεφαλαίων ή των παραγώγων σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας είτε του δικαιούχου είτε του πληρωτή και περιλαμβάνει υβριδική μεταβίβαση,

ια) 

ως «χρηματιστής» νοείται πρόσωπο ή οντότητα που εξ επαγγέλματος αγοράζει και πωλεί σε τακτική βάση χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό με σκοπό το κέρδος,

ιβ) 

ως «υβριδική μεταβίβαση» νοείται κάθε συμφωνία μεταβίβασης χρηματοπιστωτικού μέσου, όταν η υποκείμενη απόδοση αυτού του μέσου λογίζεται από φορολογική άποψη ότι προκύπτει ταυτόχρονα από περισσότερα του ενός μέρη στη συμφωνία,

ιγ) 

ως «αγοραία υβριδική μεταβίβαση» νοείται κάθε μεταβίβαση που συνάπτει χρηματιστής κατά τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι ως μέρος διαρθρωμένης συμφωνίας,

ιδ) 

ως «μόνιμη εγκατάσταση η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη» νοείται οποιαδήποτε ρύθμιση η οποία θεωρείται ότι οδηγεί σε μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τη νομοθεσία της έδρας και δεν αντιμετωπίζεται ως ρύθμιση που οδηγεί σε μόνιμη εγκατάσταση από τη νομοθεσία της άλλης δικαιοδοσίας,

▼M1

10)

ως «ενοποιημένος όμιλος για λογιστικούς σκοπούς» : νοείται ο όμιλος ο οποίος αποτελείται από όλες τις οντότητες οι οποίες ενσωματώνονται πλήρως στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς ή το εθνικό σύστημα χρηματοοικονομικής αναφοράς ενός κράτους μέλους,

11)

ως «δομημένη ρύθμιση» : νοείται η ρύθμιση που αφορά ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων όπου το αποτέλεσμα της ασυμφωνίας αποτιμάται στους όρους της ρύθμισης ή η ρύθμιση που έχει σχεδιαστεί με σκοπό να παράγει αποτέλεσμα ασυμφωνίας στη μεταχείριση υβριδικών μέσων, εκτός εάν ο φορολογούμενος ή μια συνδεδεμένη επιχείρηση δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι είχε επίγνωση της ασυμφωνίας στη μεταχείριση υβριδικών μέσων και δεν συμμετείχε στην αποτίμηση της αξίας του φορολογικού οφέλους που συνεπάγεται η ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων.

▼B

Άρθρο 3

Ελάχιστο επίπεδο προστασίας

Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή εγχώριων ή βασιζόμενων σε συμφωνίες διατάξεων που αποσκοπούν στη διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των εγχώριων βάσεων υπολογισμού του φόρου εταιρειών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗΣ

Άρθρο 4

Κανόνας περιορισμού των τόκων

▼C1

1.  
Το υπερβαίνον κόστος δανεισμού εκπίπτει κατά τη φορολογική περίοδο στην οποία πραγματοποιείται και μόνο έως ποσοστό 30 τοις εκατό των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του φορολογουμένου.

▼B

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δύνανται να αντιμετωπίζουν ως φορολογούμενο:

α) 

μια οντότητα στην οποία επιτρέπεται ή επιβάλλεται να εφαρμόζει τους κανόνες εκ μέρους ενός ομίλου, όπως ορίζεται σύμφωνα με το εθνικό φορολογικό δίκαιο,

β) 

μια οντότητα ενός ομίλου, όπως ορίζεται σύμφωνα με το εθνικό φορολογικό δίκαιο, ο οποίος δεν ενοποιεί τα αποτελέσματα των μελών του για φορολογικούς σκοπούς.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το υπερβαίνον κόστος δανεισμού και τα EBITDA μπορούν να προσμετρώνται στο επίπεδο του ομίλου και να περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα όλων των μελών του.

▼C1

2.  
Τα EBITDA υπολογίζονται προσθέτοντας στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο εταιρειών στο κράτος μέλος του φορολογουμένου τα φορολογικώς αναπροσαρμοσμένα ποσά για το υπερβαίνον κόστος δανεισμού, καθώς επίσης και τα φορολογικώς αναπροσαρμοσμένα ποσά για αποσβέσεις. Το απαλλασσόμενο από φόρους εισόδημα δεν συνυπολογίζεται στα EBITDA του φορολογουμένου.

▼B

3.  

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, θα μπορούσε να αναγνωριστεί στον φορολογούμενο το δικαίωμα:

α) 

έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού έως του ποσού των 3 000 000 EUR,

β) 

πλήρους έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού, εάν ο φορολογούμενος αποτελεί αυτοτελή οντότητα.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο, το ποσό των 3 000 000 EUR λαμβάνεται υπόψη για ολόκληρο τον όμιλο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), ως αυτοτελής οντότητα νοείται ο φορολογούμενος που δεν αποτελεί μέρος ενός ενοποιημένου ομίλου για λογιστικούς σκοπούς και δεν διαθέτει συνδεδεμένη επιχείρηση ή μόνιμη εγκατάσταση.

4.  

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που προκύπτει σχετικά με:

α) 

δάνεια που είχαν συναφθεί πριν από τις 17 Ιουνίου 2016, αλλά η εξαίρεση δεν επεκτείνεται σε κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω δανείων,

β) 

δάνεια τρίτων που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων δημόσιων έργων υποδομής, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης του έργου, το κόστος δανεισμού, τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα βρίσκονται όλα στην Ένωση.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, ως μακροπρόθεσμο δημόσιο έργο υποδομής νοείται το έργο που παρέχει, αναβαθμίζει, εκμεταλλεύεται και/ή συντηρεί περιουσιακό στοιχείο μεγάλης κλίμακας και το οποίο θεωρείται από κράτος μέλος ότι εξυπηρετεί το γενικό δημόσιο συμφέρον.

Όταν εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), τυχόν έσοδα που προκύπτουν από ένα μακροπρόθεσμο δημόσιο έργο υποδομής εξαιρούνται από τα EBITDA του φορολογουμένου, ενώ τυχόν εξαιρούμενο υπερβαίνον κόστος δανεισμού δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού του ομίλου έναντι τρίτων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο β).

5.  

Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος αποτελεί μέρος ενός ενοποιημένου ομίλου για λογιστικούς σκοπούς, μπορεί να του αναγνωριστεί το δικαίωμα είτε:

α) 

πλήρους έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού, εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου προς το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων είναι ίσο ή υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό του ομίλου και υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

i) 

το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του φορολογουμένου σε σχέση με το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων θεωρείται ότι είναι ίσο προς το αντίστοιχο ποσοστό του ομίλου, όταν το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου του φορολογουμένου σε σχέση με το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων είναι χαμηλότερο το πολύ κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες, και

▼M1

ii) 

όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις αποτιμώνται με βάση την ίδια μέθοδο, όπως στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς ή το εθνικό σύστημα χρηματοοικονομικής αναφοράς ενός κράτους μέλους,

▼B

ή

β) 

έκπτωσης του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού για ποσό που υπερβαίνει το ποσό της έκπτωσης που θα δικαιούταν δυνάμει της παραγράφου 1. Το εν λόγω υψηλότερο όριο σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα έκπτωσης από το υπερβαίνον κόστος δανεισμού αφορά τον ενοποιημένο όμιλο για λογιστικούς σκοπούς στο πλαίσιο του οποίου ο φορολογούμενος αποτελεί μέρος και υπολογίζεται σε δύο στάδια:

i) 

πρώτον, το ποσοστό του ομίλου καθορίζεται διαιρώντας το υπερβαίνον κόστος δανεισμού του ομίλου έναντι τρίτων με τα EBITDA του ομίλου και

ii) 

δεύτερον, το ποσοστό του ομίλου πολλαπλασιάζεται με τα EBITDA του φορολογουμένου υπολογιζόμενα σύμφωνα με την παράγραφο 2.

6.  

Το κράτος μέλος του φορολογουμένου μπορεί να προβλέπει κανόνες, είτε:

α) 

για τη μεταφορά σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς χρονικό περιορισμό, του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού που δεν μπορεί να εκπέσει κατά την τρέχουσα φορολογική περίοδο δυνάμει των παραγράφων 1 έως 5,

β) 

για τη μεταφορά σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς χρονικό περιορισμό, και σε προηγούμενο χρόνο, για μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών, του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού που δεν μπορεί να εκπέσει κατά την τρέχουσα φορολογική περίοδο δυνάμει των παραγράφων 1 έως 5 ή

γ) 

για τη μεταφορά σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς χρονικό περιορισμό, του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού και, για μέγιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών, της μη χρησιμοποιηθείσας ικανότητας κάλυψης των τόκων, που δεν μπορούν να εκπέσουν κατά την τρέχουσα φορολογική περίοδο δυνάμει των παραγράφων 1 έως 5.

7.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις από το πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 6, περιλαμβανομένης της περίπτωσης όπου οι εν λόγω χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αποτελούν μέρος ενός ενοποιημένου ομίλου για λογιστικούς σκοπούς.

▼M1

8.  
Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 7, μπορεί να δοθεί στον φορολογούμενο το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με λογιστικά πρότυπα πέραν των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς ή του εθνικού συστήματος χρηματοοικονομικής αναφοράς ενός κράτους μέλους.

▼B

Άρθρο 5

Φορολόγηση κατά την έξοδο

1.  

Ο φορολογούμενος υπόκειται στον φόρο σε ποσό που ισούται προς την αγοραία αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, κατά τη στιγμή της εξόδου αυτών των περιουσιακών στοιχείων, μείον την αξία τους για φορολογικούς σκοπούς, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

ο φορολογούμενος μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία από την έδρα του στη μόνιμη εγκατάστασή του σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον το κράτος μέλος της έδρας δεν έχει πλέον το δικαίωμα να φορολογεί τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία λόγω της μεταφοράς,

β) 

ο φορολογούμενος μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία από τη μόνιμη εγκατάστασή του σε κράτος μέλος στην έδρα του ή σε άλλη μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον το κράτος μέλος της μόνιμης εγκατάστασης δεν έχει πλέον το δικαίωμα να φορολογεί τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία λόγω της μεταφοράς,

γ) 

ο φορολογούμενος μεταφέρει τη φορολογική κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εκτός από εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία παραμένουν ουσιωδώς συνδεδεμένα με μόνιμη εγκατάσταση στο πρώτο κράτος μέλος,

δ) 

ο φορολογούμενος μεταφέρει τη δραστηριότητα που ασκεί η μόνιμη εγκατάστασή του από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον το κράτος μέλος της μόνιμης εγκατάστασης δεν έχει πλέον το δικαίωμα να φορολογεί τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία λόγω της μεταφοράς.

2.  

Ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να αναβάλλει την καταβολή του φόρου κατά την έξοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μέσω της καταβολής του σε δόσεις για διάστημα πέντε ετών, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

ο φορολογούμενος μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία από την έδρα του στη μόνιμη εγκατάστασή του σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (συμφωνία για τον ΕΟΧ),

β) 

ο φορολογούμενος μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία από τη μόνιμη εγκατάστασή του σε κράτος μέλος στην έδρα του ή σε άλλη μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για τον ΕΟΧ,

γ) 

ο φορολογούμενος μεταφέρει τη φορολογική κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για τον ΕΟΧ,

δ) 

ο φορολογούμενος μεταφέρει τη δραστηριότητα που ασκεί η μόνιμη εγκατάστασή του σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει για τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εφόσον έχουν συνάψει συμφωνία με το κράτος μέλος του φορολογουμένου ή με την Ένωση περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων, ισοδύναμη με την αμοιβαία συνδρομή που προβλέπεται στην οδηγία 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου ( 10 ).

3.  
Εάν ο φορολογούμενος αναβάλλει την καταβολή σύμφωνα με την παράγραφο 2, επιτρέπεται να χρεώνεται τόκος σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του φορολογουμένου ή της μόνιμης εγκατάστασης, ανάλογα με την περίπτωση.

Εάν υπάρχει αποδεδειγμένος και πραγματικός κίνδυνος μη ανάκτησης, ο φορολογούμενος μπορεί επίσης να υποχρεωθεί να παράσχει εγγύηση ως όρο για να αναβάλει την πληρωμή σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους του φορολογουμένου ή της μόνιμης εγκατάστασης παρέχει τη δυνατότητα είσπραξης της φορολογικής οφειλής μέσω άλλου φορολογουμένου που είναι μέλος του ίδιου ομίλου και είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς στο εν λόγω κράτος μέλος.

4.  

Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 2, η αναβολή πληρωμών διακόπτεται πάραυτα και η φορολογική οφειλή καθίσταται ανακτήσιμη στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία ή οι δραστηριότητες που ασκούνται από τη μόνιμη εγκατάσταση του φορολογουμένου πωλούνται ή διατίθενται κατ' άλλο τρόπο,

β) 

τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται μεταγενέστερα σε τρίτη χώρα,

γ) 

η φορολογική κατοικία του φορολογουμένου ή η δραστηριότητα που ασκεί η μόνιμη εγκατάστασή του μεταφέρεται μεταγενέστερα σε τρίτη χώρα,

δ) 

ο φορολογούμενος πτωχεύει ή τίθεται υπό εκκαθάριση,

ε) 

ο φορολογούμενος δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταβολή των δόσεων και δεν διορθώνει την κατάστασή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Τα στοιχεία β) και γ) δεν εφαρμόζονται σε τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εάν έχουν συνάψει συμφωνία με το κράτος μέλος του φορολογουμένου ή με την Ένωση περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων, ισοδύναμη με την αμοιβαία συνδρομή που προβλέπεται στην οδηγία 2010/24/ΕΕ.

5.  
Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων ή η μεταφορά της φορολογικής κατοικίας ή της δραστηριότητας που ασκεί η μόνιμη εγκατάσταση πραγματοποιείται προς άλλο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος δέχεται την αξία που έχει οριστεί από το κράτος μέλος του φορολογουμένου ή της μόνιμης εγκατάστασης ως αξία εκκίνησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων για φορολογικούς σκοπούς, εκτός εάν αυτή δεν αντικατοπτρίζει την αγοραία αξία.
6.  
Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 5, ως «αγοραία αξία» νοείται το ποσό έναντι του οποίου μπορεί να ανταλλαγεί ένα περιουσιακό στοιχείο ή να διακανονιστούν αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ εθελουσίως ενεργούντων μη συνδεδεμένων αγοραστών και πωλητών σε απευθείας συναλλαγή.
7.  
Υπό την προϋπόθεση ότι τα περιουσιακά στοιχεία πρόκειται να επανέλθουν στο κράτος μέλος του μεταβιβάζοντος εντός περιόδου 12 μηνών, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση των κινητών αξιών ή επί των στοιχείων ενεργητικού που παρέχονται ως ασφάλεια ή όταν η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται για την κάλυψη κεφαλαιακών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας ή για τους σκοπούς της διαχείρισης ρευστότητας.

Άρθρο 6

Γενικός κανόνας απαγόρευσης καταχρήσεων

1.  
Για τον υπολογισμό της εταιρικής φορολογικής οφειλής, το κράτος μέλος δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων οι οποίες, έχοντας συσταθεί με κύριο σκοπό ή με έναν εκ των κύριων σκοπών την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή το σκοπό των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων, και συνεκτιμωμένων όλων των σχετικών στοιχείων και περιστάσεων, δεν είναι γνήσιες. Μια διευθέτηση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.
2.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων θεωρείται μη γνήσια στον βαθμό που δεν τίθεται σε εφαρμογή για βάσιμους εμπορικούς λόγους που απηχούν την οικονομική πραγματικότητα.
3.  
Όταν διευθετήσεις ή σειρά διευθετήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με την παράγραφο 1, η φορολογική υποχρέωση υπολογίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 7

Κανόνες για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες

1.  

Το κράτος μέλος του φορολογουμένου αντιμετωπίζει μια οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση, τα κέρδη της οποίας δεν φορολογούνται ή απαλλάσσονται του φόρου στο εν λόγω κράτος μέλος, ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

στην περίπτωση οντότητας, ο φορολογούμενος μόνος του ή από κοινού με τις συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις κατέχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ποσοστό άνω του 50 τοις εκατό των δικαιωμάτων ψήφου ή έχει την άμεση ή έμμεση κυριότητα επί ποσοστού άνω του 50 τοις εκατό του κεφαλαίου ή δικαιούται να εισπράττει ποσοστό άνω του 50 τοις εκατό των κερδών της εν λόγω οντότητας και

β) 

η πραγματική εταιρική φορολογία που καταβάλλει για τα κέρδη της η οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση είναι χαμηλότερη από τη διαφορά μεταξύ του εταιρικού φόρου που θα είχε εισπραχθεί από την οντότητα ή τη μόνιμη εγκατάσταση υπό το εφαρμοστέο σύστημα φορολογίας των εταιρειών στο κράτος μέλος του φορολογουμένου και της πραγματικής εταιρικής φορολογίας που καταβάλλει για τα κέρδη της η οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), η μόνιμη εγκατάσταση μιας ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας που δεν φορολογείται ή απαλλάσσεται του φόρου στην περιοχή δικαιοδοσίας της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας δεν λαμβάνεται υπόψη. Εκτός αυτού, ο εταιρικός φόρος που θα είχε εισπραχθεί στο κράτος μέλος του φορολογουμένου νοείται ως υπολογιζόμενος βάσει των διατάξεων του κράτους μέλους του φορολογουμένου.

2.  

Όταν μια οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, το κράτος μέλος του φορολογουμένου συμπεριλαμβάνει στη φορολογική βάση:

α) 

το μη διανεμηθέν εισόδημα της οντότητας ή το εισόδημα της μόνιμης εγκατάστασης το οποίο προκύπτει από τις ακόλουθες κατηγορίες:

i) 

τόκους ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα που παράγεται από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία,

ii) 

δικαιώματα ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα που παράγεται από διανοητική ιδιοκτησία,

iii) 

μερίσματα και εισόδημα από τη διάθεση μετοχών,

iv) 

εισόδημα από χρηματοδοτική μίσθωση,

v) 

εισόδημα από ασφαλιστικές, τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες,

vi) 

εισόδημα από εταιρείες τιμολόγησης που αποκομίζουν έσοδα από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και υπηρεσιών που αγοράζονται και πωλούνται σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις και δεν προσθέτουν καμία ή προσθέτουν ελάχιστη οικονομική αξία.

Το παρόν στοιχείο δεν εφαρμόζεται όταν η ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία ασκεί ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα που υποστηρίζεται από προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και εγκαταστάσεις, όπως αποδεικνύεται από συναφή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις.

Όταν η ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία είναι ημεδαπή ή βρίσκεται σε τρίτη χώρα, η οποία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, τα κράτη μέλη μπορούν να παραιτούνται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου,

ή

β) 

το μη διανεμηθέν εισόδημα της οντότητας ή της μόνιμης εγκατάστασης το οποίο προκύπτει από μη γνήσιες διευθετήσεις που έχουν συσταθεί με ουσιαστικό σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος.

Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων θεωρείται μη γνήσια στον βαθμό που η οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση δεν θα είχε την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων ή δεν θα είχε αναλάβει τους κινδύνους που γεννά το σύνολο ή μέρος του εισοδήματός της, εάν δεν ελεγχόταν από εταιρεία στην οποία εκτελούνται τα καθήκοντα των σημαινόντων στελεχών, τα οποία άπτονται των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και κινδύνων, και στην οποία τα καθήκοντα αυτά συμβάλλουν ουσιαστικά στη δημιουργία του εισοδήματος της ελεγχόμενης εταιρείας.

3.  
Όταν, σύμφωνα με τους κανόνες ενός κράτους μέλους, η φορολογική βάση του φορολογούμενου υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο α), το κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να μην αντιμετωπίσει μια οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία κατά την έννοια της παραγράφου 1, εάν το ένα τρίτο ή και λιγότερο του εισοδήματος που πραγματοποιεί η οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση εμπίπτει στις κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Όταν, σύμφωνα με τους κανόνες ενός κράτους μέλους, η φορολογική βάση του φορολογούμενου υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο α), το κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να μην αντιμετωπίσει τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ως ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες, εάν το ένα τρίτο ή και λιγότερο του εισοδήματος της οντότητας από τις κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) προέρχεται από συναλλαγές με τον φορολογούμενο ή τις συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις.

4.  

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχείο β) μια οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση:

α) 

με λογιστικά κέρδη που δεν υπερβαίνουν τις 750 000 EUR και εισόδημα από μη εμπορική δραστηριότητα κάτω των 75 000 EUR ή

β) 

της οποίας τα λογιστικά κέρδη δεν υπερβαίνουν το 10 τοις εκατό των δαπανών λειτουργίας της για τη φορολογική περίοδο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), οι δαπάνες λειτουργίας δεν μπορούν να περιλαμβάνουν το κόστος των αγαθών που πωλούνται εκτός της χώρας της οποίας είναι κάτοικος η οντότητα ή στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση, για φορολογικούς σκοπούς και πληρωμές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

Άρθρο 8

Υπολογισμός του εισοδήματος των ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών

1.  
Όταν εφαρμόζεται τ το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α), το εισόδημα που πρέπει να περιληφθεί στη φορολογική βάση υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου περί φορολογίας εταιρειών του κράτους μέλους όπου ο φορολογούμενος είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς ή όπου βρίσκεται. Οι ζημίες της οντότητας ή της μόνιμης εγκατάστασης δεν περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση, αλλά δύνανται να μεταφερθούν κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο και να ληφθούν υπόψη σε επόμενες φορολογικές περιόδους.
2.  
Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β), το εισόδημα που πρέπει να περιληφθεί στη φορολογική βάση του φορολογουμένου περιορίζεται στα ποσά που έχουν προκύψει μέσω περιουσιακών στοιχείων και κινδύνων συνδεόμενων με τα καθήκοντα των σημαινόντων στελεχών που εκτελεί η ελέγχουσα εταιρεία. Η κατανομή του εισοδήματος των ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών υπολογίζεται σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού.
3.  
Το εισόδημα που πρέπει να περιληφθεί στη φορολογική βάση υπολογίζεται κατ' αναλογία προς τη συμμετοχή του φορολογουμένου στην οντότητα όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α).
4.  
Το εισόδημα περιλαμβάνεται στη φορολογική περίοδο του φορολογουμένου στη διάρκεια της οποίας λήγει το φορολογικό έτος της οντότητας.
5.  
Όταν η οντότητα καταβάλλει διανεμόμενα κέρδη στον φορολογούμενο και τα εν λόγω διανεμόμενα κέρδη περιλαμβάνονται στο φορολογητέο εισόδημα του φορολογουμένου, τα ποσά του εισοδήματος που είχαν περιληφθεί προηγουμένως στη φορολογική βάση σύμφωνα με το άρθρο 7 αφαιρούνται από τη φορολογική βάση κατά τον υπολογισμό του ύψους του οφειλόμενου φόρου επί των διανεμομένων κερδών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υφίσταται διπλή φορολόγηση.
6.  
Εάν ο φορολογούμενος εκποιήσει τη συμμετοχή του στην οντότητα ή τη δραστηριότητα που πραγματοποιεί η μόνιμη εγκατάσταση και οποιοδήποτε μέρος του προϊόντος της εκποίησης περιλαμβανόταν προηγουμένως στη φορολογική βάση σύμφωνα με το άρθρο 7, το εν λόγω ποσό αφαιρείται από τη φορολογική βάση κατά τον υπολογισμό του ύψους του οφειλόμενου φόρου επί του εν λόγω προϊόντος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υφίσταται διπλή φορολόγηση.
7.  
Το κράτος μέλος του φορολογουμένου επιτρέπει έκπτωση του φόρου που έχει καταβάλει η οντότητα ή η μόνιμη εγκατάσταση από τη φορολογική οφειλή του φορολογουμένου στο κράτος της φορολογικής του κατοικίας ή εγκατάστασης. Η έκπτωση υπολογίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

▼M1

Άρθρο 9

Ασυμφωνίες στη μεταχείριση υβριδικών μέσων

1.  

Στον βαθμό που μια ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων οδηγεί σε διπλή έκπτωση:

α) 

η έκπτωση δεν γίνεται δεκτή στο κράτος μέλος της δικαιοδοσίας του επενδυτή· και

β) 

όταν η έκπτωση γίνεται δεκτή στη δικαιοδοσία του επενδυτή, η έκπτωση δεν γίνεται δεκτή στο κράτος μέλος της δικαιοδοσίας του πληρωτή.

Ωστόσο, οποιαδήποτε τέτοια έκπτωση είναι επιλέξιμη για συμψηφισμό με διπλή καταχώριση εσόδων που σημειώνονται σε τρέχουσα ή μεταγενέστερη φορολογική περίοδο.

2.  

Στον βαθμό που μια ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων οδηγεί σε έκπτωση χωρίς καταχώριση:

α) 

η έκπτωση δεν γίνεται δεκτή στο κράτος μέλος της δικαιοδοσίας του πληρωτή· και

β) 

όταν η έκπτωση γίνεται δεκτή στη δικαιοδοσία του πληρωτή, το ποσό της πληρωμής που διαφορετικά θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα ασυμφωνίας περιλαμβάνεται στα έσοδα της δικαιοδοσίας του πληρωτή.

3.  
Ένα κράτος μέλος δεν αποδέχεται έκπτωση για οποιαδήποτε πληρωμή από φορολογούμενο στον βαθμό που η εν λόγω πληρωμή άμεσα ή έμμεσα χρηματοδοτεί εκπίπτουσα δαπάνη η οποία οδηγεί σε ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων με συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή που αποτελεί μέρος ενός δομημένου διακανονισμού, πλην του βαθμού στον οποίο μία από τις δικαιοδοσίες που εμπλέκονται στις συναλλαγές ή στη σειρά συναλλαγών έχει προβεί σε ισοδύναμη προσαρμογή όσον αφορά την εν λόγω ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων.
4.  

Ένα κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής:

α) 

του στοιχείου β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τις ασυμφωνίες στη μεταχείριση υβριδικών μέσων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 9) πρώτο εδάφιο στοιχεία β), γ), δ) ή στ)·

β) 

των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τις ασυμφωνίες που προκύπτουν από πληρωμή τόκου προς συνδεδεμένη επιχείρηση βάσει χρηματοπιστωτικού μέσου, όταν:

i) 

το χρηματοπιστωτικό μέσο έχει χαρακτηριστικά μετατροπής, διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης,

ii) 

το χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εκδοθεί με μόνο σκοπό να ικανοποιήσει απαιτήσεις ικανότητας απορρόφησης ζημιών που ισχύουν για τον τραπεζικό τομέα και το χρηματοοικονομικό μέσο αναγνωρίζεται ως τέτοιο στις απαιτήσεις ικανότητας απορρόφησης ζημιών του φορολογουμένου,

iii) 

το χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εκδοθεί

— 
σε σχέση με χρηματοδοτικά μέσα με χαρακτηριστικά μετατροπής, διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης,
— 
σε επίπεδο που απαιτείται ώστε να πληρούνται οι ισχύουσες απαιτήσεις ικανότητας απορρόφησης ζημιών,
— 
όχι ως μέρος διαρθρωμένης συμφωνίας, και
iv) 

η συνολική καθαρή έκπτωση για τον ενοποιημένο όμιλο βάσει της συμφωνίας δεν υπερβαίνει το ύψος που θα είχε εάν ο φορολογούμενος είχε εκδώσει ένα τέτοιο χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στην αγορά.

Το στοιχείο β) εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

5.  
Στον βαθμό που μια ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων συνεπάγεται εισόδημα από μόνιμη εγκατάσταση που δεν λαμβάνεται υπόψη το οποίο δεν υπόκειται σε φορολόγηση στο κράτος μέλος στο οποίο ο φορολογούμενος είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς, το εν λόγω κράτος μέλος επιβάλλει στον φορολογούμενο την υποχρέωση να συμπεριλάβει το εισόδημα το οποίο διαφορετικά θα αποδιδόταν στη μόνιμη εγκατάσταση που δεν λαμβάνεται υπόψη. Τούτο ισχύει εκτός εάν το κράτος μέλος οφείλει να εξαιρέσει το εισόδημα βάσει συμβάσεως για την αποφυγή διπλής φορολογίας που έχει συνάψει το εν λόγω κράτος μέλος με τρίτη χώρα.
6.  
Στον βαθμό που μια μεταβίβαση στη μεταχείριση υβριδικών μέσων έχει σχεδιαστεί με σκοπό να παράγει ελάφρυνση για τον παρακρατούμενο φόρο στην πηγή επί μιας πληρωμής που προκύπτει από μεταβιβαζόμενο χρηματοπιστωτικό μέσο σε περισσότερα από ένα εκ των εμπλεκόμενων μερών, το κράτος μέλος του φορολογουμένου περιορίζει το όφελος της εν λόγω ελάφρυνσης κατ' αναλογία προς το καθαρό φορολογητέο εισόδημα όσον αφορά την εν λόγω πληρωμή.

▼M1

Άρθρο 9α

Ασυμφωνίες στη μεταχείριση αντίστροφων υβριδικών μέσων

1.  
Εάν μία ή περισσότερες συνεργαζόμενες οντότητες οι οποίες δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι και διατηρούν συνολικά άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε ποσοστό 50 τοις εκατό ή και άνω των δικαιωμάτων ψήφου, των τόκων του κεφαλαίου ή του μεριδίου στα κέρδη μιας υβριδικής οντότητας που έχει συσταθεί ή είναι εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος βρίσκονται σε δικαιοδοσία ή δικαιοδοσίες που αφορούν την υβριδική οντότητα υπό την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο, η υβριδική οντότητα θεωρείται κάτοικος του εν λόγω κράτους και φορολογείται για το εισόδημά της στο μέτρο που το εν λόγω εισόδημα δεν φορολογείται άλλως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους ή οποιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας.
2.  
Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «οργανισμός συλλογικών επενδύσεων» νοείται ο επενδυτικός οργανισμός ή η εταιρεία που αποτελείται από πολλούς μετόχους, διατηρεί ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο κινητών αξιών και διέπεται από κανονισμό προστασίας του επενδυτή στη χώρα όπου είναι εγκατεστημένος.

Άρθρο 9β

Ασυμφωνίες στη μεταχείριση της φορολογικής κατοικίας

Στον βαθμό που η έκπτωση για πληρωμή, δαπάνες ή ζημίες του φορολογουμένου ο οποίος είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς σε δύο ή περισσότερες δικαιοδοσίες είναι εκπίπτουσα από τη βάση φορολόγησης σε αμφότερες τις δικαιοδοσίες, το κράτος μέλος του φορολογουμένου δεν αποδέχεται την έκπτωση στον βαθμό που η άλλη δικαιοδοσία επιτρέπει η δεύτερη έκπτωση φόρου εισοδήματος να συμψηφιστεί με εισόδημα που δεν αποτελεί εισόδημα διπλής καταχώρισης. Εφόσον και οι δύο δικαιοδοσίες είναι κράτη μέλη, το κράτος μέλος στο οποίο ο φορολογούμενος δεν λογίζεται ως κάτοικος σύμφωνα με τη σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων κρατών μελών δεν αποδέχεται την έκπτωση.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10

Επανεξέταση

1.  
Η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως τον αντίκτυπο του άρθρου 4, έως τις 9 Αυγούστου 2020 και υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο. Η έκθεση της Επιτροπής συνοδεύεται, ενδεχομένως, από νομοθετική πρόταση.

▼M1

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή των άρθρων 9 και 9β και ιδίως τις συνέπειες της εξαίρεσης του άρθρου 9 παράγραφος 4 στοιχείο β), έως την 1η Ιανουαρίου 2022, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Συμβούλιο.

▼B

2.  
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
3.  
Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 6 κοινοποιούν στην Επιτροπή, πριν από την 1η Ιουλίου 2017, όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των εθνικών στοχευμένων κανόνων για την πρόληψη κινδύνων διάβρωσης της φορολογικής βάσης και μεταφοράς κερδών (BEPS).

Άρθρο 11

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  
Τα κράτη μέλη, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν αυτές τις διατάξεις από 1ης Ιανουαρίου 2019.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.  
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
3.  
Όπου η παρούσα οδηγία αναφέρει χρηματικό ποσό σε ευρώ (EUR), τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ δύνανται να επιλέξουν τον υπολογισμό της αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις 12ης Ιουλίου 2016.
4.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 2, η Εσθονία μπορεί, εφόσον δεν φορολογεί μη διανεμηθέντα κέρδη, να εξετάζει τη δυνατότητα μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε νομισματική ή μη νομισματική μορφή, περιλαμβανομένων των μετρητών, από μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στην Εσθονία προς έδρα ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα η οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ως διανομή κέρδους και να επιβάλλει φόρο εισοδήματος, χωρίς να παρέχει στους υποκειμένους στον φόρο το δικαίωμα να αναβάλλουν την καταβολή του εν λόγω φόρου.
5.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 5. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν αυτές τις διατάξεις από 1ης Ιανουαρίου 2020.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

▼M1

5α.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 9. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από 1ης Ιανουαρίου 2020.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη καθορίζουν πώς θα γίνει αυτή η αναφορά.

▼B

6.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4, κράτη μέλη τα οποία στις 8 Αυγούστου 2016 διαθέτουν εθνικά στοχευμένους κανόνες για να αποτρέπουν κινδύνους BEPS, οι οποίοι είναι εξίσου αποτελεσματικοί με τον κανόνα περιορισμού των τόκων που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, μπορούν να εφαρμόζουν τους στοχευμένους αυτούς κανόνες μέχρι το τέλος του πρώτου πλήρους φορολογικού έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της συμφωνίας μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ στον επίσημο δικτυακό τόπο για ένα ελάχιστο πρότυπο όσον αφορά τη δράση 4 της BEPS, αλλά το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2024.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.



( 1 ) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

( 2 ) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

( 3 ) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

( 4 ) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

( 5 ) Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

( 6 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

( 7 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

( 8 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

( 10 ) Οδηγία 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα (ΕΕ L 84 της 31.3.2010, σ. 1).